Τι είναι ανάθεμα;
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι ανάθεμα λέγεται εκείνο, που χωρίζεται από τον Θεό και την Εκκλησία των Χριστιανών, και αφιερώνεται στον διάβολο. Κανένας δεν τόλμα να συναναστραφεί και να συγκοινωνήσει με εκείνον τον άνθρωπο, που έχει χωρισθεί από τον Θεό και την Εκκλησία και έχει γίνει ανάθεμα στον διάβολο, αλλά όλοι οι πιστοί χωρίζονται απ’αυτόν. 1
Προς στήριξη της παραπάνω θέσεως φέρνει ο άγιος Νικόδημος την μαρτυρία του θείου Χρυσοστόμου 2, ο οποίος αναφερόμενος στο ανάθεμα, λέγει: «Τι άλλο θέλει να ειπή το ανάθεμα οπού λέγεις, άνθρωπε, πάρεξ, ας αφιερωθή ούτος εις τον διάβολον και πλέον ας μην έχη χώραν σωτηρίας, ας γένη αποξενωμένος από τον Χριστόν». Το ανάθεμα παντελώς χωρίζει και αποκόπτει τον άνθρωπο από τον Χριστό. Ερμηνεύοντας, επίσης, ο ιερός Χρυσόστομος το 23ο κεφάλαιο των Πράξεων 3 και συγκεκριμένα το χωρίο, όπου λέγεται ότι ανεθεμάτισαν τον εαυτό τους οι τεσσαράκοντα εκείνοι Ιουδαίοι, εάν δεν θανατώσουν τον Απ. Παύλο, σημειώνει τα εξής: «Τι εστιν ανεθεμάτισαν, αντί του έξω είναι της εις Θεόν πίστεως είπον, ειμή το δόξαν κατά Παύλου ποιήσαιεν».
Προς επικύρωση των θέσεών του ο άγιος Νικόδημος επικουρείται και από τον Άγιο Ταράσιο Πατριάρχη Κων/λεως, ο οποίος στον απολογητικό της Ζ΄ αγίας και Οικουμενικής Συνόδου αναφέρει: «Δεινόν είναι το ανάθεμα, επειδή μακράν του Θεού ποιεί τον άνθρωπον και από την βασιλείαν των ουρανών εκδιώκει και πέμπει αυτόν εις το σκότος το εξώτερον» 4.
Ο Απόστολος Παύλος λέγει: «ει τις ου φιλεί τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, είτω ανάθεμα» 5. Όλοι όσοι πολιτεύονται έξω από την αποστολική διδασκαλία και παράδοση του θείου Παύλου, δεν αγαπούν εν αληθεία τον Κύριο. Και όλοι όσοι δεν αγαπούν εν αληθεία τον Κύριο αυτοί είναι ανάθεμα, δηλαδή χωρισμένοι από τον Κύριο. Και ο Θεοδώρητος λέει: «Ας είναι χωρισμένος από το κοινόν σώμα της Εκκλησίας, όποιος χριστιανός δεν έχει θερμήν αγάπην εις τον δεσπότην Χριστόν» 6.
Ο όρος «ανάθεμα» αναφέρεται από τον Απόστολο Παύλο και στην προς Γαλάτας επιστολή εναντίον εκείνων, που ευαγγελίζονται έξω από τα παραδεδομένα: «αλλά και αν ημείς η άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζεται υμίν παρ’ό ευαγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω»7.
Όπως ευστόχως επισημαίνει ο αγωνιστής και ομολογητής Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.κ. Σεραφείμ, «τα αναθέματα εν τη Εκκλησία δεν αποτελούν εκφράσεις οργής η κατάρας η ύβρεως, αλλά πανηγυρικάς διακηρύξεις, ότι οι συγκεκριμένοι δεν ανήκουν στο σώμα της Εκκλησίας και ο λαός του Θεού καλείται να επιτείνει την προσοχή του εις αυτό και να μην συμφύρεται μετά των αναθεματιζομένων, δια να μην απολέση την υγιαίνουσα διδασκαλία, άνευ της οποίας δεν υφίσταται σωτηρία. Επομένως, τα αναθέματα αποτελούν ειδικότερα στην σημερινή εποχή της ομογενοποιήσεως και του συγκρητισμού, έξοχο αμυντικό μηχανισμό και παιδαγωγικό τρόπο δια την διασφάλιση της Ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας και αληθείας…» 8. Σύμφωνα δε με τον ομότιμο καθηγητή της Πατρολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ αιδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση, τα αναθέματα αποτελούν ποιμαντικό μέτρο αγάπης 9. Οι άγιοι Πατέρες, όταν στις Συνόδους αναθεμάτιζαν τους αιρετικούς, δεν το έκαμαν από μίσος προς αυτούς, αλλά με πόνο ψυχής απέκοπταν αυτούς «ως ανιάτως νοσήσαντας», από το Σώμα της Εκκλησίας, όπως ακριβώς ο χειρουργός αποκόπτει το σεσηπώς και νεκρό μέλος του σώματος, για να μην μεταδοθεί η σήψις και στο υπόλοιπον σώμα.
Ανάθεμα, λοιπόν, έχουμε κυρίως, όταν υπάρχει αίρεση. Μερικοί, όμως, νομίζουν ότι τα αναθέματα είναι κάποιες απλές κουβέντες. Δεν είναι έτσι. Ο αναθεματισμός είναι ο αποχωρισμός, η αποκοπή με δυσμενείς εκφράσεις από το κοινό Σώμα της Εκκλησίας. Γιατί, η αίρεση είναι η διάσπαση αυτής της θεανθρωπίνης κοινωνίας μέσα στο κοινό Σώμα της Εκκλησίας και γι’αυτόν ακριβώς τον λόγο καταδικάζεται και αναθεματίζεται από τις Οικουμενικές Συνόδους.
Πολλές φορές, όταν λέγονται αυτά τα πράγματα, αλλά και όταν διαβάζονται – αν διαβάζονται – τα αναθέματα την Κυριακή της Ορθοδοξίας, οι πιο αυθόρμητοι σοκάρονται και λένε : «Ε, τώρα, που ζούμε; Στον Μεσαίωνα; Μιλάμε για αναθεματισμούς και αφορισμούς; Αυτά δεν είναι πράγματα, που αρμόζουν στην Εκκλησία». Αυτή η νοοτροπία έχει επηρεάσει πολλούς. Νομίζουν δηλ. ότι η Εκκλησία είναι συνεχώς μόνο σιρόπια, λουκούμια και γλυκίσματα. Αυτοί, όμως, οι άνθρωποι είναι άγευστοι. Δεν έχουν καταλάβει τι είναι Ορθοδοξία. Δεν έχουν καταλάβει ότι αυτό το Σώμα είναι αγαπητικό. Αν δεν υπάρχει αυτή η αγάπη του Θεού, η οποία «εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών» 10 , τότε η έλλειψη αγάπης σημαίνει την αποστασιοποίηση. Γιατί, όταν κάποιος αγαπά πολύ κάτι, έρχεται σε αγαπητική σχέση μ’αυτό. Όταν, όμως, αποστασιοποιείται, όχι μόνο περιστασιακώς, αλλά και θεσμικώς, τότε η Εκκλησία του βεβαιώνει, μ’ένα θεσμικό τρόπο, αυτό, που έχει πάθει. Η Εκκλησία, όταν λέει σε κάποιον «ανάθεμα», ουσιαστικά του πιστοποιεί, του δίνει την ληξιαρχική πράξη, την πιστοποίηση αυτού του γεγονότος, που έχει υποστεί. Αυτό, όμως, σήμερα δεν γίνεται κατανοητό, ακόμη και από τα υψηλά κλιμάκια. Και δεν γίνεται κατανοητό, επειδή δεν βιώνεται. Δεν βιώνεται, επειδή δεν υπάρχει η προϋπόθεση της καθαρότητος, την οποία οι πολλοί υστερούνται. Η Εκκλησία είναι μια ζωντανή πραγματικότητα. Όταν ο πιστός έχει καθαρότητα, τότε έχει σχέση με την Εκκλησία, νιώθει την αγάπη του Θεού και την εκφράζει. Εξ αιτίας αυτής της ελλείψεως βιωματικής εμπειρίας φθάνουμε στο σημείο να λέγεται ότι «τα αναθέματα και οι αφορισμοί δεν ισχύουν σήμερα. Θα τ’αλλάξουμε. Ζούμε σε άλλη εποχή». Ο άνθρωπος, όμως, παραμένει πάντα ο ίδιος και αλλοίμονο αν δεν ήταν έτσι. Ο Χριστός μία φορά εκπλήρωσε το μέγα της ευσεβείας μυστήριον για όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών. «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» 11 .
Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι, όταν παραβιάζεται η αγαπητική σχέση, τότε υπάρχει ο αφορισμός, με τον οποίο η Εκκλησία επικυρώνει την προϋπάρχουσα κατάσταση.
Ολ’ αυτά, τα οποία σήμερα ηχούν φονταμενταλιστικά, για τους πιστούς μέσα στην Εκκλησία είναι σημεία, τα οποία συμπυκνώνουν την αγάπη. Είναι τέτοια, ώστε να οριοθετούν και να σημειώνουν ότι η αγαπητική σχέση μέσα στα πλαίσια της Εκκλησίας δεν είναι κάτι το δευτερεύον η το τριτεύον, αλλά είναι το ουσιώδες συστατικό της. Αυτά τα πράγματα τα εξέφρασε η Εκκλησία με τον ίδιο δυναμισμό, όταν θέλησε να εκφράσσει την ακοινωνησία, με την οποία δίνει την ληξιαρχική πράξη ότι κάποιος έχει πεθάνει από πλευράς αγαπητικής. Αυτό το Σώμα, μέσα στο οποίο ανήκουμε και θεολογούμε είναι μυστηριακό μεν, αγαπητικό δε. Αν δεν υπάρχει αυτή η αγαπητική σχέση και αυτός ο αγαπητικός πόθος, που να εκφράζεται και στην πράξη, τότε διαψεύδεται.
Το Συνοδικό της Ορθοδοξίας
Σκοπός της καθιερώσεως της εορτής της Κυριακής της Ορθοδοξίας από τους τότε ομολογητές επισκόπους και μοναχούς, όπως μας λέει το Συναξάρι της εορτής 12, ήταν το να ανακηρυχθούν ονομαστικά και να επαινεθούν οι ευσεβείς και ορθόδοξοι, ενώ αντιθέτως οι ασεβείς και κακόδοξοι να κατακριθούν και να αναθεματιστούν ονομαστικά, όχι βεβαίως από κακία, εμπάθεια και μίσος εναντίον των αιρετικών, αλλά από παιδαγωγική και ποιμαντική φροντίδα και αγάπη, ώστε οι μεν αιρετικοί ελεγχόμενοι να μετανοήσουν και να αποκηρύξουν την πλάνη, να προφυλαχθούν δε κυρίως οι υπόλοιποι πιστοί από το να ακολουθήσουν την πλάνη. Οι Πατέρες και οι Άγιοι είχαν πραγματική και ειλικρινή αγάπη, και όχι την ψευτοειρήνη και την ψευτοαγάπη των σημερινών υποκριτών, που ενοχλούνται από τα αναθέματα και παρουσιάζονται έτσι καλύτεροι των Αγίων Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων, οι οποίοι από αγάπη ελέγχουν και παιδαγωγούν 13.
Το Συνοδικό της Ορθοδοξίας γράφτηκε για πρώτη φορά το 843 από τους αγίους πατέρες της Ζ΄ αγίας και Οικουμενικής Συνόδου μετά το τέλος της δευτέρας φάσεως της εικονομαχίας και περιελάμβανε αναθέματα για όλους τους αιρετικούς από τον Άρειο μέχρι και τους εικονομάχους. Από τον 9ο αιώ. και μετά έκαναν την εμφάνισή τους κι άλλες αιρέσεις, ιδίως η αιρετική παρασυναγωγή του Παπισμού, οπότε η Εκκλησία απεφάσισε τον 14ο αιώ. να εμπλουτίσει το Συνοδικό της Ορθοδοξίας με νέα αναθέματα, οπότε προστέθηκαν τα «Κεφάλαια κατά Βαρλαάμ και Ακινδύνου», με τα οποία αναθεματίζεται, στα πρόσωπα του Βαρλαάμ Καλαβρού και του Γρηγορίου Ακινδύνου, η αίρεση του Παπισμού. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι το Συνοδικό της Όρθοδοξίας είναι αναπροσαρμοζόμενο και ότι η προσθήκη καινούργιων αναθεμάτων ήταν και είναι συνήθης τακτική της Εκκλησίας. Επομένως, δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους αγίους Πατέρες ότι δήθεν είναι πάνω από την Εκκλησία, δεν κάνουν υπακοή, διότι προσέθεσαν νέα αναθέματα.
Αυτή, λοιπόν, η συνήθης εκκλησιαστική τακτική προτείνεται να ακολουθείται, όταν την Κυριακή της Ορθοδοξίας συνίσταται να εκφωνούνται όχι μόνο τα παλαιά αναθέματα, αλλά προαιρετικώς και τα νέα αναθέματα εναντίον του Σιωνισμού, του Μουσουλμανισμού, του Ιουδαϊσμού, του Προτεσταντισμού, του Αγγλικανισμού, του Λουθηροκαλβινισμού, του Παπισμού, του αιρεσιάρχου Πάπα Ρώμης, του Νεοβαρλααμισμού, του Ιεχωβισμού, του Χιλιασμού, του Πεντηκοστιανισμού, της μεταπατερικής, νεοπατερικής, και συναφειακής αιρέσεως και του διαχριστιανικού και διαθρησκειακού Οικουμενισμού, όπως πολύ σοφά, άριστα και θεόπνευστα έπραξε πέρισυ την Κυριακή της Ορθοδοξίας 2012 ο αγωνιστής και ομολογητής Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.κ. Σεραφείμ. Η μήπως αγνοείται το γεγονός ότι όλες οι παραπάνω αιρέσεις είναι κατεγνωσμένες από συνόδους και από αγίους Πατέρες 14; Εξάλλου και το ίδιο το Συνοδικό της Ορθοδοξίας αναφέρει σε κάποιο σημείο˙«όλοις τοις αιρετικοίς ανάθεμα!» 15 , ανάθεμα σε όλους τους αιρετικούς, και στους παλαιούς και τους νέους, τους συγχρόνους, σ΄αυτούς που υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν μέχρι συντελείας αιώνων. Η ανωτέρω τακτική δεν αποτελεί ούτε πρωτοτυπία, ούτε καινοτομία, ούτε πρόταξη του εγώ υπεράνω Συνόδων και Εκκλησίας, αλλά απλώς ταπεινή ακολουθία της συνήθους εκκλησιαστικής τακτικής, και τήρηση της τάξεως του λειτουργικού βιβλίου του Τριωδίου, η οποία και βεβαίως ισχύει μέχρι και της σήμερον. Ο ποιμαντικός σκοπός και στόχος της εκφωνήσεως των αναθεμάτων είναι διφυής, διττός : Από τη μια η μετάνοια των αναθεματισμένων, και από την άλλη η προφύλαξη του ποιμνίου του από τις αιρέσεις, παλαιές και νέες, οι οποίες στερρούν την σωτηρία από τους ανθρώπους. Έτσι, δεν πρέπει να σπεύσουν να εκτοξεύσουν μομφές και κατηγορίες οι σχεδόν αμετανόητοι Οικουμενιστές, που, με την Χάριν του Θεού και κατά το ανθρώπινο δυνατό, επιδεικνύεται επαγρύπνηση και ανύστακτο ενδιαφέρον για το ποίμνιο και δεν αφήνονται οι λύκοι να καταφάνε και να κατασπαράξουν τα πρόβατα.
Αντιθέτως, οι σχεδόν αμετανόητοι Οικουμενιστές πρέπει να κατηγορούνται, επειδή αφήνουν τα πρόβατα να γίνονται βορά στα στόματα των λύκων των βαρέων 16, των ποικίλων αιρετικών, και αυτοί κουβαλούν στους ωμούς τους από πέρισυ το ανάθεμα για τον διαχριστιανικό και διαθρησκειακό Οικουμενισμό. Τα δικά τους αναθέματα είναι άκυρα, διότι δεν συμφωνούν με τον Θεό. Η ποιμαντική και παιδαγωγική ορθότητα των μέτρων της Εκκλησίας φαίνεται και εκ του ότι οι Οικουμενιστές δεν αντέχουν την δύναμη των αναθεμάτων, δεν αντέχουν, ελεγχόμενοι, την αντιαιρετική και επικριτική διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, δεν αντέχουν καν την έννοια της αιρέσεως. Γι’αυτό και κατήργησαν την ανάγνωση των αναθεμάτων συνοδικώς από το 2005, γιατί νιώθουν πως αυτοαναθεματίζονται. Γι’αυτό παραμερίζουν με την μεταπατερική, νεοπατερική και συναφειακή αίρεση τους Αγίους Πατέρες, που καταγγέλλουν ονομαστικά και αποκαλύπτουν τους αιρετικούς. Γι’αυτό και κατήργησαν την έννοια της αιρέσεως, δεχόμενοι ως «ισότιμες, ισάξιες και αδελφές εκκλησίες» τις σύγχρονες μεγάλες αιρετικές παρασυναγωγές του Παπισμού και του Προτεσταντισμού, αλλά και την παλαιά, αρχαία αίρεση του Μονοφυσιτισμού 17.
Η άρση των αναθεμάτων
Από πλευράς των σχεδόν αμετανοήτων Οικουμενιστών γίνεται πολύς λόγος για την άρση των αναθεμάτων «δια συνοδικής αποφάσεως εν έτει 1965» στα Ιεροσόλυμα από τον Οικουμενικό Πατριάρχη κυρό Αθηναγόρα και τον Πάπα Παύλο τον Στ΄. Παραβλέπουν, όμως, το γεγονός ότι τα αναθέματα ήρθησαν με συνοδική απόφαση τοπικής συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου και όχι από Πανορθόδοξη Σύνοδο, δηλ. τα αναθέματα ήρθησαν μονομερώς, διότι η άρσις αυτή δεν ήταν έκφραση βουλήσεως όλων των Πατριαρχείων και των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Πολύ περισσότερο δεν ήταν έκφραση βουλήσεως των Ιεραρχιών των κατά τόπους Συνόδων των Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, όπως βέβαια θα έπρεπε για ένα τόσο μεγάλο γεγονός. Αλλά, και αυτή ακόμη η βούληση των Ιεραρχιών των κατά τόπους Συνόδων δεν είναι αυθαίρετη. Θα έπρεπε οι Ιεραρχίες των Εκκλησιών, πριν πάρουν μια τέτοια απόφαση, να εξετάσουν, εάν ήρθησαν τα αίτια, που οδήγησαν στην επί εννέα αιώνες, από τον 11ο μέχρι τον 20ο, επιβολή των αναθεμάτων. Διότι τα αναθέματα τότε μόνο αίρονται, όταν αίρονται τα αίτια , δηλαδή όταν οι αιρετικοί αποκηρύξουν τις αιρετικές τους διδασκαλίες και επανέλθουν στην Ορθόδοξο πίστη. Ποιος εξουσιοδότησε τον Οικουμενικό Πατριάρχη κυρό Αθηναγόρα να άρει τα αναθέματα το 1965 στα Ιεροσόλυμα; Ποια πανορθόδοξη σύνοδος αποφάσισε την άρση των αναθεμάτων; Βεβαίως καμμία. Επομένως, τα αναθέματα ήρθησαν αντικανονικώς 18. Και είναι απορίας, αλλά και δακρύων άξιον πως οι σχεδόν αμετανόητοι Οικουμενιστές επικαλούνται την άρση των αναθεμάτων, για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα.
[1] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 396-398.
[2] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Λόγος «Ὅτι δέν πρέπει νά ἀναθεματίζη τινάς κανένα ζωντανόν ἡ ἀποθανόντα», τ. 5.
[3] Τοῦ ἰδίου, τ. 4, σ. 880.3.
[4] Β΄ Τόμος Συνοδικῶν, σ. 724.
[5] Α΄ Κορ. 16, 22.
[6] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τ. Α΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1989,
σ. 697.
[7] Γαλ. 1, 8. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τ. Β΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1990, σσ. 248-249.
[8] http://www.impantokratoros.gr/64EFF01C.el.aspx
[9] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Στον Πειραιά γιορτάσθηκε αυθεντικά η Κυριακή της Ορθοδοξίας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ιανουάριος-Μάρτιος
2012) 3-6.
[10] Ρωμ. 5, 5.
[11] Εβρ. 13, 8.
[12] Τριώδιον, εκδ. «Φως Χ.Ε.Ε.Ν.», Αθήνα 2010, σ. 618.
[13] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Στον Πειραιά γιορτάσθηκε αυθεντικά η Κυριακή της Ορθοδοξίας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ιανουάριος-
Μάρτιος 2012) 3-4.
[14] ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΗΜΑΤΗΣ, «Είναι αἵρεση ὁ Παπισμός; Τι λένε Οἰκουμενικές Σύνοδοι και Πατέρες», Θεοδρομία Θ2 (Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2007) 233-
284.
[15] Τριώδιον, εκδ. «Φως Χ.Ε.Ε.Ν.», Αθήνα 2010, σ. 628.
[16] Πράξ. 20, 29.
[17] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Στον Πειραιά γιορτάσθηκε αυθεντικά η Κυριακή της Ορθοδοξίας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ιανουάριος-
Μάρτιος 2012) 5.
[18]ΑΡΧΙΜ. ΙΩΑΣΑΦ ΜΑΚΡΗΣ, «Ἱστορική ἀναδρομή τῆς προσεγγίσεως Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν κατά τόν 20ό αἰώνα», Ἐν Συνειδήσει˙ Οἰκουμενισμός˙ ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ι. Μ. Μεγ. Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σσ. 55-64.