Πόσο ταπεινώνεται ὁ ἄνθρωπος στὰ γεράματα! Οἱ γέροι σιγὰ-σιγὰ χάνουν τὶς δυνάμεις τους καὶ μοιάζουν σὰν τὸ γερασμένο γεράκι. Ὅταν γεράση τὸ γεράκι, πέφτουν τὰ φτερά του καὶ οἱ φτεροῦγες του μετὰ εἶναι σὰν σπασμένες τσατσάρες.
Θυμᾶμαι, στὴν Μονὴ Φιλοθέου[1] ἦταν ἕνας Προϊστάμενος[2] ποὺ εἶχε πάει τὸ 1914 ἐθελοντὴς ἀπὸ τὴν Σμύρνη στὴν Ἀλβανία, γιὰ νὰ ἐκδικηθῆ τοὺς Τούρκους, ποὺ εἶχαν σφάξει τὸν πατέρα του. Μιὰ φορὰ ἔπιασε ἕναν Τοῦρκο καὶ πῆγε νὰ τὸν σφάξη. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Ἡ δική μας θρησκεία εἶναι ἄχαρη. Μᾶς λέει καὶ νὰ σφάζουμε καὶ νὰ σκοτώνουμε. Ἡ δική σας ὅμως δὲν εἶναι τέτοια. Ὁ Χριστὸς σᾶς λέει νὰ μὴ σκοτώνετε».
Μόλις τὸ ἄκουσε αὐτό, τόσο συγκινήθηκε, ποὺ πέταξε τὸ ντουφέκι καὶ σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, γιὰ νὰ γίνη καλόγερος. Ἔγινε καλόγερος, ἔγινε καὶ Προϊστάμενος, ἀλλὰ τὸ ἀντάρτικο δὲν τοῦ ἔφυγε. Εἶχε ὅλα τὰ διακονήματα καὶ ὅλα τὰ κλειδιὰ ἀπὸ τὶς ἀποθῆκες τὰ εἶχε κρεμασμένα στὴν ζώνη του. Κανεὶς δὲν τολμοῦσε νὰ τοῦ μιλήση. Ἂν ξεχνοῦσε κανένας Πατέρας νὰ τὸν φωνάξη μὲ τὸν τίτλο του, «Γέροντα Σπυρίδων», γινόταν θηρίο.
Μιὰ Μεγάλη Σαρακοστὴ πῆγαν στὸ μοναστήρι συμμορίτες καὶ τοὺς ζήτησαν τυριά. «Βρὲ γουρούνια, τοὺς λέει αὐτός, τὴν Σαρακοστὴ ζητᾶτε τυριά;». Τοὺς πέταξε ἔξω. Μιὰ ἄλλη φορὰ οἱ Πατέρες εἶχαν λύσει τοὺς πολυελαίους, γιὰ νὰ τοὺς καθαρίσουν. Εἶδαν οἱ συμμορίτες τὰ διάφορα ἐξαρτήματα ποὺ γυάλιζαν καὶ νόμιζαν ὅτι εἶναι χρυσά. Πῆγαν, τὰ ἔβαλαν σὲ τσουβάλια καὶ μάζεψαν τὰ ζῶα τῆς περιοχῆς, γιὰ νὰ τὰ μεταφέρουν. Μόλις τοὺς εἶδε αὐτός, τοὺς πιάνει καὶ παίρνει καὶ τὰ ἀδειάζει ἀπὸ τὰ τσουβάλια. «Βρὲ σαβοῦρες, τοὺς λέει, μπροῦντζα εἶναι αὐτά, μπροῦντζα σὰν ἐσᾶς!». Καθόλου δὲν δείλιαζε.
Στὰ γεράματά του ὅμως εἶχε ἀρρωστήσει καὶ εἶχε ταπεινωθῆ. Μὲ εἶχαν βάλει νὰ τὸν βοηθῶ λιγάκι. Μιὰ φορὰ μοῦ εἶπε: «Κάνε προσευχή, Ἀβέρκιε[3], δὲν νιώθω καλά». Σηκώθηκα καὶ ἄρχισα νὰ κάνω κομποσχοίνι: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον τὸν δοῦλον Σου, τὸν Γέροντα Σπυρίδωνα». «Μωρέ, "τὸν Σπύρο", πές!», μοῦ λέει. Πόσο τὸν εἶχαν ταπεινώσει ἡ ἀρρώστια καὶ τὰ γεράματα! Πρῶτα ποῦ νὰ τολμοῦσες νὰ μὴν τὸν πῆς «Γέροντα Σπυρίδωνα»!
Νά, καὶ ὁ πατέρας μου στὰ γεράματά του ἀπὸ μιὰ μύγα ταπεινώθηκε. Μιὰ μέρα τὸν βρῆκε ἡ ἀδελφή μου νὰ κλαίη. «Τί ἔπαθες, πατέρα; τὸν ρωτάει. Μήπως κανένα ἐγγονάκι σὲ πείραξε;». «Ὄχι, ὄχι, τῆς λέει. Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος! Προσπαθοῦσα νὰ σκοτώσω μιὰ μύγα μὲ τὴν μυγοσκοτώστρα καὶ δὲν μποροῦσα. Ἔκανα ἔτσι νὰ τὴν χτυπήσω, ἔφευγε ἀπὸ ἐδῶ· ἔκανα ἔτσι, ἔφευγε ἀπὸ ἐκεῖ. Ἐγώ, ὅταν ἤμουν νέος, εἶχα τέτοιο σημάδι ποὺ τοὺς Τσέτες[4] δὲν τοὺς σκότωνα· τοὺς σημάδευα γύρω-γύρω καὶ τοὺς ἀνάγκαζα νὰ παραδοθοῦν. Δεκαέξι χρονῶν σημάδεψα ἕνα λιοντάρι, τὸ πλήγωσα καὶ πάλεψα μὲ τὸ λαβωμένο λιοντάρι, καὶ τώρα μιὰ μύγα νὰ μὴν μπορῶ νὰ σκοτώσω! Ἄ, τίποτε δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος». Ἔνιωθε ὁ καημένος ἕνα τίποτε, σὰν νὰ μὴν εἶχε κάνει τίποτε στὴν ζωή του.
Καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὰ γηροκομεῖα τῶν Μονῶν, πόσο ταπεινώνονται τὰ γεροντάκια! Περνοῦν καὶ δεύτερη... κουρά! Τοὺς κόβουν τὰ μαλλιά, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν πολλὰ καὶ δυσκολεύονται νὰ τὰ λούζουν. Τοὺς κόβουν καὶ τὰ γένια, γιατὶ τρέχουν τὰ σάλια, τὰ φαγητά, καὶ πῶς νὰ τὰ καθαρίσουν; Αὐτὴ εἶναι ἡ τελευταία κουρά. Ἡ ταπεινὴ κουρά!
____________________________________
[1] Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Φιλοθέου ἦταν τότε Ἰδιόρρυθμη.
[2] Τὶς Ἰδιόρρυθμες Μονὲς διοικεῖ τὸ συμβούλιο τῶν Προϊσταμένων ποὺ εἶναι ἰσόβιοι.
[3] Τὸ ὄνομα ποὺ ἔλαβε ὁ Γέροντας ὡς ρασοφόρος μοναχός.
[4] Ἀντάρτες Τοῦρκοι.
Πηγή: (Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Δ' «Οἰκογενειακὴ ζωή»), Εθνέγερσις