Ὀ χρόνος καλπάζει... Πότε κιόλας πέρασε τὸ 2014; Τώρα ἀνατέλλει τὸ φῶς μιᾶς νέας χρονιᾶς: 2015! Μέσα σὲ ἀμφίβολους καιρούς. Δίσεκτους... καὶ ὀργισμένους. Ἄδηλο τὸ μέλλον, σκοτεινὸ τὸ αὔριο τοῦ κόσμου. Ποῦ πᾶμε;...
Ἐργασία ὑπηρεσιακὴ μὲ ἔφερε πρὶν λίγο καιρὸ σὲ πόλη ἐπαρχιακή, μιὰ ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς ὄμορφες μικρὲς πόλεις ποὺ κοσμοῦν ὅλες τὶς γωνιὲς τοῦ τόπου μας. Ἐδῶ οἱ ἄνθρωποι ἀναπνέουν καθαρὸ ἀέρα, κινοῦνται ἤρεμα, περπατοῦν χωρὶς φόβο, κρατοῦν ἀκόμα κάτι ἀπὸ τὸν παλιὸ καλὸ τρόπο ζωῆς.
Τελικὰ δὲν θὰ ἔμενα σὲ ξενοδοχεῖο. Φίλος ἐκλεκτὸς ἀπὸ παλιὰ πληροφορήθηκε τὴν παρουσία μου καὶ ἐπέμεινε πιεστικὰ νὰ μὲ φιλοξενήσει, νὰ μοῦ χαρίσει δυὸ ἡμερῶν χαρὰ στὸ ὄμορφο σπιτικό του μὲ τὴν πολὺ ἀγαπητή μου οἰκογένειά του.
Τὸ πρῶτο βράδυ, ὅταν πιὰ ἀποσύρθηκα στὸ δωμάτιο, ἔπεσα ἤρεμος νὰ ξεκουραστῶ... Ἡσυχία ἀπόλυτη. Ἄλλος κόσμος, πράγματι...
Ξαφνικὰ αἰσθάνθηκα κάτι νὰ μὲ ἐνοχλεῖ... Ἕνας θόρυβος ἐλαφρός, παράξενος, ἐπίμονος... Τί εἶναι; Ἄνοιξα τὸ φῶς... προσπάθησα νὰ τὸν ἐντοπίσω. Ἄ! Ἀπίστευτο! Ἕνα ρολόι... ἕνα παλιὸ ἐπιτραπέζιο ρολόι ἀπὸ κεῖνα μὲ ἐλατήρια, ποὺ χρειάζεται κατὰ καιροὺς νὰ τὰ κουρντίζεις... Τί μοῦ θύμισε... Τίκ-τάκ, τίκ-τάκ, τίκ-τάκ...
– Ἀκοῦς; Ἡ φωνὴ ἦρθε ξαφνικὰ στὰ αὐτιά μου ἀπὸ τὸ πουθενά. Ἐνοχλητική, ἀδιάκριτη...
– Ποιός, ποῦ εἶσαι; Τὰ λόγια μου πνίγηκαν στὰ χείλη μου, τὴν ὥρα ποὺ τὸ βλέμμα μου ἀσυναίσθητα στράφηκε ἐρευνητικὸ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου... Δὲν ὑπῆρχε βέβαια κανένας... Καὶ δὲν εἶχα καμιὰ ἀμφιβολία• ἀπὸ μέσα μου εἶχε ἀκουστεῖ ἡ ἀπροσδόκητη φωνή.
– Ἀκοῦς; ξαναμίλησε ἡ μυστηριώδης φωνή... Ἀκοῦς;
– Τὸ τίκ-τάκ; Ναί, τὸ ἀκούω...
– Σοῦ θυμίζει τίποτε;
– Δέν... Τίποτε...
– Σκέψου καλύτερα... Δὲν σοῦ φαίνεται σὰν καλπασμός;
– Καλπασμός; Τὸ τίκ-τάκ;...
– Ναί, καλπασμός... Καλπασμός, ἂς ποῦμε, τοῦ ἀλόγου τοῦ θανάτου.
– Ἔτσι καλπάζει τὸ ἄλογο τοῦ θανάτου;
– Γιατί ὄχι; Κάθε στιγμὴ καὶ πιὸ κοντά... τίκ-τάκ, τίκ-τάκ, τίκ-τάκ... Αὐτὸ σοῦ φωνάζει τὸ ρολόι... Ἔρχεται, πλησιάζει...
– Ἔρχεται, ἔ; Ναί, βέβαια... ἔρχεται, ἔρχεται...
– Τὸ περιμένεις, ἔτσι;
– Τὸ περιμένω...
– Τὸν θάνατό σου!
– Τὸν θάνατό μου;
– Ναὶ βέβαια, τὸν θάνατό σου... Νομίζεις πώς...
– Ὄχι, ὄχι... Τὸ ξέρω... θνητὸς εἶμαι... θὰ πεθάνω...
– Ἀλλὰ ἀργότερα, ἔτσι; μετὰ ἀπὸ 20, 30, 50 χρόνια...
– ..........................
– Δὲν μιλᾶς;... Γιὰ σκέψου... Εἶσαι ἄνθρωπος, ἕνας ἀπὸ τὰ 7 δισεκατομμύρια τοῦ τωρινοῦ πληθυσμοῦ τῆς γῆς. Καὶ τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ κάθε ἄνθρωπος; Μήπως δὲν εἶναι ἕνα χορταράκι στὸ χωράφι, λουλουδάκι στὸ ἀπέραντο λιβάδι; Ὅπως τὸν παρομοίασε ὁ Ψαλμωδός: «Ἄνθρωπος, ὡσεὶ χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ• ὡσεὶ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, οὕτως ἐξανθήσει» (Ψαλ. ρβ΄ [102] 15). Ἀνθίζει τὸ λουλούδι, ἔπειτα πνέει ὁ καυστικὸς λίβας, καὶ τὸ λουλούδι μαραίνεται καὶ χάνεται. Ἔτσι χάνεται καὶ ὁ ἄνθρωπος. Γεννιέται, δρᾶ γιὰ λίγο στὸν κόσμο, καὶ κατόπιν «οὐκ ἐπιγνώσεται ἔτι τὸν τόπον αὐτοῦ». Σὲ λίγο τὸν ξεχνοῦν ὅλοι. Συμφωνεῖς;
– Ἔχεις δίκιο.
– Κλεῖσε λοιπὸν γιὰ λίγο τὰ μάτια σου. Μεῖνε ἔτσι ἕνα λεπτό. Μόνο ἕνα λεπτό. Μὲ τὴ σκέψη σου δὲς τὸν ἑαυτό σου 30, 50, 80 χρόνια μετά. Δὲν θὰ ὑπάρχεις πιά. Ποιὸς σὲ γνωρίζει; Ποιὸς σὲ θυμᾶται; Λίγοι μόνο, γιὰ λίγα μόνο χρόνια.
– Ἔτσι εἶναι...
– Δός μου ἕνα ἀκόμη λεπτὸ μὲ κλειστὰ τὰ μάτια σου. Δὲς τὴ ζωή σου... Μπροστά σου μιὰ νέα χρονιά. Πῶς θὰ τὴ ζήσεις; Σκέφτηκες ὅτι στὸ τέλος της μπορεῖ νὰ εἶσαι καὶ σὺ ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς ποὺ θὰ ἔχουν ἀναχωρήσει γιὰ πάντα;
Ἀναλογίσου! Αὐτὴ ἡ νέα χρονιὰ εἶναι ἡ εὐκαιρία σου, ἡ ζωή σου, τὸ μέλλον σου! Ὁ νομπελίστας ποιητὴς μᾶς τὸ εἶπε τόσο δυνατά: «Δεύτερη ζωὴ δὲν ἔχει...»! Μιὰ καὶ μόνη ζωὴ ἔχεις. Ἂν τὴ χάσεις, χάθηκες! Μὴν τὴ χάσεις. Νὰ τὴν κερδίσεις! Νὰ κερδίσεις τὰ πάντα, τὴν αἰωνιότητα...
Ἀκοῦς; Τίκ-τάκ, τίκ-τάκ, τίκ-τάκ... Τί εἶναι;
– Τί εἶναι! Δὲν εἶπες ὁ καλπασμὸς τοῦ ἀλόγου τοῦ θανάτου;
– Ὄχι! Τώρα εἶσαι ἐσύ! Καλπάζεις πρὸς τὴ Βασιλεία. Πηγαίνεις πρὸς τὸ πατρικό σου σπίτι, τὸ παλάτι τοῦ Πατέρα σου. Δὲν σοῦ δίνει αὐτὸ χαρά;
– Χαρά;
– Χαρά, βέβαια! Ἀφοῦ ξέρεις. Δὲν ξέρεις ὅτι σὲ περιμένει ἡ Βασιλεία τῆς ἄπειρης χαρᾶς, τῆς ἄπειρης δόξας, τῆς ἄπειρης εὐτυχίας;
– Ἀσφαλῶς τὸ ξέρω... Τὸ πιστεύω!
– Ζῆσε λοιπὸν σωστὰ τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς σου γιὰ νὰ τὴν κερδίσεις. Ζῆσε μὲ μετάνοια. Ἄλλαξε! Ἄφησε τὶς κακές σου συνήθειες. Γίνε ἅγιος!...
Ἀκοῦς;
– Ἀκούω: Τίκ-τάκ, τίκ-τάκ, τίκ-τάκ... Ὁ καλπασμὸς τοῦ ἀλόγου... Ἡ μέρα τῆς μεγάλης προσδοκίας πλησιάζει!
Πηγή: Ο Σωτήρ