Ὁ μοναχισμὸς εἶναι μυστήριο. Καὶ ὡς μυστήριο εἶναι ἀκατάληπτος. Ὅποια περιγραφή, ἀνάλυση καὶ σχολιασμός, ἐγγίζουν περισσότερο τὶς ἐξωτερικὲς πτυχές του καὶ ὄχι τὴν κρυμμένη οὐσία του.
Ὁ μοναχισμὸς παραμένει στὸν πυρῆνα του ὁ ἴδιος ἀπὸ καταβολῆς κόσμου ἕως συντελείας τοῦ αἰῶνος. Συγκλονισμένος ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Ἰησοῦ, «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἔξεις θησαυρῷ ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Ματθ. 19,21), ὁ ἄνθρωπος ἀποτάσσεται τὴν ὀργανωμένη κοινωνία γιὰ νὰ μεταφυτευθεῖ σὲ ἕναν ἄλλον κόσμο, ὅπου οἱ συνθῆκες βοηθοῦν στὴν ἐπιδίωξη τῆς εὐαγγελικῆς τελειότητας.
Ὄχι μόνο ὁ μοναχισμὸς ἀλλὰ καὶ ὁ κόσμος παραμένει ὁ ἴδιος. Ἴδια καὶ ἀπαράλλακτη εἶναι καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου: πάθη, χαρές, ἀγωνίες, καημοί, πόθοι, μάχη τοῦ φωτὸς μὲ τὸ σκοτάδι. Καθὼς λέει ὁ ἅγιος Μακάριος, ὁ φαινόμενος αὐτὸς κόσμος καὶ οἱ παροχές του, ὅσο περισσότερο φαίνεται ὅτι θάλπουν τὸ σῶμα, τόσο τὰ πάθη παροξύνουν καὶ αὐξάνουν τὴν κάκωσή τῆς ψυχῆς. Ἡ μοναστικὴ φιλοσοφία ἀποτελεῖ ἀντίβαρο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λόγος τοῦ μοναχισμοῦ εἶναι πάντοτε ἐπίκαιρος, ἂν καὶ βέβαια ὄχι πάντα δεκτὸς ἀπὸ τὸν κόσμο...
Ἡ παρουσία τοῦ μοναχισμοῦ στὸν κόσμο δὲν ἔχει τόσο νὰ κάνει μὲ κάποια δραστηριότητα κοινωνική. Συχνὰ ἡ ἀπραξία τοῦ μοναχοῦ κρύβει τὴν πιὸ δημιουργικὴ καὶ ἐπίπονη δράση, ὅταν συνδέεται μὲ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, τὴν ἁγιότητα, τὴν ἕλκυση τῆς θείας χάριτος γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Ὁ μοναχὸς ἀποτάσσεται τὸν κόσμο. Ἐν τούτοις εἶναι φίλος τῆς ζωῆς, τῆς φύσης, τῆς κοινωνίας. Καὶ στὴν ἄσκηση τῆς ἀποταγῆς καλλιεργεῖ καὶ τελειοποιεῖ αὐτὴ τὴ στάση ζωῆς: τὴν πραγματικὴ φιλία μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν κτίση.
Ἡ παρουσία καὶ ὁ λόγος τοῦ μοναχισμοῦ εἶναι ἀναστάσιμα. Ἕνας μοναχός, στρατιώτης καὶ φίλος τοῦ Χριστοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ ζεῖ μέσα στὸ φόβο, τὴν ἀπειλή, τὴν ἄμυνα, τὴν ἄρνηση, τὴ σκληρότητα. Ἡ ζωή του καὶ ἡ συμπεριφορά του δὲν μυρίζουν ἀποσύνθεση, ἀλλὰ εὐωδιάζουν ζωὴ καὶ ἀνάσταση. Ἡ ὕπαρξή του δὲν εἶναι μιὰ θλιβερὴ καὶ σκοτεινὴ ὑπόθεση, οὔτε μιὰ συμπλεγματικὴ κατάσταση. Εἶναι ἕνα ἀστείρευτο ἀπόθεμα χαρᾶς καὶ ἐλπίδας, ποὺ προσφέρεται σὲ ὅλους.
Ἡ παρουσία τοῦ μοναχισμοῦ στὸν κόσμο δὲν εἶναι ἐντυπωσιακή. Δὲν κολακεύει, ἀλλὰ οὔτε παροξύνει. Ἐκφράζει μιὰν ἀντίθεση στὶς φθηνὲς ἀξίες τοῦ κόσμου, γι’ αὐτὸ καὶ κάποτε εἶναι προκλητική, χωρὶς τοῦτο νὰ εἶναι σκοπὸς τοῦ μοναχοῦ. Πράγματι, ἡ μοναχικὴ ζωὴ καὶ φιλοσοφία ἀπὸ τὴ φύση της παραμερίζει καὶ ἀμφισβητεῖ τὰ κριτήρια τῆς κοσμικῆς δράσεως, εὐπρέπειας καὶ ἐπιτυχίας. Ποιός εἶναι ὁ ἐπιτυχημένος, ποιός ὁ εὐπρεπής, ποιός ὁ δημιουργικὸς ἄνθρωπος; Μοναχισμὸς καὶ κόσμος δίνουν διαφορετικὲς ἀπαντήσεις.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ παρουσία τοῦ μοναχισμοῦ εἶναι κριτικὴ τῶν ἀξιῶν κάθε κοινωνίας, καὶ ὑπομνηστικὴ τῶν πρωταρχικῶν ἀληθειῶν. Ἐλέγχει ἀκόμη καὶ τὸν συμβατικὸ Χριστιανισμὸ τοῦ κόσμου. Ὁ μοναχὸς ἀνιχνεύει τὰ βάθη τῆς καρδίας καὶ ἀποκαλύπτει τὰ κρύφια πάθη. Ἔτσι ἐπισημαίνει τὴν ὁδὸ τῆς αὐτογνωσίας καὶ τῆς ταπεινώσεως, ποὺ ἀποτελοῦν προϋποθέσεις τῆς ἀληθινῆς κοινωνίας. Ὁ μοναχὸς βεβαίως δὲν εἶναι κριτής. Κάθε ἄλλο. Ἀντὶ νὰ κρίνει, γίνεται ὁ ἴδιος κατάδικος γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου. Ὁ μοναχισμὸς ὅμως, ὡς ἐφαρμοσμένο Εὐαγγέλιο, κρίνει τὶς ἀξίες τοῦ κόσμου.
Ἡ παρουσία τοῦ μοναχισμοῦ εἶναι ἕνα μήνυμα ἀγάπης καὶ ἀληθινῆς κοινωνικότητας. Ἡ ἀγάπη προηγεῖται κάθε μορφῆς ὀργανώσεως ἢ τάξεως καὶ κάθε ἀπαιτήσεως παραγωγικότητας. Τὰ τελευταῖα ὀφείλουν νὰ ὑπηρετοῦν τὴν πρώτη. Γι αὐτὸ καὶ ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος γράφει: «Τὸ δῶσε καὶ τὸ πάρε ἦταν ἀγάπη γιὰ μένα. Ἐπειδὴ σκεφτόμουν ὅτι τὸ κέρδος τοῦ ἀδελφοῦ μου ἦταν ἔργο καρποφορίας». Ἡ ἀνιδιοτελὴς ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλησίον, ποὺ εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος ποὺ μᾶς πλησιάζει, εἶναι ὁ στόχος τοῦ μοναστικοῦ βίου.
Ἡ ἀγάπη ὑπαγόρευσε τὴ δημιουργία τοῦ πρώτου Κοινοβίου, τὴν κοινὴ συμμετοχὴ σὲ ὅλα τὰ ἀγαθά, καὶ ἀκόμη περισσότερο, τὴν ἀκτημοσύνη. Καταλαβαίνουμε γιατὶ ὁ Μέγας Βασίλειος ἀποκαλεῖ τὸ μοναστικὸ κοινόβιο τέλεια κοινωνία. Λέει χαρακτηριστικά: «Ἐγὼ ὀνομάζω τελειότατη κοινωνία βίου ἐκείνη ὅπου ἰδιοκτῆτες δὲν ὑπάρχουν, ἡ διχογνωμία ἐξορίσθηκε, ἡ ταραχὴ καὶ φιλονεικία ἔχει ἀπομακρυνθεῖ καὶ ὅλα εἶναι κοινά: ψυχὲς καὶ σώματα, καὶ ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα τρέφονται καὶ ὑπηρετοῦνται, κοινὸς ὁ Θεός, κοινὸ τὸ ἐμπόρευμα τῆς εὐσέβειας, κοινὴ ἡ σωτηρία, κοινὰ τὰ ἀγωνίσματα, κοινοὶ οἱ κόποι, κοινοὶ οἱ στέφανοι˙ ὅπου οἱ πολλοὶ εἶναι ἕνας καὶ ὁ ἕνας δὲν εἶναι μόνος, ἀλλὰ μέσα σὲ πολλούς.» Δύσκολος στόχος, ἐφικτὸς ὅμως…
Ὁ μοναχισμὸς ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη μυστήριο τοῦ ὀγδόου αἰῶνος. Δηλαδὴ μυστήριο τοῦ ἐρχομένου κόσμου. Ἐνθυμούμενος συνεχῶς τὸν ἀτελεύτητο ἐκεῖνον αἰῶνα ὁ μοναχὸς καλλιεργεῖ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου. Φυσικὰ γι’ αὐτὸν τὸ «τετέλεσται» εἶναι τελείωση τῆς ὑπάρξεως, μετάβαση «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». Ἡ μοναχικὴ φιλοσοφία καὶ ἐμπειρία διδάσκει ὅτι τὸ νόημα τῆς ζωῆς βρίσκεται στὸν κόσμο τῆς αἰωνιότητας. Ὅσες λοιπὸν πράξεις, ὅσες σκέψεις, ὅσα πράγματα μποροῦν νὰ ἐνταχθοῦν στὴν αἰώνια καὶ ἀληθινὴ ζωή, ὅσα δηλαδὴ χωρᾶνε στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, αὐτὰ εἶναι ἀγαθά.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἐπιμένει, «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 6,33). Ὄχι γιὰ νὰ ἀπορρίψουμε τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν ἀντικρύσουμε μέσα στὸ ἀνέσπερο φῶς. Ἡ ἀξία κάθε πράγματος βρίσκεται στὴ σταθερότητά του. Ἡ ἀγάπη, γιὰ παράδειγμα, κρίνεται ἀπὸ τὴν μονιμότητά της. Ἐὰν κάποια στιγμὴ πάψει νὰ ὑπάρχει, σημαίνει ὅτι ποτὲ δὲν ἦταν ἀληθινή. Τὸ μήνυμα τοῦ μοναχισμοῦ εἶναι ὅτι τίποτε δὲν ἀξίζει, καμιὰ χαρά, καμιὰ εὐτυχία, καμιὰ ἐπιτυχία ἢ κατάκτηση, ἐὰν ἐξαντλοῦνται στὸν ἑαυτό τους.
Στὴ ζωὴ ὅμως ποὺ φωτίζεται ἀπὸ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὰ πάντα φέρουν μιὰν ἀναλλοίωτη ἀξία. Κάθε στιγμὴ καὶ κάθε ἔργο ἀποκτοῦν γιὰ τὸν μοναχὸ μιὰ τεράστια σημασία καὶ ἐπισημότητα: τὸ νὰ στολίζει μὲ λουλούδια τὴν εἰκόνα τοῦ ἑορταζομένου ἁγίου, τὸ νὰ συμμετέχει στὸ κέρασμα τῆς Κυριακῆς, τὸ νὰ σκουπίζει τὴν αὐλή του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὄχι μόνο δὲν περιφρονεῖ τίποτε, ἀλλὰ καὶ αἰσθάνεται γιὰ ὅλα ὑπεύθυνος. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ στιχομυθία πού ἀναφέρεται στὸ Γεροντικό. Ρωτήθηκε κάποιος μοναχός: Τί ποιεῖς ἐνταῦθα ὦ Μοναχέ; Καί ἀπήντησε: Τὸν τόπον φυλάσσω. Φυλάσσει τὸν τόπο μὲ τὴν ἐργασία τῶν χειρῶν του, μὲ τὴν ἀγάπη του, μὲ τὴ λατρεία καὶ τὴν ἀναφορά του στὸν Χριστό.
Ἔτσι ὁ μοναχὸς ἐπιδιώκει τὴν ἀληθινὴ παγκοσμιότητα. Τὸ μυστήριο τῆς ἑνότητας, ὅπως καὶ ἡ ἁμαρτία τῆς διασπάσεως, πραγματοποιοῦνται στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, πρὶν ἐκδηλωθοῦν στὴν κοινωνία. Ὁ μοναχὸς λοιπὸν στρέφεται πρὸς τὸ δικό του ἐσωτερικὸ τοπίο, πολεμᾶ τὴν φιλαυτία καὶ τὸν ἐγωκεντρισμό του, ἀπελευθερώνεται ἀπὸ πάθη, κτήματα καὶ θελήματα, συνειδητοποιεῖ ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἕνας, ἑνώνεται μὲ τὸν Θεό, κι ἐκεῖ, στὴν καρδιά του, συνάγει ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Καθὼς λέγει ὁ ὅσιος Πορφύριος, ὁ ἀσκητὴς ἐπιδιώκει «νὰ γίνει ἕνα μὲ τοὺς ἄλλους, ὅπως ἡ Ἁγία Τριάδα, ὅπως τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ποὺ εἶναι ἕνα».
Ἔχοντας σταυρωθεῖ γιὰ τὸν κόσμο, ὁ μοναχὸς γίνεται ὄργανο στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὁ ἴδιος ἀπερίσπαστη ἀκρόαση καὶ ζωντανὸ βιβλίο. Μὰ ὅταν εἶναι θέλημα Θεοῦ, ἡ σιωπὴ δίνει τὴ θέση της στὸν λόγο καὶ ἡ ἀποταγὴ ὁδηγεῖ στὴν παρέμβαση. Σὲ ὅποια περίπτωση, ὁ μοναχὸς κατὰ τὴν κουρά του ἀποδέχεται τὴν ἀποστολικὴ ἰδιότητα. Καθὼς ἡ ἴδια ἡ Ἀκολουθία τοῦ Μοναχικοῦ Σχήματος διδάσκει,
Οἱ θέλοντες ἔρχεσθαι, φησίν, ὀπίσω μου,
προθύμως ἀρνήσασθε τὰς κοσμικὰς ἀφορμάς,
γονεῖς τοὺς γεννήσαντας, … χρήματα καὶ οἰκίας,
καὶ δέξασθε ἀξίωμα τῶν Ἀποστόλων μου.
Ἡ κλήση τῆς ἀφιερώσεως εἶναι στὴν πραγματικότητα μιὰ κλήση καθολική: νὰ προσφέρει ὁ ἄνθρωπος ὅλο τὸ εἶναι του στὸν Θεό, καὶ νὰ λάβει ὁλόκληρη τὴν ἐπουράνια ἀγάπη τοῦ Πνεύματος. Ἐφ’ ὅσον πάντως «οὐ πάντες χωροῦσι τὸν λόγον τοῦτον», ὁ μοναστικὸς βίος λειτουργεῖ ταυτόχρονα ὡς ὑπόμνηση πρὸς κάθε πιστὸ ἐκείνου τοῦ κατηγορηματικοῦ μηνύματος ποὺ διατυπώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὁ μαθητὴς τῆς ἀγάπης: «Δὲν εἶσαι ἀπὸ τὸν κόσμο, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν κόσμο». Καὶ «ὅπως ἀκριβῶς Ἐκεῖνος, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο εἴμεθα κι ἐμεῖς στὸν κόσμο τοῦτο» (Ἰω. 17,14-16. Α Ἰω., 4,17).