Ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, προσεύχεται πάντοτε, προσεύχεται κι αὐτὴ τὴν ὥρα. Προσεύχεται ἔντονα. Στὴν ἁγία Γραφὴ ὑπάρχει προτροπὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς συνιστᾷ τὴν ἔντονη προσευχή· «Ἀγρυπνεῖτε», λέει, «ἐν παντὶ καιρῷ δεόμενοι ἵνα καταξιωθῆτε ἐκφυγεῖν πάντα τὰ μέλλοντα γίνεσθαι καὶ σταθῆναι ἔμπροσθεν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» (Λουκ. 21,36). «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε», λέει ἐπίσης ὁ Κύριος (Ματθ. 26,41). Καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος συμβουλεύει· «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσ. 5,17).
Προσεύχεται ἡ Ἐκκλησία μας διαρκῶς, ἀνὰ πᾶσαν ὥρα. Δὲν ὑπάρχει μόνο τὸ κοσμικὸ ὡρολόγιο, δὲν ὑπάρχει μόνο τὸ ὡράριο ἐργασίας τοῦ κόσμου· ὑπάρχει καὶ τὸ ὡράριο προσευχῆς στὸ Θεό, ἡ ὥρα τοῦ Θεοῦ.
Προσεύχεται ἡ Ἐκκλησία τὸ πρωὶ στὸν ὄρθρο, προσεύχεται τὸ μεσημέρι στὶς ὧρες, προσεύχεται τὸ ἀπόγευμα στὸν ἑσπερινό, προσεύχεται τὸ βράδι στὸ ἀπόδειπνο, προσεύχεται τὰ μεσάνυχτα στὸ μεσονυκτικό.
Προσεύχεται ὅλες τὶς ἡμέρες. Κάθε ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος εἶνε ἀφιερωμένη σὲ κάποια μνήμη. Ἡ Δευτέρα λόγου χάριν εἶνε ἀφιερωμένη στὴ μνήμη τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Ἡ Τρίτη στὴ μνήμη τοῦ τιμίου Προδρόμου. Ἡ Τετάρτη στὴν ἀνάμνησι τῆς προδοσίας. Ἡ Πέμπτη στὴ μνήμη τῶν ἁγίων ἀποστόλων. Ἡ Παρασκευὴ στὴν ἀνάμνησι τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ μας. Τὸ Σάββατο; Κάθε Σάββατο, ποὺ χτυπάει ἡ καμπάνα, ὁ ἱερεὺς προσεύχεται ὑπὲρ τῶν νεκρῶν· τὸ Σάββατο εἶνε ἡμέρα τῶν νεκρῶν. Καὶ τέλος ἡ Κυριακή, ἡ ἐπίσημος καὶ μεγαλοπρεπὴς ἡμέρα, εἶνε ἀφιερωμένη στὴν ἀνάστασι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἀνέστη ἐκ νεκρῶν καὶ ζῇ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Τὴν Κυριακὴ πρέπει νὰ τὴν τιμοῦμε ὅλοι. Καὶ ὅμως δὲν τὴν τιμοῦμε. Ἐὰν κρίνουμε ἀπὸ τὰ ἔργα μας, ἀπὸ τὴν αἰσχρὴ συμπεριφορὰ ποὺ δείχνουμε τὴν ἡμέρα αὐτή, δὲν ὑπάρχει Κυριακή. Ἦταν κάποτε ἡ Κυριακή. Τώρα θὰ ἔπρεπε νὰ μὴν τὴν ὀνομάζουμε Κυριακή, ἀλλὰ
…διαβολική! Γιατὶ στὸν διάβολο τὴν ἀφιερώνουν οἱ ἄνθρωποι. Τὰ μεγαλύτερα ἐγκλήματα, ὅπως βεβαιώνουν στατιστικὲς τῆς ἀστυνομίας καὶ τῶν δικαστηρίων, γίνονται τὴν ἡμέρα αὐτή. Ἔπαυσε στὸν αἰῶνα αὐτὸν νὰ τιμᾶται ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου.
* * *
Σήμερα ὅμως εἶνε Σάββατο, ἡμέρα τῶν νεκρῶν. Ἀλλὰ τὸ σημερινὸ Σάββατο διαφέρει ἀπὸ ὅλα τὰ Σάββατα τοῦ ἔτους. Γι᾿ αὐτὸ ὀνομάζεται Ψυχοσάββατο. Τί σημαίνει ψυχοσάββατο;
Ἡ Ἐκκλησία μας στρέφεται μὲ ἱερὴ συγκίνησι στοὺς τάφους καὶ θυμᾶται τοὺς νεκρούς. Ποιούς νεκρούς; Οἱ νεκροὶ εἶνε πολλοί. Οἱ νεκροί, ποὺ εἶνε θαμμένοι ἐδῶ στὰ κοιμητήρια εἶνε πιὸ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ζωντανοὺς ποὺ βρίσκονται στὴν πόλι. Ἔχουμε δύο πόλεις· ἡ μία ἀποτελεῖται ἀπὸ τοὺς ζῶντας, καὶ ἡ ἄλλη ἀπὸ τοὺς κεκοιμημένους. Ἡ μικρὴ πόλις ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τοὺς ζῶντας πόσοι εἴμαστε; Μερικὲς χιλιάδες; Εἴμαστε μειοψηφία. Ἡ μεγάλη πόλις, ἡ ἀπέραντη πόλις, εἶνε τὸ νεκροταφεῖο. Πάνω ἀπὸ ἕνα ἑκατομμύριο εἶνε θαμμένοι ἐκεῖ μέσα. Ἐμεῖς εἴμαστε ἡ μειοψηφία, αὐτοὶ εἶνε πλειοψηφία.
Αὐτοὺς λοιπὸν τοὺς νεκρούς, ποὺ καθένας κατὰ διαφορετικὸ τρόπο ἀπῆλθαν ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦτο, μνημονεύει σήμερα ἡ Ἐκκλησία. Ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς πέθαναν νήπια –καὶ αὐτὰ εἶνε τὰ μακάρια πνεύματα–, ἄλλοι πέθαναν γέροντες ἀσπρομάλληδες. Ἄλλοι πέθαναν μέσα στὸ σπίτι, καὶ ἄλλοι ἔξω στοὺς δρόμους ἢ στὰ βουνά. Ἄλλοι πέθαναν στὴν ξηρά, ἄλλοι στὴ θάλασσα. Ἄλλοι πέθαναν μὲ φυσικὸ θάνατο, ἄλλοι ἀπὸ διάφορα δυστυχήματα ἢ τοὺς ἔφαγαν τὰ θηρία τῆς ἐρήμου.
Ὅλους αὐτοὺς τοὺς θυμᾶται σήμερα ἡ Ἐκκλησία. Θυμᾶται ὅμως καὶ κάποιους ἄλλους. Ποιούς; Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσι, πρέπει ὁ πιστὸς Χριστιανός, ὅταν περάσουν τρεῖς μέρες ἀπὸ τὸ θάνατο, νὰ τελῇ μνημόσυνο, τὰ τριήμερα· ὅταν περάσουν ἐννέα ἡμέρες, τὰ ἐννιάμερα· ὅταν περάσουν σαράντα ἡμέρες, τὰ σαράντα κ.λπ.. Ἔχουν σημασία αὐτά. Δὲν εἶνε τώρα ἡ ὥρα νὰ σᾶς ἐξηγήσω, γιατί κάνουμε τότε μνημόσυνο, ἢ στὸ χρόνο, ἢ στὰ τρία χρόνια κ.λπ..
Τώρα δυστυχῶς πᾶνε κι αὐτά, λησμονήθηκαν. Τώρα λησμονοῦν καὶ τοὺς νεκρούς!
Ἂν πᾶτε στὴν Ἰαπωνία, θὰ δῆτε ὅτι τιμοῦν πολὺ τοὺς νεκρούς. Τὰ νεκροταφεῖα τους εἶνε περιβόλια, ἄλση ὡραιότατα. Καὶ ὅταν βαπτίζωνται ἢ ὅταν στεφανώνωνται, τὶς σπουδαιότερες δηλαδὴ στιγμὲς τῆς ζωῆς τους, οἱ Γιαπωνέζοι πηγαίνουν στὰ νεκροταφεῖα καὶ προσεύχονται στοὺς τάφους τῶν νεκρῶν.
Ἐμεῖς…· θὰ ἔλεγα μιὰ σκληρὴ λέξι, ἀλλὰ δὲν τὴν λέω. Κτηνώδης εἶνε ἡ κατάστασις. Γίναμε ἀγριώτεροι ἀπὸ ὅλους. Λησμονήσαμε τοὺς νεκρούς. Χορτάριασαν τὰ μνήματα. Ἀπαίσια εἶνε ἡ ὄψι τῶν νεκροταφείων μας –πλὴν ἐλαχίστων–, οὔτε ἕνα μπουκέτο λουλούδια δὲν τοὺς πᾶμε. Παίρνει τὸ παιδὶ ἢ τὸ ἐγγόνι τὴν περιουσία ἐκείνων, ποὺ κοπίασαν γιὰ νὰ ζῇ αὐτὸς τώρα εὐτυχής, καὶ δὲν τοὺς ἀνάβει ἕνα κερί. Ὑπάρχουν πολλοὶ κεκοιμημένοι ποὺ τοὺς ἔχουν λησμονήσει οἱ πάντες.
Ἀλλ᾿ ἐδῶ εἶνε τὸ μεγαλεῖο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν ὅλος ὁ κόσμος τοὺς λησμονῇ, δὲν τοὺς λησμονεῖ ὅμως ἡ μάνα· ναί, ἡ μάνα. Ποιά εἶνε ἡ μάνα, εἰδικῶς σ᾿ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες; Ἐὰν γιὰ ἄλλους λαοὺς τῶν Βαλκανίων, τοὺς Σέρβους καὶ τοὺς Ῥουμάνους καὶ τοὺς Βουλγάρους καὶ τοὺς Ῥώσους ποὺ εἶνε κι αὐτοὶ ὀρθόδοξοι, ἐὰν γι᾿ αὐτοὺς ἡ Ἐκκλησία εἶνε μιὰ φορὰ μάνα, γιὰ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες εἶνε χίλιες φορὲς μάνα, ἡ «γλυκειὰ μάνα» μας, ὅπως ἔλεγε ὁ Κρυστάλλης.
Αὐτὴ ἡ μάνα λοιπὸν δὲν λησμονεῖ τὰ παιδιά της. Ἂν σὲ λησμονήσῃ ὁ ἄντρας, σὲ λησμονήσῃ ἡ γυναίκα, σὲ λησμονήσῃ τὸ παιδί σου, ἡ Ἐκκλησία δὲν σὲ λησμονεῖ. Τέτοια ἁγία ἡμέρα ἀναπέμπει δέησι ὑπὲρ ὅλων τῶν νεκρῶν, καὶ ἰδίως τῶν νεκρῶν ἐκείνων τοὺς ὁποίους λησμόνησαν οἱ συγγενεῖς τους καὶ δὲν τελοῦν μνημόσυνα γι᾽ αὐτούς. Ὑπὲρ ὅλων αὐτῶν τελεῖ σήμερα τὸ μνημόσυνο.
* * *
Ἀλλὰ κ᾿ ἐμεῖς οἱ ζῶντες ἂς προετοιμαζώμαστε γιὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου. Μὴ φανοῦμε ἀμελέστεροι ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες προγόνους μας. Γιατὶ ὑπῆρχαν πρὸ Χριστοῦ Χριστιανοί, ὅπως ὑπάρχουν καὶ μετὰ Χριστὸν εἰδωλολάτρες.
Πρὸ Χριστοῦ Χριστιανοί; Περίεργο πρᾶγμα! Μάλιστα. Πρὸ Χριστοῦ Χριστιανὸς ἦταν λ.χ. ὁ Φίλιππος ὁ Μακεδών, ὁ ἔνδοξος βασιλεύς, ὁ πατέρας τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Δὲν ἦταν Χριστιανὸς βαπτισμένος, ἀλλ᾿ ὅμως τί ἔκανε; Εἶχε ὁρίσει ἕνα στρατιώτη του πρωὶ πρωὶ νὰ παρουσιάζεται ἐνώπιόν του καὶ νὰ τοῦ δίνῃ ἀναφορά, πρὶν ἀπὸ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, καὶ νὰ τοῦ λέῃ· «Φίλιππε, μέμνησο ὅτι θνητὸς εἶ»· Φίλιππε, θυμήσου ὅτι θὰ πεθάνῃς.
Τώρα ἐμεῖς σβήσαμε ἀκόμα καὶ τὶς ταμπέλλες τῶν καταστημάτων ποὺ κατασκευάζουν φέρετρα, γιὰ νὰ μὴ μᾶς ἐνοχλῇ ὁ θάνατος. Καὶ τὶς κηδεῖες τὶς ὠνομάσαμε τελετές· «γραφεῖα τελετῶν» γράφουν, ὄχι «γραφεῖα κηδειῶν». Καὶ ὅμως ὁ θάνατος ἔρχεται. Ἔρχεται ὡς ἀστραπὴ καὶ κεραυνός, ὡς τρομακτικὴ βροντὴ καὶ αἰφνίδιος σεισμός.
«Ὅρος φιλοσοφίας», ἔλεγε ὁ Ἀριστοτέλης, ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας, εἶνε ἡ «μνήμη θανάτου»· γιὰ νὰ ἐμβαθύνῃ δηλαδὴ κανεὶς στὴ σοφία, πρέπει νὰ θυμᾶται τὸ θάνατο. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ἐπαναφέρει σὲ τάξι τὸν ἄνθρωπο καὶ δημιουργεῖ μέσα του κατάνυξι καὶ σωτηρία.
* * *
Τὴ μνήμη λοιπὸν τοῦ θανάτου ὑπενθυμίζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔρχονται γιὰ τὸ Ψυχοσάββατο στὴν ἐκκλησία.
Ὦ Ψυχοσάββατο στὴ Ῥούμελη, στὸ Μοριά, στὴ Μακεδονία, στὰ νησιὰ τὰ εὐλογημένα, σὲ κάθε γωνία τῆς Ἑλληνικῆς γῆς! Ὅλοι τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἔτρεχαν μὲ τὰ κόλλυβα ἀπὸ νωρὶς στὴν ἐκκλησία.
Τελειώνοντας εὔχομαι σὲ ὅλους· Ν᾿ ἀναπαύσῃ ὁ Θεὸς «ἐν σκηναῖς δικαίων» ὅλους τοὺς νεκρούς, κ᾿ ἐμᾶς νὰ μᾶς ἀξιώσῃ νὰ ἔχουμε τέλος χριστιανικό, σύμφωνα μὲ τὴν ὡραία αἴτησι τῆς Ἐκκλησίας μας «Χριστιανὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικὰ καὶ καλὴν ἀπολογίαν τὴν ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ»· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: Ακτίνες