Ἡ ὀρθοδοξία ἀνέκαθεν ὑπῆρξε ἀρωγὸς καὶ συμπαραστάτης τοῦ ἀνθρώπου στοὺς ἀγῶνες γιὰ ἐλευθερία, ἰσότητα καὶ ἀξιοπρέπεια. Ως Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους στὴν ὑπέρβαση τῆς πραγματικότητας τῆς φθορᾶς, στὴν ἐλευθερία, ποὺ παρέχει στὸν ἄνθρωπο ἡ Θεία Χάρη. Ἡ συμμετοχὴ στὰ μυστήρια καὶ στὴ ζωὴ τῆς ἐκκλησίας ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν πραγματικὴ ἐλευθερία, τὴν κατ’ εἰκόνα ἐλευθερία, «ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι εἰκόνα τῆς θείας ἐλευθερίας»[1]. Ο ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος ἐπειδὴ γίνεται πρόσωπο, ἀποκτᾶ τὸν πολιτισμὸ τοῦ προσώπου μέσα στὴν ἐκκλησία. «Ὁ ΄πολιτισμὸς τοῦ προσώπου΄ εἶναι ἡ πρόταση ζωῆς τῆς Ὀρθοδοξίας».[2]
Ἀπὸ τὴ μελέτη τῆς ἱστορίας τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων γίνεται φανερό, ὅτι ὁ ἀρχικός τους σκοπὸς ἦταν νὰ ἐξασφαλίσουν τὰ προνόμια τῶν ἰσχυροποιημένων τάξεων (γαιοκτημόνων καὶ ἀστῶν) (MagnaCharta, ἀστικὲς ἐπαναστάσεις) καὶ φυσικὰ οὐδεὶς ἐκ τῶν ἐμπνευστῶν τους δὲν μποροῦσε νὰ φανταστεῖ τὴ σημερινή τους μορφὴ ὅπως δὲ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ διανοηθεῖ τὴν καθολικὴ ἐπικράτηση τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος. Καὶ σήμερα ὑπάρχουν οἱ ἀμφισβητίες τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων στὸ δυτικὸ κόσμο γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ κατάργησή τους καὶ....
ἡ ἀλλαγὴ τοῦ δημοκρατικοῦ συστήματος, ποὺ ὑπάρχει σήμερα στὸν κόσμο μὲ κάποιο ἄλλο αὐταρχικό, θὰ ἔφερνε τὴν ἀνθρωπότητα στὸν «ἴσιο δρόμο».
Στὴν πλευρὰ τῆς ἀμφισβήτησης τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων θὰ συναντήσουμε συχνὰ ἐκπροσώπους τῆς Ὀρθοδοξίας. Μὲ τὸν «ἀέρα» τοῦ κατόχου της ἀπόλυτης ἀλήθειας ἀπορρίπτουν κάθε διαφορετικὴ προσέγγιση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς πέραν τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης.
Ἡ Θεσμικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατὰ τὸν 20ο αιώνα στὴ χώρα μας, στὴν οὐσία παραχάραξε τὴν ταυτότητά της, μὲ τὸν ἐναγκαλισμό της μὲ τὴν κρατικὴ ἐξουσία, καὶ ὁδήγησε στὴν «κατανόηση τῆς χριστιανικῆς ταυτότητας μὲ ὅρους φυλετικοὺς καὶ κολεκτιβιστικούς, πράγμα ποὺ φυσικὰ ἐκβάλλει σὲ ἐθνικισμό».[3] Ἀπὸ τὰ χείλη διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν ἡ Ὀρθοδοξία προβλήθηκε ὡς «στοιχεῖο τοῦ ἑλληνικού DNA» καὶ «πεπρωμένο τῆς ‘φυλῆς’», ἀντίληψη ἡ ὁποία «συνιστᾶ θηριώδη ἀντιστροφὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ». Ἡ πίστη ἀπὸ «ἄθλημα στὴν ἐλευθερία – προσωπικὴ ἐπιλογὴ» μετατρέπεται σὲ «στοιχεῖο ποὺ κληρονομεῖται ἀνεπίλεκτα».[4] Ἐνῶ ὁ Θεὸς καλεῖ τὸν Ἀβραὰμ νὰ ἐγκαταλείψει τὸν τόπο ποὺ ζεῖ καὶ τοὺς συγγενεῖς του καὶ νὰ ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ ποὺ θὰ τοῦ δείξει, νὰ γίνει δηλαδὴ μετανάστης καὶ ἀντίστοιχα τὸν Παῦλο νὰ μεταστραφεῖ[5] καὶ νὰ ἐγκαταλείψει ὅσα μέχρι τότε ἀποτελοῦσαν τὴν πίστη τῶν προγόνων του (Νόμος, Περιτομή), οἱ σημερινοὶ κήρυκες μᾶς καλοῦν νὰ ταυτοποιηθοῦμε μέσα ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ καὶ θρησκευτική μας κληρονομιὰ καὶ μόνο, προβάλλοντας ἕνα θολὸ θεοκρατικὸ τοπίο ὡς τὴν ἐνδεδειγμένη ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πολιτεία.
