– Γέροντα, θὰ ἤθελα νὰ δῶ τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο.
– Τὸ ὅτι ἐπιδιώκεις νὰ δῆς τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο εἶναι ἐπικίνδυνο, γιατὶ ὁ ἐχθρὸς μπορεῖ νὰ σοῦ παρουσιάση φαντασία καὶ ἔπειτα νὰ σοῦ πῆ ὁ λογισμὸς ὅτι κάτι εἶσαι, διότι δῆθεν ἀξιώθηκες νὰ δῆς τὸν Ἅγιο. Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ σοῦ κολλήση τὸ «κάτι εἶσαι», θὰ σοῦ παίζη συνέχεια σινεμᾶ ὁ ἐχθρὸς μὲ τὴν φαντασία. Γι’ αὐτὸ νὰ ἔχης τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο σὲ εὐλάβεια, ἀλλὰ νὰ μὴν ἐπιδιώκης νὰ τὸν δῆς. Τὸ ἂν σοῦ παρουσιασθῆ ἢ ὄχι, εἶναι δική του δουλειά.
– Ὅταν, Γέροντα, ἐμφανίζεται ἕνας Ἅγιος σὲ κάποιον, ἕνας τρίτος τὸν βλέπει;
– Δὲν ὑπάρχει κανόνας σ’ αὐτό. Ἄλλοτε τὸν βλέπει, ἄλλοτε ἀκούει μόνον τὴν φωνή του, ἄλλοτε τίποτε. Αὐτὰ δὲν μπαίνουν σὲ καλούπια οὔτε ἐξηγοῦνται.
Εἶναι ζωντανὴ ἡ παρουσία τῶν Ἁγίων! Καὶ ὅταν ἀκόμη ἐμεῖς δὲν τοὺς βρίσκουμε, ἐκεῖνοι μᾶς βρίσκουν! Ὅταν ἔφυγα ἀπὸ τὸν «Τίμιο Σταυρὸ» καὶ πῆγα στὴν «Παναγούδα», τὸ Καλύβι ἦταν ἐγκαταλελειμμένο. Ἴσα ποὺ βόλεψα κάπως ἕνα κελλί, γιὰ νὰ μείνω. Εἶχα πάρει μαζί μου ὅ,τι πράγματα εἶχα. Τὰ Μηναῖα τὰ εἶχα ἀκόμη στὰ κουτιά. Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ κάνω Ἑσπερινό. Ἀλλὰ ποῦ νὰ βρῶ τὰ Μηναῖα!...
Πῆρα τὸ ἡμερολόγιο νὰ δῶ ποιός Ἅγιος γιορτάζει. Εἶχα χάσει ὅμως καὶ τὰ γυαλιά, καὶ δὲν ἔβλεπα τὰ μικρὰ γράμματα ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιο, γιὰ νὰ δῶ τὸν ἑορταζόμενο Ἅγιο, νὰ κάνω κομποσχοίνι γιὰ τὸν Ἑσπερινό. Τρία τέταρτα ἔψαχνα· τίποτε. «Θὰ περάση ἡ ὥρα ψάχνοντας, εἶπα. Ἂς πῶ: “Ἅγιοι τῆς ἡμέρας, πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν”».
Ἀφοῦ ἔκανα κομποσχοίνι στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Παναγία, ὕστερα ἄρχισα νὰ λέω: «Ἅγιοι τῆς ἡμέρας, πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν, Ἅγιοι τῆς ἡμέρας...». Τὴν νύχτα πάλι, γιὰ νὰ μὴ χασομερῶ μὲ τὸ ψάξιμο τῶν γυαλιῶν, ἔλεγα τὸ ἴδιο: «Ἅγιοι τῆς ἡμέρας, πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν». Τότε βλέπω μπροστά μου ἕναν Ἀξιωματικὸ Λαμπροφόρο, μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ πατρικὴ στοργή, νὰ μὲ πλησιάζη μὲ καλωσύνη καὶ νὰ μοῦ σκορπάη μιὰ ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση.
Ἐπειδὴ τὸν εἶδα τόσο πολὺ καλό, ἔλαβα τὸ θάρρος καὶ τὸν ρώτησα: «Ποῦ ὑπηρετούσατε καὶ πῶς λέγεσθε;». Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε: «Εἶμαι ὁ Ἅγιος Λουκιλλιανός». Ἐγὼ ὅμως δὲν ἄκουσα καλὰ καὶ τὸν ρώτησα: «Ὁ Ἅγιος Λογγῖνος;». «Ὄχι, μοῦ ἀπήντησε, ὁ Ἅγιος Λουκιλλιανός». Ἐπειδὴ τὸ ὄνομά του μοῦ φάνηκε παράξενο, τὸν ξαναρωτάω: «Ὁ Ἅγιος Λουκιανός;». «Ὄχι, μοῦ ἀπάντησε πάλι ἐκεῖνος· ὁ Ἅγιος Λου-κιλ-λι-α-νός».
Τότε τοῦ εἶπα: «Ἔχω καὶ ἐγὼ τραύματα ἀπὸ τὸν πόλεμο». Δίπλα στὸν Ἅγιο στεκόταν καὶ ἕνας νεαρὸς Γιατρός, μὲ ἄσπρη ποδιὰ – ἦταν ὁ Ἅγιος Παντελεήμων –, στὸν ὁποῖο εἶπε νὰ μὲ ἐξετάση. Ἀφοῦ μὲ ἐξέτασε, ἄκουσα ποὺ ἔλεγε τὴν διάγνωση στὸν Ἅγιο Λουκιλλιανό: «Τὰ τραύματά του ἔχουν θεραπευθῆ· μόνο γιὰ τὸ δίπλωμα θὰ τὰ λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας».
Στὴν συνέχεια ἔνιωθα μεγάλη χαρὰ καὶ διπλὴ ξεκούραση. Ἔψαξα καλά, βρῆκα τὰ γυαλιὰ καὶ κοίταξα στὸ ἡμερολόγιο· ἦταν ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Λουκιλλιανοῦ[1]. Τὸ ἀπόγευμα πῆγα σὲ κάποιους γνωστούς μου Πατέρες καὶ διάβασα καὶ τὸ Συναξάρι τοῦ Ἁγίου.
Ἀκόμη ὁ Ἅγιος μὲ χορταίνει μὲ τὴν ἀγάπη του καὶ μὲ ξεκουράζει ψυχικὰ καὶ σωματικὰ μὲ τὴν παραδεισένια χαρὰ ποὺ μοῦ ἔδωσε.
______________________________
[1] Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 3 Ἰουνίου.
Πηγή: (Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ ΣΤ' «Περὶ προσευχῆς»), Εθνέγερσις