Λόγος Πς΄: Περί διαφόρων υποθέσεων, κατ΄ ερώτησιν και απόκρισιν.
Ερώτησις. Ει καλόν εστίν εκ πάντων των ερεθιζόντων τα πάθη μακρύνεσθαι, και ει νίκη νομίζεται η τοιαύτη φυγή ή ήττα τη ψυχή, εν τω φεύγειν τους πολέμους και επιλέγεσθαι εαυτή την ανάπαυσιν.
Απόκρισις. Συντόμως προς τούτο ερούμεν. Δει τον μοναχόν, ίνα φευγη ολοτελώς εκ πάντων των ερεθιζόντων αυτώ τα πάθη τα πονηρά, και ίνα κόψη εξ εαυτού μάλιστα τάς αιτίας των παθών και την ύλην, εν η συνεργούνται και αυξάνονται, καν και μετά τίνα γένωνται. Ει δε γένηται καιρός αντιστήναι και παλαίσαι προς αυτά, και τούτο ποιήσωμεν, ουχί εν παιγνίω, αλλά τεχνικώς- ηνίκα ενεδρευόμεθα εν τη θεωρία του πνεύματος και αποστρέψαι δει την διάνοιαν αυτού εξ αυτών αεί είς το φυσικόν αγαθόν, το τεθέν εν τη φύσει υπό του δημιουργού, τον άνθρωπον, καν και ο διάβολος καταστροφή κατέστρεψε την αλήθειαν προς πείραν πονηράν. Και εί πρέπον ειπείν, ότι ουκ εκ της οχλήσεως των παθών μόνον, αλλά και εκ των αισθήσεων των εαυτού φεύγειν αυτόν δει και του εσωτέρου ανθρώπου εαυτού εγγύς καταδύεσθαι και εκεί εμμένειν μοναχικώς εν τη επιμόνω εργασία, τη εν τη αμπέλω της καρδίας αυτού, έως αν συμφωνήση τα έργα τω μοναχικώ ονόματι, τω επικληθέντι επ’ αυτώ εν τω κρυπτώ αυτού και τω φανερώ. Και ίσως εν αυτή τη διαμονή τη εγγύς του ένδον ανθρώπου ενωθώμεν ολοτελώς τω γνώσει της ελπίδος ημών, Χριστού του ενοικούντος ημίν. Όσον γαρ ο νους ημών διαμένει εκείσε μοναστικώς και αναχωρητικώς, ουκ αυτός εστίν ο πολεμών προς τα πάθη, αλλ’ η χάρις. Πλην ότι, ουδέ αυτά τα πάθη κινούνται εν αυτώ εις πράξιν.
Ερώτησις. Εάν ποίηση άνθρωπος τι δια την καθαρότητα της ψυχής, έτεροι δε οι μη νοούντες εις την πολιτείαν αυτού την πνευματικήν σκανδαλίζωνται, δει απέχεσθαι της πολιτείας αυτού της θεϊκής δια το σκάνδαλον, ή ποιήσει όπερ ωφέλιμον τω σκοπώ τω εαυτού, καν τοις ορώσιν η επιζήμιον;
Απόκρισις. Λέγομεν δε και περί τούτου ότι εάν νομίμως, καθώς εδέξατο παρά των προ αυτού πατέρων, οτιδήποτε ποιη, όπερ καθαίρει την νουν αυτού και τούτον τον σκοπόν έθηκεν εν εαυτώ, το φθάσαι την καθαρότητα, έτεροι δε, οι μη επισταμένοι, εις τον σκοπόν αυτού σκανδαλίζωνται, ουκ αυτός εστίν ο υπεύθυνος, αλλ’ αυτοί. Ουχί δια τούτο εγκρατεύεται ή νηστεύει ή εγκλείεται περισσοτέρως και ποιεί όπερ ώφειλε τω σκοπώ αυτού, ίνα άλλοι σκανδαλίζωνται, άλλ’ ίνα καθαρεύση τον εαυτού νουν. Ούτοι δε, δια το μη γινώσκειν τον σκοπόν αυτού της πολιτείας, καταμέμφονται αυτού, και υπεύθυνοι γίνονται τη αληθεία διότι ουχί ικανοί εγένοντο, εν αμελεία όντες, αισθηθήναι του σκοπού εκείνου του πνευματικού, ου έθηκεν ούτος εις καθαρότητα της εαυτού ψυχής.
