Ἐν Πειραεῖ 28-6-2014
πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Ν. Καλλιπόλεως Πειραιῶς
Ἑορτάζει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τήν Κυριακή Γ΄ τοῦ Ματθαίου, τήν μνήμη τῶν ἁγίων ἐνδόξων Νεομαρτύρων. Τί εἶναι, ὅμως, νεομάρτυς; Ποιός θεωρεῖται νεομάρτυς;
Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ὡς Νεομάρτυρες χαρακτηρίζονται ὅσοι μαρτύρησαν γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ μετά ἀπό τό 1453 μ.Χ., δηλ. μετά τήν ἄλωση τῆς Κων/λεως, ἀπό τούς Μωαμεθανούς Τούρκους, ἐπειδή ἀρνήθηκαν νά ἀσπασθοῦν τόν Ἰσλαμισμό, Μωαμεθανισμό, Μουσουλμανισμό. Οἱ Νεομάρτυρες ὀνομάσθηκαν ἔτσι, γιά νά διακρίνονται ἀπό τούς παλαιούς μάρτυρες τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων ἤ καί ἀργότερα τῆς εἰκονομαχίας. Ὁ ἅγιος Νικόδημος στό προοίμιο τοῦ ἔργου του «Νέον Μαρτυρολόγιον», ὅπου ὑπάρχουν συγκεντρωμένοι οἱ περισσότεροι βίοι τῶν Νεομαρτύρων, κάνει τήν ἑξῆς πολύ σημαντική ἐρώτηση : «Γιά ποιά αἴτια εὐδόκησε ὁ Θεός νά ἐμφανιστοῦν αὐτοί οἱ νέοι Μάρτυρες στούς τωρινούς καιρούς»; Τήν ἀπάντηση, βεβαίως, μᾶς τήν δίνει μέ ὀξύνοια ὁ ἴδιος, ἀπαριθμώντας πέντε αἴτια.
α) Γιά νά εἶναι ἀνακαινισμός ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως.
β) Γιά νά μένουν ἀναπολόγητοι τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως οἱ ἀλλόπιστοι.
γ) Γιά νά εἶναι δόξα μέν καί καύχημα τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔλεγχος δέ καί καταισχύνη τῶν ἑτεροδόξων.
δ) Γιά νά εἶναι παράδειγμα ὑπομονῆς σέ ὅλους τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, πού τυραννοῦνται κάτω ἀπό τόν βαρύ ζυγό τῆς αἰχμαλωσίας, καί
ε) Γιά νά εἶναι θάρρος καί παρακίνηση στό νά μιμηθοῦν διά τοῦ ἔργου τό μαρτυρικό τους τέλος, τόσο οἱ Χριστιανοί, πού ἀναγκάζονται κατά περίσταση νά μαρτυρήσουν, ὅσο καί ὅσοι ἔφθασαν νά ἀρνηθοῦν νωρίτερα τήν Ὀρθόδοξη πίστη.
Ἀπό τά παραπάνω πέντε σημεῖα, θά ἀναφέρουμε τήν ἑρμηνεία καί τήν ἀνάλυση, πού κάνει ὁ ἅγιος Νικόδημος στό δεύτερο καί στό τρίτο σημεῖο.
