Εἰσήγηση τοῦ Σεβασμ. Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης Συμεών στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ ΣΗΜΕΡΑ
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, Μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας,
Ἐπιτρέψατέ μου ἐν πρώτοις νά εὐχαριστήσω ὀφειλετικῶς τόν Μακαριώτατο Πρόεδρο καί τά σεπτά μέλη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 157ης περιόδου διότι ἀπέβλεψαν μέ εὐμένεια στό ταπεινό μου πρόσωπο καί ἀποφάσισαν νά μέ συμπεριλάβουν μεταξύ τῶν εἰσηγητῶν τῆς παρούσης τακτικῆς συνελεύσεως τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας μας, παρότι τό ἱερό Σῶμα ἐμπερικλείει στούς κόλπους του σεβασμίους Ἱεράρχες πού διαθέτουν εὐρεία κατάρτιση καί πολυχρόνια πείρα, ἄρα κατά πολύ καταλληλοτέρους ἀπό τήν ἐλαχιστότητά μου γιά νά εἰσηγοῦντο τό συγκεκριμένο θέμα ἐνώπιόν Σας. Γιά τόν λόγο αὐτό ἐπιθυμῶ νά Σᾶς παρακαλέσω μέ μακροθυμία καί ἐπιείκεια νά ἀκούσετε καί νά κρίνετε τό περιεχόμενο τῆς εἰσηγήσεώς μου.
Ὁμολογῶ ὅτι πολύ μέ βασάνισε ἡ συγκεκριμένη διατύπωση τοῦ θέματος —Ἡ συμβολή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν ἑνότητα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ σήμερα.
Ἐκκλησία καί ἑνότητα εἶναι δυό ἔννοιες, δυό πραγματικότητες καλύτερα, ἀξεχώριστες, σχεδόν ταυτόσημες. Ὑπενθυμίζω τόν χαρακτηριστικό λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου : «Τό τῆς Ἐκκλησίας ὄνομα οὐ χωρισμοῦ, ἀλλά ἑνώσεώς ἐστι καί συμφωνίας ὄνομα» (Εἰς Α’ Κορ. ὁμιλ. 1,1, PG 61,13. Πρβλ. Εἰς Γαλάτας ὁμιλ. 3, PG 61,646 : «Τό γάρ τῆς Ἐκκλησίας ὄνομα συμφωνίας ὄνομα καί ὁμονοίας ἐστίν»). Ἑπομένως ἡ ἑνότητα ἀποτελεῖ δομικό στοιχεῖο, στοιχεῖο ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί κάθε ἄλλης Τοπικῆς Ἐκκλησίας.
«Ὁ ἑλληνικός λαός», πού ἀναφέρει ὁ τίτλος τῆς εἰσηγήσεως, δέν εἶναι ὁ λαός τῆς Ἐκκλησίας; Τά μέλη της καί ἐν ταυτῷ τό ποίμνιό της;
«Ἡ ἑνότητα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ» δέν εἶναι ἡ ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, τό ὁποῖο συναπαρτίζει ὁ λαός μέ τόν ἱερό κλῆρο;
Ἀλλά καί ἡ φράση «ἡ συμβολή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» πῶς θά ἔδει νά νοηθεῖ; Ἡ συμβολή τῆς Ἐκκλησίας ὡς καθολικοῦ σώματος ἤ ἡ συμβολή τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος;
Τέλος, ὁ χρονικός προσδιορισμός «σήμερα». Γιατί σήμερα; Ἡ ἑνότητα ὡς ἰδανικό καί ὡς κατάσταση ὑπάρξεως διαφοροποιεῖται ποιοτικά ἀπό ἐποχή σέ ἐποχή; Ἤ μήπως τό «σήμερα» τοῦ λαοῦ μας, τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἀπαιτεῖ γιά συγκεκριμένους λόγους ἀπό τήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία νά συμβάλει ἰδιαιτέρως καί νά ὑπηρετήσει κατά προτεραιότητα τήν ἑνότητα «τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ»;
Συμμερίζομαι τήν ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δέν περιλαμβάνει στούς κόλπους της ὁλόκληρο τόν ἑλληνικό λαό. Ὅτι δέν μποροῦμε ὡς Ἐκκλησία καί ὡς Ἱεραρχία νά ἀπευθυνόμαστε πρός τόν ἑλληνικό λαό θεωρώντας τον ἐν τῷ συνόλῳ του μέλη τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας καί κατ᾽ ἐπέκτασιν ποίμνιό μας. Κατά πρῶτο λόγο διότι τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπό πλευρᾶς δικαιοδοσίας δέν συμπίπτουν μέ τά ὅρια τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους. Κατά δεύτερο λόγο διότι ἡ ἀντίληψη ὅτι ὁ ἑλληνικός λαός μᾶς ἀνήκει ὡς ἐκκλησιαστικό ποίμνιο δέν ἰσχύει. Καί ἄν ἀκόμη δεχτοῦμε ὅτι ἴσχυε κάποτε κάτι τέτοιο, σήμερα, στήν ἐποχή μας, ἔπαυσε πλέον νά ἰσχύει. Καί ἄν ἀκόμη ἡ συντριπτική πλειονότητα τῶν Ἑλλήνων ἔχει λάβει τό χριστιανικό βάπτισμα, τοῦτο δέν ἀποδεικνύει ἐν τοῖς πράγμασι ὅτι ὅλοι αὐτοί οἱ βαπτισμένοι συμπατριῶτες μας αἰσθάνονται, σκέπτονται καί λειτουργοῦν ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Μέ ἀφετηρία αὐτή τήν παραδοχή θεώρησα ἀναγκαῖο νά προσεγγίσω τό θέμα σέ δύο ἐπίπεδα : Τό πρῶτο, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σήμερα. Ὑπάρχει; Πῶς λειτουργεῖ; Ἀπειλεῖται ἤ τραυματίζεται καί ἀπό ποιές αἰτίες;
Τό δεύτερο· ἡ παρουσία, ὁ λόγος καί ἡ μαρτυρία ζωῆς τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας πῶς θά μποροῦσε νά συμβάλει στήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ μας σήμερα, ἔστω κι ἄν πολλοί νεοέλληνες, ὅπως εἴπαμε, δέν ἀποτελοῦν μέλη της ἤ, παρόλο πού εἶναι βαπτισμένοι, ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν πίστη καί τή ζωή της.
Α΄.
1. Ἡ ἑνότητα καί ὁμοφροσύνη τοῦ ἐπισκοπικοῦ σώματος.
Ἡ ἑνότητα μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται μέσω τῆς ἀγάπης, τῆς ἑνότητας καί τῆς σύμπνοιας τῶν ἐπισκόπων πού συγκροτοῦν τή σύνοδο τῆς τοπικῆς αὐτῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐπίσκοποι ἀποτελοῦν τούς ἐγγυητές καί τούς φύλακες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας. Αὐτό ὅμως ἐπιτυγχάνεται ἄν οἱ ἴδιοι ἐμφοροῦνται ἀπό τό πνεῦμα ἑνότητας· ἄν ἔχουν τό αὐτό ἐν Χριστῷ φρόνημα —«τό ἕν φρονοῦντες» κατά τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Φιλ. 2,2). Ἄν καλλιεργοῦν καί ἐκφράζουν στίς συνοδικές διασκέψεις καί συζητήσεις, στήν ἐκφορά γνώμης, στή διατύπωση κρίσεων, στήν κατάθεση ἄποψης τό πνεῦμα ἑνότητας, σύμπνοιας καί καταλλαγῆς πού ἐκπορεύονται ἀπό τό θησαυροφυλάκιο τῆς μιᾶς πίστεως καί ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποσκοποῦν ἐν τέλει στήν οἰκοδομή της.
Ἀσφαλῶς ἑνότητα δέν σημαίνει ἀφωνία καί σιωπή. Οὔτε σκόπιμη ἀποδοχή καί ὑστερόβουλη συμφωνία μέ τή γνώμη τοῦ Πρώτου ἤ ἄλλων ἀδελφῶν συνεπισκόπων. Ἑνότητα καί ὁμοφροσύνη σημαίνει ποιότητα ἤθους καί λόγου ἐκκλησιαστικοῦ, στοιχεῖα τά ὁποῖα θά ἔδει νά διακρίνουν τή συμπεριφορά καί τόν λόγο ἡμῶν τῶν Ἱεραρχῶν. Ἀντιθέτως, συγκρούσεις, ὀξεῖες ἀντιπαραθέσεις, βαρεῖς χαρακτηρισμοί πλήττουν τήν μεταξύ μας ἑνότητα καί κατ᾽ ἐπέκτασιν τήν ἑνότητα καί τήν εἰρήνη ὁλόκληρης τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας μας.
2. Ἡ ἁρμονική συνύπαρξη καί οὐσιαστική συνεργασία ἐπισκοπάτου καί πρεσβυτερίου.
Ἡ οἰκοδομή τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ πνευματική προκοπή τῶν μελῶν της προϋποθέτει τήν ἑνότητα τῶν κατά τόπους ἐπισκόπων μέ τά Πρεσβυτέριά τους καί τήν ἀγαστή ἐν Χριστῷ συνεργασία τους. Ὅσο ὄμορφη εἶναι ἡ γνωστή εἰκόνα-παρομοίωση τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου γιά τήν ἑνότητα καί συνύπαρξη Ἐπισκόπου καί Πρεσβυτερίου (Ἐφεσ. 4, ΒΕΠΕΣ 2,265) τόσο, ὅπως τά πράγματα δείχνουν, δύσκολη εἶναι ἡ πραγμάτωσή της. Δυστυχῶς, γιά πολλούς καί διαφόρους λόγους —γνωστούς σέ ὅλους μας— ἡ διάκριση μεταξύ ἐπισκόπων καί πρεσβυτέρων στή διαδρομή τῶν αἰώνων ἔγινε χάσμα. Τό φαινόμενο «δεσποτισμός» ἔβλαψε τήν ἀναγκαία ἑνότητα καί ὅπου ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει συνεχίζει νά προκαλεῖ ζημιά.
Οἱ καιροί μας καί οἱ σύγχρονες ἰδέες ἐπιβάλλουν σ᾽ ἐμᾶς τούς ἐπισκόπους κυρίως νά ἀποκαταστήσουμε τήν ἑνότητα καί τήν ἁρμονική συνεργασία μας μέ τούς «συμπρεσβυτέρους» (Α΄ Πέτρ. 5,1) καί συλλειτουργούς μας. Μέ αὐτό τόν τρόπο θά προοδεύει καί θά καρποφορεῖ τό ποιμαντικό μας ἔργο, ἀλλά καί θά προλάβουμε ἀντίθετα φαινόμενα—φατριασμούς, ἀπείθειες καί θρασεῖες συμπεριφορές πρεσβυτέρων—, τά ὁποῖα ἄρχισαν ἤδη νά κάνουν τήν ἐμφάνισή τους καί ὁσημέραι θά πολλαπλασιάζονται.
3. Ἡ ἐνεργοποίηση τῶν λαϊκῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας στήν καθόλου ἐκκλησιαστική ζωή.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν στηρίζεται μόνο στήν ἑνότητα καί σύμπνοια τῶν ἐπισκόπων μεταξύ τους ἤ στήν ἑνότητα καί ἁρμονική συνεργασία τους μέ τά Πρεσβυτέριά τους. Ἑδράζεται καί διασφαλίζεται καί μέ τήν ἐνεργό συμμετοχή στήν ὅλη ἐκκλησιαστική ζωή καί τῶν λαϊκῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Τούς προσφωνοῦμε στίς ὁμιλίες ἤ στίς ἐγκυκλίους μας «ἀδελφούς» καί «πνευματικά τέκνα» μας. Διερωτῶμαι πολλές φορές πρώτιστα γιά τόν ἑαυτό μου : Ἄραγε ἡ προσφώνησή μας αὐτή ἔχει οὐσιαστικό ἀντίκρισμα ἤ ἀποτελεῖ μιά τυπική ἔκφραση πού δέν ἀγγίζει κανένα; Οὔτε ἐμᾶς πού τήν ἐκφέρουμε οὔτε καί τούς χριστιανούς μας πρός τούς ὁποίους τήν ἀπευθύνουμε;
Καί ὅμως! Οἱ λαϊκοί εἶναι μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Βαπτισμένοι στήν κολυμβήθρα τῆς Ἐκκλησίας, χρισμένοι μέ τή δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κληρονόμοι τῆς θείας Βασιλείας! Πολλοί ἀπό αὐτούς εἶναι προικισμένοι μέ ἕνα πλῆθος χαρισμάτων καί ἱκανοτήτων καί διαπρέπουν στόν ἐπιστημονικό ἤ ἐπαγγελματικό τους βίο. Ἑπομένως πολύτιμοι καί γιά τό ἔργο τῆς κοινῆς μητέρας ὅλων μας, τῆς Ἐκκλησίας, ἐάν ἐμεῖς οἱ ποιμένες θελήσουμε νά τούς ἀναζητήσουμε, νά τούς ἐμπιστευθοῦμε καί νά τούς ἐνεργοποιήσουμε γιά νά προσφέρουν στούς διαφόρους τομεῖς ἐκκλησιαστικῆς διακονίας.
Ζωντανή Ἐκκλησία μέ ἑνοποιό παρουσία, δυναμική μαρτυρία καί«καλά ἔργα» κατά τήν Παύλεια ἔκφραση (Τίτ. 3,8,14), χωρίς τήν ἐνεργό συμμετοχή καί πολύτιμη σύμπραξη καί τῶν λαϊκῶν μελῶν της, δέν εἶναι δυνατόν σήμερα νά ὑπάρξουν. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κοινό μέλημα —ἀληθινό ἄθλημα— ὅλων μας, ἱερωμένων καί λαϊκῶν.
4. Ὁ ἐπανευαγγελισμός τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.
Ἡ ἑνότητα τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας μας προϋποθέτει ἑνότητα περί τήν πίστη καί ὁμοήθεια περί τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Ἄν ὅλοι μας, κληρικοί καί λαϊκοί, δέν ἐμφορούμαστε ἀπό τή μία πίστη τῆς Ἐκκλησίας· ἄν δέν συμμεριζόμαστε καί δέν ἀγωνιζόμαστε νά βιώσουμε ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τό μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καί νά ἐνσαρκώσουμε τό εὐαγγελικό ἦθος, τότε ἀδυνατοῦμε νά οἰκοδομήσουμε καί νά διαφυλάξουμε καί τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα. Μόνο ἡ ταπεινή μαθητεία ὅλων μας στίς καθάριες πηγές τῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστεως καί τῆς γνήσιας χριστιανικῆς ζωῆς, ὅπως τήν βίωσαν καί τήν ἀκτινοβόλησαν οἱ Ἅγιοι καί θεωμένοι ἀδελφοί μας, ἐξασφαλίζουν καί διαφυλάσσουν καί τήν ἑνότητα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Ἀντιθέτως, πεποιθήσεις καί συμπεριφορές τοῦ τύπου «ἐγώ πιστεύω», «ἐγώ δέχομαι», «ἐγώ ἀκολουθῶ», γιά νά περιορισθῶ μόνο σ᾽ αὐτές, ἀποτελοῦν αἰτίες πού διασποῦν τήν ἑνότητα, εἰσάγουν τό χωριστικό πνεῦμα καί δημιουργοῦν κάστες.
Ὡς ἐκ τούτου γιά τήν οἰκοδόμηση καί τή διασφάλιση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας θά πρέπει νά ἀναληφθεῖ συστηματικός ἀγώνας ἐπανευαγγελισμοῦ καί τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ μας. Διδαχή, κήρυγμα, κατήχηση, ὁ λόγος ἐν γένει τῆς Ἐκκλησίας, προφορικός καί γραπτός, ἀνακαινισμένος καί σύγχρονος, θεολογικά ἔγκυρος καί ταυτόχρονα προσιτός στό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα, θά πρέπει νά λειτουργήσουν μέ τέτοιο τρόπο πού νά ἐμπνέουν καί νά ἐμπεδώνουν τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα.
5. Ἡ ὑπέρβαση τῶν χωριστικῶν τάσεων.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἀνέκαθεν διακρινόταν καί διακρίνεται καί σήμερα γιά τό φιλελεύθερο πνεῦμα καί τήν εὐκαμψία στίς ἐκκλησιαστικές δομές της. Πιστεύοντας στήν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία τῶν προσώπων-μελῶν της ποτέ δέν ἐπεδίωξε νά εἰσαγάγει στή ζωή τους σιδηρά πειθαρχία, ἀπόλυτη λειτουργική ὁμοιομορφία, μονοτροπία στήν ἐν Χριστῷ ζωή.
Ὀφείλουμε ὅμως νά σημειώσουμε ὅτι ὅπως καί παλαιότερα ἔτσι καί σήμερα —καί μάλιστα πολύ περισσότερο χάρις στά σύγχρονα μέσα ἐπικοινωνίας καί κοινωνικῆς δικτύωσης— χωριστικές τάσεις, ὁμαδοποιήσεις, παρεκκλησιαστικές δραστηριότητες, καταλυτική καί ἀνελέητη κριτική ἐκκλησιαστικῶν ποιμένων τραυματίζουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὑποσκάπτουν τό κύρος τῶν ποιμένων πού δέν υἱοθετοῦν τίς ἀπόψεις καί δέν ἐπιδοκιμάζουν τίς ἐπιλογές τους. Προκαλοῦν σύγχυση στούς πολλούς καί ἀκατατοπίστους, κλονίζοντας τήν ἐμπιστοσύνη τους πρός τούς ποιμένες τους.
Ἀσφαλῶς δέν μποροῦμε νά υἱοθετήσουμε ἀστυνομικές μεθόδους ἐλέγχου, οἱ ὁποῖες ἄλλωστε ὄχι μόνο δέν ἀποδίδουν, ἀλλά συχνά ὀξύνουν ἀκόμη περισσότερο τά πράγματα. Ὡστόσο, ὀφείλουμε νά ἐπαγρυπνοῦμε καί νά διαφωτίζουμε. Καί, φυσικά, σέ καμιά περίπτωση δέν εἶναι νοητό ἐμεῖς οἱ ἐπίσκοποι, οἱ θεματοφύλακες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, νά ἐπιδοκιμάζουμε μέ ὁποιοδήποτε τρόπο ἤ καί νά συντασσόμαστε μέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους κινήσεις καί δραστηριότητες. Ἡ μονοπώληση τῆς ὀρθοδοξίας, ἡ αὐτοανακήρυξη σέ γκουροῦ-γέροντες, ἡ δημιουργία ὁμάδων ὀπαδῶν —γιά νά μήν πῶ καί ὁμάδων κρούσεως!— πλήττουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μας καί οἱ καρποί ὅλων αὐτῶν τῶν φαινομένων μακροχρόνια θά εἶναι πολύ πικροί.
6. Ὁ ἐμπρηστικός δημοσιογραφικός λόγος ἐπί ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων.
Οἱ χωριστικές τάσεις στίς ὁποῖες ἀναφέρθηκα στήν προηγούμενη παράγραφο ἐκφράζονται καί διαχέονται μέσα στό ἐκκλησιαστικό σῶμα μέ λόγο δημοσιογραφικό —ἔντυπο ἤ ἠλεκτρονικό— ἐμπρηστικοῦ χαρακτήρα. Ἐν ὀνόματι τῆς προάσπισης τῆς Ὀρθοδοξίας ἤ τῆς ἠθικῆς καθαρότητας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, πλεῖστοι ὅσοι αὐτοανακηρύσσονται σέ τιμητές Πατριαρχῶν, Ἀρχιεπισκόπων, Ἱεραρχῶν, Συνόδων ὁλοκλήρων, πιστεύοντας ἀφελῶς ὅτι σ᾽ αὐτούς ἀνέθεσε ὁ Θεός ὅ,τι τόν 4ο αἰώνα ἔπραξε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἤ τόν 15ο ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ἀρχιεπίσκοπος Ἐφέσου.
Μέ φλάμπουρο τόν γνωστό λόγο τῆς Ἀπαντήσεως τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τοῦ 1848 πρός τόν Πάπα Πίο Θ’ («Ὁ ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τό θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον» Ἰωάννου Ν. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας τ.ΙΙ2, Graz 1968, σ.1000), ξιφουλκοῦν κατά πάντων. Ὄντας πρόβατα πού ὀφείλουν νά ἀκολουθοῦν καί νά ὑπακούουν (Ἰω. 10,4· Ἑβρ. 13,17. Πρβλ. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας Φιλαδ. 2,1, ΒΕΠΕΣ 2,277. Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Παιδαγωγός Ι,6, ΒΕΠΕΣ 7,97), ἐξεγείρονται κατά τῶν ποιμένων τους. Κατακρίνουν, καταδικάζουν, ἀφορίζουν, καθαιροῦν μέ τήν πεπλανημένη ἀντίληψη ὅτι ὄχι μόνο δικαιοῦνται νά τό κάνουν, ἀλλά καί μέ αἴσθημα ἱκανοποίησης ὅτι ἐκπληρώνουν καί τό καθῆκον τους!
Εἶναι φανερό ὅτι ἕνας τέτοιος λόγος ἀπό τή γραφίδα ὁποιουδήποτε κι ἄν προέρχεται, δέν ὑπηρετεῖ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά τήν πλήττει καίρια. Καί ἐπιπλέον, κλονίζει τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ ποιμνίου καί κυρίως τῶν ἀστηρίκτων πρός τούς ἐκκλησιαστικούς ποιμένες του.
Β΄.
Μπορεῖ, ὅπως εἴπαμε, τά κανονικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά μήν ταυτίζονται μέ τά ἐδαφικά ὅρια τῆς ἑλληνικῆς Πολιτείας. Μπορεῖ ὅλοι οἱ νεοέλληνες νά μήν ἀποτελοῦν μέλη τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας μας. Μπορεῖ πολλοί συμπατριῶτες μας παρά τό βάπτισμα πού ἔλαβαν καί ὁρισμένοι ἀπ᾽ αὐτούς καί μιά πρώτη χριστιανική ἀγωγή, νά ἔχουν οὐσιαστικά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἤ καί νά στρέφονται ἐναντίον της· ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐν τούτοις μέ τήν ἱστορία της, τή συμβολή της στή διάσωση τοῦ ἔθνους κατά τή μακρά δουλεία του ὑπό τόν τουρκικό ζυγό, τήν ἐνεργό συμμετοχή της στήν ἐθνική παλιγγενεσία, τήν παραμυθητική καί στηρικτική παρουσία της καί μετά τήν ἀπελευθέρωση σέ ὅλες τίς ἐθνικές μας δοκιμασίες, τό πλούσιο φιλανθρωπικό ἔργο πού ἀσκεῖ, κατέχει σημαίνουσα θέση μέσα στή νεοελληνική κοινωνία. Τό κύρος της παρά καί τά κατά καιρούς λάθη —μικρά καί μεγάλα— ποιμένων καί λαϊκῶν μελῶν της, ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ὑψηλό. Καί ὁ λόγος της νά ἔχει ἀπήχηση ὄχι μόνο μεταξύ τῶν μελῶν της ἀλλά καί «πρός τούς ἔξω» (Κολ. 4,5· Α’ Θεσσ. 4,12).
Ἡ θέση καί ἡ παρουσία αὐτή τῆς Ἐκκλησίας μας στή σημερινή νεοελληνική κοινωνία προσδιορίζει καί τή διπλή ἀποστολή καί εὐθύνη πού ἔχει. Ἡ πρώτη, νά μεταδίδει τό μήνυμα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας πρός ὅλους· νά ἑλκύει τούς πάντες εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν (πρβλ. Ἰω. 12,32). Ἡ δεύτερη, μέ τήν παρουσία της, τήν πνευματικότητα καί τά χαρίσματα τῶν μελῶν της —ἱερωμένων, μοναχῶν καί λαϊκῶν—, τόν λόγο της, τήν ποικίλη δράση της νά ἀναδεικνύεται καθημερινά στόν ὑπ᾽ ἀριθμόν ἕνα παράγοντα ἑνότητας ὁλοκλήρου τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ.
Ἐπιτρέψατέ μου στή συνέχεια νά ἐπισημάνω ὁρισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς παρουσίας της, τά ὁποῖα καλλιεργώντας καί αὐξάνοντάς τα, συμβάλλουν στήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ μας σήμερα.
1. Ὁ ἤπιος καί κατευναστικός λόγος της. Εἶναι γνωστά σέ ὅλους μας τά πάθη καί οἱ φυλετικές ἀδυναμίες τοῦ λαοῦ μας. Ἐκρηκτικό μεσογειακό ταμπεραμέντο. Παρορμητική συμπεριφορά. Ὀξύτατα πολιτικά πάθη.
Ποικίλοι φανατισμοί. Ἔντονες συναισθηματικές μεταπτώσεις, πρόσκαιροι καί ἄμετροι ἐνθουσιασμοί ἀφενός καί ταχεῖες ἀπογοητεύσεις καί πτώση τοῦ ἠθικοῦ ἀφετέρου.
Ὡς ἐκ τούτου ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ λόγος ἡμῶν τῶν ποιμένων θά ἔδει νά εἶναι κατά τόν Ἀπόστολο «ἅλατι ἠρτυμένος» (Κολ. 4,6). Ἤπιος, γλυκύς, σεμνός, κατευναστικός.
Ἐάν, ὅπως συνιστᾶ ὁ ἴδιος Ἀπόστολος, ὀφείλουμε «νά περιπατοῦμε ἐν σοφίᾳ πρός τούς ἔξω» (Κολ. 4,5), μέ σοφία καί σύνεση ὀφείλουμε καί νά ὁμιλοῦμε. Οἱ πολλοί δέν γνωρίζουν τή γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε τή διδασκαλία καί τήν ὁρολογία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Οὔτε τή διδασκαλία τῶν Πατέρων μας ἤ τά ὅσα διαλαμβάνουν οἱ ἱεροί Κανόνες. Χρειάζεται, λοιπόν, προσοχή καί τέχνη στό πῶς θά διατυπώνουμε τίς ἐκκλησιατικές μας θέσεις.
Καί φυσικά προσέχουμε νά μήν προκαλοῦμε συγκρούσεις. Νά ἐξάπτουμε οἱασδήποτε μορφῆς πάθη καί φανατισμούς. Ὁ λόγος μας θά ἔδει νά εἶναι ἑνωτικός, νά καταπραΰνει τά πάθη, νά ἐκπέμπει τήν ἀγάπη, τήν καταλλαγή καί τήν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ.
2. Τόν ἑνοποιό ρόλο τῆς Ἐκκλησίας καί ἡμῶν τῶν ποιμένων της ὑπηρετοῦμε, ὅταν μέ τή στάση καί μέ τόν λόγο μας ἐξαίρουμε τά ὅσα μᾶς ἑνώνουν καί ὄχι τά ὅσα μᾶς διαφοροποιοῦν ἤ μᾶς χωρίζουν. Δυστυχῶς, ἐκκλησιαστικοί καί μή —οἱ τά πρῶτα φέροντες, διανοούμενοι, δημοσιογράφοι ἀλλά καί ἁπλοί ἄνθρωποι— συχνά παραβλέπουμε τά θεμελιώδη πού μᾶς ἑνώνουν, πού ἀσπάζονται λίγο-πολύ ὅλοι, ὑπερτονίζουμε τά δευτερεύοντα ἤ τριτεύοντα καί ἀντιπαρατιθέμεθα —πολλές φορές μάλιστα παθιασμένα— γιά ζητήματα πού συμβαίνει νά ἔχουμε διαφορετικές προσεγγίσεις. Τό φαινόμενο εἶναι ἄκρως βλαπτικό σέ ὅλα τά ἐπίπεδα ζωῆς. Ἡ ζημιά δέ εἶναι ἀκόμη μεγαλύτερη γιά τήν Ἐκκλησία, διότι ἔτσι ἐξάπτεται καί ὁ θρησκευτικός φανατισμός, ὁ ὁποῖος εἰσάγει τό μικρόβιο τῆς διαιρέσεως, τραυματίζει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί ἀκυρώνει τόν ρόλο της ὡς πρωταρχικοῦ παράγοντος ἑνότητος ὁλοκλήρου τοῦ λαοῦ.
Δυστυχῶς, ἐλάχιστη ἀπήχηση ἔχει στούς πολλούς —ἀκόμη καί σέ μᾶς τούς ἐκκλησιαστικούς— ἡ προειδοποίηση τοῦ ἀποστόλου Παύλου :«Εἰ ἀλλήλους δάκνετε καί κατεσθίετε, βλέπετε μή ὑπ᾽ ἀλλήλων ἀναλωθῆτε» (Γαλ. 5,15).
3. Ἡ Ἐκκλησία μας μπορεῖ καί ὄχι μόνο μπορεῖ ἀλλά καί ὑποχρεοῦται νά συμβάλει στήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ μας παραμένοντας —ἐμεῖς οἱ ποιμένες της κατά πρῶτο λόγο— μακριά ἀπό τίς πολιτικές-κομματικές ἀντιπαραθέσεις καί συγκρούσεις.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κοινή μητέρα ὅλων. Κηρύσσει τήν ἀγάπη, τόν ἀμοιβαῖο σεβασμό, τήν ἀλληλοπεριχώρηση καί τίς εἰρηνικές σχέσεις μεταξύ μας. Δέν ζητεῖ νά δεῖ κομματικές ταυτότητες σέ ὅποιους δρασκελίζουν τό κατώφλι της ἤ προσέρχονται γιά νά ζητήσουν τή βοήθειά της. Δέν συντάσσεται μέ τό Α κόμμα καί δέν ἀντιπαρατίθεται μέ τό Β. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία χωράει τούς πάντες. Ἀρκεῖ νά τό θέλουν καί ἐλεύθερα νά τό ἐπιζητοῦν.
Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαιτέρως οἱ ἐπίσκοποί της δέν εἴμαστε ἀ-πολιτικά ὄντα. Εἴμαστε πολίτες αὐτῆς τῆς χώρας μέ πλήρη δικαιώματα. Ἀγωνιοῦμε καί νοιαζόμαστε γιά τό μέλλον τοῦ τόπου μας καί γιά τίς νέες γενιές πού θά μᾶς διαδεχθοῦν. Ὅμως χρειάζεται πολλή προσοχή στόν δημόσιο λόγο καί στόν σχολιασμό-κριτική τῶν πολιτικῶν μας πραγμάτων καί τῶν κοινωνικῶν φαινομένων. Ἡ ἰδιότητά μας ὡς Ἱεραρχῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ποιμένων βαραίνει. Ὁ λόγος μας πολύ εὔκολα παρεξηγεῖται.
Καί οἱ ὅποιες παρεμβάσεις μας συχνά προκαλοῦν ἀναταραχή καί κάποιοι βρίσκουν τήν εὐκαιρία νά στρέψουν τά βέλη τους ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι —ἀθέλητα προφανῶς— δέν συμβάλλουμε στήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ, ἀλλά γινόμαστε ἀφορμή δημοσίων ἀντιπαραθέσεων καί διχογνωμιῶν.
Δέν θά πρέπει, ἐπίσης, νά ξεχνοῦμε ὅτι δέν βρισκόμαστε στόν 4ο αἰώνα· στήν ἐποχή τοῦ Βυζαντίου γενικότερα. Οἱ πολιτικοί μας ἄρχοντες δέν εἶναι (καί δέν θέλουν νά εἶναι) «ἐλέῳ Θεοῦ» ἤ «χριστοί Κυρίου». Ἡ πολιτική πραγματικότητα του σήμερα, οἱ διεθνεῖς σχέσεις, ἡ συμμετοχή τῆς χώρας σέ διεθνεῖς καί διευρωπαϊκούς θεσμούς ὑπαγορεύουν νομικές ρυθμίσεις πού δέν ἀπορρέουν, δυστυχῶς, ἀπό τήν εὐαγγελική διδασκαλία καί τήν ἐκκλησιαστική παράδοση. Ἐν τέλει, ἑκόντες ἄκοντες εἴμαστε ἀναγκασμένοι νά δεχθοῦμε ὅτι ἡ Πολιτεία ρυθμίζει τά ἀφορῶντα σέ ὅλους τούς πολίτες της καί ἡ Ἐκκλησία κανονίζει αὐτά πού ἀναφέρονται στή ζωή τῶν μελῶν της. Τό Εὐαγγέλιο δέν ἐπιβάλλεται μέ τήν κρατική βία. Καί ἡ μετοχή στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀξία ὅταν εἶναι ἀπόφαση καί ἔκφραση προσωπικῆς καί ἐλεύθερης ἐπιλογῆς.
4. Διάκριση καί προσοχή ἀπαιτεῖται καί στήν ἀνάμιξή μας στά λεγόμενα ἐθνικά ζητήματα. Ἡ Ἐκκλησία μας δέν εἶναι —καί δέν μπορεῖ στήν ἐποχή μας νά εἶναι— ἐθναρχούσα Ἐκκλησία. Καί ὅπως γνωρίζετε, ὁ ἐθνοφυλετισμός εἶναι παντελῶς ἀσύμβατος καί ξένος πρός τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία. Ἄλλες ἐποχές καί συνθῆκες εὐνοοῦσαν ἤ καί ἐπέβαλλαν ἀκόμη ἐνεργό παρέμβαση τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ποιμένων της σέ ἐθνικά ζητήματα χωρίς νά διασαλεύεται ἡ ἑνότητα τοῦ λαοῦ. Φρονῶ ὅμως ὅτι σήμερα οἱ συνθῆκες καί τό κλίμα γενικότερα ἔχουν ἀλλάξει. Κατά τό πλεῖστον παρεμβάσεις μας αὐτοῦ τοῦ εἴδους παρεξηγοῦνται, διχάζουν τούς ἀνθρώπους καί δέν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι στρέφονται κατά τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἱστορία μαρτυρεῖ ὅτι ὁσάκις ἡ Ἐκκλησία μας ταυτίστηκε, στρατεύθηκε καί συμπορεύθηκε ἀκρίτως μέ τά ρευστά καί ὄχι σπάνια φθαρμένα σχήματα τοῦ κόσμου τούτου ἐξῆλθε ζημιωμένη.
Εἶναι ἄλλο πράγμα ὁ ἁγνός καί ἄδολος πατριωτισμός, ἡ φιλοπατρία. Ὁ διαχωρισμός ὅμως ἀπό τόν ἐθνικισμό καί ἀκόμη χειρότερα ἀπό τήν ἐθνοκαπηλεία εἶναι πολύ δύσκολη ὑπόθεση. Καί γιά τόν λόγο αὐτό χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Ἐπιπλέον, εἶναι φανερό —καί τό διαπιστώνουμε καί στίς μέρες μας— ὅτι ὑπάρχουν δυνάμεις πολιτικές καί ἄλλες πού ἐπιδιώκουν νά ἐμπλέξουν τήν Ἐκκλησία καί τούς ἐπισκόπους της στίς κομματικές τους σκοπιμότητες, ἐκμεταλλευόμενοι τήν εὐαισθησία μας γιά τά ἐθνικά ζητήματα. Παρασυρόμενοι ὅμως ἀπό τά συνθήματα καί τή ρητορική τους, βρισκόμαστε ἀθέλητα ἀντιμέτωποι μέ τούς πολιτικούς ἀντιπάλους τους. Ἔτσι, ἀντί γιά τόν ἑνοποιό ρόλο πού ἔχουμε χρέος νά διαδραματίζουμε, ἐγκαλούμαστε ὅτι ἀσχολούμαστε μέ ζητήματα πού δέν γνωρίζουμε καλῶς καί εἶναι ξένα πρός τήν ἀποστολή μας καί ὅτι φανατίζουμε καί διαιροῦμε τόν λαό. Ἐπιπλέον, κάποιοι —ἡμέτεροι καί ξένοι— παίρνουν ἀφορμή γιά νά κατηγορήσουν τήν Ἐκκλησία μας γιά ἐπαρχιωτισμό· ὅτι ἡ οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐλάχιστα μᾶς ἀγγίζει, καθώς παραμένουμε περιχαρακωμένοι καί ἀπορροφημένοι ἀπό τά προβλήματα καί τίς ἀνάγκες τῆς δικῆς μας ἐθνικῆς Ἐκκλησίας καί μόνο.
5. Ἀπό αὐτήν ἀκόμη τήν ἀποστολική ἐποχή ἡ Ἐκκλησία θεώρησε ὅτι μέσα στήν ἀποστολή της στόν κόσμο εἶναι καί ἡ ἄσκηση τῆς φιλανθρωπίας, τά «καλά» καί «ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις» ἔργα κατά τόν Παύλειο ὁρισμό (Τίτ. 3,8), ἀσκούμενα ὄχι μόνο μεμονωμένα ἀπό τούς «πεπιστευκότας τῷ Θεῷ», ἀλλά συστηματικά καί ὀργανωμένα καί ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς ποιμένες μέ κέντρο τίς τοπικές τους Ἐκκλησίες. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ἐξέφραζε ἐμπράκτως τό χρέος τῆς ἀγάπης πρός τούς ἐλαχίστους ἀδελφούς τοῦ Κυρίου (Ματθ. 25,40) καί ἀναλάμβανε πρωτοποριακά ἡ ἴδια ἕνα εὐρύ κοινωνικό καί φιλανθρωπικό ἔργο.
Ἡ ἄσκηση τοῦ ἔργου αὐτοῦ συνεχίζεται καί σήμερα. Καί ἡ ἑλλαδική Ἐκκλησία μας ἔχει νά ἐπιδείξει ἕνα ἀξιοζήλευτο φιλανθρωπικό ἔργο, τό ὁποῖο ἐκτείνεται σέ πολλά ἐπίπεδα. Ἀναφερόμαστε ἐδῶ σ᾽ αὐτό γιά νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι τό ἔργο τοῦτο, πέρα ἀπό τή θεμελιώδη ἐπιδίωξή του, τήν ποικίλη, δηλαδή, βοήθεια πρός τούς συνανθρώπους μας πού ὑποφέρουν, συμβάλλει καί στήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ μας καί στήν αὔξηση τοῦ πνευματικοῦ κύρους τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ποιμένων της. Κατ᾽ ἐξοχήν δέ, ὅταν καί ἡ προσωπική ζωή καί παρουσία τῶν κληρικῶν πού πρωτοστατοῦν στά καλά ἔργα καί πρώτιστα ἡμῶν τῶν ἐπισκόπων διακρίνεται ἀπό τήν ὀλιγάρκεια, τή σεμνότητα καί τήν εὐαγγελική ἁπλότητα.
Ἀξιέπαινο, λοιπόν, τό φιλανθρωπικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μας, τό ὁποῖο ἐνισχύθηκε καί κατέστη πολύ πιό ἀποτελεσματικό, ἀλλά καί προβλήθηκε κατά τά τελευταῖα χρόνια τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως πού ἔπληξε τήν πατρίδα μας.
Ὅμως θά ἔδει ὅλοι μας νά ἀναστοχαστοῦμε θεολογικότερα ἐν σχέσει μέ τίς δραστηριότητες πού ἀναπτύσσουμε στόν φιλανθρωπικό τομέα.
Μήπως αὐτές οἱ φιλανθρωπικές δραστηριότητες ἀπορροφοῦν ἐμᾶς τούς ποιμένες ὑπέρμετρα μέ ἀποτέλεσμα νά παραμελοῦμε τό κύριο ἔργο μας, πού εἶναι ἡ λατρεία, ἡ διδαχή, ἡ κατήχηση, μέ ἕνα λόγο τό ποιμαντικό καί πνευματικό μας ἔργο; Μήπως θά πρέπει νά μᾶς προβληματίσει ὁ λόγος τῶν ἁγίων Ἀποστόλων πρός τούς χριστιανούς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων : «Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τόν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις» (Πράξ. 6,2);
Ἀκόμη ὀφείλουμε νά ἀναρωτηθοῦμε μήπως καί οἱ ἄνθρωποι διαμορφώνουν μία στρεβλή ἀντίληψη γιά τήν Ἐκκλησία. Παραθεωροῦν πλήρως τήν κύρια ἀποστολή της, τήν ἐσχατολογική προοπτική τῆς παρουσίας της στόν κόσμο, καί τελικά τήν βλέπουν σάν ἕνα φιλανθρωπικό σωματεῖο καί τίποτε περισσότερο.
* * *
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι Συνοδικοί Σύνεδροι,
Ἔχοντας ἐπίγνωση τῶν περιορισμένων δυνατοτήτων μου ἐκ προοιμίου παρεκάλεσα νά ἔχω τήν ἐπιείκειά Σας. Τό ἴδιο παρακαλῶ καί τώρα, καθώς τελείωσα τήν παράθεση τῶν ἀπόψεών μου ἐπί τοῦ θέματος πού μοῦ ἀνατέθηκε νά εἰσηγηθῶ ἐνώπιόν Σας.
Τά ὅσα Σᾶς ἐξέθεσα μέ ἁπλότητα καί συντομία συνιστοῦν τόν προσωπικό μου προβληματισμό, ὀρθό ἴσως σέ κάποια σημεῖα, ἐσφαλμένο ἐνδεχομένως σέ ἄλλα.
Ἡ συζήτηση πού θά ἀκολουθήσει καί ἡ δική Σας πολύτιμη συνεισφορά θά ὁδηγήσει ἀσφαλῶς τό ἱερό Σῶμα μας σέ ὀρθότερες διαπιστώσεις, χρήσιμα συμπεράσματα καί τίς ἀναγκαῖες ἀποφάσεις.
Σᾶς εὐχαριστῶ!
Πηγή: Ακτίνες