Περί ων ο μακάριος Παύλος έγραψεν «ο λόγος ο του σταυρού», λέγων, «τοις μεν απολλυμένοις μωρία εστί». Τι ουν άρτι, διότι μωρία ο λόγος ελογίζετο εκείνοις ο του σταυρού, μη αισθανομένοις εις την δύναμιν του λόγου, σιωπάν έδει τον Παύλον κηρύξαι; Αλλά και ιδού, έως της σήμερον η υπόθεσις του σταυρού πρόσκομμα και σκάνδαλον τοις Ιουδαίοις τε και τοις Έλλησι. Σιωπώμεν τοίνυν εκ της αληθείας, ίνα μη σκανδαλισθώσιν ούτοι; Παύλος γαρ ου μόνον ουκ εσιώπησεν, αλλά και έκραζε λέγων, «εμοί μη γένοιτο καυχάσθαι, ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Η καύχησις αύτη η εν τω σταυρώ, ουχ ίνα άλλους σκανδαλίση, διηγήθη παρά του αγίου, αλλ’ ως κηρυττομένης της μεγάλης δυνάμεως του σταυρού.
Και συ ουν αρτίως, ώ άγιε, τελείωσον την πολιτείαν σου εν τω σκοπώ, όν τέθεικας εαυτώ προς τον Θεόν, ένθα μη κατακρίνεται σου η συνείδησις, και την πολιτείαν σου κατέναντι των θείων εξέτασον και κατέναντι ων εδέξω παρά των πατέρων των αγίων. Και εάν μη υπό τούτων κατηγορηθής, εξ εκείνων, περί ων εσκανδαλίσθησαν έτεροι, μη φοβηθής. Ουδείς γαρ άνθρωπος τους πάντας δύναται επίσης πληροφορήσαι ή αρέσαι, και τω Θεώ εργάσασθαι εν τω κρυπτώ εαυτού.
Μακάριος ο μοναχός, ώ μακάριε, ο τρέχων εν αληθεία οπίσω της καθαρότητος της εαυτού ψυχής εν όλη τη ισχύι αυτού, και τη οδώ τη νοουμένη, εν η ώδευσαν οι πατέρες ημών, οδεύων προς αυτήν, και εν τοις βαθμοίς αυτής, εν οίς ώδευσαν αναβαίνοντας, κατά τάξιν και κατά βαθμόν, και υψωθήσεται προς τον πλησιασμόν αυτής εν σοφία και υπομονή θλίψεως, αλλ’ ουκ εν τοις βαθμοίς τοις αλλοτρίοις των μηχανημάτων.
Η καθαρότης της ψυχής χάρισμα εστί το πρώτον της φύσεως ημών. Και εκτός καθαρότητος των παθών, ου θεραπεύεται η ψυχή εκ των νόσων της αμαρτίας, ουδέ κτάται την δόξαν, ην απώλεσεν εν τη παραβάσει. Εάν δε τις αξιωθή της καθάρσεως, όπερ εστίν υγεία ψυχής, εν αυτοίς τοις πράγμασιν ενεργητικώς υποδέχεται ο νους αυτού χαράν εν αισθήσει του Πνεύματος γίνεται γαρ υιός του Θεού και αδελφός του Χριστού και ουκ ευκαιρεί αισθηθήναι των αγαθών και των κακών των απαντώντων αυτώ.
Ο δε έχων τον κανόνα της ησυχίας αυτού εν ώρα εβδομάδων επτά, ή καθ’ εβδομάδα, και μετά το πληρώσαι τον κανόνα αυτού απαντά και συμμίσγεται τοις ανθρώποις και συμπαραμυθείται μετ’ αυτών, και αμελών εις τους εν θλίψεσιν όντας εαυτού αδελφούς, ηνίκα δοκεί κατέχειν εν δεσμώ τον εβδομαδιαίον κανόνα, ούτος ανηλεής και απότομος. Και τούτο έκδηλόν εστίν, ότι δια το μη έχειν ελεημοσύνην αυτόν και εκ της οιήσεως και εκ των ψευδών λογισμών εαυτού τοις τοιούτοις κοινωνήσαι ου συγκαταβαίνει πράγμασιν.
Ο καταφρονών του ασθενούς ουκ όψεται φως, και ο αποστρέφων το εαυτού πρόσωπον εκ του εν στενοχώρια όντος η ημέρα αυτού σκοτισθήσεται. Και του καταφρονούντος της φωνής του εν μοχθώ όντος, οι υιοί των οίκων εαυτού εν τη αορασία ψηλαφήσωσι. Μη καθυβρίσωμεν το όνομα το μέγα της ησυχίας εν τη αγνωσία ημών. Πάση γαρ πολιτεία καιρός εστί και τόπος και διαφορά, και τότε τω Θεώ έγνωσται, ει δεκτή γενήσεται πάσα η εργασία αυτής. Και εκτός τούτων, ματαία η εργασία αυτών πάντων των το μέτρον μεριμνώντων της τελειότητος. Ο προσδοκών παρακληθήναι και επισκεφθήναι την ασθένειαν αυτού εξ άλλων, ούτος ταπεινώσει εαυτόν και συγκοπιάσει τω πλησίον εαυτού εν τοις καιροίς, εν οίς πειράζεται, ίνα γένηται η εργασία αυτού εν χαρά εν τη ησυχία εαυτού, απέχουσα από πάσης οιήσεως και πλάνης των δαιμόνων.
Ερρέθη τινι των αγίων γνωστικώ όντι, ότι ουδέν δύναται λυτρώσασθαι τον μοναχόν εκ του της υπερηφανίας δαίμονος και συνεργήσαι τω όρω της εαυτού σωφροσύνης εν τω καιρώ της εξάψεως του πάθους της πορνείας, ως εκείνο, το τους ανθρώπους τους κατακειμένους εν ταίς εαυτών στρωμναίς και τους κατατηχθέντας εν τη θλίψει της σαρκός επισκέπτεσθαι.
Μεγάλη εστίν η πράξις η αγγελική της ησυχίας, όταν διάκρισιν τοιαύτην συμμίξη εαυτή δια την χρείαν της ταπεινώσεως. Ένθα γαρ ου γινώσκομεν, κλεπτόμεθα και πορθούμεθα. Ταύτα είπον, αδελφοί, ουχ ίνα αμελήσωμεν και καταφρονήσωμεν εις το έργον της ησυχίας. Ημείς γαρ εις έκαστον τόπον περί τούτου πείθομεν και ουκ εξ εναντίας των ρημάτων ημών ανθιστάμενοι ευρέθημεν νυν. Μηδείς λάβη και εξαγάγη λόγον γυμνόν εκ των λόγων ημών, και αφή το υπόλοιπον, και κράτηση αυτό εν ταίς εαυτού χερσιν ανοήτως.
Εγώ μνημονεύω, ότι εν τόποις πολλοίς είπον παρακαλών, ότι και εάν συμβή τινι εν αργία τελεία είναι εν τω εαυτού κελλίω, δια την ανάγκην της ασθενείας ημών της επερχόμενης ημίν χάριν τούτου, ου δει επιλέγεσθαι τελείαν έξοδον εξ αυτού και την εξώτερον εργασίαν κρείττονα είναι της εργασίας της εκείσε λογίζεσθαι. Έξοδον δε τελείαν είπον, ουχί εάν απαντήση ημίν εν καιρώ πράγμα αναγκαίον, ίνα εξέλθης εν αυτώ εβδομάδας τινάς του εμπορεύσασθαι εν αυταίς την ανάπαυσιν και την ζωήν του πλησίον σου, ήδη τούτο αργίαν ψηφίσεις και σχολίαν λογίση. Εάν δέ τις δοκήση εν εαυτώ, ότι τέλειος εστί και ανώτερος εκ πάντων των ενταύθα εν τη διαμονή αυτού τη προς τον Θεόν και τη αποχή τη εκ πάντων των ορωμένων πραγμάτων, ευλόγως και εκ τούτων παραιτησάσθω.
Μεγάλη εστίν η εργασία της διακρίσεως των συνεργουμένων υπό του Θεού, ος τω ελέει αυτού δώη ημίν πληρώσαι τον λόγον αυτού, όν είρηκε λέγων «ει τι θέλετε, ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Όπου δε ουκ έχει ο άνθρωπος εν τοις πράγμασι τοις ορατοίς και εν τω σώματι τελειώσαι την αγάπην του πλησίον αυτώ, ή εν τω φρονήματι ημών μόνη φυλαττομένη αγάπη του πλησίον προς τον Θεόν αυταρκεί’ μάλιστα εάν το μέρος εκείνο του εγκλεισμού και της ησυχίας και η εν αυτή υπεροχή αρκούντως διαμείνη εν τη εαυτής εργασία.
Εαν δε εξ όλων των μερών της ησυχίας εκείνης υστερώμεθα, πληρώσωμεν την έλλειψιν αυτής εις την μετ’ αυτήν εντολήν, ήτις εστίν η πράξις η αισθητή, ην ως πλήρωμα της αναπαύσεως της ζωής ημών πληρώσωμεν εν τω σκοπώ του σώματος ημών, ίνα μη ευρεθή η ελευθερία ημών πρόφασις υποταγήναι τη σαρκί.
Ό Θεός δώη ημίν γνώναι το θέλημα αυτού, ίνα αεί εν αυτώ πορευόμενοι, καταντήσωμεν εις την αιώνιον αυτού ανάπαυσιν, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ώ πρέπει πάσα δόξα, τιμή, και προσκύνησις νυν και εις τους αιώνας των απεράντων αιώνων. Αμήν.
Πηγή: (Το βιβλίο: Όσιος Ισαάκ ο Σύρος - Ασκητικά), Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, Ελληνική Πατρολογία