«Γιατί ὁ Θεὸς κατέστρεψε τὰ Σόδομα;», ρωτᾶτε. Μὰ δὲν σᾶς κατέστη σαφὲς ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ Γραφὴ τοῦ Θεοῦ; «Εἶπε δὲ Κύριος· κραυγὴ Σοδόμων καὶ Γομόρρας πεπλήθυνται πρὸς με, καὶ αἱ ἁμαρτίαι αὐτῶν μεγάλαι σφόδρα» (Γεν. 18, 20). Καὶ ὅτι ἡ ἁμαρτία Σοδόμων ἦταν ὄντως πολὺ μεγάλη καὶ σφοδρή, φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν εἶχαν βρεθεῖ οὔτε δέκα δίκαιοι. Διότι στὴν ἐρώτηση τοῦ δίκαιου Ἀβραάμ, ἐὰν θὰ καταστρέψει τὴν ἁμαρτωλὴ πόλη, σὲ περίπτωση ποὺ βρεῖ σ΄ αὐτὴ δέκα δίκαιους, ὁ Κύριος ἀπάντησε καὶ εἶπε: «οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν δέκα» (Γεν. 18, 32). Ἀλλὰ δὲν βρέθηκαν οὔτε δέκα. Ὅλοι οἱ πολίτες ἦταν σὲ πόλεμο ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐναντίον τῆς φύσης. Οἱ ψυχὲς τους ἦταν νεκρὲς ἐνῶ τὰ σώματα ἐκφυλισμένα. Γι΄ αὐτὸ χτύπησε «θεῖον, καὶ πῦρ» (Γεν. 19, 24), τὸ σύμβολο τῆς βρώμας καὶ τῆς ἔξαψης τῶν παθῶν τους, καὶ ἀπὸ τὰ Σόδομα δὲν ἔμεινε τίποτα πλὴν τοῦ κακοῦ ὀνόματος καὶ τῆς φρικιαστικῆς ἀφήγησης.
ὄνομα τοῦ Κυρίου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ;