Ως βασική αρχή του Γρηγορίου για την αντιμετώπιση των ταραχών, των διενέξεων και διχονοιών πού προκαλούσαν την διάσπαση της ενότητος και τη διατάραξη της ειρήνης της Εκκλησίας, είχε το ειρηνεύομεν εννόμως μαχόμενοι και πάντοτε μέσα στα πλαίσια των όρων του πνεύματος1. Προσπαθούσε να συνδυάζει άριστα τον έλεγχο και την παρρησία με την αγάπη και την ταπεινοφροσύνη. Διότι, όπως αναφέρει, εστίν ανδρός μεγαλόφρονος φίλων αποδέχεσθαι ελευθερίαν ή εχθρών κολακίαν2.
Στις οποιεσδήποτε παρουσιαζόμενες διαφορές μεταξύ των Ορθοδόξων, ο ίδιος ηγωνίζετο για το ύψιστο αγαθό της ειρήνης, υπέρ της οποίας εξεφώνησε ειδικά προς τούτο μία σειρά τριών λόγων «περί ειρήνης», και το σπουδαιότερο, υπέρ της οποίας προσέφερε τον ίδιο τον εαυτό του. Οι ειρηνικοί αυτοί λόγοι του Γρηγορίου συνδέονται άμεσα με την ειρηνευτική δραστηριότητα, την οποία ανέπτυξε για την επικράτηση της ειρήνης μέσα στην Εκκλησία.
Όπως από τους πέντε θεολογικούς του λόγους, πού εξεφώνησε, επονομάσθηκε θεολόγος και με την προσωνυμία αυτή έμεινε στην ιστορία της Εκκλησίας «Γρηγόριος ο Θεολόγος», κατά παρόμοιο και ανάλογο τρόπο με τους τρεις εκφωνηθέντες λόγους του ο Γρηγόριος μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ειρηνοποιός. Ο Γρηγόριος δεν περιορίσθηκε μόνο στη θεωρητική διατύπωση της περί ειρήνης διδασκαλίας του, αλλά ό ίδιος την έκανε πράξη με την ίδια τη ζωή του.
Τον Α' ειρηνικό λόγο3 εξεφώνισε το 364 ο Γρηγόριος, όταν διεπίστωσε ότι αποφεύχθηκε το σχίσμα στην Εκκλησία της επισκοπής Ναζιανζού, αιτία του οποίου θεωρήθηκε ο επίσκοπος της Ναζιανζού Γρηγόριος, πατέρας του Γρηγορίου, ο οποίος, φαίνεται από απλότητα και μάλλον από άγνοια των δογματικών λεπτομερειών, υπέγραψε κάποιο ομοουσιανό φιλοαρειανικού περιεχομένου σύμβολο, το οποίο, ας σημειωθεί, ότι τότε εχαρακτηρίζετο ως τόπος ειρήνης. Η ενέργεια αυτή του επισκόπου Γρηγορίου προκάλεσε την εξέγερση μεγάλου μέρους του ορθοδόξου λαού και ιδία των μοναχών της περιοχής με αποτέλεσμα να επέλθει διακοπή κοινωνίας με τον επίσκοπό τους και να οδηγείται σε σχίσμα η Εκκλησία της Ναζιανζού.
Με την παρέμβαση όμως του, υιού, Γρηγορίου, ο οποίος εγνώριζε ότι ο πατέρας του ουδέποτε είχε αρνηθεί το Σύμβουλο Νικαίας, καθώς και με τη μεσολάβηση του Μ. Βασιλείου, επείσθη ο επίσκοπος, (πατήρ του), Γρηγόριος και εδέχθη ορθόδοξη ομολογία, ταχθείς υπέρ του Ομοουσίου4 και έτσι αποφεύχθηκε το σχίσμα, αποκαταστάθηκε η κοινωνία του επισκόπου με το ποίμνιό του και τους μοναχούς και επιτεύχθηκε η ενότητα και η ειρήνη στην Εκκλησία της Ναζιανζού.
