Ἡ ὅλη περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα θεολογικοῦ καί μάλιστα δογματικοῦ σχετικισμοῦ πού ἔχει ἀναπτυχθεῖ τά τελευταῖα χρόνια ἐντός καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἦταν σχεδόν ἀναμενόμενο ὅτι θά ἔφθανε τελικῶς καί στό θέμα τοῦ Ἡσυχασμοῦ τῶν ἁγίων νηπτικῶν Πατέρων. Ἡ πρόσληψη τῆς αἱρετικῆς «μετα-πατερικότητος», σέ συνδυασμό μέ τή συστηματική παραθεώρηση τῆς ἀξίας τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας τῆς β΄ μετά Χριστόν χιλιετίας - ὥστε νά διευκολυνθεῖ μιά τεχνητή καί παραπειστική προσέγγιση μέ τήν ἀμετανοήτως αἱρετική Ρώμη - ἔχουν προφανῶς συμβάλει ἀποφασιστικῶς στήν ἐξέλιξη αὐτή στό γενικότερο πλαίσιο τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἀποτελεῖ πραγματική ἔκπληξη, ὄχι εὐχάριστη, μία πρόσφατη ἐπιστολή Κληρικοῦ τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στό Περιοδικό «Ἐφημέριος», ἡ ὁποία ἐτέθη ὑπ΄ ὄψιν μας, στήν ὁποία ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης ἀπορρίπτει τήν μέσῳ τῆς ἀκτίστου χάριτος καί ὑποστηρίζει τήν διά κτιστῶν μέσων θέωση τοῦ ἀνθρώπου, καθώς καί τήν κτιστότητα τοῦ Θαβωρίου Φωτός τῆς Μεταμορφώσεως!
Πρίν σχολιάσουμε τήν δομή τῶν σχετικῶν θεολογικῶν ἰσχυρισμῶν, δέν μποροῦμε νά μή ἐκφράσουμε εὔλογο παράπονο γιά τήν κατά τά τελευταῖα ἔτη ἀπάλειψη ἀπό τό Λειτουργικό Τυπικό τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ θαυμάσιο μέσο ἐπιβεβαιώσεως τῆς θεολογικῆς συνεχείας τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, διακηρύξεως τῆς αὐτοσυνειδησίας Της, ἀλλά καί θεολογικῆς παιδείας τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος Της. Ἡ Ἐκκλησία, κατά τήν ἱστορική διαπίστωση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων δέν ἀδιαφορεῖ γιά τούς παραβάτες τῆς Πίστεως, «ἡ Καθολική Ἐκκλησία οὐ παρορᾷ τούς εἰς αὐτήν πλημμελοῦντας»[1] · σκοπός Της εἶναι νά διασφαλιστεῖ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τῆς ἀλλοιώσεως τῆς σωτηριώδους Πίστεως καί τῆς ὑπερφιάλου ἀντιθέσεως τῶν αἱρεσιαρχῶν πρός τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι σημεῖο ἐσχάτης ἀλαζονείας. Αὐτό τόν σκοπό ἐξυπηρετεῖ καί ἡ ὑπενθύμιση καί ἐπανάληψη τῶν ἐπευφημιῶν καί τῶν ἀναθεματισμῶν τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας! Ἐλπίζουμε ὅτι, παρά τήν ἐπικίνδυνη γενική ἀδιαφορία τῶν τελευταίων ἐτῶν ἔναντι τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ, ἡ τοποθέτηση τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτου ἀποτελεῖ μεμονωμένο γεγονός, καθώς ταυτίζεται μέ μέρος τῆς διδασκαλίας τῶν αἱρεσιαρχῶν Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ, Γρηγορίου Ἀκινδύνου καί Νικηφόρου Γρηγορᾶ, τούς ὁποίους κατεδίκασαν οἱ Ἡσυχαστικές Σύνοδοι τῶν ἐτῶν 1341, 1347 καί 1351 (ἡ τελευταία ὀρθῶς θεωρούμενη ὡς ἡ Ἐνάτη Οἰκουμενική[2] ) καί, βεβαίως, ταυτίζεται μέ τήν σχετική διδασκαλία τοῦ παπισμοῦ. Εἶναι ακόμη περισσότερο λυπηρό ὅτι ἀκαδημαϊκός Καθηγητής φέρεται νά ἔχει συναινέσει στίς θεολογικές αὐτές θέσεις τοῦ ὀρθοδόξου αὐτοῦ Κληρικοῦ.
1. Ἡ ἐπιστολή περί τῆς μεθέξεως τῆς ἀκτίστου χάριτος
Σύμφωνα μέ τήν ἐν λόγῳ ἐπιστολή πρός τό Περιοδικό Ἐφημέριος[3] : (α) ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δέν θεολόγησε κατ΄ ἀκρίβειαν, ἀλλά κατ΄οἰκονομίαν· (β) ἡ παραδοχή τῆς διδασκαλίας του δέν εἶναι ἀπαραίτητη ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου καί τό ὅλο θέμα περί ἀκτίστου χάριτος δέν ἔχει λήξει· (γ) ἐναντίον τῆς θεολογίας τοῦ Παλαμᾶ στρέφονται καί Ρῶσοι, ἀλλά καί Δυτικοί θεολόγοι· (δ) τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας ἔγκειται στήν κατάβαση τοῦ Θεοῦ στόν ἀνθρώπινο χῶρο, καί στή δημιουργία (κτίση) τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως («ἀνθρωπότητος») τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ὁ Θεός ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Χριστοῦ νά ἐπικοινωνήσει μέ τούς ἀνθρώπους καί νά τούς διδάξει· (ε) λόγῳ τῆς ὀντολογικῆς διαφορᾶς Θεοῦ (ἀκτίστου, ἀδημιουργήτου) καί ἀνθρώπων (κτιστῶν, δημιουργημένων) εἶναι ἀδύνατον νά συμμετάσχει ὁ ἄνθρωπος σέ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, γι΄ αὐτό (ἀντίθετα ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Παλαμᾶ) ὁ ἄνθρωπος θεώνεται συμμετέχοντας σέ κτιστά ἀποτελέσματα τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν· (στ) ὁ ἄνθρωπος στερεῖται ὀργάνου ἱκανοῦ νά μετέχει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Τέλος (ζ) ἡ θέση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι ὁ Θεός κατοικεῖ σέ ἀπρόσιτο φῶς, τόν Ὁποῖον κανείς ἄνθρωπος δέν εἶδε οὔτε εἶναι δύνατον νά Τόν δεῖ, (ὁ Ὁποῖος εἶναι «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὅν εἶδεν οὐδείς ἀνθρώπων οὐδέ ἰδεῖν δύναται»[4])μᾶς ὑποχρεώνει νά δεχθοῦμε ὅτι τό Θαβώριο φῶς εἶναι κτιστό.
Μέ τίς ἐν λόγῳ τοποθετήσεις του ὁ Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτης ταυτίζεται ἀπολύτως μέ τίς θέσεις τῶν παπικῶν, μόνον πού ἀποφεύγει νά προσδιορίσει ἄν παραδέχεται ὀρθοδόξως ἤ ἀπορρίπτει παπικῶς τήν ὕπαρξη ἀκτίστων ἐνεργειῶν στόν Θεό (διακεκριμένων, ἀλλ’ ὄχι χωριζομένων τῆς οὐσίας), ἀσχέτως πρός τήν ἐδῶ συζητουμένη ἀνθρώπινη μέθεξή τους («Εἶναι καί ἄλλα ἀλλά δέν θέλω νά μακρηγορήσω» , γράφει). Οἱ παπικοί διακρίνουν τήν ἐν τῷ Θεῷ ἄκτιστη φύση καί ἐνέργεια (ταυτιζόμενες μεταξύ τους) ἀπό τήν κτιστή, δῆθεν – κατ΄ αὐτούς θέωση – τοῦ ἀνθρώπου· γράφουν σχετικῶς, διερμηνεύοντας τήν σωτηριολογία τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτου· «Ἀναβλύζει μέσα σέ αὐτόν [στόν ἄνθρωπο] μία ζωή, πού γι΄ αὐτόν εἶναι πλήρως ὑπερφυσική καί μόνο γιά τόν Θεό εἶναι φυσική. Βεβαίως ὑφίσταται μία μεγάλη διαφορά μεταξύ τῆς θεϊκῆς ζωῆς ἐν τῷ ἰδίῳ τῷ Θεῷ, καί αὐτῆς ἐντός τῆς ψυχῆς πού ἔχει χαριτωθεῖ. Αὐτό πού στόν Θεό εἶναι τῆς οὐσίας, τό ἀποκτᾷ ἡ ψυχή μόνο κατά συμβεβηκός· ἡ θεία φύση εἶναι μεθεκτή ἀπό αὐτήν [τήν ψυχή] ὡς κτιστή ἐξομοίωση καί μετοχή, καί γι΄ αὐτό δέν μπορεῖ τυπικῶς μέ τρόπο ἄπειρο νά καταστεῖ κτῆμα οὐδενός κτίσματος, ἀκόμη καί αὐτοῦ πού ἔχει χαριτωθεῖ»[5] .
Τηρώντας τήν θέση τους αὐτή, οἱ ρωμαιοκαθολικοί - ὡς συνεπείς αἱρετικοί - ἀναγνωρίζουν διακριτικῶς ὅτι εὑρίσκονται σέ ἀσυμφωνία μέ τήν πατερική διδασκαλία (καί ὄχι μόνον μέ ἕνα μέρος της, ὅπως παραπλανητικῶς γράφουν): «Ἡ μακαρία ὅραση [ἐν. τῆς θείας οὐσίας] εἶναι προφανῶς μία κτιστή ἐνέργεια σύμφυτη στήν ψυχή, καί ὄχι, καθώς μερικοί ἀπό τούς παλαιότερους θεολόγους σκέφθηκαν, ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τῆς διανοίας τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία κοινωνεῖται στήν ψυχή. Διότι, καθώς τό ὁρᾶν καί τό γινώσκειν εἶναι σύμφυτες ζωτικές ἐνέργειες, ἡ ψυχή δύναται νά δεῖ ἤ νά γνωρίσει τόν Θεό μέσῳ μόνον τῆς δικῆς τῆς δραστηριότητος, καί ὄχι μέσῳ μιᾶς δραστηριότητος πού ἐξασκεῖται ἀπό κάποια ἄλλη διάνοια»[6].
Ἀντιθέτως, ὁ Ἁγιορειτικός Τόμος, τό θεολογικό καταστάλλαγμα τῆς ἁγιορειτικῆς ἁγιοπνευ-ματικῆς ἐμπειρίας, δεσμευτικός γιά τήν ὀρθοδόξη ὁμολογία, διευκρινίζει ὅτι δέν μπορεῖ ἡ χάρη τῆς θεώσεως, καθότι ἄκτιστος, νά ἔχει ὁποιαδήποτε ὁμοιότητα καί σχέση μέ τίς κτιστές φυσικές δυνάμεις· διότι τότε δέν θά λεγόταν «χάρις», δηλαδή δώρημα, ἀλλά φανέρωση τῆς ἐνεργείας πού προέρχεται ἀπό δύναμη τῆς φύσεως: «Ἄσχετός ἐστι παντάπασιν ἡ τῆς θεώσεως χάρις, οὐκ ἔχουσα τήν οἱανοῦν δεκτικήν ἑαυτῆς ἐν τῇ φύσει δύναμιν, ἐπεί οὐκέτι χάρις ἐστίν, ἀλλά τῆς κατά τήν φυσικήν δύναμιν ἐνεργείας φανέρωσις»[7].
2. Ἡ ὀρθόδοξη δογματική συνέχεια στή θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
Τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέχεται πρός θέωση τήν ἄκτιστη χάρη τῆς Ἁγίας Τριάδος, δέν ἀποτελεῖ καινοτόμο ἄποψη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ , ὅπως ἀφίνει νά ἐννοηθεῖ ὁ σ. τῆς Ἐπιστολῆς παρασιωπώντας τούς παλαιοτέρους Πατέρες, ἀλλά διαχρονική πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφρασμένη στά συγγράμματα ὅλων τῶν Ἁγίων ὅσοι ἀσχολήθηκαν μέ τό θέμα. Οὐδείς ἐξ αὐτῶν ἀκολουθεῖ τήν ἀντίθετη ἄποψη, ὅτι ἡ μεθεκτή χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή[8] . Γράφει χαρακτηριστικῶς ὁ Μ. Ἀθανάσιος : «Τώρα ὅμως, ὅταν λεγόμαστε μέτοχοι Χριστοῦ καί μέτοχοι Θεοῦ, ἀποδεικνύεται ὅτι τό μέσα μας χρίσμα καί ἡ σφραγίδα [τοῦ Βαπτίσματος], δέν εἶναι τῆς φύσεως τῶν κτιστῶν, ἀλλά τοῦ Υἱοῦ, ὁ Ὁποῖος μᾶς συνάπτει μέ τόν Πατέρα μέσῳ τοῦ Πνεύματος πού εἶναι μέσα Του»[9].
Ὁ Μέγας Βασίλειος, τόν ὁποῖον ἐπικαλεῖται συχνότατα ὁ ἅγιος Παλαμᾶς, ἐπιμαρτυρεῖ σχετικῶς, ἑρμηνεύοντας τό χωρίο τοῦ Προφήτου Ἰωήλ (3,1), περί τῆς ἐκχύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος στούς δούλους τοῦ Θεοῦ, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ὁ Θεός «τό ἐξέχεε, δέν τό ἔκτισε· τό χάρισε, δέν τό ἔφτιαξε· τό ἔδωσε, δέν τό δημιούργησε»[10]. Σέ ἄλλο σημεῖο λέγει τό ἐξῆς, ἐπικρίνοντας ὅσους λέγουν ὅτι, ἐπειδή τό Πνεῦμα εἶναι δῶρον Θεοῦ, γι΄ αὐτό δέν εἶναι ὁμότιμον μέ αὐτόν πού τό δίδει (δηλ. ἄκτιστο, θεϊκό)· «“Μέσα μας, λέγει, εἶναι τό Πνεῦμα, ὡς δῶρο ἀπό τόν Θεό. Λοιπόν, δέν τιμᾶται τό δῶρον μέ τιμή ἴση μέ αὐτόν πού τό ἔχει δώσει”. Ναί μέν, εἶναι δῶρον Θεοῦ τό Πνεῦμα, ἀλλά δῶρον ζωῆς [...] καί δῶρον δυνάμεως [...] Συνεπῶς, πῶς αὐτοί πού τά λέγουν αὐτά δέν ἔχουν ὑπερβεῖ τήν ἰουδαϊκή ἀγνωμοσύνη, λαμβάνοντας σάν ἐφόδιο τῆς βλασφημίας τήν ὑπερβολή τῆς ἀγαθότητος;»[11]. Εἶναι σαφέστατο, ὅτι δέν πρόκειται βεβαίως περί τοῦ προσώπου τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά τῆς ἐνεργείας Του, ἡ ὁποία ἐπίσης καλεῖται Πνεῦμα[12] , καί εἶναι ὁμότιμη μέ τόν Θεό, ἄρα καί ἄκτιστη (δέν μπορεῖ κτίσμα νά εἶναι ὁμότιμο μέ τήν Ἁγία Τριάδα). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος προκαλεῖ ἐνόχληση στούς παπικούς θεολόγους γιά ὅσα ἔγραψε περί τῆς ἀκαταληψίας καί τοῦ ἀοράτου χαρακτῆρος τῆς θείας οὐσίας[13], εἶναι καί στό θέμα τῆς προσλήψεως τῶν θείων ἐνεργειῶν σαφέστατος: «... ὅλοι ἐμεῖς ἐλάβαμε μέ μέτρο τήν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος (διότι Πνεῦμα ὀνομάζει ἐδῶ τήν ἐνέργεια· διότι αὐτή εἶναι ἡ ὁποία διαμερίζεται), ἐνῷ Αὐτός [δηλ. ὁ Χριστός] ἔχει ὁλοτελῆ καί ἀμέτρητη ὅλη τήν ἐνέργεια. Ἄν ὅμως ἡ ἐνέργεια αὐτοῦ εἶναι ἀμέτρητη, πολύ περισσότερο ἡ οὐσία»[14]. Δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητηθεῖ ὅτι ἐδῶ γίνεται λόγος περί ἀκτίστου ἐνεργείας καί ὄχι κτιστῆς, καθότι ἀμέτρητη, καθότι πλήρωμα πού ἐνοικεῖ στόν Χριστό καί καθότι συγκρίνεται μέ τήν οὐσία Του! Ποιός θά ἀποτολμοῦσε σύγκριση μέ κτιστή ἐνέργεια, γιά νά ἀποδείξει τήν ἀπειρία (δηλ. τό ἄπειρον) τῆς θείας οὐσίας; Ἀπό αὐτήν ὅμως τήν ἐνέργεια, τήν ἄκτιστη, δεχόμαστε καί ἐμεῖς ἕνα μέτρο, σύμφωνα μέ τόν Χρυσορρήμονα.
Εἶναι εὔλογο, ὅτι τά ἱερά ἀρεοπαγιτικά συγγράμματα, τά ὁποῖα χαίρουν ὑψίστης ἐκτιμήσεως σέ Ἀνατολή καί Δύση, ἀκολουθοῦν τόν βασικό αὐτό ἄξονα τῆς περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ὀρθοδόξου σωτηριολογίας· «Καί βέβαια ἡ θεωνυμία τοῦ ὄντος», γράφουν, «ἐκτείνεται σέ ὅλα τά ὄντα καί ὑπέρκειται πάντων τῶν ὄντων· τῆς δέ ζωῆς ἐκτείνεται σέ ὅλα ὅσα ζοῦν καί ὑπέρκειται πάντων τῶν ζώντων· τῆς δέ σοφίας ἐκτείνεται σέ ὅλα τά νοερά καί λογικά καί αἰσθητικά καί ὑπέρκειται πάντων αὐτῶν»[15]·ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σχολιάζοντας κατά λογική ἀκολουθία τήν ρήση αὐτή ἐπισημαίνει: «Βλέπεις ὅτι οἱ μετοχές αὐτές ὑπέρκεινται τῶν ὄντων;»[16], τῶν κτιστῶν ὄντων, ὁπωσδήποτε· ἄρα εἶναι θεῖες καί ἄκτιστες (διότι ἀλλιῶς, ὡς κτιστές, δέν θά ἦταν ὑπερκείμενες τῶν ὄντων, ἀλλά μεταξύ τῶν ὄντων)!
Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος (4ος αἰ.), γιά νά περιορισθοῦμε σέ ἕνα ἀκόμη Πατέρα τῆς Φιλοκαλίας, εἶναι ἐπίσης σαφέστατος: «Γι’ αὐτό εὐδόκησε ὁ ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Θεός μέ τήν πολλή Του χρηστότητα νά χαρίσει πνευματικό πλοῦτο στίς ψυχές μας, δηλαδή τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, πού δέν εἶναι τῆς φύσεώς μας – διότι ἐμεῖς εἴμαστε κτίσμα, ἐνῷ αὐτό εἶναι ἄκτιστο -, ὥστε αὐτό ἀφοῦ ἐργασθεῖ μέ τήν δική Του ἐπιστήμη καί τέχνη καί καλλιεργήσει τίς καρδιές τῶν πιστῶν, νά εὐτρεπίσει ἐκεῖνες πού μέ ὁλόκληρο τό θέλημά τους θά ἀφοσιωθοῦν στόν πνευματικό γεωργό»[17].
Ἀπό τούς ἀρχαίους Πατέρες ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής εἶναι ἴσως ὁ καταπέλτης κατά τῆς σωτηριολογίας τῆς κτιστῆς χάριτος, λόγῳ τῆς πεφωτισμένης ὑπό τοῦ Πνεύματος ἑρμηνείας του ἐπί τῶν ἀρεοπαγιτικῶν συγγραμμάτων, ἀλλά καί τῆς ἐνασχολήσεώς του μέ τίς αἱρέσεις τοῦ μονοενεργητισμοῦ καί τοῦ μονοθελητισμοῦ· τά σχετικά χωρία του δέν ἐπιδέχονται ἐναλλακτική κατανόηση, ὅπως λ.χ. τό ἑξῆς:«Ἀπάτωρ, λοιπόν, καί ἀμήτωρ καί ἀγενεαλόγητος ἔχει ὀνομαστεῖ ὁ μέγας Μελχισεδέκ, καί ὅτι δέν ἔχει μήτε ἀρχή ἡμερῶν, μήτε τέλος ζωῆς [...] ὄχι λόγῳ τῆς φύσεως τῆς κτιστῆς πού προῆλθε ἀπό τήν ἀνυπαρξία, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας ἡ ὕπαρξή του ἄρχισε καί ἔληξε, ἀλλά λόγῳ τῆς χάριτος τῆς θείας καί ἀκτίστου καί ἡ ὁποία πάντοτε ὑπέρκειται κάθε φύσεως καί κάθε χρόνου, [καί προέρχεται] ἀπό τόν πάντοτε ὑπάρχοντα Θεό» [18].Σαφέστατο, ὅπως καί τό ἀκόλουθο: «Εἶπα ὅτι εἶναι μία ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων, αὐτή ἡ ὁποία θεώνει τούς ἁγίους, τῆς μακαριότητος τήν ὁποίαν ἐλπίζουμε· ἡ ὁποία ὑπάρχει ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, καί ἔχει γίνει τῶν ἁγίων κατά χάριν»· οἱ ἅγιοι λοιπόν καθίστανται «ζωντανές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί ταυτίζονται μέ Αὐτόν περισσότερο κατά τήν χάρη, παρά ὡς ὁμοιώματα»[19].
Βάσει ὅλου τοῦ πατερικοῦ πλούτου, μέρος μόνον τοῦ ὁποίου παραθέσαμε ἀνωτέρω, ὁ ἅγιος Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Θεσσαλονίκης, στή δική του ὁμολογητική συγγραφή«Ἔκθεσις τῆς τῶν Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου δυσσεβημάτων ἀλλοκότου πληθύος», γράφει μεταξύ τῶν ἄλλων· «Ἀποβάλλουμε ὅσους λέγουν ὅτι ἡ χάρις καί ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος ἡ ὁποία ἐκχύνεται στούς ἁγίους, ἐπειδή δέν εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Πνεύματος, εἶναι κτιστή»[20].
Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἀποτελεῖ πλήρη ἀλλοίωση τῆς ἀληθείας ὁ ἰσχυρισμός παλαιῶν καί νέων ἑτεροδόξων ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, ὁ κακῶς λεγόμενος «παλαμισμός», ἀποτελεῖ καινοτομία. Ἁπλῶς ὁ ἅγιος Παλαμᾶς συνεισέφερε στή συστηματοποίηση τῆς διαχρονικῆς περί τούτου διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας: «ἡ θεολογία τῶν ἐνεργειῶν συνήντησε στόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ ἀκρίβεια καί συστηματοποίηση πού δέν εἶχε γνωρίσει μέχρι τότε», δηλαδή τήν ἐπανερμηνεία παλαιῶν ἐκφράσεων ἀναλόγων πρός ἄλληλες, ὅπως οἱ «δόξα», «λάμψις», «φῶς», «ζωή», «δυνάμεις», «τά περί τήν οὐσίαν», τίς ὁποῖες ὁ Παλαμᾶς συγκέντρωσε ὑπό τό ὄνομα τῶν «ἐνεργειῶν», ἐνῷ φώτισε, συγκεκριμενοποίησε, ξεκαθάρισε καί σέ κάποιο βαθμό συστηματικοποίησε τίς θέσεις τῶν προγενεστέρων Πατέρων[21] .
Εἶναι δυνατόν μετά ἀπό αὐτά, νά θέτει κανείς ἐν ἀμφιβόλῳ τόσο τήν κοινή ἐκκλησιαστική πίστη περί τῆς ἀνθρωπίνης μετοχῆς, μεθέξεως, στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ὅσο καί τήν κεφαλαιώδη σημασία της, περιορίζοντας τό ὅλο ζήτημα στά περί τό κῦρος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ;
3. Ἡ ἀξία τῆς θεολογίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου καί τῶν Ἡσυχαστῶν
Ἡ θεολογία τοῦ Ἡσυχασμοῦ, δέν συνιστᾷ λοιπόν, καινοτομία οὔτε εἶναι δυνατόν νά ἐξετάζεται κεχωρισμένως, ἀλλά εἶναι ἀπολύτως σύμφωνη μέ τήν πρό αὐτῆς θεολογία καί τήν διάκριση στόν Θεό τῆς ἀμεθέκτου οὐσίας Του καί τῆς μεθεκτῆς χάριτός Του (τῆς ἐνεργείας Του). Ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ, ὁ Μέγας Βασίλειος, λόγου χάριν, πολύ πρωτύτερα «προβάλλων τήν ὀντολογικήν καί γνωσιολογικήν σημασίαν τῆς διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ [...] προσέφερε τήν βάσιν διά τήν περαιτέρω ἀνάπτυξιν τῆς περί οὐσίας καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ διδασκαλίας ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως»[22]. Ὁ Παλαμᾶς δέν αὐτονομήθηκε οὔτε πρωτοτύπησε, θά ἦταν δέ μεγίστη ὕβρη γι΄ αὐτόν ἡ ἀπόδοση καινοτομίας στό ἔργο του, ἀλλά «ὡς θεολόγος ἦτο ἀπλούστατα διερμηνεύς τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας [...] ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὑπῆρξε βαθύτατα ἐρριζωμένος ἐν τῇ παραδόσει»[23] , τήν ὁποίαν διέσωσε ἔναντι νέων προκλήσεων.
Σέ ἀντίθεση με τούς ἰσχυρισμούς τοῦ Ἀρχιμανδρίτου, ὁ ὁποῖος φαίνεται νά προσδίδει μόνον ἠθικό περιεχόμενο στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου , ὡς παράδειγμα ταπεινώσεως καί μέσο προφορικῆς διδασκαλίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐπισημαίνει τίς ὀντολογικές συνέπειες τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων, θείας καί ἀνθρωπίνης, στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς ὁποίας ἑνώσεως μεταδίδονται σέ μᾶς οἱ ἄκτιστες δωρεές: «Ἄν λοιπόν, ὅπως σέ ὅλα τά κτίσματα, μέ τόν ἴδιο τρόπο ὑπάρχει καί στούς Ἁγίους [ὁ Θεός], καί ὡς Θεός – σύμφωνα μέ τίς σοφές ἐπινοήσεις σας - ὅπως στά ἄλλα κτίζει [δηλ. δημιουργεῖ] ὅσα εἶναι ἁρμόδια, ἔτσι καί στούς Ἁγίους [κτίζει] τήν ἁγιότητα, τότε ποιά εἶναι ἡ ἀνάγκη γιά τόν Χριστό καί τήν παρουσία Του; Ποιά ἡ ἀνάγκη γιά τό βάπτισμα σ’ Ἐκεῖνον καί γιά τήν ἐξουσία καί δύναμη πού μᾶς προστίθεται ἀπό αὐτό»[24];Ἐπιστρέφουμε λοιπόν στίς δογματικές διαμάχες γιά τήν θεότητα ἤ κτιστότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά μέ ἄλλη μορφή. Ἡ Ἐκκλησία προήσπισε τήν θεότητα τοῦ Προσώπου (τῆς Ὑποστάσεως) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τῶν Πνευματομάχων καί πάσης φύσεως Ἀρειανῶν κατά τόν 4ο μ.Χ. αἰῶνα, περί τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Χίλια ἔτη ἀργότερα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὑπεραμύνθηκε τῆς ἀκτίστου χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (δηλ. καί ὅλης τῆς Ἁγίας Τριάδος) ὡς προϋποθέσεως σωτηρίας καί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου[25] . Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀντέτασσε στούς αἱρετικούς Ἀνομοίους: «Δέν πείθομαι ὅτι σῴζομαι ἀπό τό ὁμότιμο [μέ ἐμένα, κτίσμα]· ἄν δέν εἶναι Θεός τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, νά θεωθεῖ πρῶτα καί ἔτσι νά μέ θεώσει καί ἐμένα τόν [δῆθεν] ὁμότιμο [μέ αὐτό, κτίσμα]»[26]· ὁ ἅγιος Παλαμᾶς μεταφέρει, βάσει τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τήν σχετική πατερική θέση καί στή σωτηριολογία: «Δέν σέβεσαι, ἄνθρωπε, τόν Ἀπόστολο, ὁ ὁποῖος λέγει “τά σώματά μας εἶναι ναός τοῦ ἁγίου Πνεύματος τό ὁποῖο βρίσκεται μέσα μας;”[27]. Καί πάλιν, “εἶστε ναός τοῦ Θεοῦ καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ μέσα σας;”[28]. Ἆραγε θά καταδεχόταν ποτέ νά τιμήσει μέ τήν προσηγορία “ναός” τό κατοικητήριο τοῦ δούλου [ἑνός δηλ. κτίσματος];»[29]. Ἕτσι λοιπόν, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς συνδέει ἀμέσως τήν αἵρεση τοῦ Βαρλαάμ πρός τίς ἀρχαῖες ἀντιτριαδικές αἱρέσεις τοῦ Ἀρείου καί τοῦ Μακεδονίου, οἱ ὁποῖοι κατέτεμναν τήν Τριαδική Θεότητα σέ κτιστά (Υἱόν καί Πνεῦμα) καί ἄκτιστα (δηλ. τόν Πατέρα)· παρομοίως πράττει «καί ὁ Βαρλαάμ μέ τούς ὀπαδούς του ὑποστηρίζοντας ὅτι τό φῶς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, τό ὁποῖο θά περιλάμψει τούς δικαίους, καί κάθε ἄλλη ἐνέργεια καί δύναμη τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστά πράγματα»[30] .
Ἡ συνεπής αὐτή ὑπεράσπιση τῆς κοινωνίας τῆς ἀκτίστου θεωτικῆς χάριτος ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου (ἀλλά καί τῆς ἀγγελικῆς φύσεως) ἤδη συστηματικῶς ἀπό τούς Καππαδόκες καί μέχρι τόν Παλαμᾶ καί μετέπειτα, ἀποτελεῖ βεβαίως καί διαφύλαξη – πλήν τῆς θεώσεως τῶν πιστῶν – καί τῆς μόνης ὀρθῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς . Στό κείμενο Ἔκθεσις δυσσεβημάτων τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῆς Θεσσαλονίκης γίνεται καί πάλι σαφής ἡ ἀναφορά στή μαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ἀποβάλλουμε ὅσους λέγουν ὅτι εἶναι κτίσμα αὐτό πού οἱ ἅγιοι λαμβάνουν[31] ἀπό “τό πλήρωμα τῆς θεότητος πού κατοικεῖ στόν Χριστό”[32], διότι μέ τόν τρόπο αὐτό σάν νά λέγουν κτίσμα καί τό πλήρωμα ἐκεῖνο, ἤ - ταυτοσήμως- τήν τοῦ Χριστοῦ θεία καί ἐνέργεια καί φύση, καί εἶναι γιά τόν λόγο αὐτό ἀρειανοί»[33].
Ἐξ ἀντιθέτου, ἡ υἱοθέτηση τῆς σωτηριολογίας τῆς δῆθεν κτιστῆς χάριτος, συνεισφέρει στήν αἱρετική δυτική προπαγάνδα. Στούς παραπάνω ἰσχυρισμούς ἡ λατινική θεολογία εὕρισκε καί ἀκόμη ἕνα ἐπιχείρημα ὑπέρ τοῦ Filioque: ἀφοῦ τό Ἅγιον Πνεῦμα πού λαμβάνουν οἱ Ἅγιοι δέν εἶναι κτίσμα (κατά τούς παλαιοτέρους Ἁγίους), δέν εἶναι δέ καί ἄκτιστη ἐνέργεια (κατά τόν Βαρλαάμ καί τούς λοιπούς), τότε ἀπομένει τό ὅτι αὐτό πού ἐκχέει στούς Ἁγίους ὁ Θεάνθρωπος Χριστός εἶναι τό Πρόσωπον (ἡ Ὑπόστασις) τοῦ Πνεύματος, ἄρα ἐπιβεβαιώνεται δῆθεν ἡ «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (“Filioque”) ὑποστατική ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος, κατά τήν αἵρεση τῆς Δύσεως[34] .
Ἡ κατά τῶν Ἡσυχαστῶν καί ἰδίως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου πολεμική τῶν Βαρλαάμ, Ἀκινδύνου καί Γρηγορᾶ πέραν τῶν ἀνωτέρω, ἦταν καί ἡ πρώιμη μορφή τῆς αἱρέσεως τῆς «μετα-πατερικότητος»· αὐτή τήν μομφή κατά τῶν παλαιῶν θεολόγων Πατέρων τούς ὁποίους ἐπικαλοῦνταν οἱ ἱεροί Ἡσυχασταί θά τήν ἐκτιμοῦσαν ἰδιαιτέρως οἱ Λατῖνοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης: «Ἔπειτα, πόσο νομίζεις ὅτι θά ἐκτιμήσουν οἱ Λατῖνοι», γράφει ὁ Παλαμᾶς, «τό νά ἀποδειχθοῦν τά βιβλία τῆς δικῆς μας Ἐκκλησίας σφαλερά;»[35] . Τό ἴδιο ἐρώτημα, ἰσχύει ἀσφαλῶς καί γά ὅσους σήμερα τολμοῦν νά ἀμφισβητήσουν τήν διά στόματος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἐκπεφρασμένη διαχρονική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀντιλαμβάνεται περαιτέρω ὁ Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτης τίς περαιτέρω φοβερές συνέπειες πού θά προέκυπταν σέ ὅλον τόν πνευματικό μας βίο, ἄν παραδεχόμασταν ὡς κτιστές τίς σωστικές ἐνέργειες τῆς Ἁγίας Τριάδος; Καί ὅτι κατά συνέπεια σέ πλεῖστες ὅσες περιπτώσεις θά φαινόμασταν ὡς κτισματολάτρες (προσκυνηταί κτισμάτων) καί ὄχι λάτρες τοῦ Θεοῦ; Ὄχι ὁ ἅγιος Παλαμᾶς, ἀλλά ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἐπισημαίνει περί τῆς τιμητικῆς προσκυνήσεως τῶν ἁγιασμάτων τά ἑξῆς: «Δεύτερος τρόπος, μέ τόν ὁποῖον προσκυνοῦμεν κτίσματα [...] Αὐτά καί τά παρόμοια σέβομαι καί προσκυνῶ καί κάθε ἅγιο ναό τοῦ Θεοῦ καί κάθε τι, ἐπί τοῦ ὁποίου μνημονεύεται ὁ Θεός, ὄχι γιά τήν φύση τους, ἀλλά ἐπειδή εἶναι δοχεῖα τῆς θείας ἐνεργείας καί μέσῳ αὐτῶν καί σέ αὐτά εὐδόκησε ὁ Θεός νά μεθοδεύσει τήν σωτηρία μας. Διότι καί ἀγγέλους καί ἀνθρώπους καί κάθε ὕλη πού μετέχει στή θεία ἐνέργεια καί πού ὑπηρέτησε τήν σωτηρία μου τήν σέβομαι καί τήν προσκυνῶ λόγῳ τῆς θείας ἐνεργείας. Δέν προσκυνῶ τούς Ἰουδαίους· διότι δέν εἶναι μέτοχοι θείας ἐνεργείας, οὔτε μέ σκοπό τήν σωτηρία μου σταύρωσαν τόν Κύριον τῆς Δόξης, τόν Θεόν μου, ἀλλά μᾶλλον κινούμενοι ἀπό φθόνο καί μῖσος πρός τόν Θεό καί εὐεργέτη»[36]. Σαφῶς αὐτά ἰσχύουν γιά κάθε σχετική προσκύνηση ἱ. Εἰκόνων, ἱ. Λειψάνων, ἱ. Σκευῶν κ.λπ. Εἶναι σαφέστατο, ὅτι ὡς θεία ἐνέργεια ἐννοεῖται μόνον ἡ ἄκτιστη· διότι καί συγκεκριμένως περί τῆς προσκυνήσεως τῶν Ἁγίων ἔγραψε λίγο παραπάνω ὁ Δαμασκηνός: «Ὅπως λοιπόν ἀληθῶς εἶναι ὄχι κατά τήν φύση [θεοί], ἀλλά ὡς μέτοχοι τοῦ κατά τήν φύση Θεοῦ, ἔτσι εἶναι καί προσκυνητοί, ὄχι κατά φύση, ἀλλ΄ ἐπειδή ἔχουν μέσα τους τόν ἐκ φύσεως Προσκυνητόν»[37] .
Συνοψίζοντας ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Καθηγητής τῆς Πατρολογίας π. Θεόδωρος Ζήσης τήν σημασία τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἐπισημαίνει ὅτι ὁ ἅγιος εἶχε σκοπό «νά ἀποτρέψει τήν κατάργηση τῆς δυνατότητος νά μετέχει ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὥστε να εἶναι δυνατή ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου»· ἀντιθέτως ὅμως πρός τήν Ὀρθοδοξία, ἡ Δύση «ἔχει ἀποξηράνει τήν πνευματική ζωή καί ἀντί τῆς ἐλευθερίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχει διαμορφώσει σύστημα ἐντολῶν καί ἠθικῶν ἀπαιτήσεων, τούς καρπούς τῶν ὁποίων ἀναμένει κανείς μόνο στό μέλλον»[38].
4. Ἐπαρκεῖ ἡ κτίση (δημιουργία) τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ;
Βάσει ὅσων γράψαμε ἀμέσως παραπάνω, δέν ἐπαρκεῖ ἡ κτίση τῆς ἀνθρωπότητος (δηλ. ἀνθρωπίνης φύσεως) τοῦ Χριστοῦ, ἄν αὐτή - θεωμένη μέ τό πλήρωμα τῶν θείων ἀκτίστων ἐνεργειῶν - δέν μετοχετεύει στούς Χριστιανούς τήν θεία Χάρη. Ἡ θέση τῶν ἀντι-ησυχαστῶν ὅτι ἡ σωτηρία ἐπιτυγχάνεται μέ ἁπλῆ «φυσική μίμηση» τοῦ Χριστοῦ, ὡς κτιστή ἕξη, καί ὄχι μέσῳ τῆς ἀκτίστου χάριτος οὐσιαστικῶς εἶναι παραδοχή ἀδυναμίας θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Σύμφωνα καί μέ τήν φραγκο-λατινική διδασκαλία τῶν Παπικῶν ὁ «ἀνεξάλειπτος μυστηριακός χαρακτήρ» (“character sacramentalis indelibilis”),
ὁ ὁποῖος ἐντυπώνεται στήν ψυχή διά τῶν λατινικῶν μυστηρίων βαπτίσματος, χρίσματος καί ἱερωσύνης ἔχει διανοητικό χαρακτῆρα, εἶναι ἐγγενής ποιότητα τῆς ψυχῆς καί εἶναι διακεκριμένος ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ: «Ἐπί τῇ βάσει αὐτῆς τῆς ἐξηγήσεως τῆς Συνόδου τοῦ Τριδέντου, ὁ [μυστηριακός] χαρακτήρ πρέπει νά ὁρισθεῖ ὡς ἕνα ἀληθές συμβεβηκός ὄν συνημμένο στήν ψυχή, μέ περισσότερη ἀκρίβεια, ὡς μία ὑπερφυσική ποιότητα οὐσιωδῶς [entatively] ἐγγενής στήν ψυχή [...] Ὁ ἅγ. Θωμᾶς [Ἀκινάτης] θεωρεῖ ὄχι τήν οὐσία τῆς ψυχῆς, ἀλλά τή δύναμη τῆς διανοίας ὡς τό ὑποκείμενο ἤ φορέα τοῦ χαρακτῆρος (παρομοίως ὁ ἅγ. Βελαρμῖνος, ὁ Σουάρεζ)»[39]. Ἡ παπική θεολογία, ὁμιλεῖ ἀκόμη καί περί «ὑπερφυσικῶν» ἀρετῶν οἱ ὁποῖες ἐγγίνονται στήν ἀνθρώπινη ψυχή (“virtutes infusæ”)[40] , οἱ ὁποῖες ὅμως δέν εἶναι ἄκτιστες, διότι ὁ ὅρος «ὑπερφυσικός» δέν παύει νά προσδιορίζει ὑπερβατικές διαστάσεις ἐντός τῆς κτίσεως, κτιστές[41] . Ἀντιθέτως, κατά τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἐκκλησιαστική ζωή ὡς μετοχή στό Σῶμα Χριστοῦ εἶναι κάτι πολύ ἀνώτερο, καθότι θεϊκό: «Ἐνταῦθα πρόκειται περί πολύ περισσοτέρου ἤ μιᾶς “ἠθικῆς” κοινωνίας, καί πολύ περισσοτέρου ἤ μιᾶς ἀνθρωπίνης τελειότητος. Μόνον ἡ λέξις θέωσις δύναται νά ἀποδώσῃ καταλλήλως τή μοναδικότητα τῆς ὑποσχέσεως καί προσφορᾶς [ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ]»[42].
Εἶναι καί πάλιν χρήσιμο ἐν προκειμένῳ τό παραπάνω[43] ἐπιχείρημα τοῦ ἁγίου Παλαμᾶ: ἄν δέν ἦταν ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου σκοπός τῆς θείας Οἰκονομίας, τότε γιατί ὁ Υἱός ἐνηνθρώπησε; Ἀρκοῦσε ἡ ἔξωθεν, ὅπως στήν Παλαιά Διαθήκη, πέμψη τῆς χάριτος, ἄν αὐτή δέν ἦταν ἡ ἰδική Του ἔμφυτος Θεότης. Ὅμως οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι σαφέστατοι· ὁ Λόγος ἔγινε «σάρξ» (ἄνθρωπος), γιά νά κάνει τό ἀνθρώπινο γένος δεκτικό τῆς θεότητος[44] · αὐτή ἡ ἴδια ἡ θέωση εἶναι «ἡ πρός Θεόν, ὡς ἐφικτόν, ἀφομοίωσίς τε καί ἕνωσις»[45]. Ποῦ ἐδῶ χῶρος καί λόγος γιά ἠθικές βελτιώσεις καί μετοχή σέ κτιστές, ἔστω καί ὑπερφυσικές, «χάριτες»; Ἀντιθέτως ἡ μετοχή σέ ἄκτιστες (δηλαδή θεῖες) ἐνέργειες εἶναι ἡ ἀσφαλής ἐκπλήρωση[46] τῆς ἀποστολικῆς ἐμπειρίας καί ὑποσχέσεως ὅτι καθιστάμεθα «θείας φύσεως κοινωνοί» (Β΄Πετρ. 1, 4).
Μέ τόν ὑποβιβασμό τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς σέ ἐπίπεδα ἁπλοῦ «ἤθους» εἶναι ἀδύνατον νά ἀποφευχθεῖ ἡ ἀνεπαίσθητη «νεστοριανικο-ποίηση» τῆς πνευματικῆς ζωῆς· διότι κατά τόν αἱρεσιάρχη Νεστόριο ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς ἐπέτυχε μόνος του ἠθική ἐξύψωση τέτοια, ὥστε νά δεχθεῖ μεταγενεστέρως τήν ἐνοίκηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου. Ἀπό αὐτήν προῆλθε μία ἠθική καί βουλητική συνάφεια καί συνεργασία τῶν δῆθεν δύο προσώπων, τοῦ Ἰησοῦ καί τοῦ Θεοῦ-Λόγου· αὐτή ὅμως ἡ χριστολογική ἄποψη προδίδει«προτίμησιν τῆς πνευματικῆς καί ἠθικῆς σφαίρας ἐν τῇ θρησκείᾳ ἀπό τήν ἐφαρμογήν κοινῶν φυσικῶν κατηγοριῶν ἐν αὐτῇ»[47]. Ὁ φανταστικός νεστοριανικός «Χριστός» τῆς «ἠθικῆς ἐξυψώσεως» τοῦ ἀνθρώπου Ἰησοῦ, εἶχε ὡς προφανῆ σωτηριολογική συνέπεια ὅτι χρησίμευε «ὡς πρότυπον δι΄ αὐτοσωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων, ἐνισχυομένων μόνον, καί αὐτῶν, ὑπό τοῦ Θεοῦ (Πελαγιανισμός)»[48]. Ἀπό αὐτό ὅμως πάσχει ἀφανῶς καί ἡ δυτική σωτηριολογία ὑποβιβάζοντας τή θεοποιό χάρη τοῦ Θεοῦ σέ κτίσμα. Ἐπιστρέφουμε λοιπόν στή «μίμηση Χριστοῦ», ὄχι κατά τά δεδομένα τῆς ὀρθοδόξου σωτηριολογίας, δηλαδή ὡς σέ ὑπερφυῆ μίμηση ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι - ἀλλά τῶν ἀντι-ησυχαστῶν καί τῶν σημερινῶν Παπικῶν· ἐπιστρέφουμε σέ μίμηση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ μέ ἠθικές παραμέτρους, «ὑπερφυσικῶς» μέν, ἀλλά ὄχι θεϊκῶς, ἀκτίστως, κεχαριτωμένη.
Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφκσυ ἐπικαιροποιώντας τήν περί τόν Νεστοριανισμό ἀρχαία προβληματική, ἐπισημαίνει ὅτι «ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος σκοπίμως ἤ ὑποσυνειδήτως δελεάζεται ἀπό τό Νεστοριανικόν ἄκρον, δηλαδή δέν δέχεται τήν ἐνανθρώπησιν ὡς ἀποφασιστικόν γεγονός. Δέν τολμᾶ νά πιστεύσει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι πρόσωπον θεῖον. Ζητεῖ ἀνθρώπινον λυτρωτήν, ἁπλῶς βοηθούμενον ἀπό τόν Θεόν. Ἐνδιαφέρεται περισσότερον διά τήν ἀνθρωπίνην ψυχολογίαν τοῦ Λυτρωτοῦ, παρά διά τό μυστήριον τῆς θείας ἀγάπης, διότι, εἰς τελευταίαν ἀνάλυσιν, πιστεύει μέ αἰσιοδοξίαν εἰς τήν ἀξιοπρέπειαν τοῦ ἀνθρώπου»[49]· τό ἀνάλογον ἰσχύει ἀσφαλῶς, ὅταν ἡ θεία βοήθεια στή σωτηρία ὑποβιβάζεται ἀπό ἄκτιστη Χάρη σέ ἁπλοῦν παράδειγμα, πρότυπο φυσικῆς μιμήσεως, καί σέ ἠθική προτροπή καί ἐνίσχυση - ὅπως δηλαδή ἀκριβῶς φανερώνει ἡ ἐπιστολή τοῦ ἐν λόγῳ Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτου!
Παρά ταῦτα, μόνον τό Ἅγιον Πνεῦμα - ἐπειδή εἶναι ἄκτιστο, ὡς ἄκτιστη ἐνέργεια – εἶναι δυνατόν νά εἰσχωρήσει στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί νά ἑνωθεῖ μέ αὐτήν, σέ ἀντίθεση μέ ὁποιοδήποτε νοερό κτίσμα, ὅπως οἱ δαίμονες, οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς συνδέονται μέ τίς ψυχές. Τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν προκαλεῖ ἁπλῆ συνάφεια, ἀλλά ἀνάκραση τῆς χάριτός Του μέ τήν ὅλη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, κατά τόν ἱερό Παλαμᾶ[50] .
5. Ἡ μαρτυρία τῆς ρωσικῆς καί τῆς παπικῆς θεολογίας
Σύμφωνα μέ τόν ἐπίλογο τῆς ἐν λόγῳ Ἐπιστολῆς, «Εἶναι γνωστό ὅτι καί οἱ Δυτικοί καί οἱ Ρῶσοι, ὅπως μοῦ εἶπε ἕνας καθηγητής, δέν δέχονται τήν ὀρθότητα τῆς Θεολογίας τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ» (δηλαδή, θά ἀναμέναμε οἱ λύκοι νά δεχθοῦν τό κῦρος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Ποιμένος;!). Βεβαίως, ἡ ρωσική ἀκαδημαϊκή θεολογία ὑπέστη γιά κάποιο διάστημα, καθώς ἄλλωστε καί ἡ ἑλληνική, τίς δυτικές σχολαστικές ἐπιδράσεις[51] . Ἀλλά αὐτό δέν συνιστᾷ μέτρον τῆς διαχρονικῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας! Πάντως, καί οἱ ἴδιοι οἱ δυτικοί θεολόγοι ἔχουν ἀρχίσει νά παραδέχονται καί ἄκοντες τή συμφωνία τοῦ ἁγίου Παλαμᾶ μέ τούς πρό αὐτοῦ μεγίστους Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας.
Ἤδη τό 1980 ἡ προτεστάντις θεολόγος Dorothea Wendebourg, ἀργότερα Καθηγήτρια τῆς προτεσταντικῆς θεολογικῆς σχολῆς τοῦ Μονάχου, παρά τήν πολεμική της κατά τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ἀναγνώρισε τήν πατερική συνέχεια τῆς παλαμικῆς διδασκαλίας. Κατά τή Wendebourg, εἶναι μεγάλη ἡ εὐθύνη τῶν προδρόμων τοῦ Παλαμᾶ γιά τήν πορεία τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, διότι καί αὐτοί διδάσκουν, ὅπως καί ὁ Παλαμᾶς, ὅτι ὁ ἀπρόσιτος κατά τήν οὐσία Θεός κοινωνεῖ μέ τόν κόσμο μέσῳ τῶν ἐνεργειῶν Του· ὡς προδρόμους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ὀνομάζει τόν Μ. Ἀθανάσιο, τόν Δίδυμο τόν Τυφλό καί τούς τρεῖς ἁγίους Καππαδόκες Πατέρες, Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο καί Γρηγόριο Νύσσης. Τῶν ἀπόψεών της ὑπεραμύνθηκαν καί ἄλλοι ξένοι ἀκαδημαϊκοί θεολόγοι, ὅπως ὁ Καρδινάλιος Christoph von Schönborn[52] .
Τήν τελευταία θετική στροφή μέρους τῆς παπικῆς θεολογίας ὑπέρ τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἐπιβεβαιώνει καί ὁ Ὀρθόδοξος Καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Στρασβούργου Jean-Claude Larchet γράφοντας: «Μέ ἱκανοποίηση ἐπισημαίνουμε ὅτι κάποιοι καθολικοί πατρολόγοι, διακινδυνεύοντες νά ἀντιμετωπίσουν τίς ἐπικρίσεις ὁρισμένων ἐκ τῶν συναδέλφων τους, κατέθεσαν προσφάτως στίς μελέτες τους μία πραγματική συμπάθεια πρός τόν διδάσκαλο τοῦ ἡσυχασμοῦ καί συνέβαλαν στό νά καταδείξουν πώς τό ἔργο του βρίσκεται ἐν ἁρμονίᾳ μέ τήν πατερική παράδοση καί εἶναι συνέχεια αὐτῆς»· ὁ Καθηγητής Larchet ἀναφέρεται ὀνομαστικῶς στίς σχετικές μελέτες τῶν G.Habra (1957-58, 1963), C. Journet (1960), J. Kuhlmann (1968), M. Strohm (1967), G. Philips (1972), A. De Halleux (1973), G.A. Maloney (1987), D. Coffey (1988) καί J. Lison (1994) καί προσθέτει ὅτι οἱ μελέτες αὐτές «ἐπιβεβαιώνουν μέ χρήσιμο τρόπο τίς ἐργασίες πολυαρίθμων ὀρθοδόξων ἱστορικῶν, οἱ ὁποῖοι πρίν ἀπό αὐτούς ἤ παραλλήλως πρός αὐτούς ἐφώτισαν μέ βαθεῖες ἀναλύσεις τά παραδοσιακά θεμέλια τῆς παλαμικῆς θεολογίας»[53].
Περιττόν νά λεχθεῖ, ὅτι αὐτή ἡ στροφή τῶν ἑτεροδόξων ὑπέρ τῆς παραδοσιακῆς, διά στόματος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, διδασκαλίας περί τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν, καί τό θέμα τῆς ἐν Θεῷ διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργείας, θά ἦταν δυνατόν παλαιότερα νά ἔχουν ἀξιοποιηθεῖ στούς θεολογικούς διαλόγους· ἡ σχετική προεργασία τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν λοιπῶν Ἡσυχαστῶν Θεολόγων, θά κονιορτοποιοῦσε – συνδεόμενη μέ τή λοιπή πατερική παράδοση, κυρίως τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων - τά θεμέλια τῆς θωμιστικῆς, σχολαστικῆς καί ἀριστοτελικῆς ἀπάτης τῆς δυτικῆς θεολογίας.
6. Ἡ ὀντολογική διαφορά ἀκτίστου (Θεοῦ) καί κτιστοῦ (ἀνθρώπου) δέν εἶναι ἐμπόδιο
Ἡ περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν προγενεστέρων Πατέρων, στηρίζεται ἐπί τῶν βάσεων (α) τῆς «κατ’ εἰκόνα καί καθ΄ ὁμοίωσιν Θεοῦ» δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, (β) τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καί (γ) τῆς δυνατότητος τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι[54] . Οἱ πραγματικότητες αὐτές αἴρουν τά ἐμπόδια τῆς θεώσεως λόγῳ τῆς χαώδους ὀντολογικῆς ἀποστάσεως ἀκτίστου Θεοῦ καί κτιστοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Ἁγία Τριάς ὁ Θεός κατεσκεύσε τόν ἄνθρωπο ἐξ ἀρχῆς δεκτικό τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν, καί αὐτό χάρις στή θεϊκή Παντοδυναμία, ὅπως ἐπιχειρηματολογεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος: «Εἶναι διαπίστωση ἀνάξια γιά τόν Θεό, τό νά ἐγκαταλείψει τήν κτίση γυμνή καί τρόπον τινά ἔρημη τοῦ ἑαυτοῦ Του. Ἀλλά οὔτε ἡ κτίση εἶναι τόσο ἄθλια, οὔτε ὁ Θεός τόσο ἀδύνατος, ὥστε νά μή μεταδώσει στά δημιουργήματα τήν ἁγία μετάδοση»[55].Λοιπόν, τό καθ΄ ὁμοίωσιν τοῦ ἀνθρώπου, ἔγκειται στό ὅτι δύναται ὁ ἄνθρωπος νά καταστῇ ὅμοιος τῷ Θεῷ, διότι Αὐτός «μᾶς ἔκανε δυνάμει ἱκανούς πρός ὁμοίωση μέ τόν Θεό [...] ἔχοντας δώσει δύναμη γιά τήν πρός τόν Θεό ὁμοίωση [...] Βιάσου νά γίνεις ὅμοιος μέ τόν Θεό, ἐνδύσου τόν Χριστό»[56]. Προϋπόθεση, προτέρα φυσική καταβολή τῆς δυνατότητος, γιά τήν ὁμοίωση αὐτή εἶναι τό ὅτι ἔχουμε ἐκ φύσεως τό κατ΄ εἰκόνα, δηλαδή τό «νοερόν καί αὐτεξούσιον», καθώς καί ὁ Θεός εἶναι Νοῦς, εἶναι δέ ἐλεύθερος, αὐτοκρατής καί αὐτοδέσποτος[57]. Ὁ προπάτωρ Ἀδάμ ἔχων τό δῶρον τοῦ κατ’ εἰκόνα καί τή δυνατότητα τοῦ καθ’ ὁμοίωσιν, εἶχε τόν Θεόν ἔνοικον ἐντός του (βεβαίως τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Του) καί ἀπέλαυε τή θεωρία τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ, θεούμενος μέ μετοχή τῆς θείας ἐλλάμψεως[58], κατά τούς Ἁγίους Πατέρες. Βεβαίως, ἡ ἐνοικοῦσα χάρις ἀπεχώρησε μετά τήν πτώση καί ὁ ἄνθρωπος ὑπέστη τόν θάνατον, ὡς γνωστόν, ψυχῆς καί σώματος.
Ἡ ἐν Χριστῷ ἀνάκληση τοῦ ἀνθρώπου στή ζωή τῆς χάριτος, τῆς ἀκτίστου ἐν τῇ Παναγίᾳ Τριάδι ζωῆς, κατωρθώθη διά τῆς Οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου· καί γιά νά μή μακρηγοροῦμε στά ἐπί μέρους, ἀκριβῶς ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐν Χριστῷ ἔγινε ἀπαρχή ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος στή ζωή αὐτή, διά τοῦτο καί ἐμεῖς συμμετέχοντας μυστηριωδῶς στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καθιστάμεθα μέτοχοι τῆς ἀκτίστου αὐτῆς ζωῆς· κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο «ἐνῷ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι χάνονταν ἐξ αἰτίας τῆς παραβάσεως τοῦ Ἀδάμ, πρώτη ἀπό τούς ἄλλους σώθηκε καί ἐλευθερώθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση Ἐκείνου [τοῦ Χριστοῦ], ἐπειδή ἔγινε σῶμα τοῦ ἰδίου τοῦ Λόγου, καί λοιπόν ἐμεῖς, ἐπειδή εἴμαστε σύσσωμοι, σωζόμαστε χάρις σέ ἐκεῖνο»[59]. Μέ ἄλλα λόγια, κατά τόν Καθηγητή τῆς Δογματικῆς Δημήτριο Τσελεγγίδη, «μέ τήν ὑποστατική ἕνωση τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στό Χριστό δόθηκε ἡ ὀντολογική δυνατότητα γιά συνεχή μετοχή τῆς θείας χάρης ἀπό τόν ἄνθρωπο πού ἐντάσσεται καί παραμένει στό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ [...] Ἡ σχέση πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στή θεότητα καί τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τό πρότυπο τῆς χαρισματικῆς σχέσεως τῆς θείας χάρης μέ τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ κάθε πιστοῦ»[60]. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς, ἐπειδή ἡ μεθεκτή ἀπό ἐμᾶς ἄκτιστη θεία χάρη ἦταν «ἀποκειμένη» στόν Χριστό, γι΄ αὐτό καί μᾶς ἐδόθη, ὅπως λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, «κατ΄ ἰδίαν πρόθεσιν καί χάριν [τοῦ Θεοῦ] ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ πρό χρόνων αἰωνίων» [61], διότι μόνον Αὐτός ὑπῆρχε πρό χρόνων αἰωνίων ὡς ταμίας τῶν ἀκτίστων «λόγων τῶν ὄντων».
Ἡ «ἐπιστροφή» λοιπόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν ἀνθρωπότητα, χάρις στήν Οἰκονομία τοῦ Θεανθρώπου συνιστᾷ κατ’ ἀρχήν ἀποκατάσταση στήν προπτωτική κατάσταση· ὅπως στήν ἀρχή ὁ ἄνθρωπος ἦταν μέτοχος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄν καί δέν εἶχε στερεωθεῖ στήν ἀρετή, ἔτσι καί τώρα ὁ Θεάνθρωπος ἐπαναφέρει τή χάρη τοῦ Παρακλήτου στήν ἀνθρωπότητα ὡς μόνιμη ἔνοικο στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας[62] :«Καινουργής πάλι δημιουργία, μεταλαμβάνοντας ἀπό τό Πνεῦμα, ἀπό τό ὁποῖο στερημένη εἶχε παλαιωθεῖ [...] Ἄν λοιπόν στήν ἀρχή τά πάντα ἔχουν δημιουργηθεῖ ἐν Πνεύματι, ἔτσι καί ἀνακαινίζονται πάλιν ἐν Πνεύματι· μία καί ἡ αὐτή φανερώνεται προφανῶς ὅτι εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μέσῳ τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι»[63]. Εἶναι προφανές, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ὡς Θεός Παντοδύναμος δέν στερεῖται τῆς ἱκανότητος νά καταστήσει μετόχους Του τούς ἀνθρώπους, ὅπως μάλιστα καί ἐποπτικούς τῆς θείας δόξης· μέ τό ἴδιο αὐτό φρόνημα γράφοντας καί ὁ ἅγιος Παλαμᾶς ἐπισημαίνει:«Ἀποβάλλουμε ὅσους λέγουν, ὅτι ἐκεῖνοι πού βλέπουν ἐν Πνεύματι δέν μποροῦν μέ τή δύναμη τοῦ θείου Πνεύματος νά δοῦν κάτι ἄκτιστο· διότι ὑβρίζουν τήν ἴδια τή δύναμη τοῦ θείου Πνεύματος»[64].
Ἄν ὅμως ἡ ὀντολογική διαφορά ἀκτίστου (θείου) καί κτιστοῦ (δημιουργήματος) καθιστᾷ ἀδύνατη τή χαρίτωση τοῦ ἀνθρώπου μέ ἄκτιστη ἐνέργεια, ἐνῷ (δῆθεν) μόνον ἡ κτιστή χάρη εἶναι μεθεκτή, τότε πῶς ἐξηγεῖται ἐξ ἀρχῆς ἡ δημιουργία κτιστῆς χάριτος ἀπό τήν ἄκτιστη ἐνέργεια; Ἐκεῖ δέν ὑπάρχει πρόβλημα ὀντολογικῆς διαφορᾶς κτιστοῦ-ἀκτίστου; (διότι ἡ θεία οὐσία δέ δημιουργεῖ ἀπ΄ εὐθείας κτίσματα, καθότι δέν τρέπεται, δέν ἀλλοιώνεται). Πῶς ἐξηγεῖται περαιτέρω ἡ διατήρηση τῆς εὐρυθμίας τοῦ σύμπαντος διά τῆς συνεκτικῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, καθώς παραδέχεται ἡ Ἐκκλησία, ὅτι «ἁγίῳ Πνεύματι περικρατεῖται πάντα τά ὁρατά τε σύν τοῖς ἀοράτοις»[65] ; Ἤ εἶναι καί αὐτό τό Πνεῦμα, ὡς συνεκτική δύναμη ... κτίσμα;
7. Ὁ ἄνθρωπος δέν στερεῖται ὀργάνου προσκτήσεως ἀκτίστων ἐνεργειῶν· ἔχει τόν πάντιμον νοῦ
Ἡ Ἐπιστολή τοῦ Ἀρχιμανδρίτου βασίζει τήν ἀδυναμία προσλήψεως ἀκτίστου χάριτος ἀπό τόν ἄνθρωπο, στήν ἔλλειψη καταλλήλου ὀργάνου ὑποδοχῆς τῆς ἀκτίστου χάριτος:«Ὁ ἄνθρωπος πῶς θά μετέχει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, μέ ποιό γνωστικό ὄργανο, μέ ποιό μέρος τῆς ὑπάρξεώς του; Ἔχει ὁ ἄνθρωπος πάνω του, στήν ὕπαρξή του κάτι ἄκτιστο, ὥστε μέ αὐτό σάν ὄργανο νά διεισδύσει στόν Ἄκτιστο χῶρο;» [66]. Ἀντιθέτως, σύμφωνα καί μέ τή διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅπως αὐτή ἐκτίθεται στήν Ἐπιστολή 233 «δέκτης τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ εἰς τόν κόσμον εἶναι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς», ὁ ὁποῖος «συνιστῶν τό “κατ΄ εἰκόνα” τοῦ Θεοῦ εἰς τόν ἄνθρωπον, ἐδόθη εἰς αὐτόν πρός γνῶσιν τῆς ἀληθείας καί κυρίως πρός γνῶσιν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ “αὐτοαλήθεια”»[67]. Τό γεγονός ὅτι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ «δέν δύναται νά εἶναι πλήρης, δέν σημαίνει ὅτι ὁ νοῦς εἶναι τελείως ἀνίκανος, διά νά γνωρίσῃ τόν Θεόν. Ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ, ἔστω καί μερική, μόνον διά μέσου τοῦ νοῦ δύναται νά ἐπιτευχθῇ».Ἀπαιτεῖται, βεβαίως, ἡ καθαρότητα τοῦ νοός ἀπό κάθε πνευματικό ρύπο[68] . Σύμφωνα μέ τούς λόγους τοῦ ἁγίου πατρός: «Ὁ νοῦς ὅμως ὁ ὁποῖος ὅμως ἔχει μειχθεῖ μέ τή θεότητα τοῦ Πνεύματος, αὐτός ἤδη εἶναι ἱκανός γιά ἐποπτεία τῶν μεγάλων θεαμάτων, καί βλέπει τά θεϊκά κάλλη, ἀλλά τόσο, ὅσον ἐπιτρέπει ἡ χάρις καί ἀνέχεται ἡ κατασκευή του»[69].
Ἡ θεία ἀποκάλυψη ἐντοπίζοντας τή σημασία τοῦ ἡγεμόνος νοῦ γιά τή σύνολη πνευματική ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ἁγιασμό του, ἐπαίνεσε τόν νοῦ τῆς ἁγίας Παρθενομάρτυρος Ἀγάθης, καθώς μαρτυρεῖται στόν βίο της (5 Φεβρουαρίου), μέ τή θεόσδοτη φράση «Νοῦς ὅσιος αὐτοπροαίρετος, τιμή ἐκ Θεοῦ καί πατρίδος λύτρωσις».Ὅπως εἴδαμε, τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι νοερός τόν καθιστᾷ κτίσμα «κατ΄ εἰκόνα Θεοῦ», ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ ὑπεροχικώτατος Νοῦς.
Πλήν τοῦ νοός, ὡς ὀφθαλμοῦ τῆς ψυχῆς, ἡ ὅλη ψυχοσωματική κατασκευή τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὀντολογία του, καθιστᾷ δυνατή τή μετοχή του στήν ἄκτιστη θεία Χάρη, τίς θεῖες δυνάμεις. Μέ βάση τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου καί τῶν ἄλλων Πατέρων«στήν ὀντολογική τους βάση, οἱ ἀρετές εἶναι θεῖες ἰδιότητες, οἱ ὁποῖες ὑπάρχουν “ἐξ ἀϊδίου ἐν τῷ Θεῷ”, λαμβάνουν δέ “τήν ἀρχήν παρά Θεοῦ τῇ ἡμετέρᾳ ψυχῇ κατά χάριν”». Ὀρθῶς ἄρα ἐπισημαίνεται, ὅτι «ὅλα τά ἀγαθά νοήματα τῆς ψυχῆς (ἀγάπη, εἰρήνη, δικαιοσύνη) στήν προπτωτική καθαρότητά τους, μποροῦν νά θεωρηθοῦν ὡς κτιστές εἰκόνες τῶν ἄκτιστων λόγων καί τρόπων τῶν θείων ἀρετῶν, νοήματα στά ὁποῖα ἐποχούμενες οἱ ἀρετές [ἄκτιστες καί θεῖες, σ.ἡμ.] ὁδηγοῦν τό ἅρμα τῆς ψυχῆς πρός τήν τελείωσή της» [70]. Εἶναι συνεπῶς ἐπιτρεπτόν νά ὁμιλοῦμε περί ἀκτίστου ὀντολογικοῦ θεμελίου τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν λειτουργιῶν του, τό ὁποῖο προβάλλει ἡ πνευματική γνωσιολογία τῶν Πατέρων μέ τούς «προαιωνίους λόγους»[71], τά ἄκτιστα προαιώνια ἐπί μέρους ἀγαπητικά θελήματα, τούς προορισμούς, τοῦ Θεοῦ γιά τά ὄντα, πού εἶναι μυστικῶς κεκρυμμένοι μέσα σέ αὐτά, στά κτίσματα, καί βεβαίως καί μέσα στήν ἀνθρώπινη διφυᾶ φύση.
8. Τό Θαβώριον Φῶς δέν εἶναι κτιστό.
Ἡ θέση τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτου πρός τόν «Ἐφημέριο», ὅτι τό Θαβώριον Φῶς εἶναι κτιστό καί γι΄ αὐτό ἔγινε ὁρατό - ἐπειδή ὁ Θεός εἶναι «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὅν εἶδεν οὐδείς ἀνθρώπων, οὐδέ ἰδεῖν δύναται»[72] - δεικνύει μονομερῆ γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς· τόσο ἡ παραπάνω ἁγιογραφική ρήση, ὅσον καί τό ὅτι «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε»[73]συμπληρώνονται ἀπό ἀντίθετες διαπιστώσεις, ὅτι «ἐθεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά Πατρός», ὅτι «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» καί ὅτι «ὀψόμεθα αὐτόν καθώς ἐστι»[74]. Πῶς ἐπιλύεται ἡ φαινομενική αὐτή ἀντίφαση; Ἐπιλύεται, καθώς μᾶς ὑποδεικνύουν οἱ ἱεροί Κανόνες, μέ τή μόνη ἐπιτρεπτή ἑρμηνευτική μέθοδο τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν καταφυγή στίς ἑρμηνεῖες τῶν ἁγίων Πατέρων.
Ἄλλωστε, ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς ὑποδεικνύει πώς μόνον τῶν θεωθέντων, τῶν ἁγίων, ἡ ἑρμηνεία εἶναι ἡ κατάλληλη γιά τήν κατανόηση τῶν προφητειῶν[75] . Γράφει λοιπόν ὁ 19ος ἱ. Κανών τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου· «ἄν ἀνακινηθεῖ ἁγιογραφικό θέμα, νά μή τό ἑρμηνεύσουν διαφορετικά, παρά ὅπως οἱ φωστῆρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας παρέθεσαν διά τῶν συγγραμμάτων τους»[76].
Τί λέγουν λοιπόν οἱ Πατέρες σχετικῶς;
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός σέ μία φράση του περίφημη γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς ἡσυχαστικῆς θεολογίας, διατυπώνει τόσο τό ἄκτιστο τοῦ θείου φωτός τῆς Μεταμορφώσεως ἐν Θαβώρ, ὅσο καί τήν ἄμεση σχέση του φωτός αὐτοῦ μέ τή θεία φύση, μακράν πάσης φυσικῆς ἀλλοιώσεως τοῦ Χριστοῦ ἤ προσλήψεως ἐξωτερικοῦ (δηλονότι κτιστοῦ, δημιουργημένου) φωτός· ὁ Χριστός«μεταμορφώνεται λοιπόν, ὄχι μέ τό νά προσλάβει αὐτό τό ὁποῖο δέν ἦταν, οὔτε μέ τό νά μεταβληθεῖ σέ αὐτό πού δέν ἦταν, ἀλλά μέ τό νά φανερώσει στούς δικούς Του μαθητές αὐτό τό ὁποῖο ἦταν, διανοίγοντας τά μάτια τους καί κάνοντάς τους νά βλέπουν, ἀπό τήν [προηγούμενη] κατάστασή τους τῆς τυφλότητος [...]. Μένοντας ὁ ἴδιος στήν ἴδια κατάσταση, ἔγινε ὁρατός στούς μαθητές τώρα διαφορετικά ἀπ΄ ὅ, τι φαινόταν πρίν [...] Καί ἔλαμψε τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος, Αὐτοῦ ὁ Ὁποῖος φωταγώγησε τόν ἥλιο μέ τήν πολλή ἐξουσία Του [...] “Διότι αὐτός εἶναι τό Φῶς τό ἀληθινό”, τό ὁποῖο γεννᾶται ἀπό τό ἀληθινό καί ἄυλο Φῶς [...] ἀλλά εἶναι ἀδύνατον νά εἰκονισθεῖ στήν κτίση τό ἄκτιστο χωρίς ἀπώλεια»[77]. Συνεπῶς, ἡ λεκτική εἰκόνα «σάν τόν ἥλιο» ἀδυνατεῖ νά παραστήσει τή λαμπρότητα τοῦ ἀκτίστου φωτός τῆς θείας φύσεως, δηλαδή «αὐτό τό ὁποῖο ὁ Χριστός ἦταν», διότι τό Φῶς αὐτό πάντοτε εὑρίσκεται στόν Χριστό - ἄρα δέν εἶναι κτίσμα, δηλ. δέν τό ἀπέκτησε ὁ Χριστός δημιουργώντας το «ἐξ οὐκ ὄντων»[78].
Τό ὅτι αὐτή ἡ ἔλλαμψη, ἄκτιστη κατά τόν Δαμασκηνό, εἶναι ἡ μεθεκτή ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μαρτυρεῖται ἀπό τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή πολύ ἐνωρίτερα: «κοινή εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί τῶν τεθεωμένων»[79], ἡ ὁποία βεβαίως ταυτίζεται μέ τό Θαβώριον Φῶς καί μέ τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί τῶν δικαίων[80]! Ποῦ τό κτιστό (δημιουργημένο) φῶς, ἐδῶ, κατά τόν Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτη; Αὐτό εἶναι τό ὁποῖο ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀλλοῦ ὀνομάζει ἀπεριφράστως «ἀγένητη καί ἐνυπόστατη ἔλλαμψη πού φανερώνεται μέσα στούς ἀξίους», δηλαδή φῶς ἄκτιστον, ἀφοῦ «δέν ἔχει γένεση» δηλ. κτίση, δημιουργία[81]. Καί πρό τοῦ Μαξίμου ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἔγραφε ὅτι ὡς πρός τή θεοποιό χάρη ὁ Θεός καί μετέχεται καί βλέπεται ἀπό τούς ἀξίους, ἀλλά κατά τήν οὐσία εἶναι ἀμέθεκτος[82]. Τό ὅτι βλέπεται, («ὁρᾶται»), ὡς φῶς, δέν μπορεῖ νά ἀμφιβάλλει κανείς ὅτι ἀποτελεῖ κοινή ἐμπειρία τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀπό τή λάμψη τοῦ προσώπου τοῦ Μωϋσέως ἐν Σινᾶ, μέχρι τό φωτεινό ὅραμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στό δρόμο πρός τή Δαμασκό καί τή δόξα τῆς Β΄ Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία θά εἶναι ἡ αἰωνιότητα τῶν σῳζομένων, διότι «ὁ αἰών ἡμῶν εἰς φωτισμόν τοῦ Προσώπου Σου»[83] !
Ἡ ἴδια ἡ ἐκκλησιαστική ὑμνογραφία τῆς Μεταμορφώσεως, συμφωνεῖ στή διαπίστωση τῆς θειότητος, τῆς ἰδιότητος ὡς ἀκτίστου, τοῦ φωτός τῆς ἐν Θαβώρ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Μελῳδός ὑμνολογεῖ: «Τήν ἀμαυρωθεῖσαν ἐν Ἀδάμ φύσιν μεταμορφωθείς ἀπαστράψαι πάλιν πεποίηκας, μεταστοιχειώσας αὐτήν εἰς τήν σήν τῆς Θεότητος δόξαν τε καί λαμπρότητα», ἐνῷ καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός σέ δικό του τροπάριο περιλαμβάνει τά ἑξῆς: «Δεῦτε μοι πείθεσθε λαοί, ἀναβάντες εἰς τό ὄρος τό ἅγιον [...] ἐποπτεύσωμεν νοΐ θεότητα ἄϋλον, Πατρός καί Πνεύματος, ἐν Υἱῷ Μονογενεῖ ἀπαστράπτουσαν»[84].
Βάσει αὐτῶν καί πολύ περισσοτέρων ἄλλων στοιχείων, ὁ Ἁγιορειτικός Τόμος, πού ἀποτελεῖ συνοδικόν μνημεῖον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καταδικάζει ἐκείνους πού ὀνομάζουν τό Θαβώριον Φῶς «φάσμα καί σύμβολον τέτοιου εἴδους, ὥστε νά δημιουργεῖται καί νά ἐξαφανίζεται»(γινόμενον καί ἀπογινόμενον κτίσμα), ἐνῷ μάλιστα ὅλοι οἱ ἅγιοι ἐπιβεβαιώνουν ὅτι εἶναι«ἄρρητο, ἄκτιστο, ἀΐδιο, ἄχρονο, ἄπλετο, ἄπειρο, ἀπεριόριστο, ἀθέατο [κατά τή φύση του - ὄχι κατά συγκατάβαση] στούς ἀγγέλους καί τούς ἀνθρώπους, ἀρχέτυπο καί ἀναλλοίωτο κάλλος, δόξα Θεοῦ, δόξα Χριστοῦ, δόξα Πνεύματος, ἀκτίνα θεότητος καί τά παρόμοια»[85]. Αὐτά ὅλα εἰσήχθησαν καί στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἀποτελοῦν δόγμα τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς. Τό συνοδικόν ἐπιρρίπτει τό «ἀνάθεμα» (τόν χωρισμό ἀπό τό ἐκκλησιαστικό σῶμα) σέ ὅσους «φρονοῦν καί λέγουν ὅτι τό φῶς πού ἔλαμψε ἀπό τόν Κύριο κατά τή θεία Του μεταμόρφωση ἄλλοτε ὅτι εἶναι ἴνδαλμα καί κτίσμα καί φάσμα πού φανερώθηκε γιά λίγο καί διαλύθηκε ἀμέσως [...] ἀλλά δέν ὁμολογοῦν, σύμφωνα μέ τίς θεόπνευστες θεολογίες τῶν Ἁγίων καί τό εὐσεβές φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι οὔτε κτίσμα εἶναι ἐκεῖνο τό θειότατον φῶς, οὔτε οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλ΄ ἄκτιστη καί φυσική χάρη καί ἔλλαμψη καί ἐνέργεια, ἡ ὁποία πάντοτε προχέεται ἀπό τήν ἴδια τή θεία οὐσία χωρίς νά χωρίζεται ἀπό αὐτήν»[86].
Ἐπίλογος
Στο σημεῖο αὐτό περατώνουμε τή μικρή αὐτή μελέτη ὡς ἀπάντηση καί κατάρριψη προβληματισμοῦ ὁ ὁποῖος δέν θά ἔπρεπε κἄν νά ὑφίσταται γιά θεόσδοτα δόγματα, ὅπως θά ἦταν ἐπικίνδυνος ὁποιοσδήποτε προβληματισμός τῶν ἰατρῶν γιά τά ἤδη ἀποδεδειγμένως ἀποτελεσματικά ἐπιτεύγματα τῆς ἐπιστήμης τους. Ἐλευθερία φρονήματος ἐπιτρέπεται ἐκεῖ πού δέν παραβλάπτεται ἡ σωτηρία ἡμῶν καί τοῦ πλησίον, εἶναι ἐπιτρεπτή μόνον σέ ὅσα εἶναι ἐκκλησιαστικῶς ἀμφιβαλλόμενα ἤ θεολογούμενα (“in necessariis unitas, in dubiis libertas”). Δέν συμπεριλαμβάνεται ὅμως σέ αὐτά τό ἤδη ὁριστικῶς καί ἐπ΄ Ἐκκλησίαις ἐπιλυθέν θέμα τῆς διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργείας ἐν τῷ Θεῷ, τῆς μεθέξεως τῶν θείων ἐνεργειῶν καί τοῦ ἀκτίστου Θαβωρίου Φωτός· ἡ ἀνακίνησή του, μόνον ψυχική ἀπώλεια μπορεῖ νά προκαλέσει, πέραν τῆς κτισματολατρείας καί τοῦ πελαγιανισμοῦ-νεστοριανισμοῦ, ἔστω καί ὡς ἀμφισβήτηση τῆς ἑνιαίας ἐκκλησιαστικῆς Πίστεως. «Οἱ ἀναθεματισμοί τῆς συνόδου τοῦ 1351 εἰσήχθησαν, ὡς γνωστόν, εἰς τό τυπικόν τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐν τῷ Τριωδίῳ. Οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι ὀφείλουν ἀπαραιτήτως ὅπως δέχωνται αὐτούς»[87].
Μοναχός Σεραφείμ
Ἱερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
[1] . Ἐπιστολή τῆς ἐν Σαρδικῇ συναχθείσης Συνόδου ἡ ὁποία περιέχεται στό Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Ἀπολογητικός κατά Ἀρειανῶν 40, PG 25, 317Β (ΕΠΕ 8, 136).
[2] . Βλ. τήν σχετική περίφημη ἐργασία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γόρτυνος κ. Ἱερεμίου, «Περί τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς ἐν Κπόλει ἐν ἔτει 1351 μ.Χ. συγκληθείσης Συνόδου ὡς Ἐνάτης Οἰκουμενικῆς», ἐν Θεοδρομία ΙΣΤ΄ 3 (Ἰούλιος–Σεπτέμβριος 2014) 428-439.
[3] . Αρχιμ. ΧΡΙΣΤΟΔ. ΤΑΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ἐπιστολή στό Ἐφημέριος 8 (Σεπτέμβριος 2014) 28ἑ. http://www.ecclesia.gr/greek/press/efimerios/efimerios_2014_septembrios.pdf
[4] . Α΄Τιμ. 6, 16
[5] . J. WÖRLE, Die Lehre des hl. Thomas von Aquin vom Wachstum des übernatürlichen Gnadenlebens, Linz 1931, σελ. 1· «Der Mensch ist darum nicht mehr bloß Diener und Knecht Gottes, er ist Freund und Kind Gottes geworden. Es flutet in ihm ein Leben, das für ihn vollständig übernatürlich und nur Gott allein natürlich ist. Freilich besteht zwischen dem göttlichen Leben in Gott selbst und dem in der begnadeten Seele ein großer Unterschied. Was in Gott substantiell ist, besitzt die Seele nur akzidentell; die göttliche Natur ist ihr als geschaffene Verähnlichung und Teilnahme mitgeteilt und kann darum von keinem auch noch so begnadeten Geschöpfe formell auf unendliche Weise in Besitz genommen werden». Ὁ Καθηγητής Joseph Wörle παραπέμπει σχετικῶς στή Summa τοῦ Ἀκινάτου, 1 ΙΙ ἐρ. 110 a 2 & 2 «Patet igitur quod quamlibet Dei dilectionem sequitur aliquod bonum in creatura causatum quandoque, non tamen dilectioni aeternae coaeternum» («Εἶναι, λοιπόν, σαφές ὅτι κάθε ἀγάπη ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ ἀκολουθεῖται σέ κάποιο χρόνο ἀπό ἕνα ἀγαθό προκληθέν μέσα στό κτίσμα, πού δέν εἶναι ὅμως συναιώνιο μέ τήν αἰώνια ἀγάπη»).
[6] . J. HONTHEIM, «Heaven» ἐν The Catholic Encyclopedia, τόμ. 7, The Encyclopedia Press Inc., New York 1913, σελ. 172· «The beatific vision is obviously a created act inherent in the soul, and not, as a few of the older theologians thought, the uncreated act of God’s own intellect communicated to the soul. For, as seeing and knowing are immanent vital actions, the soul can see or know God by its own activity only, and not through any activity exerted by some other intellect».
[7] . Ἁγιορειτικός Τόμος 2, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 571( ΕΠΕ 3, 502).
[8] . JEAN -CLAUDE LARCHET, «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ πατερική παράδοση», ἐν Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν ἱστορία καί τό παρόν, ἐποπτείᾳ Γ. Ἰ. Μαντζαρίδη, ἐκδ. Ἱ.Μ.Μ. Βατοπεδίου, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ. 342· «Θά ἤθελα μόνο νά ὑπογραμμίσω ἐδῶ ὅτι ὁ ἄκτιστος χαρακτήρας τῆς Χἀριτος βεβαιώνεται σαφῶς στό ἔργο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ (τό κυριότερο κείμενο τοῦ Μαξίμου μνημονεύεται ἐξ ἄλλου συχνά ἀπό τόν Παλαμᾶ), ἐνῷ ἀντιθέτως δέν ὑπάρχει κανείς Ἕλληνας Πατήρ ὁ ὁποῖος νά βεβαιώνει τόν κτιστό χαρακτήρα τῆς Χάριτος».
[9] . Πρός Σεραπίωνα Θμούεως Ἐπίσκοπον 24, PG 26, 585B.C· «Νῦν δέ, ὅτε λεγόμεθα μέτοχοι Χριστοῦ καί μέτοχοι Θεοῦ, δείκνυται τό ἐν ἡμῖν χρίσμα καί ἡ σφραγίς μή οὖσα τῆς τῶν γενητῶν φύσεως, ἀλλά τῆς τοῦ Υἱοῦ, διά τοῦ ἐν αὐτῷ Πνεύματος συνάπτοντος ἡμᾶς τῷ Πατρί».
[10] . Κατ’ Εὐνομίου Λόγος ε΄ (Περί τοῦ Πνεύματος 2), PG 29, 772D· «Τοῦτο τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐξέχεεν ἐφ’ ἡμᾶς πλουσίως ὁ Θεός διά Ἰησοῦ Χριστοῦ· ἐξέχεεν, οὐκ ἔκτισεν· ἐχαρίσατο, οὐκ ἐποίησεν· ἔδωκεν, οὐκ ἐδημιούργησεν».
[11] . Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρός τόν ἐν ἁγίοις Ἀμφιλόχιον Ἐπίσκοπον Ἰκονίου 24 (57), PG 32, 173A.B· «Ἐν ἡμῖν, φησί, τό Πνεῦμα ὡς δῶρόν ἐστι παρά τοῦ Θεοῦ. Οὑ δήπου δέ τό δῶρον ταῖς ἴσαις τιμαῖς τῷ δεδωκότι σεμνύνεται. Δῶρον μέν οὖν Θεοῦ τό Πνεῦμα, ἀλλά δῶρον ζωῆς [...] Καί δῶρον δυνάμεως [...] Ὥστε πῶς οἱ τά ταῦτα λέγοντες οὐχί τήν ἰουδαϊκήν ἀγνωμοσύνην παρεληλύθασι, τήν ὑπερβολήν τῆς χρηστότητος ἐφόσιον εἰς βλασφημίαν λαμβάνοντες;».
[12] . ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκθεσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 1, (13) 13 PG 94, 858Β· «Τό πνεῦμα νοεῖται πολλαχῶς· τό ἅγιον Πνεῦμα· λέγονται δέ καί αἱ δυνάμεις τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου πνεύματα». Ο Αυτοσ, Τεμάχια διάφορα, PG 95, 233C.D: «Ἐπειδή πολλαχῶς τό πνεῦμα νοεῖται, λεκτέον τά σημαινόμενα. Πνεῦμα τοίνυν εἴρηται τό ἅγιον Πνεῦμα [...] αἱ γάρ ἐνέργειαι τοῦ Πνεύματος, πνεύματα οἶμαι φίλον τῷ Ἠσαΐᾳ καλεῖν».
[13] . Βλ. σχετικῶς ΒΛΑΔ. ΛΟΣΚΙ, Ἡ θέα τοῦ Θεοῦ, Βιβλιοθήκη Ὀρθοδόξου Μαρτυρίας, μετφρ, Ἀρχιμ. Μελετίου Καλαμαρᾶ, ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1973, σελ.26-31 καί τήν γενικότερη συνάφεια.
[14] . Εἰς τό κατά Ἰωάννην, 30, 2, PG 59, 174· «... πάντες ἡμεῖς μέτρῳ τήν τοῦ Πνεύματος ἐνέργειαν ἐλάβομεν· Πνεῦμα γάρ ἐνταῦθα τήν ἐνέργειαν λέγει· αὕτη γάρ ἐστιν ἡ μεριζομένη· οὗτος δέ ἀμέτρητον ἔχει καί ὁλόκληρον πᾶσαν τήν ἐνέργειαν. Εἰ δέ ἡ ἐνέργεια αὐτοῦ ἀμέτρητος, πολλῷ μᾶλλον ἡ οὐσία». Πρόκειται περί τῆς ἑρμηνείας τοῦ ἐδαφίου Ἰω. 3,34: «οὐ γάρ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεός τό Πνεῦμα».
[15] . Περί θείων ὀνομάτων 5, 1 PG 3, 816C· «Ἡ δέ τοῦ ὄντος [θεωνυμία] εἰς πάντα τά ὄντα ἐκτείνεται, καί ὑπέρ τά ὄντα ἐστίν. Ἡ δέ τῆς ζωῆς εἰς πάντα τά ζῶντα ἐκτείνεται, καί ὑπέρ τά ζῶντά ἐστίν. Ἡ δέ τῆς σοφίας, εἰς πάντα τά νοερά καί λογικά, καί αἰσθητικά ἐκτείνεται καί ὑπέρ πάντα ταῦτά ἐστι». Ἐδῶ ἐπισημαίνεται ἀπό τό κείμενο (αὐτόθι), ὅτι δέν πρόκειται περί τῆς θείας οὐσίας, ἀλλά τῆς θείας ἐνεργείας «τῷ λόγῳ σκοπός οὐ τήν ὑπερούσιον οὐσίαν, ᾗ ὑπερούσιος, ἐκφαίνειν [...] ἀλλά τήν οὐσιοποιόν εἰς τά ὄντα πάντα τῆς θεαρχικῆς οὐσιαρχίας πρόοδον ὑμνῆσαι».
[16] . Διάλεξις Θεοφάνους πρός Θεότιμον 24, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 250 (ΕΠΕ 3, 424): «Ὁρᾷς τάς μετοχάς ταύτας ὑπέρ τά ὄντα οὔσας;».
[17] . Λόγος 50, 1, 7 Makarios /Symeon Reden und Briefe, ὑπό H. Berthold, τόμ. 2, Akademie – Verlag – Berlin 1973, σελ. 124· «Διό εὐδόκησεν ὁ ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Θεός τῇ πολλῇ αὐτοῦ χρηστότητι πλοῦτον ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τόν πνευματικόν {ἡμῖν} χαρίσασθαι, τουτέστι τό τοῦ Χριστοῦ Πνεῦμα μή ὄν ἐκ τῆς ἡμετέρας φύσεως - ἡμεῖς μέν γάρ ἐσμεν κτίσμα, αὐτό δέ ἄκτιστόν ἐστι - ἵνα <αὐτό> τῇ ἰδίᾳ <ἐπιστήμῃ> καί τέχνῃ ἐργασάμενον καί γεωργῆσαν τῶν πιστῶν τάς καρδίας εὐτρεπίσῃ τάς ὅλῳ θελήματι ἑαυτάς ἐπιδούσας τῷ πνευματικῷ γεωργῷ» κ.λπ.
[18] . Περί διαφόρων ἀποριῶν (Θεωρία εἰς τόν Μελχισεδέκ) PG 91, 1141A· «Ἀπάτωρ οὖν καί ἀμήτωρ καί ἀγενεαλόγητος, μήτε ἀρχήν ἡμερῶν, μήτε τέλος ζωῆς ἔχων, ἀναγέγραπται ὁ μέγας Μελχισεδέκ, ὡς ὁ ἀληθής τῶν θεοφόρων ἀνδρῶν τά περί αὐτοῦ διεσάφησε λόγος, οὐ διά τήν φύσιν τήν κτιστήν καί ἐξ οὐκ ὄντων, καθ΄ ἥν τοῦ εἶναι ἤρξατό τε καί ἔληξεν, ἀλλά διά τήν χάριν τήν θείαν καί ἄκτιστον καί ἀεί οὖσαν ὑπέρ πᾶσαν φύσιν καί πάντα χρόνον ἐκ τοῦ ἀεί ὄντος Θεοῦ, καθ΄ ἥν δι΄ ὅλου μόνην ὅλος γνωμικῶς γεννηθείς ἐπιγινώσκεται».
[19] . Πρός Μαρῖνον τόν ὁσιώτατον Πρεσβύτερον PG 91, 33A.B· «ἔφην μίαν ἐνέργειαν τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων, τήν πάντων ἐκθεωτικήν τῶν ἁγίων, τῆς ἐλπιζομένης μακαριότητος· τοῦ μέν Θεοῦ κατ’ οὐσίαν ὑπάρχουσαν, τῶν δέ ἁγίων κατά χάριν γεγενημένην», καί ἐπίσης Περί διαφόρων ἀποριῶν PG 91, 1253D· «Ἑτοίμους ὁ λόγος δι΄ ἐλπίδος καθίστησι τῇ παραδοχῇ τῆς τῶν ἀληθῶν ἀρχετυπίας ψυχωθῆναι καί γενέσθαι ζώσας εἰκόνας Χριστοῦ, καί ταὐτόν αὐτῷ μᾶλλον κατά τήν χάριν ἤ ἀφομοίωμα».
[20] . Ἔκθεσις δυσσεβημάτων 21, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 583 (ΕΠΕ 3, 522):«Ἀποβαλλόμεθα τούς λέγοντας τήν ἐπί τούς ἁγίους ἐκχεομένην χάριν καί ἐνέργειαν τοῦ Πνεύματος κτιστήν, ὅτι μή οὐσία τοῦ Πνεύματός ἐστιν».
[21] . JEAN-CLAUDE LARCHET, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 336.338ἑ.
[22] . Γ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, Οὐσία καί ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ κατά τόν Μέγαν Βασίλειον, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 193.
[23] . Πρωτοπρ. Γ. ΦΛΩΡΟΦΚΣΥ, «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ Πατερική Παράδοσις» ἐν Πανηγυρικός Τόμος ἑορτασμοῦ τῆς ἑξακοσιοστῆς ἐπετείου τοῦ θανάτου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Ἀρχιεσπικόπου Θεσσαλονίκης (1359-1959), ἐπιμελείᾳ Π.Κ. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1960, σελ. 248.
[24] . Περί θείας καί θεοποιοῦ μεθέξεως 3, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 139 (ΕΠΕ 3, 216): «Εἰ δέ ὥσπερ ἐν τοῖς κτίσμασι πᾶσιν οὕτω καί ἐν τοῖς ἁγίοις ἐστί, καί ὡς Θεός κατά τάς σοφάς ὑμῶν ἐπινοίας, καθάπερ ἐν τοῖς ἄλλοις τά κατάλληλα κτίζει , οὕτω κἀν τοῖς ἁγίοις τήν ἁγιότητα, τίς χρεία Χριστοῦ καί τῆς αὐτοῦ παρουσίας ; Τίς χρεία τοῦ κατ’ αὐτόν βαπτίσματος καί τῆς ἐξ αὐτοῦ προσγινομένης ἡμῖν ἐξουσίας τε καί δυνάμεως;».
[25] . Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Παλαμικά, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 175. 177: « Ἐάν τό Ἅγιον Πνεῦμα ἦτο κτίσμα, δέν θά κατελύετο μόνον τό τριαδικόν τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ἡ δυνατότης θεώσεως τῶν πιστῶν. Ἡ διδασκαλία τῶν ἀντιησυχαστῶν καί τῶν Λατίνων περί σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου διά κτιστῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἐρχομένη εἰς ἀντίθεσιν πρός βασικήν πατερικήν ἀρχήν, κατά τήν ὁποίαν ἡ ἀνακαίνισις καί θέωσις τοῦ ἀνθρώπου δέν συντελεῖται διά κτιστῶν μέσων, συνεκέντρωσε τά βέλη τοῦ Παλαμᾶ [...] Ἡ διδασκαλία τούτων [Βαρλαάμ, Ἀκινδύνου, Γρηγορᾶ] ἔρχεται καί πάλιν εἰς ἀντίθεσιν πρός τήν ἐμπειρίαν τῆς θεώσεως, τήν ὁποίαν διατηρεῖ ἡ Ἐκκλησία. Ὁ τρόπος κατά τόν ὁποῖον προσβάλλεται ἠ ἐκκλησιαστική αὕτη ἐμπειρία εἰς τήν προκειμένην περίπτωσιν εἶναι νέος»· δηλαδή, ἀντί τῆς κτιστότητος τῆς ὑποστάσεως (προσώπου) τοῦ Πνεύματος, προβάλλεται ὑπό τῶν αἱρετικῶν ἡ κτιστότης τῆς φυσικῆς ἐνεργείας Του.
[26] . Λόγος 34 (Εἰς τούς Αἰγύπτου ἐπιδημήσαντας) 12, PG 36, 252B.C· «Τολμῶ τι φθέγξασθαι, ὦ Τριάς· καί συγγνώμη τῇ ἀπονοίᾳ· περί ψυχῆς γάρ ὁ κίνδυνος [...] Οὐ πείθομαι τῷ ὁμοτίμῳ σῴζεσθαι. Eἰ μή Θεός τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, θεωθήτω πρῶτον, καί οὕτω θεούτω με τόν ὁμότιμον».
[27] . Α΄ Κορ. 6, 19· «Ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπό Θεοῦ, καί οὔκ ἐστε ἑαυτῶν;».
[28] . Α΄ Κορ. 3, 16· «Οὑκ οἴδατε ὅτι ναός Θεοῦ ἐστε καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;».
[29] . Περί θείας καί θεοποιοῦ μεθέξεως 4, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 140 (ΕΠΕ 3, 218): «Οὑ δυσωπῇ, ἄνθρωπε, λέγοντα τόν Ἀπόστολον “ὅτι τά σώματα ἡμῶν ναός τοῦ ἐν ἡμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστι ” ; Καί πάλιν, “ναός θεοῦ ἐστε καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν”; Ἆρα τό δουλικόν οἰκητήριον κατεδέξατο ἄν ποτε τῇ τοῦ ναοῦ προσηγορίᾳ τιμῆσαι;»
[30] . Πρωτοπρ. Θ. ΖΗΣΗΣ, Θεολόγοι τῆς Θεσσαλονίκης, Πατερικά 4, ἐκδ. «Βρυέννιος», Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 157.
[31] . Ἰω. 1, 16: «Καί ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καί χάριν ἀντί χάριτος».
[32] . Κολ. 2, 9.10: «ὄτι ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς, καί ἐστέ ἐν αὐτῷ πεπληρωμένοι».Βλ. καί Κολ. 1, 19· «ὅτι ἐν αὐτῷ εὐδόκησε πᾶν τό πλήρωμα κατοικῆσαι, καί δι΄ αὐτοῦ ἀποκαταλλάξαι τά πάντα εἰς αὐτόν».
[33] . Ἔκθεσις δυσσεβημάτων 29, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 584 (ΕΠΕ 3, 525ἑ.): «Ἀποβαλλόμεθα τούς λέγοντας κτίσμα τό λαμβανόμενον τοῖς ἁγίοις ἐκ τοῦ “κατοικοῦντος ἐν τῷ Χριστῷ πληρώματος τῆς θεότητος”, ὡς κτίσμα λέγοντας ἐντεῦθεν καί τό πλήρωμα ἐκεῖνο, ταὐτόν δ΄ εἰπεῖν, τήν θείαν τοῦ Χριστοῦ καί ἐνέργειαν καί φύσιν, καί ἀρειανούς ἐντεῦθεν ὄντας».
[34] . ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 3,1,3 ἐκδ. Χρήστου, τόμ. 1, 617ἑ.· «Ὅταν γάρ ἀκούσωμεν “ἐκ τοῦ Υἱοῦ” διδόμενον τό πνεῦμα [...] εἶτα καί τοῦ μεγάλου Βασιλείου λέγοντος [...] “ἐξέχεεν οὐκ ἔκτισεν” [...] ὦμεν δ’ ἀναπεπεισμένοι κτιστήν τήν χάριν εἶναι, τί ἐροῦμεν δίδοσθαι καί χαρίζεσθαι καί προχεῖσθαι διά τοῦ Υἱοῦ; Οὐκ αὐτό τό τήν χάριν ἐνεργοῦν ; [...] Ἆρ’ οὖν οὐ τοῦτ’ αὐτό ἐστιν ἄντικρυς τό τῶν Λατίνων φρόνημα, δι΄ ὅ τῶν τῆς καθ΄ ἡμᾶς ἐκκλησίας ἀπελήλανται περιβόλων, ὅτι οὐχ ἡ χάρις, ἀλλ’ αὐτό τό πνεῦμα τό ἅγιον κἀκ τοῦ Υἱοῦ πέμπεται καί διά τοῦ Υἱοῦ προχεῖται;».
[35] . Περί θείων ἐνεργειῶν 45, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 130 (ΕΠΕ 3, 196): «Ἔπειτα πόσου Λατίνους οἴει τιμήσασθαι τό δειχθῆναι τάς τῆς καθ΄ ἡμᾶς ἐκκλησίας βίβλους οὐκ ἀσφαλεῖς».
[36] . ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόνας λόγος τρίτος 34, PG 94, 1353BC· «Ταῦτα καί τά τοιαῦτα σέβω καί προσκυνῶ καί πάντα ναόν Θεοῦ ἅγιον καί πᾶν, ἐφ΄ ᾧ Θεός ὀνομάζεται, οὐ διά τήν αὐτῶν φύσιν, ἀλλά ὅτι θείας ἐνεργείας εἰσί δοχεῖα καί δι΄ αὐτῶν καί ἐν αὐτοῖς ηὐδόκησεν ὁ Θεός τήν σωτηρίαν ἡμῶν κατεργάσασθαι. Καί ἀγγέλους γάρ καί ἀνθρώπους καί πᾶσαν ὕλην τῆς θείας ἐνεργείας μέτοχον καί διακονησαμένην τήν σωτηρίαν μου σέβω καί προσκυνῶ διά τήν θείαν ἐνέργειαν. Οὐ προσκυνῶ Ἰουδαίοις· οὐ γάρ θείας εἰσίν ἐνεργείας μέτοχοι οὐδέ σκοπῷ τῆς ἐμῆς σωτηρίας τόν κύριον τῆς δόξης, τόν Θεόν μου, ἐσταύρωσαν, φθόνῳ δέ μᾶλλον καί μίσει πρός τόν Θεόν καί εὐεργέτην βαλλόμενοι».
[37] . Αὐτόθι 33, PG 94, 1352C· «Ὥσπερ τοίνυν ἀληθῶς εἰσι οὐ φύσει, ἀλλ’ ὡς τοῦ φύσει Θεοῦ μέτοχοι, οὕτως εἰσι προσκυνητοί, οὐχί φύσει, ἀλλ’ ὡς τόν φύσει προσκυνητόν ἐν ἑαυτοῖς ἔχοντες».
[38] . Ἔνθ’ ἀνωτ., 120.124
[39] . LUDWIG OTT, Fundamentals of Catholic Dogma, ἐπιμ. J.C.Bastible D.D., μεταφρ. P. Lynch, Roman Catholic Books, Fort Collins (Colorado) 1954, σελ. 334· «On the ground of this explanation of the Council of Trent, the character is to be defined as a real accidental being attaching to the soul, more exactly, as a supernatural quality entatively inhering in the soul [...] St. Thomas regards not the substance of the soul but the faculty of intellect as the subject or bearer of the character (similarly St. Bellarmine, Suarez)». Αὐτόθι, «In the writings of St. Augustine all the essential characteristics of the sacramental character appear: a) Its differentation and the separability from grace (“consecratio” in contra distinction to “satisfaction” or "vitae aeternae participatio”)».
[40] . F.N. MUTZ, «Ascetical Theology» ἐν The Catholic Encyclopedia, τόμ. 14, The Encyclopedia Press Inc., New York 1913, σελ. 616: «As is proved in dogmatic theology, our soul receives in justification supernatural habits [...] These supernatural powers (virtutes infusæ) are joined to the natural faculties or the acquired virtues (virtutes acquisitæ),constituting with them one principle of action». Αὐτόθι· «Imitation of Christ is the duty of all who strive after perfection. It lies in the very nature of this formation after the image Christ that the process is gradual and must follow the laws of moral energy» !
[41] . J.F. SOLLIER, «Supernatural Order» ἐν The Catholic Encyclopedia, τόμ. 14, The Encyclopedia Press Inc., New York 1913, σελ. 337· «Catholic theologians sometimes call supernatural the miraculous way in which certain effects, in themselves natural, are produced, or certain edowments (like man’s immunity from death, suffering, passion, and ignorance) that bring the lower class up to the higher though always within the limits of the created, but they are careful in qualifying the former as accidentally sumpernatural (supernaturale per accidens) and the latter as relatively supernatural (præternaturale)».
[42] . Πρωτοπρ. Γ. ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ Πατερική Παράδοσις», ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 249.
[43] . Βλ. ἀνωτέρω, ὑποσημείωση 24.
[44] . Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Κατά Ἀρειανῶν Λόγος Β΄, PG 26, 273A· «Ἄλλως γάρ, οὐκ ἄν γένοιντο υἱοί, ὄντες φύσει κτίσματα, εἰ μή τοῦ ὄντος φύσει καί ἀληθινοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα ὑποδέξονται. Διό, ἵνα τοῦτο γένηται, ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο, ἵνα τόν ἄνθρωπον δεκτικόν θεότητος ποιήσῃ».
[45] . ΑΓ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, Περί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας 4, PG 3, 376A.
[46] . Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Πρός Σεραπίωνα Θμούεως Ἐπίσκοπον 24, PG 25, 585C-588A· «Εἰ δέ τῇ τοῦ Πνεύματος μετουσίᾳ γινόμεθα κοινωνοί θείας φύσεως, μαίνοιτ΄ ἄν τις λέγων τό πνεῦμα τῆς κτιστῆς φύσεως, καί μή τῆς τοῦ Θεοῦ. Διά τοῦτο γάρ καί ἐν οἷς γίνεται, οὗτοι θεοποιοῦνται·εἰ δέ θεοποιεῖ, οὐκ ἀμφίβολον, ὅτι ἡ τούτου φύσις Θεοῦ ἐστι».
[47] . ΙΩ. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, Ἱστορία τῶν δογμάτων, τόμ. Β΄, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1969, σελ. 102ἑ. Βλ. καί σελ. 103· « ... τήν κοινωνίαν μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, τόσον ἐν τῷ Χριστῷ ὅσον καί ἐν τοῖς χριστιανοῖς, ἀπεκαθίστων [οἱ Ἀντιοχεῖς θεολόγοι, ἐκ τῶν ὁποίων προῆλθε ὁ αἱρεσιάρχης Νεστόριος] διά συσχετισμοῦ αὐτῶν ἐπί τοῦ ἐπιπέδου τῆς βουλήσεως, δεχόμενοι τόσον τόν Θεόν ὅσον καί τόν ἄνθρωπον ὡς ἰδιαιτέρως βουλητικά ὄντα».
[48] . Αὐτόθι, σελ. 198.
[49] . Γ. ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Ἁγία Γραφή - Ἐκκλησία - Παράδοσις, μτφρ. Δημ. Τσάμη, Γεωργίου Φλωρόφσκυ Ἔργα 1, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 46.
[50] . Βλ. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Παλαμικά, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 175· «Ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος εἰσχωρεῖ εἰς τήν ψυχήν τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή εἶναι ἄκτιστος. Οὑδέν κτίσμα δύναται νά ἑνωθῇ μετά τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς»· ἔνθα καί ἡ σχετική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Παλαμᾶ.
[51] . Βλ. Πρωτοπρ. ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, Πατερική Θεολογία, ἐπιμέλεια-σχόλια Μον. Δαμασκηνοῦ Ἁγιορείτου, ἐκδ. Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 28.
[52] . D . WENDEBOURG, Geist oder Energie ? Zur Frage der innergöttlichen Verankerung des christlichen Lebens in der byzantinischen Theologie, München 1980. Βλ. τήν σχετική διαπραγμάτευση στό Γ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, «Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ νεότερη δυτική θεολογία», ἐν Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμήνκαί μνήμην τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Γρηγορίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦΠαλαμᾶ, ἐκδ. Ἱ.Μ. Θεσσαλονίκης 1986, σελ. 220-222.
[53] . JEAN-CLAUDE LARCHET, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 344.
[54] . Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Παλαμικά, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 155.
[55] . Κατ΄ Εὐνομίου Λόγος 5, PG 29, 724ΑΒ· «Ἀνάξιος δέ ὁ λόγος περί Θεοῦ, τό γυμνήν καί ὥσπερ ἔρημον ἑαυτοῦ περιορᾶν τήν κτίσιν. Ἀλλ΄ οὔτε ἡ κτίσις οὕτως ἀθλία, οὔτε ὁ Θεός οὕτως ἀδύνατος, ὥστε τήν ἁγίαν μετάδοσιν μή διαπέμπειν ἐπί τά ποιήματα».
[56] . ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τό Ποιήσωμεν ἄνθρωπον 1, PG 44, 273B.D: «[...] δυνάμει ἡμᾶς ἐποίησεν ὁμοιωτικούς Θεοῦ [...] δύναμιν δούς πρός τό ὁμοιοῦσθαι Θεῷ [...] ἐπείχθητι γενέσθαι ὅμοιος Θεῷ, ἔνδυσαι Χριστόν».
[57] . Βλ. τήν σχετική πατερική σκέψη ἐν Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Α΄, ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1978, σελ. 488ἑἑ.
[58] . ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Λόγος κατηχητικός ὁ μέγας 6, PG 44, 29Β·«ἀνάπλεως δέ παρρησίας, αὐτῆς κατά πρόσωπον τῆς θείας ἐμφανείας κατατρυφῶν».ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως Β΄ 11 (25) PG 94, 916C· «Θεόν ἔχων οἶκον τόν ἔνοικον, καί αὐτόν ἔχων εὐκλεές περιβόλαιον, καί τήν αὐτοῦ περιβεβλημένος χάριν, καί τοῦ μόνου γλυκυτάτου καρποῦ τῆς αὐτοῦ θεωρίας κατατρυφῶν, οἷά τις ἄγγελος ἄλλος». Αὐτόθι, Β΄12 (26) PG 94, 924A· «πέρας τοῦ μυστηρίου, τῇ πρός Θεόν νεύσει θεούμενον· θεούμενον δέ, μετοχῇ τῆς θείας ἐλλάμψεως, καί οὐκ εἰς τήν θείαν μεθιστάμενον οὐσίαν».
[59] . Κατά Ἀρειανῶν 2, 61 PG 26, 277B· «... πάντων τῶν ἀνθρώπων ἀπολλυμένων κατά τήν παράβασιν τοῦ Ἀδάμ, πρώτη τῶν ἄλλων ἐσώθη καί ἠλευθερώθη ἡ ἐκείνου σάρξ, ὡς αὐτοῦ τοῦ Λόγου σάρξ γενομένη, καί λοιπόν ἡμεῖς, ὡς σύσσωμοι τυγχάνοντες, κατ΄ ἐκεῖνο σῳζόμεθα». Βλ. καί ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Λόγος εἰς τήν ξηρανθεῖσαν συκῆν 2 PG 96, 577C· «Ὡς μέγεθος ἰατρείας τήν αὐτοῦ θεότητα προσήνεγκεν τῇ φύσει τῆς ἀνθρωπότητος φάρμακον, φάρμακον ἐναργέστατον, φάρμακον παντοδύναμον. Αὕτη τό ἀσθενές σαρκίον, τῶν ἀοράτων ἀνέδειξε δυνατώτερον [...] ὁ χόρτος τῆς ἡμετέρας φύσεως ἑνωθείς τῷ πυρί τῆς θεότητος, ἀπρόσιτος τῷ διαβόλῳ γέγονε».
[60] . Χάρη καί ἐλευθερία κατά τήν πατερική παράδοση τοῦ ιδ΄ αἰώνα, Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη 9, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 129ἑ.
[61] . Πρβλ. Β΄Τιμ. 1, 9· ὁ Καθηγητής Τσελεγγίδης ἐπισημαίνει (αὐτόθι, 129): «Ἡ ἀφετηρία τῆς μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι λοιπόν προαιωνίως θεμελιωμένη στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος εἶναι καί τό πρωτότυπο τοῦ κατ’ εἰκόνα».
[62] . Περί τῆς διαφορᾶς τῆς πρό Χριστοῦ καί μετά Χριστόν ἐνεργείας τοῦ μονῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στούς ἀνθρώπους, βλ. Πρωτοπρ. Θ. ΖΗΣΗΣ, Ἑπόμενοι τοῖς θείοις Πατράσιν· ἀρχές καί κριτήρια τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, Πατερικά 1, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 135ἑ.
[63] . Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Κατ΄ Εὐνομίου Λόγος 5, PG 29, 728A.729Α· «καινή πάλιν ἡ κτίσις μεταλαμβάνουσα τοῦ Πνεύματος, οὗπερ ἐστερημένη πεπαλαίωτο [...] Εἰ δή καί κατ’ ἀρχήν ἐν Πνεύματι τά πάντα πεποίηται, καί ἀνακαινοῦται πάλιν ἐν Πνεύματι· μία καί ἡ αὐτή προφανῶς ἐνέργεια Θεοῦ δι΄ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι φαίνεται».
[64] . Ἔκθεσις δυσσεβημάτων 11, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 581 (ΕΠΕ 3, 522):«Ἀποβαλλόμεθα τούς λέγοντας διά τῆς τοῦ θείου Πνεύματος δυνάμεως μή δύνασθαι ὁρᾶν ἄκτιστόν τι τούς ἐν πνεύματι ὁρῶντας, ὡς εἰς αὐτήν τήν τοῦ θείου Πνεύματος δύναμιν ὑβρίζοντας».
[65] . Ἐκ τῶν Ἀναβαθμῶν τοῦ πλ. α΄ ἤχου ( Ὄρθρος Κυριακῆς τοῦ πλ. α΄ ἤχου στήν Παρακλητική), α΄ ἀντίφωνον.
[66] . Αρχιμ. ΧΡΙΣΤΟΔ. ΤΑΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 28.
[67] . Γ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, Οὐσία καί ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 122
[68] . Αὐτόθι, σελ. 123.
[69] . Ἐπιστολή 233 (Ἀμφιλοχίῳ ἐρωτήσαντι) 1, PG 32, 865B.C· «Ὁ μέντοι τῇ θεότητι τοῦ Πνεύματος ἀνακραθείς νοῦς, οὗτος ἤδη τῶν μεγάλων ἐστί θεωρημάτων ἐποπτικός, καί καθορᾷ τά θεῖα κάλλη, τοσοῦτον μέντοι, ὅσον ἡ χάρις ἐνδίδωσι, καί ἡ κατασκευή αὐτοῦ ὑποδέχεται».
[70] . Βλ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ, Θεός Λόγος καί ἀνθρώπινος λόγος· οἱ ἐνέργειες τῆς ψυχῆς στήν πατερική ἀνθρωπολογία, ἐκδ. Ἱ.Μ. Ἁγ. Διονυσίου, Ἅγιον Ὄρος 1998, σελ. 144ἑ.
[71] . Αὐτόθι, σελ. 293.
[72]. Α΄ Τιμ. 6, 16.
[73]. Ἰω. 1, 18. Πρβλ. καί Α΄ Ἰω. 4, 12· «Θεόν οὐδείς πώποτε τεθέαται».
[74]. Ἰω. 1, 14 καί Ματθ. 5, 8 καί Α΄ Ἰω., 3, 2. Πρβλ. Α΄Κορ. 13, 12 «τότε δέ [βλέψομεν] πρόσωπον πρός πρόσωπον» καί Ἰω. 14, 21.
[75]. Β΄ Πετρ. 1, 21.
[76]. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Ἀ. Γεωργίου καί Ἀπ. Φερετοπούλου, Ἀθῆναι 1886, σελ. 195: «... καί μή παρεκβαίνοντας τούς ἤδη τεθέντας ὅρους, ἤ τήν ἐκ τῶν Θεοφόρων Πατέρων παράδοσιν, ἀλλά καί εἰ γραφικός ἀνακινηθείη λόγος, μή ἄλλως τοῦτον ἑρμηνευέτωσαν, ἤ, ὡς ἄν οἱ τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρες καί διδάσκαλοι διά τῶν οἰκείων συγγραμμάτων παρέθεντο, καί μᾶλλον ἐν τούτοις εὐδοκιμείτωσαν, ἤ λόγους οἰκείους συντάττοντες, ἵνα μή, ἔστιν ὅτε, πρός τοῦτο ἀπόρως ἔχοντες, ἀποπίπτοιεν τοῦ προσήκοντος».
[77]. Λόγος εἰς τήν ὑπερένδοξον Μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ 12, 13· PG 96, 564C.565A· «Μεταμορφοῦται τοίνυν, οὐχ ὅ οὐκ ἦν προσλαβόμενος, ἀλλ’ ὅπερ ἦν τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς ἐκφαινόμενος, διανοίγων τούτων τά ὅμματα, καί ἐκ τυφλῶν ἐργαζόμενος βλέποντας [...] Μένων γάρ αὐτός ἐν ταυτότητι, παρ΄ ὅ τό πρίν ἐφαίνετο, ἕτερον νῦν τοῖς μαθηταῖς ἑωρᾶτο φαινόμενος [...] Καί ἔλαμψε τό πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τοῦ τόν ἥλιον ἐξουσίᾳ πολλῇ δαδουχήσαντος [...] Αὐτός γάρ ἐστι τό φῶς τό ἀληθινόν, τό ἐξ ἀληθινοῦ καί ἀΰλου φωτός ἀϊδίως γεννώμενον [...] ἀμήχανον γάρ ἀπαραλείπτως ἐν τῇ κτίσει τό ἄκτιστον εἰκονίζεσθαι».
[78]. Αὐτόθι, 2, PG 96, 548C· «Οὐκ ἔξωθεν ἡ δόξα τῷ σώματι προσεγένετο, ἀλλ’ ἔνδοθεν ἐκ τῆς ἀῤῥήτῳ λόγῳ ἡνωμένης αὐτῷ καθ΄ ὑπόστασιν τοῦ Θεοῦ Λόγου ὑπερθέου θεότητος».
[79]. Περί διαφόρων ἀποριῶν PG 91, 1076C· «... τῆς εἰκόνος ἀνελθούσης πρός τό ἀρχέτυπον [...] ὡς τῆς θείας ἐπειλημμένης ἐνεργείας, μᾶλλον δέ Θεός τῇ θεώσει γεγενημένης [...] διά τήν ἐκνικήσασαν αὐτήν χάριν τοῦ Πνεύματος καί μόνον ἔχουσαν ἐνεργοῦντα τόν Θεόν δείξασαν, ὥστε εἶναι μίαν καί μόνην διά πάντων ἐνέργειαν, τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀξίων Θεοῦ, μᾶλλον δέ μόνου Θεοῦ, ὡς ὅλου ὅλοις τοῖς ἀξίοις περιχωρήσαντος».
[80]. Ἐρωταποκρίσεις 190, ἐκδ. J. Declerck, Corpus Christianorum Series Graeca 10, Brepols-Turnhout 1982, σελ. 132· « ... καθ΄ ὅ μέν οὖν ἐστιν Υἱός τοῦ Θεοῦ ἀεί τήν δόξαν κέκτηται, κατά δέ τό γενέσθαι Υἱός ἀνθρώπου λέγεται ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ. Οὕτως γάρ ἐδόξασεν τήν προσληφθεῖσαν ἀνθρωπότητα, ὅτι ὥσπερ ἐν τῷ παθητῷ σώματι ὤν ὤφθη ἐν τῷ ὄρει μεταμορφωθείς, οὕτως ἡμεῖς ἐν τῇ ἀναστάσει ἄφθαρτον ἀπολαμβάνοντες σῶμα ἐσόμεθα».
[81]. Πρός Θαλάσσιον 61 (Σχόλιον 16), PG 90, 644D· «Ἀγέννητον (sic) εἶπε θέωσιν, τήν κατ΄ εἶδος ἐνυπόστατον τῆς θεότητος ἔλλαμψιν, ἥτις οὐκ ἔχει γένεσιν, ἀλλ’ ἀνεννόητον ἐν τοῖς ἀξίοις φανέρωσιν».
[82]. Πρός Ἀντίοχον Δούκα 28, PG 28, 616A· «Ὅθεν πρόδηλον ὅτι, οὐ τήν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ ἔβλεπον, ἀλλά τήν δόξαν».
[83]. Ψαλμ. 89, 8
[84]. Πρόκειται περί τοῦ β΄ ἰδιομέλου τῆς Λιτῆς τῆς 6ης Αὐγούστου, τῆς Μεταμορφώσεως, καί τοῦ β΄τροπαρίου τῆς θ΄ ᾠδῆς τοῦ Κανόνος τοῦ πλ. δ΄ ἤχου.
[85]. Ἁγιορειτικός Τόμος 4, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2, 572ἑ. (ΕΠΕ 3, 506): «Ὅστις τό ἐν Θαβωρίῳ τούς μαθητάς περιαστράψαν φῶς φάσμα λέγει καί σύμβολον τοιοῦτον, οἷον γίνεσθαι καί ἀπογίνεσθαι, ἀλλ’ οὐ κυρίως εἶναι καί οὐχ ὑπέρ πᾶσαν νόησιν, ἀλλά χείρω νοήσεως ἐνέργειαν, σαφῶς ἀντιφθέγγεται ταῖς τῶν ἁγίων δόξαις. Οὗτοι γάρ κἀν τοῖς ᾄσμασι, κἀν τοῖς συγγράμμασιν, ἀπόρρητον, ἄκτιστον, ἀΐδιον, ἄχρονον, ἄπλετον, ἄπειρον, ἀπεριόριστον, ἀγγέλοις καί ἀνθρώποις ἀθέατον, ἀρχέτυπον κάλλος καί ἀναλλοίωτον, δόξαν Θεοῦ, δόξαν Χριστοῦ, δόξαν Πνεύματος, ἀκτῖνα θεότητος καί τά τοιαῦτα προσαγορεύουσι».
[86] . Τά κατά τοῦ Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου κεφάλαια 1, ἐν Τριώδιον Κατανυκτικόν, ἐκδ. Ἰω. καί Σπ. Βελούδων, Ἐνετίῃσιν 1856, σελ. 140ἑ. «Τοῖς αὐτοῖς φρονοῦσι καί λέγουσι τό λάμψαν ἀπό τοῦ Κυρίου ἐπί τῆς θείας αὐτοῦ Μεταμορφώσεως φῶς, ποτέ μέν εἶναι ἴνδαλμα, καί κτίσμα, καί φάσμα ἐπί βραχύ φανέν καί διαλυθέν παραχρῆμα [...] μή ὁμολογοῦσι δέ, κατά τάς τῶν Ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα, μήτε κτίσμα εἶναι τό θειότατον ἐκεῖνο φῶς, μήτε οὐσίαν Θεοῦ, ἀλλ’ ἄκτιστον καί φυσικήν χάριν καί ἔλλαμψιν καί ἐνέργειαν ἐξ αὐτῆς τῆς θείας οὐσίας ἀχωρίστως ἀεί προϊοῦσαν. Ἀνάθεμα γ΄».
[87]. Πρωτοπρ. Γ. ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ Πατερική Παράδοσις», ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 251.