«Νῦν εἰς σημεῖον τοῖς πᾶσιν, ἐμφανῶς αἱ γλῶσσαι γεγόνασιν· Ἰουδαῖοι γάρ, ἐξ ὧν κατὰ σάρκα Χριστός, ἀπιστίᾳ νοσήσαντες, θεϊκῆς ἐξέπεσον χάριτος, καὶ τοῦ θείου φωτὸς οἱ ἐξ ἐθνῶν ἠξιώθημεν, στηριχθέντες τοῖς λόγοις τῶν Μαθητῶν, φθεγγομένων τὴν δόξαν τοῦ εὐεργέτου τῶν ὅλων Θεοῦ· μεθ' ὧν τὰς καρδίας σὺν τοῖς γόνασι κλίναντες, ἐν πίστει προσκυνήσωμεν, τῷ ἁγίῳ Πνεύματι στηριχθέντες, Σωτῆρι τῶν ψυχῶν ἡμῶν». (Ἰδιόμελο τῶν ἀποστίχων τοῦ Ἑσπερινοῦ του Ἁγίου Πνεύματος)
Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς οἱ Ἰουδαῖοι δὲν θέλησαν νὰ δεχτοῦν «πάσαν τὴν ἀλήθειαν», ποὺ ἀποκαλύφθηκε διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους, παρέμειναν στὴν ἀπιστία καὶ ἐξέπεσαν τῆς θείας χάριτος. Ἔτσι, ἀρρώστησαν βαριὰ ἀπὸ τὴν ἀσθένεια αὐτή. Διότι εἶναι βαριὰ ψυχοσωματικὴ ἀσθένεια ἡ ἀπιστία. Εἶναι ἀσθένεια ψυχοπαθολογική. Καὶ ἀφορᾶ ἄμεσα ἡ στάση αὐτὴ τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐμᾶς, τοὺς Ἕλληνες Ὀρθόδοξούς τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰώνα, καθὼς ἀπιστία δὲν εἶναι μόνο ἡ ἔχθρα πρὸς τὸ Χριστὸ ἀλλὰ καὶ ἡ ἀδιαφορία πρὸς τὸ πρόσωπό Του καὶ τὴ δυνατότητα σωτηρίας διὰ τῆς Ἐκκλησία Του. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει κυρίως μὲ τοὺς Ἕλληνες σήμερα. Διότι παρόλο ποὺ γιὰ αἰῶνες πολλούς «τοῦ θείου φωτὸς οἱ ἐξ ἐθνῶν ἠξιώθημεν, στηριχθέντες τοῖς λόγοις τῶν Μαθητῶν», τώρα...
ἀκολουθοῦμε τὰ ἴχνη τῶν Ἰουδαίων. Βάλλεται καὶ προσβάλλεται ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ πίστη του, ὑβρίζονται τὰ θεία καὶ ὁ Ἕλληνας, μὲ τὴ στάση του, ὁμολογεῖ ὅτι δὲν συμβαίνει καὶ τίποτε τὸ τραγικό. Μὲ τὴν ἀναδιάταξη καὶ πλήρη ἀνατροπὴ τῶν ἀξιῶν, ὅλα αὐτὰ φαίνονται πὼς δὲν τὸν ἀγγίζουν.
Διὰ τῆς προσωπικῆς του ἐπιλογῆς, ὁ ἄνθρωπος, ἀρνεῖται τὴν συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀρνεῖται τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή του καὶ ἐμπιστεύεται τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι, μένει μόνος μὲ τὰ πάθη του, μὲ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν ὑπερηφάνειά του, μὲ τὸν σκοτεινὸ πλέον ἑαυτό του, προσβλέποντας στὰ γήινα καὶ πρόσκαιρα καὶ μένοντας σὲ παρὰ φύση κατάσταση.