Οἱ ἅγιοι Νεομάρτυρες κάνουν ἀναπολογήτους τούς ἀλλοπίστους τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως
Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο, οἱ νέοι αὐτοί Μάρτυρες κάνουν ἀναπολόγητους τούς ἀλλοπίστους τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, διότι καθώς τό λίγο προζύμι, πού σμίγεται μέ τό πολύ ἀλεύρι, μεταδίδει τήν δική του δύναμη σ’αὐτό καί γίνεται ὁλόκληρο ζύμη, ἔτσι οἰκονόμησε ὁ Θεός νά εἶναι σμιγμένοι οἱ λίγοι πιστοί μέ τούς πολλούς ἀλλοπίστους, γιά νά μεταδώσουν σ’αὐτούς τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί νά τούς φέρουν στήν ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας. Ἔτσι μᾶς τό βεβαιώνει ὁ θεῖος Χρυσόστομος : «διά τοῦτο καί ἀνέμιξεν (ὁ Θεός δηλαδή) τῶ πλήθει τούς αὐτῶ πιστεύοντας, ἵνα μεταδῶμεν ἀλλήλοις τῆς ἡμετέρας συνέσεως»[1]. Αὐτό δέ μάλιστα καί ἐξαιρέτως οἰκονόμησε νά γίνει μέ τούς νεοφανεῖς αὐτούς Μάρτυρες, διότι αὐτοί σχεδόν ὅλοι γεννήθηκαν καί ἀνατράφηκαν ἀνάμεσα στά πλήθη τῶν ἀλλοπίστων καί τέλος ἐνώπιον τῶν δικῶν τους ἡγεμόνων καί κριτῶν, μέ μεγάλη ἀνδρεία κήρυξαν τήν πίστη τῶν Χριστιανῶν ὅτι εἶναι ἀπλανής καί ἀληθινή καί τόν Ἰησοῦ Χριστό μέ λαμπρή φωνή ὁμολόγησαν υἱό τοῦ Θεοῦ καί Θεό ἀληθινό καί «σοφίαν καί λόγον τοῦ Θεοῦ, δι’ οὖ τά πάντα ἐγένετο»[2]. Τήν ὁμολογία τους αὐτή τήν βεβαίωσαν, ὄχι μόνο μέ τήν χύση τοῦ ἴδιου αἵματός τους, ἀλλά πολλῶ μᾶλλον μέ τά διάφορα θαύματα, τά ὁποῖα ἐνήργησε δι’αὐτῶν ὁ Θεός, τόσο στόν καιρό τοῦ μαρτυρίου τους, ὅσο καί μετά τήν τελείωση τοῦ μαρτυρίου τους.
Πολλοί ἀπό τούς Μάρτυρες αὐτούς, εὐσπλαγχνιζόμενοι τήν ἀπώλεια τῶν ἀλλοπίστων, πῆγαν ἐπί τούτου στό μαρτύριο καί κήρυξαν σ’αὐτούς τήν ἀλήθεια, διδάσκοντάς τους ν’ ἀφήσουν τό σκότος, στό ὁποῖο βρίσκονται, καί νά προστρέξουν στό φῶς τῆς θεοσεβείας καί πίστεως τοῦ Χριστοῦ, γιά νά μήν κατακριθοῦν στό ἄσβεστο πῦρ τῆς κολάσεως.
Ἀλλά αὐτοί οἱ ἄθλιοι, ἐπειδή ἦταν τυφλωμένοι ἀπό τόν ἄρχοντα τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου καί ἀπό τά πάθη, δέν μπόρεσαν ν’ἀνοίξουν τούς νοερούς ὀφθαλμούς καί νά δοῦν τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς πίστεως τῶν Χριστιανῶν, καθώς λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος : «ὁ Θεός τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσε τά νοήματα τῶν ἀπίστων, εἰς τό μή αύγάσαι αὐτοῖς τόν φωτισμόν τοῦ Εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ»[3]. Γι’αὐτό καί θά μείνουν ἀναπολόγητοι τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, διότι παρ’ὅλο πού καί τό κήρυγμα ἄκουσαν αὐτῶν τῶν νέων Μαρτύρων καί τά τόσα καί τόσα φοβερά μαρτύρια καί θαυμάσια τοῦ Θεοῦ, πού ἔγιναν δι’αὐτῶν, εἶδαν, ἐντούτοις ὅμως δέν πίστεψαν, ἀλλά πάλι ἔμειναν στό σκοτάδι. «Ἀπετύφλωσε γάρ αὐτούς ἡ κακία αὐτῶν, καί οὐκ ἔγνωσαν μυστήρια Θεοῦ»[4].
Οἱ μέν νέοι αὐτοί Μάρτυρες θά κατηγορήσουν καί θά κατακρίνουν τότε τούς ἀλλοπίστους, καθώς καί ὁ προφήτης Μωυσῆς θά κατηγορήσει τότε τούς Ἑβραίους, «ἔστιν ὁ κατηγορῶν ὑμῶν Μωυσῆς»[5], καί οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι θά κατακρίνουν τίς δώδεκα φυλές τοῦ Ἰσραήλ[6], ὁ δέ Θεός θά δικαιωθεῖ μέ τά λόγια Του, κατά τόν προφητάνακτα Δαβίδ, καί θά νικήσει κατά τήν κρίση μέσω αὐτῶν τῶν Μαρτύρων, καθώς ἔχει γραφεῖ στό Εὐαγγέλιο «ὅτι ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπό τῶν τέκνων αὐτῆς»[7]. Καί κατά κάποιο τρόπο πρόκειται νά πεῖ σ’αὐτούς ἐκεῖνα τά εὐαγγελικά λόγια : «εἰ μή ἐλάλησα ὑμῖν διά τῶν Μαρτύρων μου τούτων, ἁμαρτίαν οὐκ εἴχετε, νῦν δέ πρόφασιν οὐκ ἔχετε περί τῆς ἁμαρτίας ὑμῶν»[8].
Οἱ ἅγιοι Νεομάρτυρες εἶναι δόξα μέν καί καύχημα τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔλεγχος δέ καί καταισχύνη τῶν ἑτεροδόξων
Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο, ἐπειδή κοντά στά ἄλλα δύσφημα, πού ξέρασαν οἱ ἀντίπαλοι κατά τῆς Ἐκκλησίας, πρόσθεσαν ἀκόμη κι αὐτό, ὀνειδίζοντας, ἰδιαιτέρως οἱ αἱρετικοί Λατίνοι, οἱ παπικοί, ὅτι, μετά τό σχίσμα του 1054 μ.Χ., ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ἀπέκτησε νέο Ἅγιο ἤ Μάρτυρα, καθιστάνοντάς την ἔτσι στείρα ἁγίων καί μαρτύρων. Ἄς αἰσχυνθοῦν, ὅμως, μέ αἰσχύνη αἰώνια καί ἄς ντραποῦν, βλέποντας τώρα διά τοῦ βιβλίου «Νέον Μαρτυρολόγιον» τήν Ἀνατολική Ἐκκλησία νά εὐθήνεται καί νά εἶναι γεμάτη ὄχι ἀπό ἕνα ἤ δύο ἤ τρεῖς νέους Μάρτυρες, ἀλλά ἀπό πλῆθος νέων Μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι κατώτεροι ἀπό τούς παλαιούς Μάρτυρες, οὔτε κατά τήν παρρησία πρός τούς τυράννους, οὔτε κατά τήν ὁμολογία τῆς πίστεως, οὔτε κατά τά μαρτύρια, οὔτε κατά τά σημεῖα καί θαύματα, ἀλλά καθ'ολ'αὐτά συνερίζονται μέ ἐκείνους.
Ἐκεῖνοι (οἱ παλαιοί μάρτυρες) μαρτύρησαν γιά τήν πίστη τῆς Ἁγίας Τριάδος; Κι αὐτοί ὁμοίως. Ἐκεῖνοι ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τό ὄνομα καί τήν Θεότητα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ; Κι αὐτοί ὁμοίως. Κατά τόν ἅγιο Νικόδημο, ὅμως, αὐτοί (οἱ νέοι μάρτυρες) ἔχουν κάτι περισσότερο ἀπό ἐκείνους (τούς παλαιούς). Καθ'ὅτι ἐκεῖνοι μέν ἀγωνίσθηκαν κατά τῆς πολυθεΐας καί εἰδωλολατρείας, ἡ ὁποία εἶναι μία προφανής ἀσέβεια, πού δύσκολα μπορεῖ νά ἀπατήσει ἕνα λογικό νοῦ, αὐτοί ὅμως ἀγωνίσθηκαν κατά τῆς μονοπροσώπου μονοθεΐας τῶν ἀλλοπίστων, ἡ ὁποία εἶναι μία κεκρυμμένη ἀσέβεια, πού εὔκολα μπορεῖ νά ἀπατήσει τόν νοῦ.
Γι'αὐτό ἄν καί αὐτοί οἱ Μάρτυρες εἶναι νέοι κατά τούς χρόνους, ὅμως κατά τά μαρτύρια εἶναι παλαιοί. Ἄν καί εἶναι ἔσχατοι κατά τήν διαδοχή τοῦ γένους, ὅμως κατά τούς στεφάνους εἶναι πρῶτοι. Γιατί ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Κύριος τοῦ νοητοῦ ἀμπελῶνος τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, κάλεσε ἐργάτες στόν ἀμπελώνα του, κατά τήν παραβολή τοῦ Εὐαγγελίου[9], καί τούς παλαιούς καί τούς νέους αὐτούς Μάρτυρες, καί ἀφοῦ ἄρχισε ἀπό τούς πρώτους ἕως τούς ἐσχάτους, τούς ἔκανε ἴσους, μέ τό νά δώσει σέ ὅλους τό ἕνα καί τό ἴσο δηνάριο, τό ὁποῖο εἶναι ὁ στέφανος τοῦ Μαρτυρίου καί ἡ ἀπόλαυση τῆς Οὐρανίου Βασιλείας.
Ὥστε ἀπό τήν εὐλογία ἐκείνη, πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν παλαιό Ἰσραήλ, τό νά φᾶνε παλαιά καί νέα γεννήματα «καί φάγεσθε παλαιά... καί παλαιά ἐκ προσώπου νέων ἐξοίσετε»[10], καί τήν εὐλογία ἐκείνη, πού ὑπόσχεται νά δώσει σ'αὐτόν, πού Τόν φοβᾶται καί Τόν σέβεται, τό νά δεῖ υἱούς καί ἐγγόνια «καί ἴδοις υἱούς τῶν υἱῶν σου»[11], αὐτῆς (τῆς εὐλογίας) πνευματικώτερα ἀπολαμβάνει τώρα ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἀνατολική Ἐκκλησία˙ γιατί ἐντρυφᾶ καί τρέφεται νοητῶς, ὄχι μόνο μέ τά γεννήματα τῶν παλαιῶν της Μαρτύρων, ἀλλά καί μέ τά καινούρια τῶν νέων της ἀθλητῶν. Καί βλέπει νά ἔχουν γεννηθεῖ ἀπό αὐτήν πνευματικῶς, καί τούς πρώτους της υἱούς, τούς παλαιούς Μάρτυρες, καί τούς υἱούς τῶν υἱῶν της, δηλ. τούς διαδόχους τους νέους της ἀθλητές, τῶν ὁποίων τά ἱερά λείψανα περιχαρῶς ἀγκαλιάζει καί τά ἅγια αἵματά τους νυμφικῶς στολίζεται, καυχᾶται σ'αὐτά, καλλωπίζεται καί δοξάζεται. Καί χαίρεται καί γιά τούς δύο μαζί υἱούς της, ὡς καλή καί φιλόπαις μητέρα, μέ χαρά δεδοξασμένη καί ἀνεκλάλητη, φωνάζοντας ἀσματικῶς πρός τόν νυμφίον της Χριστό˙ «ἀκρόδρυα νέα πρός παλαιά, ἀδελφιδέ μου ἐτήρησα»[12].
Ἡ χαρά της μάλιστα αὐξάνεται, ἐπειδή βλέπει ὅτι ὅσο ὁ καιρός προβαίνει, τόσο αὐξάνουν σέ πληθυσμό καί αὐτοί οἱ νέοι υἱοί της. Καί ἐδῶ βεβαιώνεται, πώς αὐτή, πού κατηγοροῦνταν ὡς στείρα καί ἔρημη, ἔτεκε ἀληθῶς τώρα ἑπτά, ὅπως ἡ ἁγία Ἄννα, καί τά τέκνα της ἔγιναν πολλά, δηλ. οἱ νέοι Ἅγιοι καί Μάρτυρες˙ «στείρα ἔτεκεν ἑπτά καί ἡ πολλή ἐν τέκνοις ἠσθένησε»[13] καί «πολλά τά τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον, ἤ τῆς ἐχούσης τόν ἄνδρα»[14].
«Μά γιατί λέω μόνο ὅτι ἔτεκε»; ἀναρωτιέται ὁ ἅγιος Νικόδημος. Αὐτή καί μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος θά τίκτει τέτοιους νέους υἱούς καί μάρτυρες καί ἡ γενεά αὐτή τῶν νέων ἁγίων της, βεβαιότατα δέν θά ἐκλείψει ποτέ ἀπ'αὐτήν. «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, οὐ μή παρέλθη ἡ γενεά αὕτη, ἕως ἄν πάντα ταῦτα γένηται»[15]. Καί τό αἴτιο εἶναι προφανές. Γιατί, ἄν ὁ Νυμφίος τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας Χριστός ζεῖ καί βρίσκεται πάντοτε μέ τήν νύμφη του, ἑνωμένος πνευματικῶς, καθώς τό ὑποσχέθηκε˙ «ἰδού ἐγώ μεθ'ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»[16], ἄν ὁ νυμφαγωγός της, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, μένει μ'αὐτήν στόν αἰώνα˙ «καί ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μείνει μεθ'ὑμῶν εἰς τόν αἰῶνα»[17], ποιός ἔπειτα ἀμφιβάλλει ὅτι ἀκολούθως πρόκειται νά γεννιοῦνται σ'αὐτήν καί τέτοια τέκνα πνευματικῶς ἕως τοῦ αἰῶνος;
Καί, λοιπόν, ἄν ἴσως οἱ νέοι αὐτοί μάρτυρες εἶναι ὁμολογουμένως καί ἀληθῶς ἅγιοι καί εὐηρέστησαν τόν Θεό καί δοξάσθηκαν ἀπ'αὐτόν μέ τά θαύματα τῆς θείας Χάριτος καί μάλιστα μέ τήν ἐπιφάνεια τοῦ Θείου φωτός, τότε αὐτοί εἶναι τέκνα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, κατέχοντας τά δόγματά της. Τώρα ἄς ἔλθουν καί τά μικρά παιδάκια νά βγάλουν τό συμπέρασμα καί νά ποῦν ὅτι, καθώς αὐτοί εἶναι ἅγιοι καί εὐάρεστοι στόν Θεό, ἔτσι καί ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία, πού τούς γέννησε πνευματικῶς, εἶναι ἑπομένως Ἁγία καί εὐάρεστη στόν Θεό καί ταμιοῦχος τῆς θείας Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Συνεπομένως δέ καί τά δόγματά της εἶναι ὀρθόδοξα καί εὐσεβέστατα. Γιατί, ὅποιοι εἶναι οἱ υἱοί, τέτοια εἶναι καί ἡ μητέρα. Καί ὅποιος εἶναι ὁ καρπός, τέτοιο εἶναι καί τό δένδρο. Καί ὅποια εἶναι τά αἰτιατά, τέτοια εἶναι καί τά αἴτια.
Ἄς ἱκετεύσουμε, λοιπόν, σήμερα, τούς ἁγίους ἐνδόξους νεομάρτυρες νά μεσιτεύουν ὁλοψύχως πρός τόν ἅγιο Θεό, γιά νά γίνει ἵλεως στίς ἁμαρτίες μας καί νά παύσει τήν καθ'ἡμῶν δικαία Του ἀγανάκτηση, παρορῶν ὡς πολυέλεος τά πταίσματά μας, μέ τά ὁποία ἔργῳ, λόγω καί διανοία κάθε μέρα τόν παραπικραίνουμε. Ἐνθυμεῖστε Του, ὦ Νεομάρτυρες, τά μαρτύρια, πού λάβατε γιά τό ὄνομά Του, καί ἔτσι ἐξιλεῶστε τόν θυμό Του, ἐπειδή ἀληθῶς λιγοστέψαμε καί κακοπαθήσαμε σφόδρα καί μικρύναμε ἀπό ὅλα τά ἔθνη, κάτω ἀπό τήν πολυχρόνια σκλαβιά. Καί στήν μέν παροῦσα ζωή ἐλευθερῶστε μας ἀπό κάθε κακό ψυχικό καί σωματικό, ἐνδυναμώνοντάς μας νά φυλάξουμε στερεά καί ὅλα ὅσα ἐκ μέρους σας μᾶς διδάξατε. Στήν δέ μέλλουσα ζωή ἀξιῶστε μας τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ τῷ Κυρίω ἡμῶν, ὦ ἡ δόξα καί τό κράτος σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίω Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
[1] Ὁμιλία ιστ΄ εἰς τό κατά Ματθαῖον
[2] Ἰω. 1, 2.
[3] Β΄ Κορ. 4, 4.
[4] Σοφ. Σολ. 2, 21-22.
[5] Ἰω. 5, 45.
[6] Ματθ. 19, 28.
[7] Ματθ. 11, 19.
[8] Ἰω. 15, 22.
[9] Μτθ. 20, 1.
[10] Λευϊτ. 26, 10.
[11] Ψαλμ. 128, 6.
[12] Ἄσμα 7, 14.
[13] Α΄ Βασ. 2,5.
[14] Ἡσ. 54,1.
[15] Ματθ. 24,34.
[16] Ματθ. 28,20.
[17] Ἰω. 14,16.