Ἡ «ἀναβάπτιση στὶς ρίζες μας», ἡ διατήρηση τῆς αὐθεντικότητας -«ἰθαγένειας», (θεολογικῆς καὶ πολιτισμικῆς) ἀποτελεῖ τὴν ἀπάντηση στὴν ἀπειλὴ νόθευσης τῆς ἑλληνορθόδοξης ταυτότητας ἀπὸ «ξενόφερτες ἐπιδράσεις».[6]
Ἡ στάση τῆς Θεσμικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα, εἶναι διφορούμενη, ὑποβάλλεται δὲ κάθε φορᾶ ἀπὸ τὸ «συμφέρον» της, τὸ ὁποῖο ταυτίζεται μὲ τὴ διατήρηση τῶν κεκτημένων ἔναντί των ἄλλων θρησκειῶν εὐνοϊκῶν νομοθετικῶν ρυθμίσεων, ποὺ τῆς προσδίδουν ἐξουσία καὶ κύρος στὰ ὅρια τοῦ κράτους. Ὁ φόβος ἀπώλειας τῆς ἐξουσίας καθιστᾶ τὴν ἐκκλησία ἐπιφυλακτικὴ ἀπέναντί σε κάθε καινοτόμο δράση, ἑπομένως καὶ στὰ κινήματα γιὰ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα. Ἡ φοβικὴ αὐτὴ στάση ἀποκαλύπτει περαιτέρω ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης τῆς ἐκκλησίας στὸ σκοπὸ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου τὸν ὁποῖο ὑπηρετεῖ, ἀλλὰ καὶ αὐτοπεποίθησης, ὅταν ἐπιδιώκει μέσω τῆς κρατικῆς νομοθεσίας[7] νὰ διασφαλίσει τὴ συνοχὴ τοῦ ποιμνίου της. Ὡς ἔλλειψη αὐτοπεποίθησης θὰ μπορούσαμε ἐπίσης νὰ καταγράψουμε τὴν ἀποφυγὴ τῆς ἐκκλησίας νὰ ἀνακινήσει θέματα ποὺ ἀφοροῦν στὴ λατρεία (γλώσσα καὶ διάρκεια τῶν ἀκολουθιῶν) καὶ τὶς «παραδόσεις» (ἐνδυμασία καὶ κόμμωση τῶν κληρικῶν), ἀλλὰ καὶ στὴ διοίκηση τῶν μητροπόλεων (ὑπέργηροι μητροπολίτες, ἰσόβια ἀπόλυτη ἐξουσία –«δεσπότης»)[8].
Ἡ ἀναγνώριση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων ὑπὸ ὅρους εἶναι τὸ ζητούμενο καὶ γιὰ τὴ Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στὴν ἐπίσημη ἰστοσελίδα τῆς ὁποίας εἶναι ἀναρτημένο κείμενο μὲ τίτλο «Οἱ ἀρχὲς τῆς διδασκαλίας τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἀξιοπρέπεια, τὴν ἐλευθερία καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου». Ἀπὸ τὸ ἐν λόγω κείμενο τὸ ὁποῖο «ἐνεκρίθη ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας»[9] ἀντιγράφουμε κάποιες κατὰ τὴν ἄποψή μας ἐνδιαφέρουσες καὶ διαφωτιστικὲς ἀναφορές. Στὴν εἰσαγωγὴ ἀναφέρεται ὅτι: «[…]διὰ τῆς ἐπικλήσεως τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων στὴν πραγματικότητα ἐφαρμόζονται πολλὲς φορὲς ἰδέες, οἱ ὁποῖες ριζικὰ ἀντίκεινται στὴ χριστιανικὴ διδασκαλία» καὶ στὴ συνέχεια ἐπισημαίνεται ὁ κίνδυνος γιὰ τοὺς χριστιανοὺς «κοινωνικοὶ καὶ κρατικοὶ παράγοντες […] νὰ τοὺς ἐξαναγκάζουν νὰ σκέφτονται καὶ νὰ πράττουν ἀντιθέτως πρὸς τὶς Θεῖες ἐντολές, πράγμα τὸ ὁποῖο ἐμποδίζει τὴν ἐπίτευξη τοῦ κυριότερου σκοποῦ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, δηλαδὴ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν εὕρεση τῆς σωτηρίας». Θὰ σημειώσουμε μιὰ ἐνδιαφέρουσα θεολογικὴ προσέγγιση τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας: «στὴν χριστιανικὴ παράδοση τῆς Ἀνατολῆς ἡ ἔννοια τῆς ‘ἀξιοπρέπειας’ ἔχει πρωτίστως ἠθικὴ διάσταση ἐνῶ ἡ ἀντίληψη γιὰ τὸ τί εἶναι ἄξιο καὶ ἀνάξιο εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένο μὲ τὶς ἠθικὲς ἢ τὶς ἀνήθικες πράξεις τοῦ ἀνθρώπου καὶ μὲ τὴν ἐσωτερική του κατάσταση. Ἔχοντας ὑπόψη τὴν διεφθαρμένη λόγω τῆς ἁμαρτίας κατάσταση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως κρίνεται σημαντικὴ ἡ σαφῆ διάκριση μεταξύ του ἀξιοπρεποῦς καὶ τοῦ ἀναξιοπρεποῦς στὴν ἀνθρώπινη ζωή». Τέλος θὰ ἀναφέρουμε ὁρισμένες συμπερασματικὲς προτάσεις, ἀπὸ τὸ προαναφερθέν κείμενο, οἱ ὁποῖες θεωροῦμε ὅτι πρέπει νὰ μᾶς προβληματίσουν ἰδιαίτερα ὡς πρὸς τὶς προτεραιότητες ποὺ θέτουν καὶ τὸ πρίσμα ὑπὸ τὸ ὁποῖο θεωροῦν τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα. «Ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὁ πολιτικὸς καὶ νομικὸς θεσμὸς τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων μπορεῖ νὰ ὑπηρετεῖ τοὺς καλοὺς σκοποὺς τῆς προστασίας τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας καὶ νὰ συμβάλλει στὴν πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ ἀνάπτυξη τοῦ προσώπου. Γιὰ αὐτὸν τὸ λόγο ἡ ἐφαρμογὴ τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἀντίθετη μὲ τοὺς νομοθετημένους ἀπὸ τὸ Θεὸ ἠθικοὺς κανόνες καὶ τὴ στηριζόμενη σὲ αὐτοὺς παραδοσιακὴ ἠθική. Τὰ ἀτομικὰ δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου δὲν μποροῦν νὰ ἀντιταχθοῦν στὶς ἀξίες καὶ στὰ συμφέροντα τῆς πατρίδας, τῆς κοινότητας καὶ τῆς οἰκογένειας.» Η ἀναγνώριση τῆς πολιτικής και νομικης διαστασής των ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων εἶναι κατὰ τὴν ἄποψή μας τὸ θετικὸ στοιχεῖο. Ἡ ἀπαίτηση γιὰ συμφωνία τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων μὲ τοὺς «νομοθετημένους ἀπὸ τὸ Θεὸ ἠθικοὺς κανόνες» καὶ τὴν «παραδοσιακὴ ἠθικὴ» θέτουν πρωτίστως θεολογικὰ ζητήματα ποὺ ἀφοροῦν στὴν ἠθική τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν ὕπαρξη ἢ ὄχι θεολογικων κανόνων, ἀφενὸς καὶ τὴ σχέση τῆς παραδοσιακὴς ἠθικής με τὴν ἠθικὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων καὶ τὴ σύγχρονη ὀρθόδοξη θεολογία ἀφετέρου. Τέλος ἡ πρόταξη των αξιῶν καὶ συμφερόντων τῆς πατρίδας τῆς κοινότητας[10] καὶ τῆς οἰκογένειας εναντί των ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, θεωροῦμε ὅτι βλάπτει σημαντικὰ τὴν οἰκουμενικότητα τόσο τῆς Ὀρθοδοξίας ὅσο καὶ τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Τερέζης Χ. ό.π., σελ. 49
[2] Κωνσταντῖνος Δεληκωσταντής, «Παγκοσμιοποίηση καὶ Ὀρθοδοξία», σ.495
[3] Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, «Ποιὰ θρησκεία καὶ ποιὰ πολιτική;», Σύναξη 110 (2009), σ.92
[4] Ό.π.
[5] Ό.π. σ.92-93
[6] Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, «Ἡ κοινότητα ὡς βρόχος.» σ.339
[7] «φαινόμενα ποὺ χαρακτήρισαν τὸν νεοελληνικὸ βίο τὸν 20ο αιώνα, ὅπως ἡ νομοθέτηση τῆς ἱερολογίας ὡς μοναδικοῦ συστατικοῦ τύπου τοῦ γάμου, ἡ ποινικοποίηση τῆς ἑτεροδοξίας, ἡ ἀπαίτηση νὰ γνωμοδοτεῖ ὁ ἐπίσκοπος γιὰ τὴ λειτουργία εὐκτήριου οἴκου ἑτεροδόξων, ἡ πεποίθηση τῶν ἐπισκόπων ὅτι ἐκπροσωποῦν τὸ σύνολο τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ κ.λπ, ἀποτελοῦν παραχαράξεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ταυτότητας καὶ κουτοπόνηρη νόσφιση κρατικῆς πολιτικῆς» Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, «Ποιὰ θρησκεία καὶ ποιὰ πολιτική;»,σ.92
[8] Τὰ ζητήματα αὐτά, κατὰ τὴν ἄποψή μας, μποροῦν κάλλιστα νὰ ἀναφέρονται ἄμεσα ἢ ἔμμεσα στὸ σεβασμὸ τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων μέσα στὴν Ἐκκλησία.
[9] https://mospat.ru/gr/documents/dignity-freedom-rights/v/ (ἀνάκτηση 22-8-2013)
[10] Γιὰ τὸ ζήτημα τῶν ἀξιῶν τῆς κοινότητας καὶ τὴν ὕπαρξη οἰκουμενικῶν ἀξιῶν βλέπε: Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, «Ἡ κοινότητα ὡς βρόχος», σ.335-339
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό