Εικόνα που παριστάνει τον Όσιο Συμεών τον Θαυμαστορείτη στην κολώνα που ασκήτευσε. Ο Όσιος περιβάλλεται από δύο αγγέλους, ενώ στη βάση της κολώνας η μητέρα του Μάρθα που ήταν υμνωδός. Στο βάθος φανταστική απεικόνιση των κτιρίων που είχαν χτιστεί γύρω από τον ασκητικό τόπο του Οσίου. Σπάνια ελληνική εικόνα του 1664. η λειψανοθήκη
Στον καιρό μας, όλος ο κόσμος μιλά και σκέφτεται για το τι κάνει η Ευρώπη, κ’ η Αμερική. Την Ανατολή την καϊμένη κανένας δεν τη συλλογίζεται, παρεκτός από το τι γίνεται με τα πετρέλαια ή με τα χαρέμια κάποιου έκφυλου σεΐχη ή άλλου άρχοντα, που τον κολακεύει η πονηρή λευκή ανθρωπότητα, για ν’ αγοράζει τα πετρέλαια που βγαίνουνε στη χώρα του και να του δίνει πολύ χρυσάφι, ώστε να κάνει το θεάρεστο έργο του, προς δόξαν του Ισλάμ. Τίποτ’ άλλο απ’ αυτά δε γνωρίζουνε για την Ανατολή οι πέρισσότεροι από τους σημερινούς ανθρώπους, τίποτα που να ‘χει κάποια σημασία για το πνεύμα μας. Όλα τα βλέπουμε μέσ’ από τα πονηρά κι αμαρτωλά ματογυάλια του Μαμωνά, του μεγαλοδύναμου Παρά.
Είπα λοιπόν να γράψω κάποια πράγματα για τη θρησκευτική κατάσταση που βρίσκεται σήμερα αυτή η γερασμένη μάννα της ανθρωπότητας, με τις χιλιάδες εκκλησιές και τα μοναστήρια της, τα τζαμιά της και τους μεβλεχανέδες της.
Θα ταξιδέψουμε σε κάποια μέρη, που δεν πολυσυχνάζουνται απο ξένους ανθρώπους, και που θαρρείς πως είναι σκεπασμένα μ’ έναν πέπλο, βυθισμένα σε βαθύ μυστήριο. Σε κάποιους απ’ αυτούς τους τόπους περπάτηξα κ’ εγώ, και καλά θα κάνω να γράψω όσα θυμάμαι απ’ αυτούς, πριν να τα σβήσει η λησμονιά.
Ας κάνουμε αρχή από τη Συρία, αυτήν τη σπουδαία χώρα που γέννησε τους σκληρότερους ασκητάδες, τον Τατιανόν τον Ασσύριον, τον Εφραίμ τον θρηνητικόν, που έχυσε ποτάμια δάκρυα για τις αμαρτίες του, τον Ιάκωβον τον μέγαν, τον Αλέξανδρον των Ακοιμήτων, τον αγγελόψυχον Ισαάκ, κι απάνω απ’ όλους τα δυό αγιασμένα τέρατα, τον Συμεών τον Στυλίτη και τον Συμεών τον Θαυμαστορείτη, που ανεβήκανε ο καθένας απάνω σε μια κολόνα και ζήσανε εκεί απάνω ως που γεράσανε, ακατάλυτοι από τη βροχή, από τα χιόνια κι από τη φλόγα του ήλιου. Της Συρίας γέννημα στάθηκε κι ο ένσαρκος άγγελος και φωστήρας του κόσμου άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, καθώς και ο θαυμάσιος άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Τ’ όνομα χριστιανοί το πήρανε πρώτοι οι χριστιανοί της Συρίας.
Οι Εβραίοι τη λέγανε Αράμ, από τον Αράμ, τον γυιό του Σήμ.
Σ’ αυτήν τη χώρα άνθισε πολύ η χριστιανική θρησκεία στ’ αρχαία χρόνια. Κατά τα βυζαντινά χρόνια η Συρία ήτανε η Ελλάδα της Ασίας και παντού μιλούσανε και διαβάζανε την ελληνική γλώσσα. Ωστόσο τώρα δε βλέπει κανένας άλλο από εκκλησίες ρημαγμένες κι από μοναστήρια που έχουνε καταντήσει σωροί από πέτρες. Τά περισσότερα από τ’ αρχαία μοναστήρια σβήσανε από το πρόσωπο της γης.
Σήμερα υπάρχουνε λίγοι χριστιανοί, που ζούνε ανάμεσα στους μωχαμετάνους. Ένα χωριό λεγόμενο Μαχαλούλα έχει μοναχά χριστιανούς, αλλά είναι κατολικοί (παπιστές), λέγονται όμως ελληνοκατολικοί. Λένε μάλιστα πως μιλάνε ακόμα την αραμαϊκή γλώσσα, που μιλούσε ο Χριστός.
Υπάρχει και μια περιφέρεια με μισό εκατομμύριο κατοίκους, που τη λένε Σαντάντ κ’ έχει εξ’ – εφτά εκκλησιές, άλλες συρορθόδοξες κι άλλες συροκατόλικες. Μια άλλη περιφέρεια λέγεται Τζερίρς, κ’ έχει κι αυτή κάμποσους χριστιανούς νεστοριανούς. Σ’ αυτήν τη χώρα βρίσκουνται σκόρπια κι ανάρια κάποια μεγάλα χτίρια χριστιανικά, όπως είναι το μοναστήρι του αγίου Μωϋσέως του Αιθίοπος, που το λένε οι ντόπιοι Μάρ Μούσσα Χαμπασί, το Μάρ Γιακούμπ, ήγουν του αγίου Ιακώβ, το Μάρ Τζιργκί, ήγουν του αγίου Γεωργίου. Σ’ αυτά τα μέρη άλλη φορά ανθούσε ο μοναχικός βίος, ενώ τώρα είναι σαν πεθαμένα. Πιο ζωντανό είναι ένα μοναστήρι ελληνορθόδοξο, που το λένε Παναγία Σαιντνάγια, φημισμένο από τον καιρό που είχανε πάγει στην Ανατολή οι Σταυροφόροι. Τη θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου την προσκυνούσανε χριστιανοί κι Αγαρηνοί, κι αυτή η εικόνα σώζεται ως τα σήμερα, φυλαγμένη μέσα σ’ ένα παρεκκλήσι κάτ’ από τη γη, που είναι γεμάτο από εικόνες. Όποιος θέλει να μπει μέσα για να προσκυνήσει, πρέπει να βγάλει τα παπούτσια του. Το μοναστήρι βρίσκεται απάνω από ένα χωριό που βρίσκεται στη Δαμασκό, και είναι χτισμένο σε χίλια τετρακόσια μέτρα πάνω από τη θάλασσα.
Αυτά τα λιγοστά μοναστήρια είναι ό,τι απόμεινε στη Συρία, που στάθηκε η μάννα του μοναχισμού στην Ανατολή, κι απ’ αυτή μεταδόθηκε ο μοναχισμός στις γύρω χώρες. Οι ασκητές άλλη φορά ήτανε αμέτρητοι, και ζούσανε στον μεγάλο κάμπο της Απαμείας, στις ερημειές της Χαλκίδας, κι απάνω στο σκληρό βουνό που λέγεται Αμανός. Στα μοναστήρια και στις πολιτείες μιλούσανε και διαβάζανε ελληνικά. Οι περισσότεροι μοναχοί ήτανε μονοφυσίτες κ’ Ιακωβίτες. Στα βορινά μέρη ακμάσανε τα μοναστήρια του Ευσεβωνά, της Τελέντα, του Κεννεσρίν κι άλλα.*
Διαβόητοι σ’ όλη τη χριστιανοσύνη σταθήκανε οι φοβεροί ασκητές Συμεών ο Στυλίτης και Συμεών ο εν τω Θαυμαστώ Όρει.
