Γέροντα, ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ λέει ὅτι πρέπει νὰ αἰσθάνεσαι στὴν προσευχὴ σὰν παιδί[1].
– Ναί, ἀλλὰ νὰ νιώθης ὅτι εἶσαι ἕνα ἄτακτο παιδί.
Νὰ ἀναγνωρίζης ὅτι στενοχώρησες τὸν Πατέρα σου καὶ νὰ κλαῖς γι᾿ αὐτό. Τότε θὰ νιώθης τὰ χάδια τὰ θεϊκά. Ὄχι νὰ λές: «Ἐπειδὴ εἶμαι παιδί, ὁ Θεὸς πρέπει νὰ μ᾿ ἀγαπάη καὶ νὰ μὲ συγχωρῆ, ἂς κάνω ἀταξίες».
– Γέροντα, ἀνησύχησα, ὅταν διάβασα στὸν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης ὅτι, γιὰ νὰ ἐπικαλεσθοῦμε «Πατέρα» τὸν Θεό, πρέπει νὰ ἔχουμε φθάσει στὴν ἀπάθεια[2], ἀλλιῶς εἶναι «ὕβρις καὶ λοιδορία»[3].
– Εὐλογημένη, μὴ στενοχωριέσαι. Αὐτὸ τὸ ἔγραψε ὁ Ἅγιος γιὰ ὅσους ζοῦν ρέμπελα καὶ ἁμαρτωλά. Ὅταν ὅμως ἁμαρτάνη κανείς, ἀλλὰ συναισθάνεται βαθιὰ τὴν ἐνοχή του, τότε μπορεῖ νὰ ὀνομάζη «Πατέρα» τὸν Θεό.
– Γέροντα, αἰσθάνομαι ὅτι δὲν εἶμαι ἐντάξει ἀπέναντι στὸν Θεό, καὶ αὐτὸ μὲ πονάει.
– Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ αἰσθάνεσαι ὅτι δὲν εἶσαι ἐντάξει καὶ λὲς ταπεινὰ «ἥμαρτον, Θεέ μου», ὁ Θεὸς συγχωρεῖ, βοηθάει καὶ χαριτώνει, καὶ ἂν σὲ βρῆ στὴν κατάσταση αὐτὴν ὁ θάνατος, θὰ σωθῆς. Γιατὶ δὲν λὲς ἁπλῶς πὼς δὲν εἶσαι ἐντάξει καὶ μένεις σὲ ἕναν στραβὸ δρόμο, ἀλλὰ ἀγωνίζεσαι. Δὲν εἶσαι, Θεὸς φυλάξοι, σὲ δαιμονικὴ κατάσταση. Λίγο-πολύ, ἐδῶ στὸ μοναστήρι, ὅλες οἱ ἀδελφές, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶστε ἐν μετανοίᾳ. Ὕστερα, νὰ ξέρης, ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, ὅταν αἰσθάνεται ὅτι εἶναι χάλια, δέχεται τὴν θεία Χάρη, γιατὶ εἶναι ἕνα ξέπλυμα αὐτὴ ἡ συναίσθηση ποὺ ἔχει γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά του.
Ἐγώ, ὅταν κάποιος μὲ πόνο μοῦ λέει: «εἶμαι τέτοιος, τέτοιος», τὸν χαίρομαι, γιατί, ἀφοῦ ἀναγνωρίζει τὰ σφάλματά του, θὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ αὐτά. Βρῆκα κάποτε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἔμενε σὲ ἕνα καλύβι μὲ τὰ γατιά, μὲ τὰ σκυλιά. Οὔτε φωτιὰ ἄναβε, γιατὶ φοβόταν μὴν κάψη τὸ καλύβι. Ἦταν τελείως ἐγκαταλελειμμένος! Τὸν πόνεσα, τὸν λυπήθηκα, ἀλλὰ ἐκεῖνος μοῦ εἶπε: «Μὴ μὲ λυπᾶσαι, μωρὲ καλόγερε· ἐγὼ πρέπει νὰ βασανισθῶ. Ἂν ἤξερες τί ἔχω κάνει, δὲν θὰ μὲ λυπόσουν. Γιὰ μένα, κι ἐδῶ ποὺ εἶμαι, πολὺ εἶναι». Ἔ, αὐτόν, ὅ,τι κι ἂν ἔχη κάνει, δὲν θὰ τὸν οἰκονομήση ὁ Θεός; Καὶ τώρα[4] ποὺ ἤμουν στὸ νοσοκομεῖο, ἦρθε μιὰ γυναίκα, ποὺ τὰ χέρια της ἦταν τρυπημένα ἀπὸ τὶς μεταγγίσεις! Ἦταν τελείως χάλια! Δὲν εἶχε ἡ φουκαριάρα φλέβα γιὰ φλέβα! «Δὲν ἔχω κανένα καλό, μοῦ λέει. Μήπως μὲ λυπηθῆ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Θεὸς καὶ μὲ πάρη στὸν Παράδεισο! Ἔχω ἐκεῖνο, ἐκεῖνο τὸ ἐλάττωμα...». Καὶ ἔλεγε-ἔλεγε ἕνα σωρὸ κουσούρια. Τί λεπτὴ ἐργασία ἔκανε στὸν ἑαυτό της! Ἐγὼ σὲ τέτοια κατάσταση ἄλλον ἄνθρωπο δὲν εἶδα!
– Γέροντα, ἄκουσα κάποιον νὰ λέη: «Ἔχω τὸν λογισμὸ ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ φερθῆ μὲ ἐπιείκεια». Εἶναι σωστὸς αὐτὸς ὁ λογισμός;
– Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχη μεγάλη ταπείνωση, ἀναγνωρίζη τὸ σφάλμα του, αἰσθάνεται τὴν ἐνοχή του σὲ μεγάλο βαθμὸ καὶ ὑποφέρη, τότε ὁ Χριστὸς θὰ φερθῆ μὲ ἐπιείκεια καὶ θὰ τὸν συγχωρήση. «Παιδί μου, θὰ τοῦ πῆ, μὴν τὸ σκέφτεσαι πιά· πάει, ἔληξε». Ἂν ὅμως δὲν συναισθάνεται τὴν ἐνοχή του καὶ ἀναπαύη τὸν λογισμό του ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ φερθῆ μὲ ἐπιείκεια καὶ εὐσπλαχνία, αὐτὸ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο. Δηλαδὴ ὁ Χριστὸς θὰ βραβεύση τοὺς ἁμαρτωλούς;
Ἡ καλὴ ἀναγνώριση τοῦ ἑαυτοῦ μας συγκινεῖ τὸν Θεὸ καὶ μᾶς δίνει βοήθεια θεϊκὴ καὶ χαρὰ παραδεισένια. Ἂν μᾶς βοηθοῦσε καὶ ἡ μὴ ἀναγνώριση, ὁ Θεὸς οὔτε καὶ αὐτὴν θὰ μᾶς τὴν ζητοῦσε.
– Γέροντα, εἴπατε «ἡ καλὴ ἀναγνώριση» τοῦ ἑαυτοῦ μας· ὑπάρχει καὶ κακὴ ἀναγνώριση;
– Ναί, μπορεῖ νὰ ἔχη κανεὶς λανθασμένη γνώση τοῦ ἑαυτοῦ του, νὰ τὸν δικαιολογῆ καὶ νὰ ἀναπαύη τὸν λογισμό του. Γι᾿ αὐτό, ὅταν λέω ὅτι ὑπάρχει ἀναγνώριση τοῦ σφάλματος, ἐννοῶ ὅτι ὑπάρχει ἔστω καὶ μιὰ μικρὴ προσπάθεια γιὰ διόρθωση. Σοῦ χρωστάω π.χ. πεντακόσιες χιλιάδες δραχμὲς καί, ὅταν σὲ βλέπω, λέω: «σοῦ χρωστάω καὶ πεντακόσιες χιλιάδες», ἀλλὰ δὲν μὲ ἀπασχολεῖ νὰ ἐπιστρέψω τὸ χρέος· ἁπλῶς ἀναγνωρίζω ὅτι ἔχω ἕνα χρέος. Μετὰ ἀπὸ λίγο πάλι τὸ σκέφτομαι καὶ σοῦ λέω: «ναί, ναί, ἔχω καὶ ἕνα χρέος». Αὐτὸ δὲν θὰ πῆ ἀναγνώριση. Ὅταν ἀναγνωρίζη κανεὶς πραγματικὰ ὅτι ἔχει ἕνα χρέος, δὲν κοιμᾶται· ψάχνει νὰ βρῆ πῶς νὰ τὸ ἐξοφλήση. Καὶ τότε, ὅταν λέη «ἔχω ἕνα χρέος», πληροφορεῖται καὶ ὁ ἄλλος, ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ τὸ λέει, ὅτι πράγματι τὸν ἀπασχολεῖ τὸ θέμα.
__________________________
[1] Βλ.Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Οἱ Ἀσκητικοὶ Λόγοι, Λόγος ΙΘ´, σ. 58 κ.ἑ.
[2] Ὡς ὅρος τῆς ἁγιοπατερικῆς γλώσσας δηλώνει τὴν μακαρία ἐκείνη κατάσταση κατὰ τὴν ὁποία, μετὰ ἀπὸ μακροχρόνια ἄσκηση, παύουν νὰ ἐνεργοῦν τὰ πάθη καὶ ὁ ἄνθρωπος φθάνει μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ».
[3] Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τὴν προσευχήν, Λόγος Β´, PG 44, 1141Α.
[4] Τὸ 1994, στὸ Θεαγένειο νοσοκομεῖο.
Πηγή: (Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Γ' «Πνευματικὸς ἀγώνας»), Εθνέγερσις