Με τον εκφωνηθέντα Α' λόγο του ο Γρηγόριος εκφράζει την χαρά του για την επιτευχθείσα συμφιλίωση και αποκατάσταση της διασαλευθείσης ειρήνης στους κόλπους της Εκκλησίας. Λέγει σχετικά ότι Θεού μεν και των θείων εγγύς, όσοι το της ειρήνης αγαθόν ασπαζόμενοι φαίνονται, και τω εναντίω τη στάσει απεχθανόμενοί τε και δυσχεραίνοντες5. Και κατακλείει τον λόγον του λέγων: ταύτα ειδότες, αδελφοί, περιλάβωμεν αλλήλους, περιπτυξώμεθα, γενώμεθα γνησίως εν, μιμησώμεθα τον το μεσότοιχον τον φραγμού λύσαντα και δια τον αίματος αυτού πάντα συναγαγόντα και ειρηνεύσαντα. . . αλλά πάντες μένωμεν εν ενί πνεύματι, μια ψυχή συναθλούντες τη πίστει του ευαγγελίου, σύμψυχοι, το εν φρονούντες…6
Έτσι, κατά τον Γρηγόριο, η ειρήνη είναι αναγκαία και αυτονόητη κατάσταση στη ζωή της Εκκλησίας, η δε απουσία της επιφέρει κλονισμό της βάσεως του Χριστιανισμού. Χωρίς ειρήνη, αγάπη και ενότητα δεν νοείται σωστή χριστιανική ζωή και εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ των μελών της είτε λαϊκοί είναι αυτοί είτε κληρικοί. Διότι η αγάπη, η ειρήνη και η ενότητα αποτελούν τα βασικότερα και ουσιαστικότερα γνωρίσματα κάθε ενσυνειδήτου μέλους της Εκκλησίας, δεδομένου ότι ο Θεός είναι Θεός αγάπης, ειρήνης και ενότητος.
Τον Β' ειρηνικό λόγο7 τον εξεφώνισε στην Κωνσταντινούπολη το 379, όταν ο κίνδυνος από το λεγόμενο Αντιοχειανό σχίσμα απείλησε την ενότητα και ειρήνη και της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Στον λόγο του αυτόν ο Γρηγόριος απεικονίζει με τα μελανότερα χρώματα8 τις εσωτερικές διχόνοιες και εκκλησιαστικές διενέξεις μεταξύ των Ορθοδόξων. Σχετικά με τη διένεξη αυτή των Ορθοδόξων της Εκκλησίας της Αντιοχείας, την οποία χαρακτηρίζει έναγχον ημίν επαναστάσαν ζυγομαχίαν αδελφικήν9 και θέλοντας να μείνει πιστός στη μνήμη του Μ. Βασιλείου, αλλά και ακολουθώντας την ίδια με εκείνον εκκλησιαστική πολιτική, τάχθηκε με τη μερίδα των Ορθοδόξων, που ανεγνώριζε και ακολουθούσε τον επίσκοπο Μελέτιο. Ο ίδιος διεκήρυσσε με έμφαση ότι αυτός, ο αγωνιστής της ειρήνης, θα συνεχίζει να αγωνίζεται για το ύψιστο αυτό αγαθό και ότι θα επιμένει με τις άοκνες ειρηνευτικές προσπάθειές του για την οριστική επικράτηση της ειρήνης στους κόλπους της Εκκλησίας γενικότερα.
Είναι φανερό ότι ο Γρηγόριος αντιμετώπισε με επιτυχία και αυτή την εκκλησιαστική κρίση, γιατί αρχίζει τον ειρηνικό αυτό λόγο του, αναφωνών: Ειρήνη φίλη, το γλυκύ και πράγμα και όνομα. . . ειρήνη φίλη, το εμόν μελέτημα και καλλώπισμα, ην Θεού τε είναι ακούομεν και ης Θεός τον Θεόν και αυτόθεον, ως εν τω «ειρήνη του Θεού» και «Θεός της ειρήνης» και «Αυτός εστίν η ειρήνη ημών». . . Ειρήνη φίλη, το παρά πάντων μεν επαινούμενον αγαθόν υπ' ολίγων δέ φυλασσόμενον, που ποτε απέλιπες ημάς. . . και πότε επανήξεις ημίν; Ελθέ, ελθέ, τάχιον-τάχιον10. Και διερωτάται, απορών: Εχρήν γάρ, επειδή θεότης ήνωται, διαιρείσθαι την ανθρωπότητα και περί τον νουν ανοηταίνειν τους τάλλα σοφούς;11 Και παρατηρεί: αιδεσθώμεν το δώρον του ειρηνικού, την ειρήνην. . . και ένα πόλεμον ειδώμεν, τον κατά της αντικείμενης δυνάμεως. . . Ηττηθώμεν, ίνα νικήσωμεν12.
