Ὁ παπά-Ἐφραιμ Κατουνακιώτης γεννήθηκε τὸ 1912 στὸ Ἀμπελοχώρι Θηβῶν. Ὁ πατέρας τοy ὀνομάζονταν Ἰωάννης Παπανικήτας καὶ ἡ μητέρα τοῦ Βικτορία. Ὁ Γέροντας εἶχε σὰν κοσμικός το ὄνομα Εὐάγγελος. Τελείωσε τὸ Γυμνάσιο ἀλλὰ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἔκλεινε στὸν Εὐάγγελο τὶς κοσμικὲς θύρες τῆς ἀποκατάστασης. Στὴν Θήβα, ὅπου εἶχε μετακομίσει ἡ οἰκογένειά του, ὁ Εὐάγγελος γνώρισε τοὺς γεροντάδες τοῦ τὸν Ἐφραὶμ καὶ τὸν Νικηφόρο. Ἡ ζωὴ τοῦ Εὐάγγελου ἦταν καλογερική. Ἀγωνίζονταν πνευματικὰ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ, τὶς μετάνοιες, τὴν νηστεία καὶ κυρίως μὲ τὴν ὑπακοή.
Ἡ μητέρα τοy ἀξιώθηκε νὰ λάβει πληροφορία ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἐφραὶμ τὸν Σύρο ὅτι τὸ θέλημα τοῦ υἱοῦ της νὰ γίνει μοναχὸς ἦταν καὶ θέλημα Θεοῦ καὶ πώς ὁ Εὐάγγελος θὰ τιμήσει τὴν μοναχικὴ ζωή. Τὴν 14η Σεπτεμβρίου 1933 ὁ Εὐάγγελος ἄφησε τὸν κόσμο ἦλθε στὴν ἔρημό τοῦ Ἁγίου Ὅρους στὰ Κατουνάκια, στὸ ἡσυχαστήριο τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου καὶ ἔβαλε μετάνοια στὴν συνοδεία τῶν Γεροντάδων Ἐφραὶμ καὶ Νικηφόρου. Μετὰ τὴν δοκιμασία τοῦ ἐκάρη μικροσχημος μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Λογγίνος. Τὸ 1935 ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχὸς ἀπὸ τὸν Γέροντα του Νικηφόρο καὶ ἔλαβε τὸ....
ὄνομα Ἐφραίμ. Τὸν ἑπόμενο χρόνο χειροτονήθηκε Ἱερέας.
Ὁ παπά-Ἐφραὶμ ἀξιώθηκε καὶ γνώρισε τὸν πρύτανη τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς τὸν διορατικό, προορατικὸ καὶ ἅγιο Γέροντα Ἰωσὴφ τὸν Ἡσυχαστὴ (1898 -1959) καὶ συνδέθηκε πνευματικὰ μαζί του μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Γέροντα τοῦ Νικηφόρου. Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ μὲ τὴν σειρὰ τοῦ εἶχε διδαχθεῖ τὴν ἀπλανῆ πνευματικὴ ζωὴ ἀπὸ τοὺς περίφημους ἡσυχαστὲς μοναχὸ Καλλίνικο καὶ Ἱερομόναχο Δανιήλ. Ἑπομένως ὁ παπά-Ἐφραὶμ μᾶς διδάσκει τὴν ἐπίμονη ἀναζήτηση γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀνεύρεση ἀπλανοῦς πνευματικοῦ ὁδηγοῦ, πού θὰ εἶναι «Ἐκδόσεις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως». Ὁ ἀπλανὴς πνευματικὸς βλέπει τὶς δαιμονικὲς πλάτες καὶ μὲ τὰ κατάλληλα πνευματικὰ φάρμακα ὁδηγεῖ τὰ πνευματικὰ παιδιά του στὸν Παράδεισο. Ὁ μακαριστὸς πάπα-Ἐφραὶμ διαχώρισε τὴν γνήσια ὑπακοὴ ἀπὸ τὴν ἀρρωστημένη ὅταν συμβούλευσε κοινοβιάτη μοναχὸ νὰ κάνει ὑπακοὴ στὸν Γέροντα τοῦ ὄχι σὰν ζῶο ἀλλὰ ἀπὸ ἀγάπη καὶ ζῆλο Θεοῦ.
Ὁ ἅγιος Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς ἔδωσε ἕνα πρόγραμμα ἡσυχαστικῆς ζωῆς στὸν πάπα-Ἐφραίμ, γιὰ νὰ καλλιεργεῖ τὴν εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον μέ», νὰ ἔχει φυλακὴ τῶν αἰσθήσεων καὶ τὸν ὁδήγησε στὴν κάθαρση τῆς καρδίας καὶ τὸν θεῖο φωτισμό. Ὁ παπά-Ἐφραὶμ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ ἐντρύφησε στὴν «Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν» καὶ ἐλάμβανε τὶς συμβουλὲς τῶν Νηπτικῶν Πατέρων γιὰ τὸν ἀγώνα του. Δὲν διάβαζε οὔτε βιβλία ψυχιατρικῆς, οὔτε «κουλτουριάρικα» ἀναγνώσματα διὰ πνευματικὲς ἐπιδείξεις στὰ σαλόνια, οὔτε εἶχε τὸν φόβο μήπως τὸν ἀποκαλέσουν οἱ κοσμικοὶ κύκλοι «φονταμενταλιστή». Τὸ 1973 ἐκοιμήθη ὁ Ἱερομόναχος Νικηφόρος ὁ Γέροντας τοῦ πάπα-Ἐφραίμ.
Ὁ Γέροντας μετὰ τὸ 1980 εἶχε συγκροτήσει συνοδεία καὶ τήρησε τὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ νὰ ἀποκτήσει συνοδεία μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πάπα-Νικηφόρου. Ἑπομένως ὁ παπά-Ἐφραὶμ πρῶτα ἔφθασε στὴν κάθαρση καὶ κατόπιν ἔγινε ὁ ἴδιος Γέροντας. Ὁ παπά-Ἐφραὶμ πολέμησε τὸν μεγάλο ἐχθρό τῆς πνευματικῆς ζωῆς τὴν κενοδοξία. Οἱ θυσίες τοῦ γίνονταν γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ὄχι γιὰ προσδοκώμενο ἔπαινο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἡ Λειτουργία γιὰ τὸν πάπα-Ἐφραὶμ ἦταν συγκλονιστικὸ καὶ βιωματικὸ γεγονός. Εἶχε ἐκμυστηρευθεῖ σὲ Ἱερομόναχο πνευματικὸ φίλο του ὅτι ἀπὸ τὴν πρώτη θεία Λειτουργία πού τέλεσε, ἔβλεπε αἰσθητὰ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ μεταβάλλει τὰ θεία δῶρα. Μάλιστα, μετὰ τὸν καθαγιασμὸ τῶν τιμίων δώρων, ἔβλεπε τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ μέσα στὸ δισκάριο καὶ ἦταν ἀδύνατον νὰ συγκρατήσει τὰ δάκρυά του, ὅταν ἔφθανε στὸ τεμαχισμὸ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἔβρεχε μὲ τὰ δάκρυα του τὸ ἀντιμήνσιο κατὰ τὴν θεία Λειτουργία καὶ ἔβλεπε δεξιὰ καὶ ἀριστερά τους ἀγγέλους νὰ συλλειτουργοῦν.
Ὅμως ὁ παπά-Ἐφραὶμ δὲν ἀναφέρθηκε ποτὲ σὲ «λειτουργικὴ ἀναγέννηση» καὶ μάλιστα ζητοῦσε σὲ κοινοβιάτες, ποῦ βρίσκονταν στὰ ἐξωτερικὰ διακονήματα νὰ μὴ παραλείπουν τὸ ψαλτήρι. Ὁ παπά-Ἐφραὶμ ἦταν κοσμημένος μὲ τὸ διορατικὸ χάρισμα καὶ ἔβλεπε τὴν πνευματικὴ κατάσταση κάθε κληρικοῦ ἢ μοναχοῦ καὶ ἔδιδε τὰ κατάλληλα πνευματικὰ φάρμακα γιὰ τὴν πρόοδο στὴν πνευματικὴ ζωή.
Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶχε κοσμήσει τὸν παπά- Ἐφραὶμ καὶ μὲ τὸ προορατικὸ χάρισμα, γι' αὐτὸ καὶ ἔβλεπε καταστάσεις ποῦ ἔρχονταν (ὅπως ὁ σεισμὸς τοῦ 1977 στὴν Θεσσαλονίκη), ἀλλὰ καὶ πολλὲς φορὲς εἶχε προσφωνήσει λαϊκοὺς ἀκόμα καὶ μικρὰ παιδιὰ μὲ τὰ ὀνόματα πού ἔλαβαν μετὰ ἀπὸ χρόνια στὴν μοναχική τους κούρα. Μάλιστα, κάποιος φοιτητὴς ἔστειλε μία περιληπτικὴ καὶ χωρὶς λεπτομέρειες ἐπιστολὴ στὸν μακαριστὸ Γέροντα καὶ ἔλαβε ἀπάντηση ἀπὸ τὸν παπά-Ἐφραίμ, πού τοῦ περιέγραφε μὲ λεπτομέρειες τὴν πνευματική του κατάσταση ἀκόμα καὶ κατασταθεῖς στὸν χῶρο πού διέμενε ὁ φοιτητὴς χωρὶς αὐτὸς νὰ τὶς ἔχει προαναφέρει.
Κάποτε ἄγνωστοι μεταξύ τους κληρικοὶ συναντήθηκαν στὸν δρόμο γιὰ τὰ Κατουνάκια καὶ ὅταν ἔφτασαν στὸν παπά-Ἐφραίμ, ὁ μακαριστὸς ἅγιος Γέροντας ἄρχισε νὰ ἐπιπλήττει ἕναν ἀπὸ τοὺς κληρικούς, πώς δὲν εἶναι παπὰς ἀλλὰ μασόνος, πού ἔβαλε ράσο, γιὰ νὰ κατασκοπεύει τὸ Ἅγιον Ὅρος. Ὁ μασόνος παραδέχτηκε τὴν ραδιουργία του. Ὁ παπά-Ἐφραὶμ ἔζησε ἐμπειρίες, πού μόνο οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ μποροῦν νὰ ζήσουν, μακριὰ ἀπὸ παπικὲς ἡ προτεσταντικὲς πλάνες. Κάποτε ἕνας ἡγούμενος, δύο θεολόγοι καὶ ἕνας φοιτητὴς ζήτησαν ἀπὸ τὸν παπά-Ἐφραὶμ νὰ τοὺς ἐξηγήσει τὴν εὐωδιὰ τῶν ἁγίων λειψάνων. Ὁ Γέροντας ἔσκυψε τὸ κεφάλι του στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς καὶ προσεύχονταν. Ὁ τόπος γέμισε εὐωδιὰ καὶ ὁ παπά-Ἐφραὶμ τοὺς εἶπε πώς ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε ὁ ἴδιος νὰ τὸ ἐξηγήσει παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ ἀπαντήσει στοὺς συνομιλητές.
Ὁ παπά-Ἐφραὶμ αἰσθάνονταν τὶς ἁμαρτίες σὰν δυσοσμία. Κάποιος ἐπίσκοπος μέσω τρίτου ρώτησε τὸν μακαριστὸ ἅγιο Γέροντα γιὰ τὸν οἰκουμενισμό. Ὁ Γέροντας ἔκανε προσευχή, γιὰ νὰ τὸν πληροφορήσει ὁ Θεὸς καὶ τότε ξεχύθηκε μία δυσωδία μὲ γεύση ξινή, ἁλμυρὴ καὶ πικρή, πού τὸν γέμισε μὲ ἀποτροπιασμό. Ἡ παρακαταθήκη τοῦ μακαριστοῦ παπά-Ἐφραὶμ γιὰ τὴν ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων ἦταν σαφής «Το σχίσμα εὔκολα γίνεται, ἡ ἕνωση εἶναι δύσκολος». Ἄραγε, πόσο ἀπήχηση ἔχουν σήμερα τὰ λόγια ἑνὸς θεοφόρου σύγχρονου Πατρός;
Ὁ πάπα-Ἐφραὶμ ἀναδείχθηκε μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ πρακτικὸς ὁδηγὸς στὴν ποιμαντική του γάμου καὶ τῆς οἰκογενείας, γιατί βοήθησε πολλοὺς νέους νὰ καταλήξουν στὸν γάμο χωρὶς νὰ τοὺς πιέσει γι' αὐτὸ ἀλλὰ καὶ οἱ ἐπιστολές του, πού σώζονται, ἀποτελοῦν πνευματικὴ παρακαταθήκη καὶ «σχολὴ γονέων» χωρὶς ψυχολογικὲς καὶ φιλοσοφικὲς θεωρίες γιὰ τὶς ἀγωνιζόμενες πνευματικὰ οἰκογένειες. Τὸ 1996 ὁ παπά-Ἐφραὶμ ἔπαθε ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο καὶ ἔπεσε σὲ ἀκινησία. Δὲν γόγγυσε καθόλου ἀλλὰ δοξολογοῦσε τὸν Θεό. Μᾶς ἀφήνει τὸ ἅγιο παράδειγμά του γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἀσθενειῶν.
Στὶς 14/27 Φεβρουαρίου 1998 ὁ παπά- Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης τοῦ Ἁγίου Ὅρους παρέδωσε τὴν ἁγιασμένη ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Δημιουργοῦ του, πού ὑπηρέτησε ἀπὸ τὴν νεότητά του. Λέγουν πώς κάποτε ρωτήσανε ἕναν ὑπερήλικα, πού ζοῦσε τὸν 19ο αἰώνα, νὰ πεῖ τὸ συγκλονιστικότερο γεγονὸς στὴν ζωή του. Ὁ ὑπερήλικας ἀπάντησε ὅτι ὅταν ἦταν μικρὸς εἶδε καὶ ἄκουσε τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό. Καὶ ἡ δική μας γενιὰ ἀξιώθηκε νὰ γνωρίσει τὰ εὔοσμα ἄνθη τοῦ Ἀθωνικοῦ Μοναχισμοῦ, τὸν Γέροντα Παίσιο καὶ τὸν παπά-Ἐφραὶμ τὸν Κατουνακιώτη, πού μᾶς καλοῦν νὰ ἀκολουθήσουμε τὴν ζωή τους.
Τὰ τέλη τοῦ Γέροντα Ἐφραὶμ Κατουνακιώτη (14/27 Φεβρουαρίου 1998).
Τὸ Νοέμβριο τοῦ ’96 ἕνα ἰσχυρὸ ἐπεισόδιο τὸν ἔριξε μόνιμα στὸ κρεβάτι μὲ σχεδὸν τέλεια ἀκινησία, ἀφωνία, ἀδυναμία καταπόσεως. Φαινόταν νὰ μὴν ἔχει καμιὰ ἐπαφὴ μὲ τὸ περιβάλλον. Δὲν προσπαθοῦσε νὰ πεῖ τίποτε, ἔστω καὶ μὲ χειρονομίες. Οὔτε φαινόταν νὰ ἀκούει ὅ,τι τὸν ρωτοῦσαν. Ἦταν ἕνα μυστήριο. Μόνο ὅταν πονοῦσε πολύ, βογκοῦσε. Οἱ ἀδελφοὶ ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν, τοῦ ἔγραφαν: «Καὶ ὅταν ἡ καθημερινότης μὲ παρασύρει πολλὲς φορές, βλέπω νοερῶς ἐντός μου τὸ δικό σας βλέμμα καὶ ἰλιγγιῶ ὁ ἄθλιος μπροστὰ στὴ δική σας ὑπομονὴ καὶ στὶς δικές σας δοκιμασίες»…
Παρ’ ὅλες τὶς δοκιμασίες ὅμως ἔβλεπε, ἔστω λίγο, καὶ ἄκουγε μιὰ χαρά. Καὶ ἡ ἀπόδειξη ἦταν ὅτι ἀνταποκρινόταν μὲ χαμόγελα ἢ καὶ γέλια ἀκόμη, ὅταν τοῦ διηγοῦνταν τὶς ἀγαπημένες τοῦ χαριτωμένες ἱστοριοῦλες ποὺ συνήθιζε καὶ ὁ ἴδιος νὰ χρησιμοποιεῖ παλαιότερα. Ἦταν ὁ μόνος τρόπος ἐπικοινωνίας μαζί του στὴν κατάσταση τετραπληγίας ποὺ βρισκόταν. Πάντοτε εὐχαριστιόταν νὰ χαριτολογεῖ λέγοντας διδακτικὲς ἱστορίες ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ μυθολογία ἢ τὴν λαϊκὴ παράδοση, ἄλλοτε νὰ αὐτοσαρκάζεται ἢ νὰ πειράζει τοὺς ἄλλους μὲ εὐφυΐα καὶ ἀγαθότητα.
Ὅταν κάποιος δὲν ἔτρωγε τὸ φαγητό του ἀπὸ θεληματάρικη ἄσκηση, διηγεῖτο γιὰ τὸ γαϊδουράκι τοῦ Χότζα ποὺ δὲν τὸ τάισε μιά, δὲν τὸ τάισε δύο, καὶ χαιρόταν ποὺ δούλευε χωρὶς ἔξοδα. Κάποια στιγμὴ ὅμως ἡ πόρτα τοῦ στάβλου δὲν ἄνοιγε, γιατί τὸ γαϊδουράκι ψόφησε καὶ ἔπεσε κάτω φαρδὺ-πλατύ. Ἄλλοτε σχηματίζοντας σὰν παιδικὴ τὴ φωνὴ τοῦ προσποιούταν τὴ συνομιλία δύο μικρῶν παιδιῶν:- Ποῦ εἶναι τὰ σταφύλια; -Τί τὰ θέλεις; – Νὰ τὰ δῶ!» γιὰ νὰ στηλιτεύσει τὴν παιδικὴ πονηριὰ κάποιου.
Γιὰ ἄλλον ποὺ δὲν ἔλεγε νὰ μάθει στοιχειώδη τυπικά, θυμόταν τὴ φλάσκα τοῦ παπᾶ. Ἦταν ἀγράμματος καὶ μέτρησε κουκιὰ μέσα σὲ ἕνα σακούλι. Τρώγοντας ἕνα κάθε μέρα θὰ ἤξερε πότε νὰ κάνει Πάσχα. Ἡ παπαδιὰ τὸ ἀντιλήφθηκε καὶ πρόσθετε κουκιά, γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσει. Καὶ ὁ παπὰς ἀπαντοῦσε στοὺς παραπονούμενους χωρικούς: «Ὅπως πᾶνε τὰ κουκιὰ καὶ ὅπως δείχνει ἡ φλάσκα, οὔτε φέτος ἔχει Λαμπρὴ οὔτε τοῦ χρόνου Πάσχα». Ἂν κάποιος ἔκανε ὑπακοὴ γιὰ τὰ μάτια, κουνοῦσε χαμογελώντας τὸ κεφάλι, καὶ μὲ βαριὰ προσποιητὴ φωνὴ ἔλεγε: «Ἀντώνη, Ἀντώνη.,.», θυμίζοντας τὴν ἀποδοκιμαστικὴ φράση καὶ ἔκφραση ἑνὸς ἅγιου γέροντος ποὺ ὁ ὑποτακτικός του ἔκανε ὑπακοή, μόνο ὅταν ἦταν παρόντες ἄλλοι.
Αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια, μικρότερα ἢ ἐκτενέστερα, ἦταν ποὺ τοῦ κρατοῦσαν εὔθυμη συντροφιὰ τοὺς δεκατρεῖς μῆνες τῆς συνεχοῦς κατακλίσεώς του στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου. Ὅταν ὁ πυρετὸς καὶ ἡ ἀσθένεια δυνάμωναν, τὸ χαμόγελο μαραινόταν στὰ γεροντικὰ χείλη του. Δὲν ἀναπαυόταν στὴν κατάκλιση. Προτιμοῦσε νὰ κάθεται στὸ κρεβάτι μὲ τὰ πόδια χαμηλὰ στὸ πάτωμα καὶ τὴν πλάτη στηριγμένη σὲ μαξιλάρια. Ὅπως πάντοτε πολὺ σκυφτός. Ἡ ἀγαπημένη τοῦ στάση προσευχῆς. Σ’ αὐτὴν τὴ στάση τὸν πῆρε ἥσυχα ὁ Θεὸς στὶς 14/27 Φεβρουαρίου 1998. Ἐπανειλημμένα εἶχε δώσει ἐντολὲς νὰ γίνει ἡ κηδεία του στὸν στενὸ κύκλο τῆς γειτονιᾶς. Ἀλλὰ τὸ μυστικὸ διέρρευσε καὶ ἀρκετοὶ πατέρες πρόλαβαν τὸν τελευταῖο ἀσπασμό του. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς γράφει:
«Ὁ Γέροντας, ἄνθρωπος Ὅσιος, μὲ ἁγία ζωή, ἔμπλεως τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ μὲ πληροφορίας δὶ ὅσα ὁ ἰδικὸς του κόσμος χωροῦσε, καὶ ὅμως ζοῦσε μὲ τὴν αἴσθηση τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ παρακαλοῦσε νὰ εὐχώμεθα δὶ΄ αὐτόν.
“Παιδί μοῦ, σὲ παρακαλῶ, ὅταν φύγω, νὰ μοῦ κάνεις ἕνα σαρανταλείτουργο καὶ πάντοτε νὰ μὲ μνημονεύεις”. Εἶχε δώσει ἐντολὴ στὴ θανή του νὰ παρευρεθοῦν οἱ γείτονες, μὲ τοὺς ὁποίους πέρασε τὴν παροῦσα ζωή. Δὶ’ ἐμὲ εἶχε δώσει εὐλογία νὰ μὲ καλέσουν. Τὸν εὐχαριστῶ. Τὴ νύκτα τῆς θανῆς του τὸν βλέπω στὸν ὕπνο μου ντυμένο λευκὴ ἱερατικὴ στολή, ἀστράπτοντα, χαριέστατον καὶ λέγοντα: “Παπαδάκο μου, ὑπάγω νὰ λειτουργήσω”
Παρευρέθην εἰς τὴν κηδεία του. Ἔβλεπα κοιμώμενον ἕναν ὅσιον ἀνήκοντα πλέον εἰς τὴν χορείαν τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων καὶ ηὐχαρίστησα τὸν Θεὸν καὶ τὸν Γέροντα ποὺ μὲ ἀγάπησε καὶ χαρακτήρισε τὴν ζωήν μου μὲ τὴν ἰδικήν του. Τέλος, τὸ σῶμα του ἐδέχθη ἡ μητέρα γῆ, ἁγιαζομένη ὑπ’ αὐτοῦ, τὴν δὲ ἁγίαν του ψυχὴν ὑπεδέχθη χαίρουσα ἡ χορεία πάντων των Ὁσίων των ἐν ἀσκήσει διαλαμψάντων, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη τὴν ἥμερα ἐκείνη ἤρχιζε μὲ τὸν Ἑσπερινό, διὰ νὰ ἑορτάσει οὕτω ὁ Ὅσιος μετὰ τῶν Ὁσίων.
»Εἰς ἠμᾶς ἄφησε μνήμην καὶ ὑπόδειγμα ἐνάρετου ἡσυχαστικῆς ζωῆς, ζωῆς Ἁγιορείτου μονάχου καὶ νοσταλγικὴν ἀνάμνησιν τοῦ σεπτοῦ του προσώπου.
»Εἰς τὰ τεσσαρακονθήμερα μνημόσυνα δὲν ἠδυνήθην νὰ παρευρεθῶ, διότι εἴχομεν εἰς τὸ κελλίον μᾶς κουράν, καὶ ἐστενοχωρούμην ποὺ δὲν ἤμουν καὶ ἐγὼ ἐκεῖ. Εἰς τὴν Λειτουργίαν μετὰ τὸν καθαγιασμόν, εἰς τὴν μνημόνευσιν τῶν κεκοιμημένων, λέγων “Μνήσθητι, Κύριε, τοῦ πατρὸς ἠμῶν Ἐφραίμ…” αἰσθάνομαι δύο χέρια νὰ μὲ ἀγκαλιάζουν στοργικὰ στοὺς ὤμους. Μὲ ἐπίασε ρίγος. Σταμάτησα. Γύρισα πίσω. Δὲν βλέπω τίποτε. Τὸν ηὐχαρίστησα καὶ συνέχισα τὴν Λειτουργίαν. Ἡ ἀγαπώσα καρδία του πιστεύω ὅτι μᾶς παρακολουθεῖ. Εὔχεται καὶ τὸ αἰσθανόμεθα».
(Γέροντας Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης, Εκδ. Ι. Ἡσυχαστηρίου «Ἅγιος Ἐφραὶμ» Κατουνάκια Ἁγίου Ὅρους).