Ηρακλής Ρεράκης,
Καθηγητής ΑΠΘ, Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων (ΠΕΘ)
Το νόημα της νίκης της Ορθοδοξίας κατά της Εικονομαχίας
Στην κακοδοξία της σφοδρής εικονομαχίας, οι Άγιοι Πατέρες της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου (787 μ.Χ.) δεν είδαν απλώς μια αίρεση, αλλά το σύνολο των αιρέσεων.
Οι εικονομάχοι ήταν κληρικοί και λαϊκοί, που είχαν δεχθεί επιδράσεις, κυρίως, στις ανατολικές περιοχές της Ρωμαίϊκης Αυτοκρατορίας, από τον Ιουδαϊσμό και τον Ισλαμισμό, που ως γνωστό δεν επιτρέπουν τις εικόνες στη Λατρεία τους καθώς και από τις αιρέσεις του Μονοφυσιτισμού και του Μανιχαϊσμού.
Οι Μονοφυσίτες, υπερτόνιζαν την θεϊκή φύση του Χριστού και απέρριπταν την ανθρώπινη, καθώς θεωρούσαν αδύνατη και ανεπίτρεπτη την περιγραφή ή την απεικόνιση της θείας φύσεως του Χριστού, αρνούμενοι, ουσιαστικά, ότι η θεία φύση ενώθηκε με τη θεία, ατρέπτως, ασυγχύτως, αχωρίστως και αδιαιρέτως.
Οι Μανιχαίοι, επίσης, θεωρώντας κάθε τι υλικό, ως κακό, δίδασκαν ότι ο Χριστός δεν ήταν μια αληθινή ανθρώπινη και ιστορική ύπαρξη, αλλά ένα φάντασμα ανθρώπου, ισχυριζόμενοι, σύμφωνα με τον Δοκητισμό που πίστευαν, ότι όσοι έλεγαν πως είδαν τον Χριστό, νόμιζαν απλώς πως τον έβλεπαν.
Η εικονομαχία κράτησε περίπου 100 χρόνια, ανάμεσα στον 8ο και 9ο αι., από το 726 έως το 843, όπου αποκαταστάθηκαν οι Εικόνες, επί της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, με κορυφαία θεολογική μορφή τον άγιο Θεόδωρο Στουδίτη.
Ποιες ήταν, όμως, οι συνέπειες της εικονομαχικής αίρεσης; Οι εικονομάχοι, στην ουσία, αμφισβητούσαν και ακύρωναν τη σωτηρία του ανθρώπου από τον Θεάνθρωπο.
Μέσα από την άρνηση της απεικόνισης του Χριστού, αρνούνταν, ουσιαστικά, την πίστη της Εκκλησίας στο Μυστήριο της θείας Ενανθρωπήσεως.
Εάν, δηλαδή, επικρατούσε η αίρεσή τους και οι πιστοί ακολουθούσαν τη θέση τους ότι ο Χριστός δεν ήταν αληθινός θεάνθρωπος, τότε ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να σωθεί, καθώς προϋπόθεση της σωτηρίας του θεωρείται η πίστη πώς η Θεία φύση προσέλαβε την ανθρώπινη για να τη σώσει.
Η άρνηση της θεανθρώπινης φύσεως του Χριστού σήμαινε άρνηση του αγιασμού, της θέωσης και της τελείωσης του ανθρώπου, διά του Ιησού Χριστού.
Αυτόν τον σωτηριακό κίνδυνο έβλεπαν πίσω από την εικονομαχία οι Άγιοι Πατέρες της Ζ΄ Οικουμ. Συνόδου, μια συμπύκνωση, δηλαδή, όλων των προηγουμένων αιρετικών αντιλήψεων, που στόχευαν στην πλήρη ανατροπή και απόρριψη του σωτηριολογικού έργου του Χριστού.
Από την άλλη πλευρά, οι εικονομάχοι, με όλες αυτές τις κακοδοξίες τους, όχι μόνον έρχονταν σε αντίθεση με τις αλήθειες της Ορθοδοξίας, αλλά υποτιμούσαν ή λοιδορούσαν, ασεβώς, τους αγίους Πατέρες που τις υποστήριζαν, θεωρώντας τους ως αφελείς και πλανεμένους.
Η εικονομαχία αντιμετωπίστηκε από τη Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, όπου οι Άγιοι Πατέρες τόνισαν τον σεβασμό στην αγιοπνευματική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Στις αποφάσεις της, η Σύνοδος αναφέρει ότι: «Κρατούμε, ακολουθούμε και τηρούμε τις παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας χωρίς να αφαιρούμε ούτε να προσθέτουμε κάτι, όπως ακριβώς τις παραλάβαμε και τις διδαχθήκαμε από τους Αποστόλους, προφορικά και γραπτά».
Ένας από τους μεγάλους δογματικούς θεολόγους, που συμμετείχε στη Σύνοδο, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, μάλιστα, υπογραμμίζει ότι είναι δυνατή η απεικόνιση του Θεανθρώπου, της Θεοτόκου, των Αγίων και διαφόρων επίγειων γεγονότων και συμβάντων της ιστορίας της εν Χριστώ σωτηρίας.
Η ορθόδοξη λατρεία εξ’ αρχής χρησιμοποίησε υλικά στοιχεία για να τελέσει τα μυστήριά της ή να συμβολίσει πνευματικά αγαθά, που σχετίζονται με το σωτήριο και αποκαλυπτικό έργο του Χριστού.
Ήδη, ο ίδιος ο Χριστός, για παράδειγμα, λίγο πριν οδηγηθεί στο Πάθος και στη Σταύρωσή Του, κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, πρόσφερε άρτο και οίνο στους μαθητές του, λέγοντας ότι είναι «το σώμα και το αίμα Του… εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον», θεμελιώνοντας έτσι το Άγιο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Η χρήση υλικών στοιχείων στη λατρεία και στην τέχνη είναι λογική και δικαιολογημένη, καθώς, μέσω αυτών, επιτυγχάνεται η εμβάθυνση στο Μυστήριο της Θείας Ενανθρωπήσεως και έτσι καθίστανται πιο ισχυρά και πειστικά τα πνευματικά μηνύματα, σε σχέση ή σύγκριση με τον απλό λόγο.
Επομένως, το υλικό στοιχείο παίζει ευεργετικό ρόλο, εφ’ όσον συντελεί, ώστε η εσωτερική πνευματική ζωή να εκφράζεται πληρέστερα και τελειότερα.
Η ύλη έχει δύναμη και σημασία αναγωγική, όταν συνδέεται με το Πνεύμα και αυτό είναι σύμφωνο με τη διπλή φύση του θεανθρώπου.
Ο άνθρωπος, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, επειδή έχει σώμα ποθεί, με το σώμα του, να συνομιλεί και να βλέπει τα άγια.
Μάλιστα, επειδή ο νους του δεν μπορεί να αποχωριστεί από το σώμα και να έλθει μόνος του στο χώρο της καθαρής θεωρίας, είναι φυσικό να χρησιμοποιούνται τα αισθητά πράγματα, ως σύμβολα, με αναγωγική δύναμη.
Οι ορθόδοξοι χριστιανοί χρησιμοποίησαν τις εικόνες για τις πνευματικές και λατρευτικές τους ανάγκες, απλανώς και ακινδύνως, ακολουθώντας τη διδασκαλία του Ιησού, ο οποίος δίδαξε την προσκύνηση και τη λατρεία του αληθινού Θεού.
Η προσκύνηση των εικόνων δεν έχει καμιά σχέση με την ειδωλολατρία καθώς οι πιστοί τιμούν, σέβονται και προσκυνούν, όχι την ύλη της εικόνας, αλλά το εικονιζόμενο άγιο πρόσωπο, το οποίο προσφέρει, τόσο στους προσκυνητές όσο και στην ίδια την εικόνα, την ευλογία, τη δύναμη και τη χάρη του Θεού.
Εξάλλου, όπως διδάσκει ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, η ορθόδοξη εικόνα είναι «ομοίωση» υπαρκτού προσώπου, ενώ το είδωλο είναι «ομοίωση» ανύπαρκτου και φανταστικού προσώπου.
Η εορταζόμενη, κατά την Κυριακή της Ορθοδοξίας, αναστήλωση και αποκατάσταση των αγίων εικόνων, αποτελεί μια καθοριστική νίκη της ορθής πίστεως κατά των αιρέσεων και των διαστρεβλώσεων, που στοχοποιούσαν ή στοχοποιούν τις αλήθειες της χριστιανικής ζωής και έθεταν ή θέτουν σε κίνδυνο την πορεία των πιστών προς τη σωτηρία, σύμφωνα με την αλάνθαστη οδό και εμπειρία της ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η αναστήλωση των Εικόνων αποτελεί θρίαμβο της Ορθοδοξίας, καθώς σηματοδοτεί, ταυτόχρονα, την αναστήλωση του ανθρώπινου προσώπου, που αποτελεί οντολογική ανάγκη των ανθρώπων όλων των εποχών.
Η νίκη της Ορθοδοξίας κατά της πλάνης των Εικονομάχων, βεβαιώνει ότι το σχέδιο του Θεού για την ψυχοσωματική απελευθέρωση του ανθρώπου από το κακό, που πραγματοποιείται στον κόσμο από τον Θεάνθρωπο Λυτρωτή, δεν μπορεί να εμποδιστεί από καμιά κοσμική δύναμη ή εξουσία.
Οι δυσκολίες που βάζει σε κάποιους ανθρώπους ο ανθρωποκτόνος και ψεύστης διάβολος, μέσω ιδεολογικών ή αιρετικών αγκυλώσεων, αποτελούν απλώς δοκιμασίες των ορθοδόξων.
Ωστόσο, μέσα από την εμπειρία της Εικονομαχίας, διαπιστώνουμε ότι αποτελεί ιστορικό δεδομένο το γεγονός ότι, αργά ή γρήγορα, με τις θείες δωρεές που λαμβάνουν οι αγωνιζόμενοι ορθόδοξοι, οι δυσχέρειες ξεπερνιούνται, καθώς ο ίδιος ο Χριστός μεριμνά για το απαρασάλευτο της Εκκλησίας, βεβαιώνοντας ότι «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. 16,18).
Παρά τις δαιμονιώδεις διώξεις, συκοφαντίες και αιρετικές διαβολές, που δέχτηκε και δέχεται η Εκκλησία και η Θεολογία της, με στόχο την ακύρωση του απολυτρωτικού έργου του Χριστού, η Εκκλησία αγωνίζεται και μαρτυρεί, διά των αγίων και των μαρτύρων της, σε όλες τις εποχές, ότι «αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμο, η πίστις ημών» (Α’ Ιω. 5,4).
Γι’ αυτόν τον λόγο, δικαίως, ο ορθόδοξος λαός, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, με τις εικόνες στο χέρι στις καθιερωμένες εκκλησιαστικές λιτανείες, πανηγυρίζει και ομολογεί, σταθερά, θριαμβευτικά και ακλόνητα, μαζί με τους Αγίους Πατέρες του: «Αύτη η πίστις των Αποστόλων, αύτη η πίστη των Πατέρων, αύτη η πίστις των Ορθοδόξων, αύτη η πίστις την οικουμένην εστήριξεν».
Ηρακλής Ρεράκης,
Καθηγητής ΑΠΘ, Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων (ΠΕΘ)