«Ὅποτε καθίσω καὶ λογαριάσω τί γερό, τί ἀκατάλυτο ἔχω στὴν βιβλιοθήκη μου,
τί θὰ μποροῦσα νὰ πιάσω σὲ μίαν ὥρα ἀνάγκης καὶ νὰ στυλωθῶ, πιάνω τὸν Κόντογλου…»
(Γιῶργος Ἰωάννου)
Στὶς 13 Ἰουλίου τοῦ 1965 κλείνει γιὰ πάντα τὰ μάτια του ὁ Φώτης Κόντογλου, ὁ Δάσκαλος τοῦ Γένους, ὁ «ἀρχαῖος» ἄνθρωπος τῆς Ἀνατολῆς. Κατὰ τὸ ξόδι του, ὁ τότε ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κυρὸς Χρυσόστομος, εἶπε μεταξὺ ἄλλων: «Τοιοῦτον ἄνδρα προπέμπομεν σήμερον, ἀδελφοί, ἄνδρα, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ καταταγή, χωρὶς ὑπερβολήν, μεταξὺ τῶν ἁγίων καὶ ὁμολογητῶν τῆς Πίστεως. Διότι οἱ ὁμολογηταὶ τῆς Πίστεως αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκαμνον, ὅ,τι ἔκαμνε καὶ ὁ ἀείμνηστος Φώτιος. Ἐστάθη εὐθυτενής, ἐστάθη γενναῖος ἀπέναντι τῶν πολεμίων τῆς Ὀρθοδόξου ἠμῶν Πίστεως καὶ ἐγκατάλειψεν εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν μίαν παράδοσιν, ἀλλὰ καὶ…
γραπτὸν λόγον, ἴνα ἡ νεωτέρα γενεὰ ἐκπαιδεύεται εἰς τὰ ἑλληνοχριστιανικὰ νάματα…».
Ὅταν αὐτὰ λέγονται ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Χατζησταύρου, Μακεδονομάχου, ἀρχιδιακόνου καὶ δεξὶ χέρι τοῦ ἐθνοϊερομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης ἀλλὰ καὶ προμάχου καὶ ὑπερασπιστὴ τῆς ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας, τότε «τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων»;
Ὄντως ἔζησε ὀσιακά, ὀρθόδοξα ὁ μαστρο-Φώτης, ποὺ φέτος τιμᾶμε τὰ 50 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμησή του.
Ἀφήνουμε ὅμως τὸν ἴδιο νὰ διηγηθεῖ τὸν βίο καὶ τὴν πολιτεία του, σὲ ἐπιστολή του στὶς 5 Αὐγούστου τοῦ 1964 στὸν ἐπίσης μακαριστὸ γέροντα Θεοκλητὸ Διονυσιάτη. Περιλαμβάνεται στὴν ἐξαίρετη ἔκδοση τοῦ Ἱεροῦ Κοινοβίου Ὁσίου Νικοδήμου Πενταλόφου Παιονίας Κιλκίς, «Ὁ Φώτης Κόντογλου στὴν τρίτη διάστασή του». (Γουμένισσα 2003, σελ. 64-66):
«Εἰς τὴν ζωήν μου, ποτὲ δὲν ἐσκέφθην διὰ τὴν ἐξασφάλισίν μας οἰκονομικῶς. Μοῦ ἦλθαν καὶ μοῦ ἔρχονται εὐκαιρίαι διὰ νὰ ἀποκτήσω πολλὰ χρήματα (προτάσεις ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸν νὰ ζωγραφήσω ναοὺς καὶ μέγαρα, δι’ ἐκδόσεις βιβλίων προπάντων κοσμικῆς γνώσεως καὶ τέχνης, διὰ δημοσιεύματα παντὸς εἴδους, ἱστορικά, λαογραφικά, αἰσθητικά, περιγραφικὰ ταξειδίων, κλπ). Τίποτε δὲν δέχομαι. Θέλω νὰ μείνω ἀκτήμων καὶ ν’ ἀποθάνω τοιοῦτος. Ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ μὴν συνδέεται μὲ τίποτα μὲ τοῦτον τὸν κόσμον. Οὔτε εἰς τὴν Ἀκαδημίαν δὲν ἐδέχθην νὰ ἔμπω, παρ’ ὄλας τὰς προσκλήσεις ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν. Ὄχι ἀξιώματα. Ὄχι πρωτοκαθεδρίαι. Ἐπάνω εἰς τὸ ἰκρίωμα ἐργάζομαι σκληρῶς, ἱδρώνω, τσακίζομαι, ἀκόμα σήμερα, μὲ πόδι τσακισμένο.
Πέρασα τὸ ἥμισυ τῆς ζωῆς μου ἐπάνω στὴν σκαλωσιάν, ὡς στυλίτης. Μὲ χαρὰν ὑπηρετῶ τὴν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία ὑπῆρξεν ἀδιάφορος διὰ τὸ ἔργον τῆς ἁγιογραφίας, ἀκόμη καὶ ἐχθρική. Τώρα δέ, μὲ τὰ παπικά, οἱ πλεῖστοι τῶν προϊσταμένων τῶν ναῶν, ὄντες φιλοπαπικοί, δὲν μὲ θέλουν ὡς ἁγιογράφον καὶ μόλις ζῶ ἀπὸ τὴν μίαν ἐκκλησίαν ποὺ ἔχω, ἐνῶ τιποτένιοι μπογιατζῆδες καὶ ἀνάξιοι μαθηταί μου ἔχουν ἐργασίαν ποὺ δὲν προφθάνουν, πλουτίζουν, καθ’ ὅσον συναλλάσσονται μὲ τοὺς ἐπιτρόπους καὶ προϊσταμένους τῶν ναῶν καὶ μουντζουρώνουν τοὺς τοίχους, μὴ πατῶντες εἰς τὴν λειτουργίαν, συχνὰ δὲ καὶ σαρκάζοντες τὰ τῆς θρησκείας. Ἐγὼ εἰς αὐτᾶς τὰς ἐπιφορᾶς τοῦ σατανᾶ ἀντιτάσσω τὴν πίστιν μου. Καὶ ἐνῶ διασαλπίζεται ἀνὰ τὸν κόσμον ἡ φήμη μου ὡς «πρυτάνεως» τῆς β.(=βυζαντινῆς) τέχνης κ.τ.(=κ.τ.λπ.), ἐγὼ πολλάκις δὲν ἔχω ἐργασίαν. Οἱ Ζωϊκοί, παρ’ ὅτι ἔρχονται νὰ μὲ ἰδοῦν, δὲν μὲ χωνεύουν. Οἱ καθηγηταὶ τοῦ Πανεπ. (θεολόγοι) μὲ μισοῦν, καὶ μὲ ἐδίωξαν ἀπὸ τὴν ἁγιογράφησιν τῆς Καπνικαρέας καὶ πῆραν ἕναν ἄθλιον μαθητήν μου. Οἱ Οὐνίτες μοῦ πρότειναν νὰ ζωγραφήσω τὴν ἐκκλησίαν των καὶ τοὺς ἐδίωξα, ἀλλὰ ἔσπευσε νὰ τὴν ζωγραφήση ὁ Κοψίδης, πρ. μαθητής μου. Οὐδεὶς ἀνθίσταται εἰς τὸν μαμωνᾶν. Βασιλεία αὐτοῦ καὶ ὄχι τοῦ Χριστοῦ…
…Λοιπόν, πάτερ Θεόκλητε, δὲν ἀφήνομεν τίποτε ἀπὸ ὅσα κερδίζω ἀπὸ τὴν ἐργασίαν μου, τόσον, ὥστε συχνὰ νὰ δανειζόμεθα διὰ νὰ βοηθήσωμεν ἄλλους. Ὅταν ἐπάθαμεν τὸ δυστύχημα, ἀπεκαλύφθη ἡ ἀπενταρία μας, καὶ ἔτσι ἐπίστευσαν καὶ κάποιοι φίλοι μας ὅτι ὄντως δὲν εἴχαμεν χρήματα. Ἐπιρρίπτομεν τὴν μέριμνάν μας ἐπὶ τὸν Κύριον τὸν Θεόν μας. Αὐτά, σᾶς παρακαλῶ, νὰ φυλαχθοῦν μεταξύ μας.
Ὁ Κόντογλου ἀνήκει στοὺς λίγους, τοὺς ἐλάχιστους πνευματικοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ὅσο ζοῦσε δὲν φιλοῦσε «κατουρημένες» ποδιές, ἀλλὰ μάστιζε ἀλύπητα μὲ τὴν μάχαιρα τῆς ρωμαίικης παράδοσης τοὺς Γραικύλους τῆς σήμερον, τοὺς προσκυνημένους εὐρωλιγούρηδες.
Τρεῖς κυρίως ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν εὐλογημένη Ἐπανάσταση τοῦ ’21 καὶ ἐντεῦθεν εἶχαν συλλάβει ἐναργέστατα καὶ μὲ ἀξιοθαύμαστη συνέπεια λόγου καὶ πράξης τὸν πνευματικό μας ἐξανδραποδισμό: ὁ Μακρυγιάννης, ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Κόντογλου, σὰν νὰ παρέδιδε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο τὴν σκυτάλη τῆς γνήσιας παράδοσης τοῦ Γένους καὶ τὰ ὄπλα γιὰ τὴν ἀπόσειση τῶν μιασμάτων τοῦ Φραγκολεβαντινισμοῦ καὶ τῆς δυτικολαγνείας, ποὺ σάπισαν -τὸ βλέπουμε στὶς ἡμέρες μας- τὸ «ὁλόδροσο δέντρο τῆς φυλῆς μας».
Γράφει γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς σπουδαγμένους στὴν σκοτεινὴ καὶ δυσώδη Εὐρώπη, ποὺ ἐπιστρέφουν στὴν φτωχὴ πατρίδα καὶ λεηλατοῦν κυρίως τὴν ψυχή της:
Οἱ περισσότεροι σπουδαστές μας, μόλις πατήσουνε στὴν Εὐρώπη ἀπομένουνε ἐμβρόντητοι ἀπὸ τὶς ψευτοφιλοσοφίες ποὺ διδάσκουνε κάποιοι σπουδαῖοι καθηγητές, καὶ μάλιστα σὲ ξένη γλώσσα. Ἡ ξένη γλώσσα τοὺς κάνει μεγάλη ἐντύπωση! Κατάπληξη τοὺς κάνουνε καὶ οἱ μεγάλες πολιτεῖες, οἱ φαρδιοὶ δρόμοι, τὰ μεγάλα χτίρια, οἱ λεωφόροι, τὰ τραῖνα, οἱ λογῆς-λογῆς μηχανές, οἱ ἀγορές, τὸ πολὺ χρῆμα, τὰ βλοσυρὰ Πανεπιστήμια. Κι αὐτὸ γίνεται, γιατί οἱ περισσότεροι ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς σπουδαστὲς εἶναι χωριατόπουλα, ποὺ νοιώθουνε μέσα τους ντροπὴ γιὰ τὸ χωριό τους, κι ὅ,τι βλέπουνε κι ἀκοῦνε, εἶναι γι’ αὐτοὺς οὐρανοκατέβατο!
Τοὺς ξέρω καλὰ αὐτοὺς τοὺς σπουδαστές, γιατί καὶ ἐμεῖς περάσαμε ἀπὸ κεῖνες τὶς χῶρες, καὶ ζήσαμε σ’ αὐτὲς κάμποσα χρόνια. Ὅποτε ἐρχόντανε στὴν Εὐρώπη ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα ἤτανε, στὴν ἀρχή, σαστισμένοι καὶ ζαρωμένοι, σὰν καὶ κεῖνα τὰ μαντρόσκυλα ποὺ ἀκολουθήσανε τὸν τσομπάνο καὶ βρεθήκανε στὸ κέντρο τῆς πολιτείας, μέσα στὴν ὀχλοβοὴ κι ἀνάμεσα στ’ αὐτοκίνητα, καὶ σαστίσανε, τὰ κακόμοιρα, καὶ βάζουνε τὴν οὐρὰ τους ἀνάμεσα στὰ σκέλια τους, τρομοκρατημένα. Μὰ σὰν γυρίσουνε στὸ μαντρί, τὴν ξανασηκώνουνε περήφανα, καὶ γίνουνται θηρία ἀνήμερα. Μ’ αὐτὰ τὰ σκυλιὰ μοιάζανε, στὰ μάτια τὰ δικά μας, ποὺ εἴχαμε ζήσει πρὶν ἀπὸ χρόνια στὶς μεγάλες πολιτεῖες, ἐκεῖνα τὰ νεοφερμένα Ἑλληνόπουλα, ποὺ μᾶς θεωρούσανε στὴν ἀρχὴ σὰν προστάτες τους. Κ’ ἤτανε ταπεινὰ καὶ φρόνιμα. Μὰ μὲ τὸν καιρὸ ξεθαρρεύανε, καὶ πολλὰ ἀπ’ αὐτὰ παίρνανε στὸ τέλος ἕναν ἐγωϊσμὸ σιχαμερόν, μιλώντας μὲ καταφρόνηση γιὰ τὴν πατρίδα τους. Καὶ πολλὰ ἀπ’ αὐτὰ σὰν γυρίζανε πίσω στὴν Ἑλλάδα, κάνανε τὰ θηρία, κάνανε τοὺς πάνσοφους, κάνανε τοὺς προφέσσορας, μιλώντας ὁλοένα γιὰ τὴν Εὐρώπη καὶ γιὰ τὴν κακομοιριὰ τὴ δική μας σὲ ὅλα τὰ πράγματα.
Γι’ αὐτὸ λέγω, πὼς ἡ Εὐρώπη εἶναι ἡ δοκιμαστικὴ πέτρα γιὰ κάθε ἕναν ἀπό μας, ποὺ θὰ πάει σὲ κάποια χώρα της: ἢ θὰ γίνει πίθηκος ξενόδουλος, θαυμάζοντας σὰν οὐρανοκατέβατα ὅλα ὅσα βλέπει κι ἀκούει σὲ κείνη τὴ χώρα, καὶ θ’ ἀρνηθεῖ τὸ γάλα τῆς μάνας του, ἢ θὰ καταλάβει πόσο ψεύτικα εἶναι τὰ φανταχτερὰ στολίδια της, καὶ πόση βαρβαρότητα ὑπάρχει κάτω ἀπὸ τὴν πολιτισμένη ἐπιφάνειά της, καὶ θὰ ἀγαπήσει μὲ πάθος τὸν τόπο του, νοιώθοντας «μὲ ἐπίγνωση», τὴν πνευματική της εὐγένεια καὶ τὴν ὑπεροχή μας, μπροστὰ σὲ κεῖνες τὶς ἀνθρωπομερμηγκιές.» (Εὐλογημένο καταφύγιο, ἔκδ. «Ἀκρίτας», σελ. 226-227).
Ἀτίμητη καὶ ἀνυπολόγιστη ὅμως εἶναι ἡ συμβολή του στὴν ἀναχαίτιση τῶν παπικῶν καὶ προτεσταντικῶν κακοηθειῶν στὸ ἦθος καὶ τὸ δόγμα τῆς Ὀρθοδοξίας. «Ὁ παπισμὸς εἶναι ἡ πιὸ σατανικὴ διαστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ὁ Ἀντίχριστος» θὰ γράψει σὲ ἐπιστολή του στὸν Γέροντα Θεόκλητο.
Χωρὶς ὑπερβολὴ ὑπῆρξε ὁ πρῶτος εὐαγγελιστὴς καὶ διδάσκαλος στὴν Ἑλλάδα τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας. Ἐπαναφέρει τὴν ἁγιογραφία στὴν ὀρθόδοξη περπατησιά της, γιατί «εἶχεν ἀλωθεῖ ἀπὸ τὶς χαλκομανίες τοῦ δυτικοῦ ἀνθρωπισμοῦ, τὶς «γενοβέφες» -ὅπως τὶς ἔλεγε-, ποὺ εἶχαν κυριαρχήσει στοὺς ἁγιορεῖτες ἁγιογράφους μέσω τῶν ρωσικῶν παραγγελιῶν». (Ὁ Φώτης Κόντογλου στὴν τρίτη διάστασή του, σελ. 204).
Μὲ ἀγωνία διαβλέπει τὴν ἀλλοτρίωση τοῦ Γένους σ’ ὅλες τὶς καλλιτεχνικές του φανερώσεις ἐξαιτίας τῆς πνευματικῆς πανούκλας ποὺ ὀνομάζεται ἐξευρωπαϊσμός.
Καμαρῶστε τί «ἔργα» παρουσιάζουν οἱ «τέχνες» σήμερα. Εἶναι νὰ φράζει κανένεας τὰ μάτια του. Ὅλα αὐτὰ τὰ πασαλείμματα ἀπάνω στοὺς μουσαμάδες, ποὺ λέγονται «ἔργα ζωγραφικῆς», ὅλα αὐτὰ τὰ παλιοσίδερα ἢ τὰ νταμαροκοτρώνια ποὺ παρουσιάζονται γιὰ «ἔργα γλυπτικῆς» σὲ κάνουνε ὄχι μονάχα νὰ ἀηδιάσεις γιὰ τὸ κατάντημά μας, ἀλλὰ καὶ νὰ θυμώσεις γιὰ τὴν ἀδιαντροπιὰ ποὺ φανερώνουν αὐτὰ τὰ τερατουργήματα…». (Μυστικὰ Ἄνθη, ἔκδ. «Ἀστήρ», σελ. 14).
Δὲν ξεφεύγει ἀπὸ τὸ ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον του γιὰ τὸ Γένος καὶ τὸ τυμπανιαίας ἀποφορᾶς -σήμερα- πτῶμα τῆς Παιδείας.
Τώρα, ἂς ποῦμε καὶ τὰ σημερινά μας. Τὰ σχολειά, ἂν βγάλει κανένας λίγα στὴν μπάντα, τ’ ἄλλα ὅλα δουλεύουν γιὰ νὰ βγάλουνε λεβαντίνους κι ὄχι Ἕλληνες, μ’ ὅλα τὰ ψευτοελληνικὰ ἐξωτερικὰ πασαλείμματα. Οἱ περισσότεροι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ διδάσκουνε τὰ παιδιὰ μας κινήσανε ἀπὸ τὸ χωριό, καὶ πέσανε μὲ τὰ μοῦτρα στὰ «μοντέρνα». Γινήκανε θεριακλῆδες τοῦ μοντερνισμοῦ. Ὁ νοῦς καὶ ὁ λογισμός τους, μέρα-νύχτα, στριφογυρίζει στὶς μοντέρνες ἀνοησίες. Τὴν Ἑλλάδα δὲν θέλουνε μηδὲ νὰ τὴν ἀκούσουνε, τὴν «Ψωροκώσταινα»! Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀντιπαθητικὸ καὶ πιὸ μικρόμυαλο πλάσμα ἀπὸ τὸν ξιπασμένο ἄνθρωπο, ποὺ ἀρνήθηκε τὸ γάλα τῆς μάνας του καὶ ρεμπεύεται κιόλας γι’ αὐτὸ τὸ κατόρθωμα.
Λοιπόν, ἀπὸ τέτοιους δασκάλους τί θὰ μάθουνε τὰ παιδιά μας, τὰ κακόμοιρα τὰ παιδιά μας; Θὰ μάθουνε, πὼς γιὰ νὰ γίνει κανένας σπουδαῖος καὶ γιὰ νὰ φαίνεται πὼς εἶναι ἔξυπνος, πρέπει νὰ μὴν ἔχει τίποτα ἑλληνικὸ ἀπάνω του. Ἀκόμα καὶ τὸ μόρτικο ὕφος, ποὺ εἶναι σήμερα τῆς μοντέρνας μόδας, πρέπει νὰ εἶναι ξενικό, τεντυμποϊκό.
Εἴτε βιβλίο, εἴτε τραγούδι, εἴτε παιδικὸ θέατρο, εἴτε χορός, εἴτε προσευχή, ὅλα πρέπει νὰ μὴν εἶναι ἑλληνικά, γιὰ νὰ εἶναι καλὰ γιὰ τοὺς μαθητὲς τῶν σκολειῶν μας.
Στὰ βιβλία, στὰ παιδικὰ θέατρα, στὰ παραμύθια καὶ στὰ βλακώδη ἀναγνώσματα, ὅλα εἶναι ξανθά. Ὅλα! Ἄνθρωποι, ζῶα, σύννεφα, τοποθεσίες. Ἂν ἤτανε μπορετὸ νὰ γίνει κ’ ἡ θάλασσα ξανθιά». (Εὐλογημένο Καταφύγιο, σελ. 183-184).
Δασκάλους «θεριακλῆδες τοῦ μοντερνισμοῦ», «ἀναγνώσματα βλακώδη» ἐντοπίζει μὲ ἐκπληκτικὴ διορατικότητα ὁ Κόντογλου στὶς «σημερινὲς -καὶ διαχρονικὲς- γάγγραινες τῆς πολύπαθης Παιδείας!
Κορφολουγοῦμε, ὡς ἐπίλογο, ἀπὸ τὸν πνευματικό του ἀνθώνα τοῦτα τὰ ἐλάχιστα (τίποτε ἄλλο, ἐξάλλου, δὲν «ζωγραφίζει» καλύτερα τὸν Φώτη Κόντογλου ἀπ’ ὅτι τὰ ἴδια τὰ γραψίματά του): «Ὅσοι ἀπομείναμε πιστοὶ στὴν παράδοση, ὅσοι δὲν ἀρνηθήκαμε τὸ γάλα ποὺ βυζάξαμε, ἀγωνιζόμαστε, ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, καταπάνω στὴν ψευτιά. Καταπάνω σ’ αὐτοὺς ποὺ θέλουνε τὴν Ἑλλάδα ἕνα κουφάρι χωρὶς ψυχή, ἕνα λουλούδι χωρὶς μυρουδιά. Κουράγιο! Ὁ καιρὸς θὰ δείξει ποιὸς ἔχει δίκιο, ἂν καὶ δὲ χρειάζεται ὁλότελα αὐτὴ ἡ ἀπόδειξη». (Ἡ Πονεμένη Ρωμιοσύνη, ἔκδ. «Ἀστήρ», σελ. 324).
Κατάντησε ἡ πατρίδα μας κουφάρι ἄψυχο, παίγνιο τῶν Εὐρωπαίων κακεργετῶν. Τὸν δρόμο γιὰ νὰ βροῦμε τὰ φτερὰ τὰ πρωτινά μας, τὰ μεγάλα, μᾶς τὸν δίδαξε ὁ Φώτης Κόντογλου: πίσω στὴν Παράδοσή μας. Ἕως πότε θὰ εἴμεθα ἀχαρακτήριστοι Γραικύλοι;
.
Πηγή: Ρωμαίικο Οδοιπορικό