Αὐτὴ ἡ «μοναξιὰ» ὅμως, δὲν εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴ μοναξιὰ ποὺ βιώνει μὲ τὴν ἀπουσία τῶν ἄλλων προσώπων. Πάσχει μοναξιὰ ὀντολογικοῦ περιεχομένου ὁ ἄπιστος, ποὺ πλήττει τὰ τρίσβαθα τῆς ὕπαρξης καὶ τὰ μετατρέπει σὲ κόλαση. Κι αὐτὴν τὴν κόλαση τὴν ἀποπνέει στὸ περιβάλλον ποὺ ζεῖ. Τὴν ἐκφράζει μὲ φόβο, μὲ ἄγχος, μὲ ἀγωνία, ἀλλὰ καὶ μὲ μίσος, μὲ ἐπιθετικότητα ἢ ἀκόμη καὶ μὲ ὑποκριτικὴ ἀγάπη, ζητώντας νὰ τὴν μοιραστεῖ μὲ τοὺς ἄλλους, καθὼς σὰν φωτιὰ τοῦ καίει τὴν καρδιά. Γιὰ νὰ μὴν ὑποφέρει μόνος. Νὰ πάρει μαζί του ὅσους περισσότερους μπορεῖ. Αὐτὰ ἐνεργοῦν σήμερα οἱ ἀγαπολόγοι, οἱ εἰρηνολόγοι, οἱ ὑποκριτὲς τοῦ κρατοῦντος φρονήματος τῆς ἄρνησης. Εἶναι περισσότερο ἀκραῖοι κι ἀπὸ τοὺς πλέον ἀκραίους. Οἱ χειρότεροι δικτάτορες καὶ τύραννοι, ἀσχέτως μὲ τὸ πῶς αὐτοαποκαλοῦνται καὶ αὐτοχαρακτηρίζονται. Ναί, διότι γίνονται θηρία, ὅταν ἀκοῦνε γιὰ πίστη καὶ Χριστό. Δὲν τὰ ἀνέχονται!
Θέλοντας λοιπὸν ὁ ἄπιστος ἄνθρωπος νὰ ἀναπληρώσει καὶ νὰ καλύψει τὴν ἀπουσία τοῦ Δημιουργοῦ καὶ Πατέρα, ἀναζητᾶ νὰ ἀκουμπήσει σὲ μύθους, σὲ παραμύθια γιὰ παρηγοριά. Στὸ Εὐαγγέλιο ἀναφέρονται ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους Παῦλο καὶ Πέτρο τριῶν εἰδῶν τέτοιοι μύθοι: Οἱ γραώδεις, οἱ βέβηλοι καὶ οἱ σεσοφισμένοι.
Στὴν Α΄πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «τοὺς δὲ βεβήλους καὶ γραώδεις μύθους παραιτοῦ, γύμναζε δὲ σεαυτὸν πρὸς εὐσέβειαν»(4,7). Ὅταν ὁ ἄνθρωπος χάσει τὴν πίστη του, χάνει ἅμα καὶ τὴν εὐσέβειά του πρὸς τὰ ἅγια. Βρίθει ἡ ἐποχή μας ἀπὸ μύθους. Προσφέρονται μύρια ὅσα ἑλκυστικὰ παραμύθια, γιὰ νὰ «πληρωθεῖ» τὸ κενό.
Πρῶτα τούς βέβηλους μύθους. Τοὺς ἀσεβεῖς καὶ βλάσφημους, τοὺς ὑποτιμητικοὺς καὶ ἀκάθαρτους, «ὡς ἀναξίους ὑγιοῦς ἀκοῆς καὶ καθαρᾶς ὄντας» (Ζιγαβηνός). Τοὺς προσβλητικοὺς καὶ ὑβριστικοὺς γιὰ τὴν πίστη καὶ τὰ θεία. Αὐτοὺς ποὺ ἀπαξιώνουν τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, δείχνουν ἀσέβεια στὸ χῶρο τῆς ἐκκλησίας καὶ σὲ κάθε ἱερὸ χῶρο. Ἀπαξιώνουν τὸν κλῆρο. Ἀλλοιώνουν τὴν ὀρθόδοξη Παράδοση, μὲ ἐπεισαγωγὴ ξένων καὶ ρυπαρῶν στοιχείων, «ἀνάρμοστων» στὴν ψυχοσύνθεση καὶ τὸ «ἦθος» τοῦ Ῥωμιοῦ, προερχόμενων ἀπὸ τὸν «πολιτισμένο κόσμο». Βέβηλοι μύθοι εἶναι καὶ ἡ διοργάνωση ἀσεβῶν ἐκδηλώσεων, ποὺ προσβάλλουν τὴ σεμνότητα, τὸ ἦθος καὶ τὴν αἰδῶ. Τὰ «αἰσχρὸν ἐστίν καὶ λέγειν» καλλιτεχνικὰ δημιουργήματα διαφόρων θεωρούμενων καλλιτεχνῶν ἀπὸ τὸν σημερινὸ ἐκπεσόντα ἄθεο κόσμο. Πολιτιστικὲς ἐκδηλώσεις εἰδωλολατρικῆς προέλευσης, καρνάβαλος, Santa Claus κ.λπ. καὶ οἱουδήποτε ἄλλου, μὴ συνεργοῦντος στὴν εὐσέβεια.
Ἐπίσης τοὺς γραώδεις μύθους. Ἱστορίες, θὰ λέγαμε, ποὺ ἔλεγαν κάποτε οἱ γριές, γιὰ νὰ τρομάξουν ἢ νὰ ἐντυπωσιάσουν τὰ μικρὰ παιδιά. Δεισιδαίμονες πράξεις καὶ δεισιδαίμονες ἱστορίες, χωρὶς ἔρεισμα πνευματικό, χωρὶς βάση λογικὴ καὶ φυσικὰ χωρὶς πνευματικὸ περιεχόμενο, ὅπως τὰ αἰσχρὰ καὶ εὐτράπελα ἀνέκδοτα (σόκιν), ποὺ προσβάλλουν τὴ νοημοσύνη τοῦ ἀνθρώπου, τὸ φλιντζάνι, οἱ χαρτορίχτρες, οἱ ἀστρολόγοι καὶ οἱ κάθε εἴδους ἀγυρτίες. Λόγια τοῦ ἀέρα, ποὺ ἀποκοιμίζουν τὴ συνείδηση καὶ τὴν ἀποχαυνώνουν. «Γραυσὶ φιλομύθοις προσήκοντες» (Ζιγαβηνός). «Γραϊδίων λεληρηκότων ρήματα» (Οἰκουμένιος). «Μύθους διὰ τὰς παραποιήσεις ἢ διὰ τὸ ἄκαιρον» (Χρυσόστομος). (Π. Τρεμπέλα, Ὑπομνήματα εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην).
Δὲν ἀφοροῦν αὐτὲς οἱ συμβουλὲς τοῦ Ἀποστόλου μόνο στοὺς παραλῆπτες τῆς ἐπιστολῆς του ἀλλὰ καὶ σέ μᾶς, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ἀναφέρει καὶ τοὺς σεσοφισμένους μύθους, τὰ «ἰσχυρότερα ὄπλα τῆς ἀπιστίας τῆς ἐποχῆς μας». «Οὐ γὰρ σεσοφισμένοις μύθοις ἑξακολουθήσαντες ἐγνωρίσαμεν ὑμὶν τὴν τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δύναμιν καὶ παρουσίαν, ἂλλ ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος» (Β΄ Πέτρου, 1, 16).
Σεσοφισμένοι εἶναι οἱ μύθοι ποὺ παρουσιάζονται μὲ πονηρία, μὲ τὴ μάσκα τοῦ ἐπιστημονισμοῦ. Τοῦ προσανατολισμένου στὶς θεωρίες τοῦ ὑλισμοῦ καὶ τῆς ἐξελίξεως, ἀλλὰ καὶ λοιπῶν παρόμοιων ἀναφυόμενων κατὰ καιροὺς ψευδαλαζόνων θεωριῶν. Καθὼς ἡ ἐπιστήμη σήμερα ἔχει προχωρήσει καὶ ἔχει κάνει μεγάλα καὶ ἐπιτυχῆ ἅλματα σὲ ὅλους τούς τομεῖς, προήχθη σὲ θεότητα, πρὸς ἀντικατάσταση τοῦ Θεοῦ τῆς ἀλήθειας. Μὲ ὅπλο τὴν ἀδυναμία καὶ τὴν ὀλιγοπιστία τῶν ἀνθρώπων, αὐτῶν ποὺ ἀναφέραμε στὴν ἀρχή, αὐτῶν ποὺ ἐπέλεξαν αὐτεξουσίως καὶ αὐτοπροαιρέτως τὴν ἀποτίναξη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ σβέρκο τους. Αὐτῶν, ποὺ δὲν εἶχαν οἱ ἴδιοι ἐμπειρίες, ἀλλὰ δὲν πίστεψαν καὶ στὶς ἁγιοπνευματικὲς ἐμπειρίες τῶν ἁγίων. Πού δὲν ἀγωνίστηκαν στὸν εὐλογημένο στίβο τῆς παραδόσεως τῆς πίστεως, γιὰ τὴν ἀπόκτησης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ δὲν εἶχαν τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, νὰ παραμείνουν ἀγωνιζόμενοι. Ἔτσι ἄφησαν τὶς ἐλπίδες τους στὶς ὑποσχέσεις τῆς ματαιότητας.
Ἐξάλλου, ὁ ἀπόστολος Πέτρος τὰ λέει αὐτά, διότι ὑπῆρξε μάρτυρας ἄμεσης παρατήρησης καὶ πείρας, καθότι βρέθηκε μαζὶ μὲ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη στὸ ὅρος Θαβὼρ καὶ εἶδε τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ «καθὼς ἠδύνατο», δηλαδή, ὅσο ἄντεχε ἡ ἀνθρώπινη φύση του. Δὲν πίστεψε σ` ὅ,τι ἔλεγαν οἱ ἄπιστοι καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἀλλὰ στὴν ἐμπειρία. Ἑρμηνεύει ὁ Ζιγαβηνὸς στὸ: «Κύριε, καλὸν ἐστιν ἠμᾶς ὧδε εἶναι» (Μάτθ. 17,4), τὸ ὁποῖο εἶπε ὁ Πέτρος στὸ Χριστὸ κατὰ τὴν Μεταμόρφωση: «Εἶπε (ὁ Πέτρος) καλὸν εἶναι νὰ συνεχίσουν νὰ βρίσκονται σὲ ἐκεῖνο τὸ ὅρος, ὥστε αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ ἦταν μαζί του νὰ εὐφραίνονται, θεωροῦντες τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸ πρόσωπό του, ποὺ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιο καὶ τὰ λευκὰ σὰν τὸ φῶς ἱμάτιά του καὶ μαζὶ μ` αὐτὰ νὰ βλέπουν συνεχῶς καὶ τὸν Μωυσῆ καὶ τὸν Ἠλία, οἱ ὁποῖοι μία φορὰ μόνο φάνηκαν μέσα στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Νὰ εὐφραίνονται δὲ ἀκόμη μὲ ὅσα θὰ ἀκούσουν νὰ συνομιλοῦν οἱ δύο τους μὲ τὸν Ἰησοῦ καὶ ὁ Ἰησοῦς μὲ αὐτούς». Αὐτὴ ἦταν ἡ ἐμπειρία τοῦ Ἀποστόλου. Πῶς νὰ πιστέψει σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο;
Στὸ κυνήγι τοῦ εὐδαιμονισμοῦ καὶ τῆς πρόσκαιρης ἀπόλαυσης τῆς ἡδονῆς, πρότυπα καθαρὰ ἀντορθόδοξα, ἀντιπαραδοσιακὰ καὶ ἀντιευαγγελικά, ὁ Ἕλληνας, ὁ ἀπόγονος τῶν ἡρώων καὶ τῶν ἁγίων μαρτύρων, δὲ θέλησε νὰ ἀνασύρει ἀπὸ τὴν παράδοσή του ὄπλα ἀμυντικὰ καὶ ἐπιθετικά, γιὰ νὰ ἀντισταθεῖ στὸ κακό, τὸ ὁποῖο εἰσορμοῦσε στὴ ζωὴ του παντοιοτρόπως ἐπὶ δεκαετίες. Δὲν εἶχε τὰ προσόντα ἀλλὰ καὶ τοὺς κατάλληλους ὁδηγούς, νὰ ἀντισταθεῖ στοὺς δαιμονικοὺς μύθους, τοὺς βέβηλους, τοὺς γραώδεις καὶ τοὺς σεσοφισμένους, ποὺ τὸν μάγεψαν καὶ τὸν αἰχμαλώτισαν.
Ἔτσι, μὴ διαθέτοντας ἀντιστάσεις πνευματικές, ἔμεινε στὴν πλειοψηφία του νὰ παρακολουθεῖ ἐνεὸς τὰ τεκταινόμενα ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς, ἁπλὸς παρατηρητής. Μετὰ τὸν πνευματικὸ θάνατο, ὅλα ἐπιτρέπονται. Ὅλα γίνονται ἀποδεκτὰ καὶ εὐκολοχώνευτα, κι ἂς εἶναι καὶ σκουπίδια καὶ κόπροι. Ἔτσι φτάσαμε στὴν κατάσταση τῶν κατοίκων τῶν Σοδόμων καὶ τῶν Γομόρων καὶ χειρότερη.
Νοσήσαμε στὴν ἀπιστία καὶ ἐκπέσαμε τῆς θείας Χάριτος. Διαταράχτηκε ὅλη ἡ ὕπαρξή μας ἀπὸ τὸ χωρισμὸ αὐτό, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἔκπτωση ἀπὸ τὴ θεϊκὴ Χάρη καὶ τὴν βαριὰ ἀσθένεια τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Τί βλέπουν σήμερα τὰ μάτια μας! Ἀλλὰ τί ἔχουν ἀκόμη νὰ δοῦν! Τὸ δὲ χειρότερο πάντων, πὼς δὲν ὑπάρχει διάθεση, ἐπιθυμία ἐπιστροφῆς. Δὲν ὑπάρχει τὸ κατάλληλο συνειδός, γιὰ νὰ ἀναγγείλει τὴν ἔγερση καὶ τὴν κίνηση γιὰ θεραπεία, γιὰ μετάνοια. Διότι, ἀκόμη καὶ μόνο μὲ αὐτήν, τὴν μετάνοια, μποροῦν νὰ ἀλλάξουν ἄρδην τὰ πάντα καὶ νὰ ξεκινήσει ἡ νέα ἀρχή. Καὶ βέβαια μαζὶ μὲ τὰ πνευματικὰ καὶ τὰ ὑπόλοιπα, ποὺ ταλανίζουν τὴ ζωή μας.
Ἠλιάδης Σάββας
Δάσκαλος
Κιλκίς, 21-1-2016
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό