Ἡ στάση ἔναντί της πίστεως φανερώνει τὸ ἐπίπεδο ὅλων των ἀνθρώπων. Τῶν ἀνθρώπων ποὺ πιστεύουν καὶ ἀποδέχονται τὸν Χριστὸ ὡς Σωτήρα καὶ Θεό, ἀλλὰ καὶ αὐτῶν ποὺ ἀρνοῦνται τὴν ἀγάπη Του, τὴν εὐλογία Του καὶ τὸ ἀπολυτρωτικό του ἔργο. Στὴν συγκλονιστικὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς ἀναστάσεως τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου, μεταξύ των ἄλλων φαίνεται καὶ τὸ κατάντημα τῆς συμπεριφορᾶς ὅσων δὲν πιστεύουν αὐτὰ ποὺ τοὺς λέει ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς. Ἀλλ' ἃς δοῦμε τὸ περιστατικὸ ὅπως τὸ καταγράφει ὁ Ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς.
Ὁ ἄρχων τῆς συναγωγῆς Ἰάειρος ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ προσέλθει στὸ σπίτι του γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴ μοναχοκόρη του, μόλις δώδεκα ἐτῶν, ἡ ὁποία “ἀπέθνησκεν”. Ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως λαμβάνει χώρα ἡ θεραπεία μιᾶς γυναίκας ἡ ὁποία ἐπὶ δώδεκα ἔτη, καὶ ἐνῶ εἶχε δαπανήσει ὁλόκληρη τὴν περιουσία της στοὺς ἰατρούς, ἦταν ἀδύνατον νὰ....
θεραπευθεῖ ἀπὸ τὴν “ρύσιν τοῦ αἵματος”. Αὐτὴ τώρα ἡ γυναίκα, γεμάτη πίστη πρὸς τὸν Ἰησοῦ “προσελθοῦσα ὄπισθεν ἤψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτής”.
Αὐτὸ ἦταν, ὁ Ἰησοῦς κατόπιν τῶν ἐρωτήσεων γιὰ τὸ ποιὸς τὸν ἄγγιξε, τὴν ἐπαινεῖ δημοσίως: “θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε• πορεύου εἰς εἰρήνην”.
Ὅμως, καὶ ἐνῶ ὅλοι ἐθαύμαζαν, ἔρχεται ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου καὶ τοῦ παραγγέλει νὰ μὴν κάμει τὸν κόπο ὁ Ἰησοῦς “ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου• μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον”. Αὐτὴ ὅμως εἶναι ἡ στιγμὴ γιὰ νὰ δείξει ὁ Ἰησοῦς τὴν παντοδυναμία του ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ κρυπτὰ καὶ ἡ ἀπιστία τῶν ἀνθρώπων. “Μη φοβοῦ• μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται”. Τὸ κατάντημα ὅμως τῶν ἀνθρώπων εἶναι φοβερό, ἀφοῦ στὴν προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ “μὴ κλαίετε• οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει”, αὐτοὶ “κατεγέλων αὐτοῦ”! Ἀλλὰ ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ περιγελοῦν τὸν Κύριο. Εἶναι τὸ ἀνώνυμο πλῆθος. Ὁ “ὄχλος ὁ θορυβούμενος” ὅπως καταγράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. Ἄνθρωποι δηλαδὴ οἱ ὁποῖοι ἐλυποῦντο μέν, ἀλλ' ἐπὶ τῆς οὐσίας δὲν εἶχαν ἰδέα περὶ τοῦ μυστηρίου τοῦ θανάτου. Ἄνθρωποι ποὺ σὲ κάθε ἐποχὴ ἀντιμετωπίζουν τὶς περιστάσεις καὶ μάλιστα τὰ συγκλονιστικὰ γεγονότα ἐντελῶς ἐπιφανειακὰ καὶ κυρίως πρόσωπα ποὺ οὐδεμία σχέση ἔχουν μὲ τὸν Ἰησοῦ, ἀφοῦ τοὺς λείπει ἡ ζωντανὴ πίστη. Εἶναι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἀρνοῦνται τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ ποὺ στὴν πράξη παρὰ τὶς ἐξωτερικὲς ἐκδηλώσεις, δὲν εἶναι παρὰ ἄπιστοι, ἀγνωστικιστὲς καὶ εἰδωλολάτρες, καὶ στὴν καλυτέρα των περιπτώσεων ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν ἁπλῶς ἕνα ἐπίχρισμα πίστεως καὶ μὲ τὴν ὅλη τους στάση δὲν ἐπιδεικνύουν παρὰ τὴν ρηχότητα στὴν πνευματικὴ ζωή.
Βεβαίως ἡ συνέχεια τῶν γεγονότων, τὸ θαῦμα δηλ. τῆς ἀναστάσεως τῆς θυγατρὸς ποὺ ὅλοι θὰ βιώσουν, θὰ τοὺς ἐξευτελίσει καὶ θὰ ἀποδείξει ὅτι ὄχι ἡ πίστις στὸν Χριστό, ἀλλ' αὐτοὶ οἱ ἴδιοι καταντοῦν καταγέλαστοι.
Ὅμως, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐμβαθύνουμε λίγο στὴν ἀπαράδεκτη ἀλλὰ καὶ ἀνόητη αὐτὴ νοοτροπία ποὺ δυστυχῶς ὑφίσταται σὲ κάθε ἐποχή. Δυστυχῶς, ὑπάρχουν καὶ αὐτοὶ ποὺ εἰρωνεύονται τὸν Χριστό, τὴν ἀποκαλυπτική του διδασκαλία καὶ βεβαίως τοὺς ὀπαδούς του, δηλαδὴ τοὺς πιστοὺς Χριστιανούς. Ὅσο δὲ συνειδητότερο μέλος τοῦ Σώματός Του εἶναι κανείς, τόσο καὶ περισσότερο κατὰ καιροὺς αἰσθάνεται τὰ πικρὰ βέλη τῆς εἰρωνείας, τουτέστιν αὐτοῦ τοῦ “καταγελασμού”. Καὶ ἐνῶ προσπαθοῦν νὰ ἑρμηνεύσουν μὲ δῆθεν ψυχικὲς ἀναλύσεις τὴν ἀγάπη ποὺ τρέφουν οἱ πιστοὶ στὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του, οἱ δικές τους ἐνέργειες καὶ οἱ ξεπερασμένες καὶ ξεπεσμένες πλέον ἀθεϊστικὲς θεωρίες, ἀποδεικνύουν κατ' ἀρχὰς πρόσωπα μὲ ταραγμένη συνείδηση. Ἄνθρωπους ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἀνεχθοῦν δίπλα τους εἰρηνικὰ καὶ ἐνάρετα πρόσωπα, ἀκριβῶς διότι μὲ τὸν προσεγμένο καὶ εὐλογημένο τοὺς βίο ἐλέγχουν τὴν ἀλλοπρόσαλλη ζωὴ ὅλων αὐτῶν ποὺ ἀρνοῦνται νὰ ὑπακούσουν στὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ γι' αὐτὸ “καταγελοῦν Αὐτού”. Προσπαθοῦν δὲ νὰ ἀνακαλύψουν λάθη μικρότερα ἢ μεγαλύτερά των ἀνθρώπων ποὺ ἀγαποῦν τὸν Χριστὸ καὶ συμμετέχουν στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ μεγενθύνουν καὶ τὰ χλευάζουν μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν δική τους ἀποστασία. Ἐννοεῖται δὲ ὅτι κάθε ἀρετὴ ποὺ παρουσιάζουν οἱ Ἅγιοι καὶ οἱ ἀγωνιστές, ὡς πνεύμονες χάριτος ποὺ ὑφίστανται μέσα στὴν κοινωνία, αὐτὲς οἱ μπερδεμένες προσωπικότητες τῶν ἀπίστων, προσπαθοῦν ἀνεπιτυχῶς βεβαίως νὰ χτυπήσουν μὲ τὴν ἀντίθετη κακία καὶ νὰ ἀπομυθοποιήσουν τὰ ἀντίστοιχα πάθη ποὺ αὐτοὶ ἔχουν καὶ ἐξαχρειώνουν τὸν ἄνθρωπο. Φιλάργυροι καὶ πλεονέκτες οἱ ἴδιοι, ἀντιπαθοῦν τοὺς ἐλεήμονες. Αἰσχροὶ καὶ σαρκολάτρες, βόσκοντας μέσα στὸν βόρβορο τῆς διαφθορᾶς, λοιδοροῦν καὶ ἐμπαίζουν τοὺς σώφρονες καὶ τοὺς ἁγνούς, ἀφοῦ οἱ τελευταῖοι ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ ἁμαρτία καὶ δὴ ἡ σαρκικὴ δὲν ἀποτελεῖ κάτι τὸ “φυσιολογικὸ” γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καθαρῶς μιὰ παρὰ φύσιν κατάστασιν. Ἕνα τρόπο ζωῆς ποὺ ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς πίστεως καὶ τῆς ὑπακοῆς στὸ πανάγιο θέλημα τοῦ Χριστοῦ ἐπιβάλλεται νὰ ἀρνηθεῖ καὶ διὰ τοῦ ἀγῶνος ἀπὸ τὴν κατὰ φύση κατάσταση νὰ ἀνέλθει στὴν ὑπὲρ φύση κατάσταση τῆς χάριτος καὶ τοῦ ἁγιαστικοῦ ἐπιπέδου.
Ὄντως, ἡ πνευματικὴ κατάσταση ὅλων αὐτῶν ποὺ ἀντιγράφουν ὅσους “κατεγέλων αὐτοὺ” τοῦ Χριστοῦ, δείχνει ἀνισορροπία, κατάσταση ἁμαρτωλότητος καὶ ἀποστασία.
Ὁ ἡγεμόνας νοῦς ἔχει σκοτισθεῖ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταντᾶ, ἀλλοίμονο, εἴτε σὲ κτηνώδη, εἴτε σὲ δαιμονιώδη κατάσταση. Ἔτσι ἡ ἐνέργεια τοῦ νοὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιστρέψει στὴν οὐσία του ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ ἠρεμήσει, νὰ δεῖ τὴν πραγματικότητα, νὰ μετανοήσει καὶ ἔτσι νὰ ἀκολουθήσει τὸν δρόμο τῆς μετανοίας καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ. Ἀποτέλεσμα δὲ τούτου εἶναι καὶ ὅτι ἀρνοῦνται, ἐὰν καμμιὰ φορᾶ ὑφίσταται καὶ διὰ τῆς ἀμβλύνσεως δὲν ἔχει πωρωθεῖ, νὰ ἀκούσουν τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως ἡ ὁποία ὅσο ἰσχνόφωνη καὶ ἂν καταντᾶ, ἐπιτέλους δίνει τὸ στίγμα τῆς μέσα στὴν ὕπαρξη καὶ ἀποτελεῖ ἔστω καὶ ἕναν ὁδοδείκτη πρὸς τὴν πορεία τῆς ὀρθῆς βιοτῆς.
Ἀλλὰ τὸ κακὸ μὲ τὶς περιπτώσεις τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν γίνεται ἀκόμη μεγαλύτερο. Καὶ καθίσταται μεγαλύτερο ὅταν ἀρνοῦνται νὰ διδαχθοῦν ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα. Ὅταν δηλαδὴ κλείνουν ἐρμητικῶς τοὺς ὀφθαλμούς τους καὶ δὲν θέλουν νὰ δοῦν τὸν διαχρονικὸ ἐξευτελισμὸ καὶ τὸ κατάντημα ὅλων αὐτῶν οἱ ὁποῖοι ἐβάδισαν τὸν δρόμο τὸν ὁποῖο οἱ ἴδιοι τώρα ἀκολουθοῦν καὶ κατὰ τρόπο μιμητικὸ ἀντιγράφουν τὴ ζωή τους.
Κάποτε ἕνας ἀπὸ τὴν ταλαίπωρη ὁμάδα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν ποὺ λοιδωροῦν τὴν πίστη, ἀρνοῦνται τὴ σωτηρία ποὺ παρέχει ὁ Χριστὸς καὶ ἐμπαίζουν τοὺς πιστούς, σὲ στιγμὴ συνειδησιακῆς κρίσεως ἐξέφρασε τὰ ἑξῆς ἀξιοσημείωτα ποὺ φωτίζουν ἀρκετὰ τὴν προβληματική τους συμπεριφορά: “Δὲν χωνεύω νὰ βλέπω ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἐφαρμόζουν τὸ εὐαγγέλιο”. Στὴν δὲ ἐρώτηση “Μὰ τί σὲ πειράζουν ἐσένα οἱ ἄνθρωποι αὐτοί;”, ἔδωσε τὴν ἑξῆς ἀπάντηση: “Κατὰ βάθος τοὺς ἐκτιμῶ, ἀλλὰ δὲν θέλω νὰ τὸ παραδεχθῶ. Ὁ τρόπος ζωῆς τους δὲν ξέρω πῶς καὶ γιατί, ἀλλὰ συνεχῶς μὲ ἐλέγχει καὶ δὲν μὲ ἀφήνει νὰ ἠσυχάσω”.
Ναί, αὐτὸ ἀπάντησε ἡ ταλαίπωρη ἐκείνη ὕπαρξη γιὰ ν' ἀποδείξει ὅτι τελικῶς ὁ ἄνθρωπος εἴτε διὰ τῆς ὁλοκληρωτικῆς ὑπακοῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ θὰ ζεῖ εἰρηνικὸς καὶ γεμάτος χάρη καὶ χαρά, εἴτε διὰ τῆς παρακοῆς, ποὺ ὡς δηλητηριῶδες ἀγκάθι φυτρώνει καὶ ἀναπτύσσεται ἐπάνω στὴν κοπριὰ τοῦ ἐγωισμοῦ, τελικῶς θὰ ζεῖ ἕνα βίο ἀβίωτο, γεμάτο ἄγχος καὶ ταραχή. Ἕνα δράμα ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀνισορροπία τῆς ὅλης ψυχοσωματικῆς ὑπάρξεως.
Τί νὰ κάνουμε φίλοι μου; Φαίνεται πὼς κάποιοι ἀρέσκονται στὴν διαστροφὴ τοῦ μαζοχισμοῦ.
Καὶ αὐτὰ μὲν γιὰ τὰ ταλαίπωρα θύματα τοῦ ἐχθροῦ ποὺ ἑκουσίως τοῦ κάνουν ὑπακοή.
Γιὰ τοὺς πιστοὺς ὅμως τὰ πράγματα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο δὲν ταράσσεται ἀπὸ τὶς ξεπεσμένες συμπεριφορὲς ποὺ περιγράψαμε, ἀλλ' ἀντιθέτως θεωρεῖ εὐλογία καὶ δοκιμάζει ἀνείπωτη χαρὰ ὅταν πάσχει γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ λόγος τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ : “μακάριοι ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα καθ' ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοὺ” (Ματθ. Ε' 11), τὸν ἐνθουσιάζει καὶ τὸν κάνει νὰ συνεχίζει τὸν ἀγώνα του ἔστω κι ἂν ὅλος ὁ κόσμος ἀποστατήσει. Ἔστω κι ἂν ὅλοι πέσουν ἐπάνω του γιὰ νὰ κάμψουν τὸν ζῆλο του καὶ τὸ ὀρθόδοξο χριστιανικό του θάρρος. Καὶ τοῦτο διότι “ὑμὶν ἐχαρίσθη τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τὸ εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν” (Φιλιπ. Α' 29). Καὶ ὁπωσδήποτε τούτη τὴν ἀλήθεια ποτὲ ὅσοι ἀξιωθήκαμε τῆς ἀγάπης τοῦ Ἰησοῦ δὲν θὰ πρέπει νὰ τὴ λησμονοῦμε.
Ἃς ἔχει λοιπὸν δόξα ὁ Θεὸς καὶ ἃς συνεχίζουμε συνειδητά, ἐν ταπεινώσει καὶ βεβαίως μὲ ἱερὸ ἐνθουσιασμὸ τὸν ἀγώνα μας.
Ἀμήν.
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό