Μιλώντας κάποτε μὲ ἕναν ἁγιορείτη λόγιο μοναχὸ ἔκανα λόγο, μεταξὺ τῶν ἄλλων, γιὰ τὴν κρίση τῆς θεολογίας στὸν τόπο μας, λόγω τῆς ἐπίδρασης ποὺ δέχθηκε ἀπὸ τὴν σχολαστικὴ δυτικὴ θεολογία, καθὼς καὶ τὴν ρωσικὴ θεολογία. Χωρὶς νὰ ἀρνῆται ὁ μοναχὸς αὐτὴν τὴν ἀλήθεια, ἔκανε μία μικρὴ διόρθωση λέγοντας ὅτι δὲν πρέπει νὰ μιλοῦμε τόσο γιὰ κρίση τῆς θεολογίας, ὅσο γιὰ κρίση τῶν θεολόγων. Βέβαια, δὲν εἶχα καμμιὰ πρόθεση νὰ διαφωνήσω, ἀφοῦ αὐτὸ στὴν οὐσία ἐννοοῦσα.
Πράγματι, ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ ὀρθόδοξη θεολογία, ἐννοοῦμε τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας στὴν αὐθεντική της ἔκφραση, ὅπως τὴν παρουσίασαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ Πατέρες, ὕστερα ἀπὸ τὴν προσωπικὴ ἀποκάλυψη ποὺ δέχθηκαν. Αὐτὴ ἡ θεολογία δὲν ὑφίσταται κρίση. Ὅταν ὅμως ὑπάρχουν μερικοὶ “θεολόγοι” οἱ ὁποῖοι στοχάζονται πάνω στὰ θέματα τῆς πίστεως καὶ ἀναμειγνύουν τὴν θεολογία τῶν ἀπλανῶν θεολόγων μὲ τοὺς στοχασμοὺς τῶν φιλοσόφων καὶ φιλοσοφούντων, τότε ὑφίσταται πρόβλημα, ὑπάρχει κρίση. Ὁπότε ἡ κρίση ἀνήκει στοὺς θεολόγους.
Ἔχω παρατηρήσει ὅτι στὸν τόπο μας, καὶ κυρίως μεταξὺ μερικῶν ἀκαδημαϊκῶν διδασκάλων, ἐπικρατεῖ ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ θεολογία ταυτίζεται μὲ τὴν βιβλιογραφία, τὶς ὑποσημειώσεις καὶ τὶς παραπομπές. Αὐτό, βέβαια, μπορεῖ νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς ἐπιστημονικὲς ἀκαδημαϊκὲς συνθῆκες, ἀλλὰ δὲν σημαίνει ὅτι αὐτὸ εἶναι θεολογία. Πρέπει νὰ ἐπισημανθῆ...
ἡ διαφορά. Ἄλλο εἶναι ἡ θεολογία καὶ ἄλλο ἡ ἐπιστημονικὴ ἀνάλυση τῆς θεολογίας τῶν θεολόγων.
Αὐτὸ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ δὴ καὶ σὲ διάφορες ἄλλες ἐπιστῆμες. Ἕνας ζωγράφος ἢ γλύπτης ἢ ποιητὴς κάνει πρωτότυπο καὶ αὐθεντικὸ ἔργο, ἀνοίγει νέους ὁρίζοντες, χαράζει μία νέα πορεία καὶ προοπτικὴ ποὺ καθορίζει μία συγκεκριμένη ἐποχή. Ἀργότερα ἔρχονται ἄλλοι ἐρευνητὲς οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν αὐτὸ τὸ συγκεκριμένο ἔργο καὶ τὸν καλλιτέχνη νὰ τὸ ἐρευνήσουν, νὰ δοῦν τὶς προϋποθέσεις καὶ τὴν ἀφετηρία τοῦ ἔργου, νὰ ἀναλύσουν τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς, τῆς τεχνοτροπίας κλπ. Ὁπωσδήποτε καὶ τὸ τελευταῖο ἔργο εἶναι οὐσιαστικό, ἀλλὰ δὲν συγκρίνεται μὲ τὸ πρῶτο ποὺ εἶναι πρωτοποριακὸ καὶ αὐθεντικό. Γιὰ παράδειγμα, ἄλλο εἶναι ὁ ἁγιογράφος Θεοφάνης ὁ Κρὴς ἢ ὁ Πανσέληνος καὶ ἄλλο οἱ ἐπιστημονικὲς ἀναλύσεις γύρω ἀπὸ αὐτούς. Ὅπως, ἐπίσης, ἄλλο εἶναι ὁ Ἐλύτης αὐτὸς καθ' ἑαυτὸν καὶ ἄλλο ἐκεῖνος ποὺ ἀναλύει τὸ ἔργο τοῦ Ἐλύτη. Ὁ Ἐλύτης παίρνει βραβεῖο Νόμπελ καὶ ὄχι ὁ ἀναλυτῆς του. Ὑπάρχει τεράστια διαφορά.
Ἡ Ἐκκλησία ἀπέδωσε τὴν ἐπωνυμία τοῦ θεολόγου σὲ τρεῖς μεγάλες προσωπικότητες, ὅπως τὸν ἃγ. Ἰωάννη τὸν Θεολόγο, τὸν ἃγ. Γρηγόριο τὸν Θεολόγο καὶ τὸν ἃγ. Συμεὼν τὸν νέο Θεολόγο. Ἀργότερα προσετέθη καὶ ἕνας τέταρτος ὁ ἃγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Στὰ ἔργα τῶν τεσσάρων αὐτῶν μορφῶν, ὅπως καὶ στὰ ἔργα ἄλλων ἁγίων Πατέρων, Μεγάλου Βασιλείου, ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὑπάρχει πλούσια, ζωντανὴ καὶ οὐσιαστικὴ θεολογία, χωρὶς νὰ ὑπάρχουν παραπομπὲς καὶ ὑποσημειώσεις.
Ὅταν ἤμουν φοιτητής, συμμετεῖχα γιὰ ἕνα διάστημα σὲ μία ἐπιστημονικὴ ὁμάδα ποὺ ἔκανε τὴν κριτικὴ ἔκδοση τῶν συγγραμμάτων τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Δικό μου ἔργο ἦταν νὰ ἀνιχνεύσω τὰ χωρία τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ποὺ χρησιμοποίησε ὁ ἃγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γιὰ νὰ τεθοῦν στὴν κριτικὴ ἔκδοση. Ἐπ' οὐδενὶ λόγω μπορῶ νὰ ἀσπαστῶ τὴν ἄποψη ὅτι, ἐπειδὴ ὁ ἃγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δὲν παρέπεμπε σὲ συγχρόνους του ἐπιστήμονας ἢ ἀκόμη σὲ πολλοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ὅταν τὸ ἔκανε δὲν σημείωνε τὴν παραπομπὴ στὸ συγκεκριμένο ἔργο τους, ὅτι εἶναι κατώτερος ἀπὸ μερικοὺς μεγάλους ἀκαδημαϊκοὺς διδασκάλους οἱ ὁποῖοι ἔχουν μάθει νὰ δουλεύουν μόνον μὲ τὴν βιβλιογραφία, τὴν λογικὴ τεκμηρίωση καὶ τὴν σχολαστικὴ ἀνάλυση.
Σήμερα χρειαζόμαστε μία θεολογία ποὺ νὰ δίδη ἀπαντήσεις σὲ διάφορα ὑπαρξιακὰ προβλήματα, τὰ ὁποῖα ἀπασχολοῦν τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ὅπως τὸν πόνο, τὸν θάνατο, τὶς τύψεις, τὸ νόημα τῆς ζωῆς, καθὼς ἐπίσης καὶ στὰ τεράστια κοινωνικὰ προβλήματα, μέσα ἀπὸ τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία. Χρειαζόμαστε μία θεολογία “τρυφερότητας”, ἀμεσότητας, ποὺ θὰ πέφτη σὰν ἥσυχη ἁπαλὴ βροχὴ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ θὰ σκορπᾶ βάλσαμο καὶ παρηγοριά, ὅπως τὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου. Χρειαζόμαστε μία θεολογία “ποιητική”, χωρὶς νὰ εἶναι ρομαντικὴ καὶ συναισθηματική, μία θεολογία “διαισθητική”, χωρὶς νὰ εἶναι σκληρὴ καὶ ἐρευνητική, μία θεολογία αὐθεντική, ποὺ γιὰ νὰ διατυπωθῆ καὶ νὰ ἐκφρασθῆ νὰ μὴ χρειάζεται ὑποσημειώσεις, ὅπως εἶπε ἕνας σύγχρονος στοχαστής.
Καὶ βέβαια, πρέπει νὰ καταγγέλλεται ἡ θεολογία ποὺ στηρίζεται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον στὶς σημειώσεις, τὶς παραπομπὲς καὶ τὴν βιβλιογραφία, γιατί παραπλανᾶ τὸν λαὸ καὶ ἐξυπηρετεῖ μόνον τὰ συμφέροντα αὐτοῦ ποὺ τὴν ἐκφράζει. Πρέπει νὰ καταγγέλλεται μία τέτοια ἀκαδημαϊκὴ θεολογία, ὅταν ἐξέρχεται ἀπὸ τὸν χῶρο της καὶ τὸν σκοπὸ ποὺ ἐξυπηρετεῖ, ὅταν προβάλλεται ὡς πρότυπο θεολογίας, περιθωριοποιώντας τὴν πρωτότυπη καὶ αὐθεντικὴ θεολογία τῶν θεουμένων.
Ὁ Μ. Βασίλειος, ἀναφερόμενος σὲ περιπτώσεις φιλοσοφούντων θεολόγων τῆς ἐποχῆς του, περίπου ὁμοίων μὲ μερικοὺς ἀκαδημαϊκοὺς θεολόγους τῆς ἐποχῆς μας, ἔλεγε ὅτι “τεχνολογούσι καὶ οὐ θεολογούσι”.
Εἶναι κρίμα ὅταν ταυτίζεται ἡ αὐθεντικὴ θεολογία μὲ τὴν σχολαστικὴ μεθοδολογία, δηλαδὴ ὅταν συνδέεται ἡ θεολογία μὲ τὴν τεχνολογία, μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια. Οἱ ἄνθρωποι σήμερα δὲν ἔχουν ἀνάγκη μεθόδου σπουδαστηριακῆς, ἀλλὰ ζωῆς ἀληθινῆς.
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό