Μιὰ φορὰ σκανδαλίσθηκα ἐδῶ στὸν Ναό σας. Εἶδα νὰ καῖτε στὴν Ἁγία Τράπεζα μιὰ τόσο κοντὴ λαμπάδα! Ἐγὼ δὲν ἀφήνω οὔτε στὸ μανουάλι ποὺ ἔχω μπροστὰ στὸ τέμπλο τόσο μικρὴ λαμπάδα· τὸ θεωρῶ περιφρόνηση.
– Λένε ὅμως, Γέροντα, ὅτι τὸ κερὶ πρέπει νὰ καίγεται μέχρι κάτω.
– Ναί, νὰ καίγεται μέχρι κάτω, ἀλλὰ ποῦ; Αὐτὸ ἔχει σημασία. Ἄλλο εἶναι νὰ καίγεται μέχρι κάτω στὰ μανουάλια ὅπου ἀνάβει κεριὰ ὁ κόσμος καὶ ἄλλο στὴν Ἁγία Τράπεζα ἢ στὴν Ἁγία Πρόθεση. Δὲν κάνει μέσα στὸ Ἱερὸ νὰ καίη μισὴ λαμπάδα· εἶναι περιφρόνηση. Ἀκόμη καὶ στὸν πολυέλαιο, ἔστω καὶ ἂν φθάνουν οἱ λαμπάδες γιὰ ὅλη τὴν Ἀκολουθία, πάλι νὰ τὶς ἀλλάζετε, ὅταν εἶναι πολὺ μικρές. Καὶ στὴν Θεία Λειτουργία, στὴν Μικρὴ καὶ στὴν Μεγάλη Εἴσοδο, πάντα νὰ χρησιμοποιῆτε μεγάλη λαμπάδα, γιατὶ συμβολίζει τὸν Τίμιο Πρόδρομο. Ἀλλοῦ σβήνουν τὰ κανδήλια, γιὰ νὰ κάνουν οἰκονομία! Δὲν καταλαβαίνουν ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τοὺς στείλη μεγάλες εὐλογίες, ὅταν Τὸν εὐλαβοῦνται. Καὶ γιὰ τὰ μνημόσυνα εἶναι περιφρόνηση νὰ χρησιμοποιοῦνται λεπτὰ κεριὰ σὰν κεροστούπι. Εἶναι ντροπὴ νὰ τὰ δώσης καὶ στοὺς ἄλλους.
– Γέροντα, οἱ ἀδελφὲς νὰ καῖνε στὰ κελλιὰ ὅσα κεριὰ θέλουν;
– Ἂς κάψουν, νὰ καῆ καὶ ὁ διάβολος. Ἐδῶ καίγεται ὁ κόσμος ὅλος. Μόνο νὰ ἔχη νόημα τὸ κεράκι ποὺ θὰ ἀνάψουν· νὰ συνοδεύεται μὲ προσευχή.
Ὅταν ἀφεθῆ κανεὶς στὸν Θεό, εἶναι μεγάλο πράγμα. Ἐμεῖς τρῶμε γλυκοὺς καρποὺς καὶ προσφέρουμε τὴν ρητίνη τῶν δένδρων στὸν Θεὸ μὲ τὸ θυμιατήρι. Τρῶμε τὸ μέλι καὶ προσφέρουμε στὸν Θεὸ τὸ κερί, καὶ αὐτὸ συχνὰ τὸ ἀνακατεύουμε μὲ παραφίνη. Ἕνα κερὶ προσφέρουμε στὸν Θεὸ ἀπὸ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὶς πλουσιοπάροχες εὐλογίες Του, καὶ αὐτὸ νὰ τὸ μουρνταρεύουμε; Ποῦ νὰ μᾶς ζητοῦσε ὁ Θεὸς νὰ Τοῦ προσφέρουμε τὸ μέλι! Φαντάζομαι τότε τί θὰ κάναμε! Ἢ ζουμιὰ θὰ δίναμε ἢ λίγο ζαχαρόνερο. Ὁ Θεὸς νὰ μὴ μᾶς πάρη στὰ σοβαρά! Σὲ ὅλα μπορεῖ νὰ κάνη κανεὶς οἰκονομία ἐκτὸς ἀπὸ τὴν λατρεία στὸν Θεό. Στὸν Θεὸ θὰ προσφέρη τὸ πιὸ καθαρό, τὸ πιὸ καλό.
– Γέροντα, ὁ κόσμος δὲν καταλαβαίνει εὔκολα ὅτι εἶναι ἀνευλάβεια νὰ καῖμε κεριὰ ἀπὸ παραφίνη.
– Νὰ πῆτε στὸν κόσμο: «Γιὰ τὴν ὑγεία σας δὲν κάνει νὰ καῖτε κεριὰ ἀπὸ παραφίνη στοὺς Ναούς». Ἔτσι θὰ τὸ σκεφθοῦν λιγάκι αὐτό. Ἂν εἶναι καὶ μικρὸς ὁ Ναός, τότε εἶναι ποὺ πάει νὰ σκάση κανείς. Καλύτερα νὰ ἀνάψουν ἕνα μικρὸ κεράκι καὶ νὰ εἶναι γνήσιο παρὰ ὁλόκληρη λαμπάδα μὲ παραφίνη. Πολλοὶ στὶς Ἐκκλησίες γι᾿ αὐτὸ ζαλίζονται καὶ λιποθυμοῦν. Νὰ εἶναι μικρὸς ὁ Ναὸς καὶ νὰ καίγεται ὅλη αὐτὴ ἡ παραφίνη!... Καὶ νὰ ἦταν μόνον αὐτό; Λάδια ποὺ δὲν τρώγονται θέλουν νὰ τὰ βάλουν στὰ κανδήλια! Ποῦ φθάνουν οἱ ἄνθρωποι!
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀναφέρεται ὅτι τὸ λάδι ποὺ θὰ χρησιμοποιοῦσαν στὸν Ναὸ ἔπρεπε νὰ τὸ φτιάχνουν ἀπὸ ἐλιὲς ποὺ μάζευαν πάνω ἀπὸ τὰ δένδρα καὶ ὄχι ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἔπεφταν κάτω. Μήπως ὁ Θεὸς ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ αὐτὸ τὸ λάδι ἢ ἀπὸ τὸ θυμίαμα; Ὄχι, ἀλλὰ συγκινεῖται ὁ Θεός, γιατὶ εἶναι μιὰ προσφορά, μὲ τὴν ὁποία ἐκφράζεται ἡ εὐγνωμοσύνη καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρὸς Αὐτόν.
Στὸ Σινᾶ μοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση: Οἱ Βεδουΐνοι δὲν ἔχουν, οἱ καημένοι, τίποτε νὰ προσφέρουν. Καὶ βλέπεις, μαζεύουν κανένα πετραδάκι ποὺ λίγο διαφέρει ἀπὸ τὰ ἄλλα, τόοσο μικρούτσικο, ἤ, ἂν βροῦν σὲ καμμιὰ ρωγμὴ δυὸ–τρία φυλλαράκια, τὰ παίρνουν, ἀνεβαίνουν ἐπάνω στὴν πέτρα ποὺ χτύπησε ὁ Μωυσῆς μὲ τὸ ραβδί του καὶ βγῆκε τὸ νερὸ καὶ τὰ ἀφήνουν ἐκεῖ. Ἢ οἱ μητέρες ποὺ θηλάζουν πᾶνε καὶ στάζουν λίγο γάλα ἐκεῖ, μὲ τὸν λογισμό: «Νὰ μοῦ δίνη γάλα ὁ Θεός, γιὰ νὰ θηλάζω τὰ παιδιά μου»! Βλέπεις τί εὐγνωμοσύνη ἔχουν! Δὲν εἶναι μικρὸ πράγμα. Καὶ ἐμεῖς τί κάνουμε! Θὰ μᾶς κρίνουν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι. Ἀφήνουν ἐκεῖ πάνω ξυλαράκια, φυλλαράκια, πετραδάκια... Ἔχει ὁ Θεὸς ἀνάγκη ἀπὸ αὐτά; Ὄχι, ἀλλὰ βοηθάει ὁ Θεός, γιατὶ βλέπει τὴν ἀγαθὴ καρδιά, τὴν ἀγαθὴ διάθεση. Ἔτσι ἐκφράζεται ἡ ἀγαθὴ προαίρεση.
– Γέροντα, ὅταν ἀνάβουμε ἕνα κεράκι, λέμε ὅτι εἶναι γι᾿ αὐτὸν τὸν σκοπό;
– Τὸ ἀνάβεις· ποῦ τὸ στέλνεις; Δὲν τὸ στέλνεις κάπου; Μὲ τὸ κεράκι ζητοῦμε κάτι ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅταν τὸ ἀνάβης καὶ λὲς «γι᾿ αὐτοὺς ποὺ πάσχουν σωματικὰ καὶ ψυχικὰ καὶ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὴν πιὸ μεγάλη ἀνάγκη», μέσα σ᾿ αὐτοὺς εἶναι καὶ οἱ ζῶντες καὶ οἱ κεκοιμημένοι. Ξέρεις πόση ἀνάπαυση νιώθουν οἱ κεκοιμημένοι, ὅταν ἀνάβουμε ἕνα κεράκι γι᾿ αὐτούς; Ἔτσι ἔχει κανεὶς πνευματικὴ ἐπικοινωνία καὶ μὲ τοὺς ζῶντας καὶ μὲ τοὺς κεκοιμημένους. Τὸ κεράκι μὲ λίγα λόγια εἶναι μιὰ κεραία ποὺ μᾶς φέρνει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεό, μὲ τοὺς ἀρρώστους, μὲ τοὺς κεκοιμημένους κ.λπ.
– Τὸ θυμίαμα, Γέροντα, γιατί τὸ καῖμε;
– Τὸ ἀνάβουμε γιὰ δοξολογία στὸν Θεό. Τὸν δοξολογοῦμε καὶ Τὸν εὐγνωμονοῦμε γιὰ τὶς μεγάλες εὐεργεσίες Του σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Τὸ θυμίαμα εἶναι καὶ αὐτὸ μιὰ προσφορά. Καὶ ἀφοῦ τὸ προσφέρουμε στὸν Θεὸ καὶ στοὺς Ἁγίους θυμιάζοντας τὶς εἰκόνες, θυμιάζουμε μετὰ καὶ τὶς ζωντανὲς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἀνθρώπους.
Νὰ βάζετε καρδιὰ εἴτε πρόκειται γιὰ αἴτημα εἴτε γιὰ εὐχαριστία. Μὲ τὸ κεράκι λέω: «Θεέ μου, Σοῦ ζητάω μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ νὰ μοῦ κάνης μιὰ χάρη». Καὶ μὲ τὸ θυμίαμα λέω: «Σὲ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ γιὰ ὅλες τὶς δωρεές Σου. Σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ συγχωρεῖς τὶς δικές μου τὶς πολλὲς ἁμαρτίες καὶ τὴν ἀχαριστία ὅλου τοῦ κόσμου καὶ τὴν δική μου τὴν ἀχαριστία τὴν πολλή».
Ὅσο μπορεῖτε, νὰ καλλιεργῆτε τὴν εὐλάβεια, τὴν συστολή. Αὐτὸ θὰ βοηθήση νὰ δεχθῆτε τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ἅμα ἔχη κανεὶς εὐλάβεια καὶ συστολὴ πνευματική, καὶ εἶναι καὶ ταπεινός, δέχεται τὴν θεία Χάρη. Ἂν δὲν ἔχη εὐλάβεια καὶ ταπείνωση, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δὲν τὸν πλησιάζει. Τί λέει ἡ Γραφή; «Ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ᾿ ἢ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου;»[1].
____________________________
[1] Ἡσ. 66, 2.
Πηγή: (Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Β' «Πνευματικὴ ἀφύπνιση»), Εθνέγερσις