Ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης ( +14 Ιουλίου 1809)
ένας από τούς δύο μεγάλους γίγαντες, που ωσάν Άτλαντες εκράτησαν το Γένος στους ώμους τους κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας
Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου
Αδελφοί μου, ας μη νομίσει κανείς πως μόνο οι μοναχοί έχουν χρέος να προσεύχονται ακατάπαυστα και παντοτινά και όχι όσοι ζουν και κινούνται μέσα στο κόσμο. Όχι. Όχι. Όλοι γενικά οι Χριστιανοί έχουμε χρέος και μας είναι απαραίτητο να προσευχόμαστε πάντοτε. Ο αγιότατος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος μας αναπτύσσει το θέμα αυτό, αναφερόμενος στο βίο του αγίου Γρηγορίου, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, του Παλαμά, και μας διηγείται την εξής ιστορία:
Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο μοναχός Ιώβ
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είχε ένα φίλο αγαπημένο που ονομαζόταν Ιώβ, ο οποίος ήταν άνθρωπος πολύ απλός και πολύ ενάρετος. Μ’ αυτόν κάποια φορά συνομιλούσε και του ανέφερε σχετικά με την αδιάλειπτη προσευχή, πως κάθε άνθρωπος πρέπει να αγωνίζεται στο θέμα της προσευχής, ώστε να φθάσει να προσεύχεται ακατάπαυστα. Όπως το παραγγέλλει ο απόστολος Παύλος σε όλους τους Χριστιανούς: «Αδιαλείπτως να προσεύχεσθε». Και καθώς το λέει και ο προφήτης Δαβίδ, «βλέπω πάντοτε τον Κύριο μου να βρίσκεται ενώπιον μου» (και τον έβλεπε προσευχόμενος ακατάπαυστα), παρόλο που ήταν βασιλιάς και είχε όλη τη μέριμνα για το βασίλειό του· και καθώς μας το εξηγεί και ο Θεολόγος Γρηγόριος, λέγοντας ότι όλοι οι Χριστιανοί πρέπει να επιδιδόμαστε στη προσευχή και να μνημονεύουμε το όνομα του Θεού περισσότερο και από την αναπνοή μας. «Μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον».
Καθώς λοιπόν, τα έλεγε αυτά ο άγιος Γρηγόρης ο Παλαμάς στο φίλο του τον Ιώβ, του υπογράμμιζε ότι όχι μόνο πρέπει να φροντίζουμε να προσευχόμαστε εμείς αδιάλειπτα, αλλά να παρακινούμε και όλους τους άλλους, μοναχούς και λαϊκούς, σοφούς και αμόρφωτους, γυναίκες και παιδιά, να προσεύχονται κι αυτοί ακατάπαυστα.
Τα άκουσε αυτά ο Γέροντας Ιώβ και τα θεώρησε υπερβολικά και νεωτεριστικά, γι’ αυτό άρχισε να αντιλέγει προς τον άγιο Γρηγόριο και να του λέει πως η αδιάλειπτη προσευχή είναι μόνο για τους ασκητές και τους μοναχούς, που είναι έξω από το κόσμο και τους περισπασμούς, και όχι για τους κοσμικούς που μπλέκονται σε τόσες μέριμνες και έχουν τόσες δουλειές. Αλλά ο άγιος Γρηγόριος του έφερνε και άλλες μαρτυρίες και αποδείξεις, όμως ο Γέροντας Ιώβ δεν πειθόταν και ο σοφός άγιος Γρηγόριος, για αποφύγει τη φιλονικία και την πολυλογία, υποχώρησε και σιώπησε και έτσι πήγε ο καθένας στο κελλί του.
Ενώ όμως προσευχόταν ο Γέροντας Ιώβ, φανερώθηκε μπροστά του Άγγελος Κυρίου, σταλμένος από το Θεό «που θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και να έλθουν σε επίγνωση της αλήθειας». Ο Άγγελος τον έλεγξε αυστηρά που φιλονικούσε με τον άγιο Γρηγόριο και του έφερνε αντιρρήσεις σε θέματα τόσο ξεκάθαρα και φανερά, από τα οποία εξαρτάται η σωτηρία των Χριστιανών, και του παρήγγειλε ότι το θέλημα του Θεού είναι να προσέχει πολύ στο εξής και να μην πει τίποτε αντίθετο για το θέμα αυτό της προσευχής στον άγιο Γρηγόριο, γιατί μ’ αυτή του τη στάση αντιστέκεται στο θέλημα του Θεού. Αλλά ούτε στο νου του να κρατήσει τέτοιο λογισμό και να σκέπτεται διαφορετικά απ’ ό,τι του εξήγησε ο άγιος. Τότε ο απλός εκείνος Γέροντας πήγε αμέσως στον άγιο Γρηγόριο και έπεσε στα πόδια του, ζητώντας του συγχώρηση, για την αντίσταση και φιλονικία του, και του έκανε γνωστά όσα του είπε ο Άγγελος του Κυρίου.
Βλέπετε, αδελφοί μου, πως όλοι οι χριστιανοί, από τον πιο μικρό ως τον πιο μεγάλο, έχουν χρέος να προσεύχονται αδιάλειπτα με τη νοερά προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»; Βλέπετε ότι πρέπει οπωσδήποτε να το συνηθίσει να το λέει ο νους και η καρδιά τους;
Και σκεφθείτε πόσο ευαρεστείται ο Θεός με την προσευχή μας αυτή και πόση Χάρη και ωφέλεια λαμβάνουμε απ’ αυτή, ώστε από την άκρα Του φιλανθρωπία έστειλε και ουράνιο Άγγελο στο Γέροντα Ιώβ, για να μας το αποκαλύψει, έτσι ώστε να μην αμφιβάλλουμε πια για το θέμα αυτό.
Αλλά οι κοσμικοί λένε:
Εμείς είμαστε μέσα σε τόσες υποθέσεις και μέριμνες, πώς είναι δυνατόν να προσευχόμαστε αδιάλειπτα ;
Κι εγώ τους αποκρίνομαι:
-Ο Θεός δεν παρήγγειλε σε μας κάτι που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, αλλά μας ζήτησε πράγματα που μπορούμε να τα κάνουμε. Επομένως και αυτό είναι δυνατόν να το επιτύχει εκείνος που ζητά επίμονα τη σωτηρία της ψυχής του. Γιατί, αν ήταν αδύνατον, θα ήταν γενικά για όλους τους κοσμικούς και δεν θα είχαν βρεθεί στον κόσμο τόσοι πολλοί να το επιτύχουν.
Ένας απ’ αυτούς, φέρνω ένα παράδειγμα, ήταν ο πατέρας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο θαυμαστός εκείνος Κωνσταντίνος, για τον οποίο μας μιλάει στο βίο του αγίου Γρηγορίου, του υιού του, ο πατριάρχης Φιλόθεος.
Ο Κωνσταντίνος, πατέρας του Αγίου Γρηγορίου.
Ο θαυμαστός λοιπόν αυτός Κωνσταντίνος, παρόλο που ζούσε μέσα στα ανάκτορα και θεωρείτο πατέρας και διδάσκαλος του βασιλιά Ανδρόνικου και απασχολείτο καθημερινά με τις βασιλικές υποθέσεις, εκτός από τις προσωπικές του και της οικογένειας του – γιατί ήταν πλούσιος και είχε πολλά κτήματα και υπηρέτες, σύζυγο και παιδιά – παρόλα αυτά ήταν τόσο ενωμένος με το Θεό και τόσο δοσμένος στη νοερά προσευχή, ώστε τις πιό πολλές φορές λησμονούσε όσα συζητούσε με το βασιλιά και τους άλλους άρχοντες του παλατιού για τις βασιλικές υποθέσεις και αναγκαζόταν να ρωτάει γι’ αυτά και μια και δύο φορές. Αυτό γινόταν αιτία μερικές φορές να τον ονειδίζουν οι άλλοι άρχοντες, επειδή δεν γνώριζαν το λόγο της λησμοσύνης του, και να τον αποπαίρνουν που ενοχλούσε με δεύτερες ερωτήσεις το βασιλιά. Αλλά ο βασιλιάς που γνώριζε την αιτία, τον υπερασπιζόταν, λέγοντας: «Ο Κωνσταντίνος έχει δικές του έγνοιες, ο μακάριος, που δεν τον αφήνουν να προσέχει τα δικά μας λόγια, τα οποία αναφέρονται σε υποθέσεις μάταιες και εφήμερες. Ο νους του ευλογημένου αυτού άνθρωπου είναι προσηλωμένος στα αληθινά και στα ουράνια. Γι’ αυτό λησμονεί τα επίγεια, επειδή όλη του η προσοχή είναι στην προσευχή και στον Θεό». Γι’ αυτό και ο Κωνσταντίνος ήταν σεβάσμιος και αξιαγάπητος στο βασιλιά και σε όλους τους μεγιστάνες και άρχοντες της βασιλείας. Όπως ήταν αγαπημένος και από το Θεό και αξιώθηκε ο αοίδιμος να κάνει και θαύματα.
Και ακούστε ένα θαυμαστό γεγονός:
Μια φορά μπήκε, ο θαυμαστός αυτός Κωνσταντίνος , σ’ ένα πλοίο, με όλη του την οικογένεια, για να πάει επάνω από τον Γαλατά, σ’ έναν ερημίτη που είχε εκεί την ησυχαστική του παλαίστρα, για να πάρει την ευχή του και την ευλογία του. Ενώ κόντευαν να φτάσουν, ρώτησε τους υπηρέτες του αν πήραν μαζί τους κανένα φαγητό για να το πάνε στον Αββά, για να μπορέσει μ’ αυτό να τους φιλοξενήσει. Εκείνοι απάντησαν ότι λησμόνησαν μέσ’ τη βιασύνη τους και δεν πήραν μαζί τους τίποτε. Λυπήθηκε τότε ο ευλογημένος εκείνος άρχοντας Κωνσταντίνος, αλλά δεν τους είπε τίποτε. Πήγε μόνο προς το πλοιάριο, έβαλε το χέρι του μέσα στη θάλασσα και με σιωπηλή και καρδιακή προσευχή, παρακαλούσε το Θεό, τον κύριο της θάλασσας, να του δώσει κάποιο θήραμα. Και ύστερα από λίγη ώρα -ω τι θαυμαστά είναι τα έργα Σου Χριστέ Βασιλεύ, με τα οποία δοξάζεις τους δούλους Σου- βγάζει το χέρι του από τη θάλασσα, κρατώντας ένα μεγάλο λαυράκι, το οποίο το έριξε μέσα στο καΐκι, μπροστά στους υπηρέτες του και είπε:
- «Να, ο Θεός φρόντισε για τον Αββά, τον δούλο Του και του έστειλε προσφάγι»!
Βλέπετε, αδελφοί μου, πώς δοξάζει ο Ιησούς Χριστός τους δούλους του εκείνους που είναι πάντοτε μαζί Του και επικαλούνται παντοτινά το πανάγιο και γλυκύτατο Του Όνομα;
Πηγή: Βατοπαίδι