Ο Γρηγόριος με όσα ανέφερε στο λόγο εννοεί προφανώς ότι επήλθε επί τέλους ειρήνευση ανάμεσα στο ορθόδοξο ποίμνιό του και αποκαταστάθηκε και πάλιν η ηρεμία στα εκκλησιαστικά πράγματα από το Αντιοχειανό σχίσμα.
---------------------------------------------
1. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 42, 13, PG 36, 473Α (= ΒΕΠ 60, 127, 41128,2 και Επιστ. 16, PG 37, 49Α (= ΒΕΠ 60, 214).
2. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, αυτόθι βλ. και Δ. ΤΣΑΜΗ, Η διαλεκτική φύσις της διδασκαλίας Γρηγορίου του Θεολόγου, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 71 έ.
3. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 6, Ειρηνικός Α', επί τη ενώσει των μοναζόντων, μετά την σιωπήν, επί τη παρουσία του πατρός αυτού, PG 35, 721 (= ΒΕΠ 59, 11).
4. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 18, Επιτάφιος εις τον πατέρα, παρόντος Βασιλείου, PG 35, 10051008 (= ΒΕΠ 59, 119, 2840): Και γαρ ηνίκα παρά θερμοτέρω μέρους της Εκκλησίας, κατεστασιάσθημεν γράμματι κλαπέντες και ρήμασι τεχνικοίς εις πονηράν κοινωνίαν, μόνος μεν επιστεύθη την διάνοιαν άτρωτον έχειν, και μη τω μελάνι την ψυχήν συμμελαίνεσθαι, ει και απλότητι συνηρπάσθη, και τον δόλον εκ του της ψυχής άδολου μη εφυλάξατο μόνος δε, μάλλον πρώτος, το στασιάζον προς ημάς, ζήλω της ευσέβειας εαυτώ και τοις άλλοις κατήλλαξε, τελευταίον τ' αποδραμόν, και πρώτον προσδραμόν, αιδοί τε του ανδρός και τη του δόγματος καθαρότητι ώστε και τον πολύν σάλον των Εκκλησιών κατασβεσθήναι και στήναι την καταιγίδα εις αύραν, ταίς εκείνου λυθείσαν ευχαίς τε και παραινέσεσιν, ει τι δει και νεανιεύεσθαι, μεθ' ημών κοινωνών και της ευσέβειας και της ενεργείας.
5. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 6, 1314, Ειρηνικός Α', PG 35, 740Α749 (= ΒΕΠ 59, 18, 1921).
6. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 6, 21 και 22, Ειρηνικός Α', PG 35, 748ϋ749 (= ΒΕΠ 59, 21, 1022 2628).
7. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 22, Ειρηνικός Β', λεχθείς εν Κωνσταντινουπόλει επί τη γενομένη τω λαώ φιλονεικία, περί επισκόπων τινών διενεχθέντων προς αλλήλους, PG 35, 1132 (= ΒΕΠ 59, 166174).
8. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 22, 1, Ειρηνικός Β', PG 35, 1132Α1152Α (= ΒΕΠ 59, 166174).
9. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 22, 1, 3, Ειρηνικός Β', PG 35, 1145Β(=ΒΕΠ59, 172, 10).
10. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 22, 1, Ειρηνικός Β', PG 35, 1132ΑΒ(= ΒΕΠ 59, 166, 814).
11. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 22, 13, Ειρηνικός Β', PG 35, 11450 (= ΒΕΠ 59, 172, 1820).
12. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 22, 16, Ειρηνικός Β', PG 36, 11490 (= ΒΕΠ 59, 173, 3538).