Ο πρώτος γεννήθηκε κοντά στο σημερινό Χαλέπι, κατά τα 389 μ.Χ., και πήγε απ’ όξω από την Αντιόχεια κι ανέβηκε απάνω σε μία κολόνα και δεν κατέβηκε απ’ αυτή επί τριανταεφτά χρόνια. Στην αρχή η κολόνα είχε ύψος έξι οργυιές, ύστερα την έκανε δώδεκα οργυιές, έπειτα εικοσιδυό, και στο τέλος τριανταέξ οργυιές, δηλαδή εικοσιένα μέτρα. Η αγιωσύνη του κατατρόμαξε τον κόσμο, όχι μοναχά στην Ανατολή, αλλά και στη Δύση, μέχρι τη Σπάνια, τη Γαλλία και τη Βρεττανία, απ’ όπου πηγαίνανε να τον προσκυνήσουνε πλήθος χριστιανοί, ανακατεμένοι με Άραβες, με Έλληνες, με Πέρσες. Κοιμήθηκε στα 459 μ.Χ., σε ηλικία 70 χρονών.
Ο δεύτερος μέγας στυλίτης ονομάστηκε Θαυμαστορείτης, επειδής έστησε τον στύλο του σ’ ένα βουνό που το λέγανε Θαυμαστόν Όρος και που στέκεται από πάνω από τον Ορόντη ποταμό, στο μέρος που χύνεται στη θάλασσα. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια, και πέθανε απάνω στην κολόνα στα 592 μ.Χ.
Ο πρώτος Συμεών λέγεται και ο εν τη Μάνδρα, επειδή γύρω στην κολόνα του φτιάξανε μια μάντρα, ένα περιτοίχισμα, και μέσα ήτανε μοναστήρι με κελλιά, που ασκητεύανε πολλές ψυχές οπού τις κυβερνούσε απάνω από το στύλο.
Μετά την κοίμησή του, πιάσανε και μαλώσανε ποιος θα πάρει το λείψανό του, το Πατριρχείο της Αντιόχειας ή ο λαός που κατοικούσε γύρω στη Μάντρα. Στο τέλος το πήρε ο πατριάρχης Μαρτύριος. Μα ύστερ’ από λίγα χρόνια το άγιο λείψανο έστειλε και το πήρε ο αυτοκράτορας Λέων, στα 471, και το πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου χτίστηκε κ’ εκκλησιά, για να φυλαχτεί μέσα σ’ αυτή.
Πλην, ο λαός είχε μάθει να πηγαίνει να προσκυνά τον άγιο στο μέρος που βρισκότανε ο στύλος του, και, μ’ όλο που το λείψανό του βρισκότανε στην Πόλη, οι προσκυνητές πηγαίνανε στην κολόνα. Για τούτο ο βασιλιάς Ζήνων, λίγα χρόνια πριν από τα 500 μ.Χ., έστειλε κάποιους σπουδαίους μαστόρους και χτίσανε τη φημισμένη βασιλική του αγίου Συμεών, δηλαδή μία μεγάλη εκκλησιά δίχως τρούλλο, που σώζουνται τα ερείπιά της ίσαμε τα σήμερα.
Αυτό το χτίριο είναι από τα πιο σπουδαία που φιλοτέχνησε η χριστιανική τέχνη, κ’ είναι κανωμένο σε ύφος βυζαντινοσυριακό. Φαίνεται πως δουλέψανε και ντόπιοι τεχνίτες μαζί με τους Έλληνες της Πόλης.
Η τοποθεσία που βρίσκεται είναι θαυμάσια, απάνω σε μιαν από τις κορφές του βουνού Τζέμπελ Σεΐκ Μπαρακάτ, που πήρε τ’ όνομα του αγίου και το λένε τώρα Τζέμπελ Σέμ – άν. Στα πόδια του απλώνεται ο κάμπος της Αντιόχειας, ίσαμε το καταπράσινο βουνό Κούρτ Ντάγ, που θα πει Λυκοβούνι. Από την άλλη μεριά θαυμάζει, εκείνος που στέκεται στην κορφή, τα παρακλάδια του Αμανού που σκαλώνουνε από τη θάλασσα.
Απάνω σε μια τέτοια εξαίσια βίγλα είναι χτισμένη η μεγάλη εκκλησιά του αγίου Συμεών, πελώριο χτίριο, που κ’ οι ρεπιασμένοι τοίχοι, που στέκουνται όρθιοι ακόμα, κάνουνε τον άνθρωπο ν’ απομείνει βουβός από τον θαυμασμό.
Το μεγαλόπρεπο αυτό χτίριο είναι χτισμένο γύρω από την κολόνα του αγίου, κ’ έχει την εξωτκή όψη που έχει ο ναός του Μπαλμπέκ. Δεν είναι καλά – καλά ένα χτίριο, αλλά πολλά, δεμένα μεταξύ τους, ολόκληρη πολιτεία. Παρεκτός από την εκκλησιά, έχει ευρύχωρα χτίρια, που χωρούσανε χιλιάδες προσκυνητές, μοναστήρι με πλήθος κελλιά, βαπτιστήριο, ξενώνες, αυλές, βρύσες, στέρνες κλπ. Η επιφάνεια που σκέπαζε μπορεί να λογαριαστεί ως δώδεκα χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα. Άρχισε να χτίζεται στα 476 και τέλειωσε στα 490. Ζαλίζεται κανένας βλέποντας τα χαλάσματα, φαντάσου τι ήτανε αυτό το αγλαόμορφο τεχνούργημα τον καιρό που ήτανε απείραχτο. Για να γίνει μέσα σε τόσα λίγα χρόνια, θα χρειάστηκε να δουλεύουνε μέρα – νύχτα χιλιάδες εργάτες, μαστόροι, αρχιμαστόροι, σιδεράδες, μαραγκοί, μαρμαράδες, κάθε λογής τεχνίτες. Σίγουρα, η βασιλική του αγίου Συμεών είναι το αριστούργημα της συριακής αρχιτεκτονικής, κ’ η μεγαλοπρέπειά του είναι ανώτερη από κάθε άλλο χτίριο της χριστιανωσύνης, παρεκτός της Αγίας Σοφίας. Μπορεί να πει κανένας πως η βασιλική του αγίου Συμεών του Στυλίτου είναι η βαθειά και ατράνταχτη πίστη της Ανατολής κανωμένη ναός.
Τον καιρό που χτίστηκε το χτίριο, η κολόνα στεκότανε στη μέση της εκκλησιάς. Σήμερα σώζεται μοναχά η βάση της, κατατσακισμένη κι αυτή από τη μανία που έχουνε οι προσκυνητές, να παίρνουν ένα κομμάτι μάρμαρο για φυλαχτό.
Ολόγυρά της είναι μιαν αυλή με οχτώ γωνιές, που έχει οχτώ μεγάλες καμάρες. Οι τέσσερις, που κοιτάζουν στα τέσσερα σημεία του κόσμου, βγάζουνε σε τέσσερα μεγάλα χτίρια, σε τέσσερις βασιλικές. Η πιο μεγάλη βρίσκεται κατά την Ανατολή και τελειώνει σε τρεις χιβάδες (αψίδες, κόγχες). Αυτή είναι η εκκλησιά που γινόντανε οι λειτουργίες.
Όλα τα χτίρια είναι στολισμένα με σκαλιστά μάρμαρα, κ’ είναι χτισμένα με μεγάλες πελεκητές πέτρες. Υπάρχουν εικοσιεφτά πόρτες, που οδηγούνε όλες στο ιερό βήμα της μεγάλης βασιλικής.
Αυτό το μέγα αριστοτέχνημα γκρεμνίστηκε από κάποιον μεγάλον σεισμό, κ’ οι άνθρωποι τ’ αποτελειώσανε, γιατί οι διάφορες φυλές μαλώνουνε ολοένα η μιά με την άλλη. Το μέρος που έπαθε την πιο μεγάλη ζημιά είναι εκείνο που βλέπει κατά το βασίλεμα του ήλιου.
Η Κυβέρνηση της Συρίας αποφάσισε να στεριώσει τα πολύτιμα αυτά ερείπια και να τα συντηρήσει, καθαρίζοντάς τα από τα χώματα και από τις πέτρες που είναι σωριασμένες ανάμεσά τους, κι αυτή την εργασία τη διευθύνει ο Σελήμ μπέης Αμπντουλάκ. Το σπουδαίο αυτό έργο τέλειωσε στα 1959, που γιορτάσανε οι Συριάνοι τα χίλια πεντακόσια χρόνια από την κοίμηση του αγίου Συμεών, με λειτουργίες και μεγάλες τελετές. Σ’ αυτές τις γιορτές, συντρέξανε χιλιάδες προσκυνητές, όχι μοναχά χριστιανοί από κάθε φυλή και από κάθε δόγμα, αλλά και μουσουλμάνοι, που προσκυνήσανε όλοι με τον ίδιο σεβασμό και θαυμασμό τον άγιο Συμεών τον Στυλίτη, το μέγα και αγιώτατο τέρας που το κατέφαγε ο ζήλος κ’ η αγάπη του Χριστού.
Οι δύο στυλίτες, Συμεών ο εν τη Μάνδρα και Συμεών ο Θαυμαστορείτης, σταθήκανε οι τύποι και υπογραμμοί σ’ ένα πλήθος στυλίτες που φανερωθήκανε στην Ανατολή και που απ’ αυτούς οι πιο φημισμένοι ήτανε Δανιήλ ο εν τω Ανάπλω, Αλύπιος ο Κιονίτης, Λάζαρος ο Γαλησιώτης, Λουκάς ο εν Χαλκηδόνι κι άλλοι. Από την Ανατολή αυτός ο τρόπος άσκησης πέρασε και στην Ελλάδα, όπου φανήκανε κάμποσοι στυλίτες, όπως είναι ο Λουκάς ο εν Αιγιαλία, ένας άλλος που ήτανε φωλιασμένος απάνω στους στύλους του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα κι άλλοι. Κατά τα συναξάρια, υπήρχανε και κάποιες γυναίκες στυλίτισσες.
Παρεκτός από τις κολόνες, που βάζανε κάποιους τεχνίτες μαρμαράδες και τους φτιάνανε όσοι θέλανε να γίνουνε στυλίτες, οι περισσότεροι απ’ αυτούς βρίσκανε ευκολα καμμιά παλιά, γιατί εκείνον τον καιρό στις χώρες της Ανατολής υπήρχανε πολλές, πεσμένες κάτω ή όρθιες, σε κάθε μέρος, επειδής ήτανε πολλά τ’ αρχαία ειδωλολατρικά χτίρια που γκρεμνιστήκανε και ρημάξανε. Σήμερα όμως, μ’ όλο που οι κολόνες, που απάνω τους ήτανε ανεβασμένοι οι στυλίτες, ήτανε κάμποσες, δεν υπάρχει μήτε μια όρθια στη θέση της. Λιγοστές βρίσκουνται κομματιασμένες και πεσμένες στη γη, κοντά στη βάση τους, που συχνά ήτανε πελεκημένη στον βράχο. Καμμιά φορά κείτεται χάμω, πεταμένο και σπασμένο, και το κολονοκέφαλο.
Κοντά στο χωριό Κάφρ Ντεριάν βρίσκεται ένα χαμοβούνι λεγόμενο Ελ – Ντεΐρ, που θα πει «το μοναστήρι», κι απάνω σ’ αυτό φαίνουνται τα χνάρια από ένα μάντρωμα κανωμένο με πέτρες. Μέσα σ’ αυτήν τη μάντρα στέκεται ένα χτίριο από πελεκητές πέτρες, σχεδόν ολότελα απείραχτο. Λείπει μοναχά η ξύλινη σκεπή του, που σάπισε. Έχει δύο πατώματα.
Σε λίγα πατήματα από αυτό το χτίριο βρίσκεται μία σπασμένη κολόνα, πεσμένη χάμω, κομμένη σε τρία κομμάτια. Όλη μαζί θα’ ναι ως οχτώ μέτρα. Είναι φανερό πως απάνω σ’ αυτήν ασκήτεψε ένας στυλίτης. Το κεφαλοκόλονο λείπει. Αλλά η βάση της κολόνας υπάρχει, γιατί ήτανε σκαλισμένη πάνω στον βράχο. Γυρω της έχει ένα αυλάκι σαν δρόμο, σκαμμένον μέσα στον βράχο. Κανένας δεν ξέρει ποιος ήτανε αυτός ο στυλίτης.
Στη Συρία βρίσκουνται πολλά ρεπιασμένα χτίρια από μεγάλα μοναστήρια. Τα περισσότερα είναι στον κάμπο της Ντάνα.
***
Ύστερ’ από τη Συρία, ας πάμε στον Λίβανο, σ’ αυτήν τη χώρα με τις έμορφες τοποθεσίες.
Ο Λίβανος είναι ένας θρησκευτικός τόπος, γεμάτος εκκλησιές, μοναστήρια κι ασκηταριά, ιδίως στα βορινά, που ζούνε οι περισσότεροι χριστιανοί. Η φύση μοιάζει σε πολλά με τη δική μας, χαρούμενη και φωτοπλημμυρισμένη. Όπως στα δικά μας τα βουνά, βλέπεις κ’ εκεί ξωκκλήσια και μοναστήρια χτισμένα πάνω στις ράχες.
Τα μοναστήρια είναι αντρικά και γυναικεία, άλλα ορθόδοξα, άλλα παπικά.
Στις πολιτείες, οι εκκλησιές και τα τζαμιά είναι ανακατεμένα, κι ακούει κανένας μαζί τις καμπάνες που χτυπούνε από τα καμπαναριά και τους μουεζίνηδες που ψέλνουνε από τους μιναρέδες.
Σ’ αυτήν τη χώρα ο Έλληνας νοιώθει σαν να βρίσκεται στην πατρίδα του. Τόσο μυρίζει παντού ελληνική πνοή, που κρατά από τα παλιά χρόνια. Σήμερα ολοένα ζωντανεύει περισσότερο στον Λίβανο η αγάπη για τη βυζαντινή παράδοση. Πριν από λίγα χρόνια, είχα έναν μαθητή Λιβανέζο, που ήρθε κοντά μου για να μάθει την τέχνη της αγιογραφίας και τώρα εργάζεται στη βυζαντινή αγιογραφία, τον αγαπητό Νικόλα Μαζνταλάνι.
Ο Λίβανος είναι σήμερα ένα μικρό κράτος μ’ ενάμισυ εκατομμύριο ψυχές, χριστιανούς και μωχαμετάνους. Οι χριστιανοί είναι από διάφορα δόγματα. Μαρωνίτες, ελληνορθόδοξοι, ελληνοκατόλικοι, συροκατόλικοι, νεστοριανοί, Χαλδαίοι. Οι μωχαμετάνοι πάλι είναι Σουνίτες, Ντρούσοι, Κούρδοι, Μετουάλοι, Αλαουνίτες. Το καλό είναι πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι, με τις διαφορετικές θρησκείες, ζούνε ειρηνικά μεταξύ τους.
Σ’ αυτήν τη χώρα άνθισε ένας από τους πιο αρχαίους πολιτισμούς, με τους θαλασσοπόρους Φοίνικες, που πρώτοι βγήκανε όξω από τη Μεσόγεια Θάλασσα, περνώντας τις Στήλες του Ηρακλέα, το σημερινό Τζιμπραλτάρ. Τα καράβια τους τα σκαρώνανε με ξύλα από τα κέδρα του βλογημένου Λίβανου. Σ΄αυτήν την ακροθαλασσιά βρισκόντανε οι παμπάλαιες πολιτείες Βύβλος, Τύρος, Σιδών. Τώρα, τα πιο σπουδαία λιμάνια είναι η Βηρυττός (το Μπεϊρούτ) κ’ η Τρίπολη (Ταραμπουλούς). Στα έμορφα βουνά της, στον Λίβανο και στον Αντιλίβανο, κατοικούσανε οι Μαρνταΐτες, που επαναστατούσανε καταπάνω στους Βυζαντινούς βασιλιάδες.
Τον καιρό που ξεμπαρκάρανε στην Ανατολή οι ληστάδες Σταυροφόροι, πήρανε με το μέρος τους τους Μαρωνίτες, και τους κάνανε κατόλικους. Ύστερ’ από τους Σταυροφόρους, πατήσανε τον Λίβανο άλλοι καταχτητές, οι Τούρκοι κ’ οι Μαμελούκοι, που τους υποστηρίξανε οι Ντρούσοι. Οι Έλληνες όμως είχανε πάντα μεγάλη επίδραση στην ιστορία αυτής της χώρας, κ’ έχουνε ίσαμε σήμερα.
Στον Λίβανο, όπως είπαμε, άνθισε η θρησκευτική ζωή, από τα παλιά χρόνια ως τα σήμερα. Παντού βλέπει κανένας εκκλησιές, μοναστήρια, αρχαία ασκηταριά, προσκυνήματα, τζαμιά, μιναρέδες, τεκέδες, μεχλεβανέδες. Σε πολλές σπηλιές φωλιάζανε ασκητάδες κι αναχωρητές, κι απομείνανε τα ονόματά τους. Μάρ Ηλίας, Μάρ Σελουάν, Μάρ Λίσα, Μάρ Σαλίτα, κι άλλα. Σώζουνται ακόμα εδώ κ’ εκεί τοιχογραφίες βυζαντινής τέχνης, όπως στο Ντεΐρ Σαλίμπ.
Ένα άλλο μοναστήρι πιο ζωντανό είναι το Γκανουμπίν. Αλλά κι αυτό ζωντανεύει μια φορά το χρόνο, στις 15 Αυγούστου που γίνεται η πανήγυρη. Είναι χτισμένο μέσα στο βράχο, κ’ η εκκλησιά και τα κελλιά είναι σκοτεινά. Οι καλόγεροι ζούνε κοινοβιακά κατά τους κανόνες του αγίου Βασιλείου, με μεγάλη νηστεία και αυστηρότητα. Είναι στολισμένοι με την αρετή της ταπείνωσης και με την ευλογία της φιλοξενίας. Σ’ ένα διαμέρισμα της μονής πηγαίνει και κάθεται ο πατριάρχης, μαζί με λίγους επίσκοπους. Άλλη φορά είχε τρακόσιους μοναχούς, τώρα έχει μοναχά καμμιά εικοσαριά. Τ’ όνομα του Γκανουμπίν είναι από την ελληνική λέξη «κοινόβιον». Αλλά, μέρα με τη μέρα, ρημάζει κι αυτό.
Σήμερα βρίσκουνται σε καλή κατάσταση τα μαρωνίτικα μοναστήρια, όπως είναι το Ντεΐρ ελ Γκαλαά, που είναι χτισμένο πάνω στα χαλάσματα ενός ναού του Βάαλ, το Μαρσάγια, από πάνω από το Μπεϊρούτ, το Λουϊζέχ, και, προ πάντων, το Ανάγια, που έχει το θαυματουργό λείψανο ενός ασκητή, που τον λένε Χαρμπέλ Μακλούφ και που πέθανε στα 1898. Το λείψανό του διατηρείται απείραχτο, και το προσκυνούνε χριστιανοί και μωχαμετάνοι.
Όλοι οι ρασοφόροι, προ πάντων οι καλόγεροι, είναι πολύ τιμημένοι στον Λίβανο. Αλλά ο καθολικισμός, με το πρακτικό πνεύμα του και με την οργάνωση που βάζει παντού, έχει παραμορφώσει τον μοναχικό βίο, όπως τον καταλάβαινε η Ανατολή, και τώρα οι μοναχοί αυτών των μοναστηριών επιδίνουνται σε έργα κοινωνικά, στις ενορίες, στα σκολειά, στα κηρύγματα, και μ’ αυτόν τον τρόπο, σιγά – σιγά, οι αληθινοί καλόγεροι κοντεύουνε να χαθούνε. Κ’ οι μετρητοί που απομείνανε δεν επιδίνουνται πολύ στα πνευματικά χρέη τους, επειδή κάνουνε κάποιες χειρωναχτικές δουλειές για να ζήσουνε κι όχι άσκηση. Ο πνευματικός ξεπεσμός τους φαίνεται κι από τις ιταλιάνικες χαλκομανίες που έχουνε για εικόνες. Απ’ αυτήν τη μεριά βρίσκουνται σε πολύ χειρότερη κατάσταση από τους δικούς μας.
Ανάμεσα στους χριστιανούς του Λιβάνου, την πρώτη θέση έχουνε οι Μαρωνίτες. Δεύτεροι έρχονται οι ελληνορθόδοξοι, που τους λένε γκρεκ – ορτοντόξ και που βρίσκουνται κοινωνικά σε ανώτερη θέση, μ’ όλο που είναι λίγοι. Αυτοί είναι προσκολλημένοι στην αρχαία ορθόδοξη παράδοση, και τιμούνε πολύ την ελληνική Εκκλησία και γενικά τους Έλληνες, που τους θεωρούνε σαν αδελφούς τους.
Ανάμεσα στους μαθητές μου είναι ο νέος Λιβανέζος που είπα, ο Νικόλας Μαζνταλάνι, που είναι φανατικός στη βυζαντινή αγιογραφία, και αγωνίζεται να μεταφυτέψει πάλι το απέθαντο δέντρο της στην όμορφη πατρίδα του, εκεί που άνθισε άλλη φορά. Όπως μου γράφει αυτό το συμπαθέστατο πνευματικό τέκνο μου, που το στολίζει η ανατολίτικη ευγνωμοσύνη, και που δούλεψε κοντά μου με τόσον αγνόν ενθουσιασμό, το έργο του ολοένα στερεώνεται, κ’ οι ψυχές δέχουνται το βλογημένο φως της ορθόδοξης παράδοσης.
Πριν να τελειώσουμε για τον Λίβανο, πρέπει να πούμε δυο λόγια για το μοναστήρι του Μπαλαμέντ, που έχει την αρχαία θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, κ’ είναι χτισμένο απάνω σ’ έναν βράχο. Η εκκλησιά του είναι βυζαντινή. Άλλη φορά οι μοναχοί του ήτανε γραμματισμένοι στα θεολογικά, κ’ είχε μια βιβλιοθήκη με πολλά βιβλία. Τώρα έχει πολύ λίγα, και τα σπουδαιότερα είναι κάτι χειρόγραφα, γραμμένα στην αραβική γλώσσα και στολισμένα με εικονογραφίες σε βυζαντινό ύφος.
Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας βρίσκεται στο αριστερό μέρος του τέμπλου, κ’ είναι σκεπασμένη από αφιερώματα. Είναι βυζαντινής τέχνης και φαίνεται πως είναι έργο του Ι’ ή ΙΒ’ αιώνα. Ίσως να είναι φερμένη από την Πόλη.
Υπάρχουνε στην εκκλησία αυτή και άλλες λιγοστές εικόνες, αλλά είναι κατά πολύ νεότερες, πλην δουλεμένες σε λαϊκό βυζαντινό ύφος και μ’ ελληνικές επιγραφές.
* Όποιος θέλει να μάθει περισσότερα για τα μοναστήρια της Συρίας, ας διαβάσει το βιβλίο μου «Ο μυστικός κήπος.»
***
ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
ΕΡΓΑ
Ε’
ΠΕΔΡΟ ΚΑΖΑΣ,
ΒΑΣΑΝΤΑ
ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΕΣ
Γ’ ΕΚΔΟΣΗ (1986)
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ «ΑΣΤΗΡ» ΑΛ. & Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
σελ. 339-348
Πηγή: Αβέρωφ