Αγαπητά μου παιδιά.
Εγώ έχω μία μαρτυρία απ’ τη ζωή του Αγίου Πορφυρίου που δικαιολογεί γιατί -και μάλιστα ύστερα από τόσα χρόνια που έφυγε από κοντά μας κατά σάρκα- τον θέλετε να τον έχετε προστάτη σας.
Κάποτε πήγαμε με τη γυναίκα μου να τον δούμε και η γυναίκα μου πήγαινε για πρώτη φορά. Εγώ δε, δεν του είχα πει τίποτε για την οικογένειά μου γιατί είχα τα δικά μου προσωπικά και δεν ήθελα να εξομολογούμαι για λογαριασμό των άλλων όπως συμβαίνει πολλές φορές. Και μόλις μπαίνουμε μέσα τη βλέπει, κοιτάζει τη γυναίκα μου ο Άγιος και της λέει, άστα κυρά μου τα παιδιά σου τά ‘φαγες. Θα σου φύγουνε, τι τα βασανίζεις έτσι;
Εμείς λοιπόν, μαζευτήκαμε και θελήσαμε να δικαιολογηθούμε. Είδατε γιατί δεν μετανοεί ο άνθρωπος; Γιατί ζητά να δικαιολογηθεί. Του λέμε, Γέροντα εμείς πιέζουμε τα παιδιά μας για να γίνουν καλά παιδιά. Λέει, εσείς να γίνεται καλύτεροι και αφήστε τα παιδιά σας ήσυχα.
Αυτό τι δείχνει; Σιγά-σιγά το καταλαβαίνω κι εγώ. Μετά από χρόνια το επεξεργάζομαι και λέω, κοίταξε να δεις. Λέμε για τους νέους μας που χάλασαν, λέμε για τους νέους που δεν ξέρουν να κάνουν τον σταυρό τους αλλά ο Παππούλης τι λέει, ο Γέροντας; Ότι εμείς πρέπει να γίνουμε καλοί και να τ’ αφήσουμε ήσυχα τα παιδιά μας. Βέβαια ήταν μεγάλα παιδιά τότε και μπορούσαμε να τ’ αφήσουμε ήσυχα. Κι αυτό ήταν για μας μία μεγάλη εμπειρία. Συγκλονισμός που μας έφερε μετάνοια.
Πρόσεξα κάθε φορά που πλησίαζα τον Άγιο, όπως κι άλλους Αγίους που έτυχε να πλησιάσω και να μιλήσω μαζί τους όπως τον Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο κι άλλους, εκείνο που μου προκαλούσαν ήταν η μετάνοια. Δεν μου προκαλούσαν έκπληξη, κατάπληξη που λένε, θαυμασμό, έκσταση και αυτά όλα, γιατί αυτά ξέρετε συνήθως τα ζητάει κανείς και πάει και τα βρίσκει. Εμένα μου προκαλούσαν μετάνοια. Έκλαιγα, όπως έκλαιγα και σήμερα στον τάφο του Αγίου Παϊσίου. Δεν ένοιωθα κανένα άλλο συναίσθημα ισχυρότερο.
Ο Άγιος που κοσμεί σήμερα την Εκκλησία μας, μας δίνει μια σφαλιάρα σαν αυτή που έδωσε στη Γερόντισσα. Όλους τους μεγάλους και λέει, πάψτε βρε, μη μιλάτε στα παιδιά έτσι, αφήστε τα ήσυχα. Γιατί; Διότι η προσευχή σας που θα τα συνοδεύσει όταν θα πάψετε να τα συμβουλεύετε και να τα μαλώνετε, μαζί με την προσευχή μου και την προσευχή τόσων Αγίων, ακόμα και προγόνων Αγίων, θα τα ωφελήσει τα παιδιά, χωρίς να τους αποδείξουμε ότι αυτό είναι λάθος και εκείνο είναι αμαρτία και θα πάθεις αυτό κι εκείνο αν δεν το κάνεις.
Αυτά όλα είναι η μεταφορά του ορθολογισμού που έκανε την εποχή μας τόσο άχαρη, του ορθολογισμού πάνω στην ποιμαντική.
Να φέρουμε τον ορθολογισμό πάνω στην αγωγή που δίνει ο γονιός στο παιδί. Μην το κάνεις αυτό παιδί μου γιατί δεν θα φας ψωμί ή δεν θα πετύχεις στην καριέρα σου κτλ. Ο Παππούλης μας τα ξεκαθάριζε αυτά.
Και το άλλο που πρόσεξα, δεν το πρόσεξα σαν γεγονός μια φορά, ήταν όλη η εμπειρία που είχα όσες φορές -και λίγες, δεν πήγαινα πολλές φορές κι εγώ, τον φοβόμουνα- λοιπόν όσες φορές πήγαινα κατάλαβα ότι η σχέση μας με τον Χριστό είναι ερωτική, δεν είναι λογική. Γι’ αυτό και λέει κάποιος ότι εγώ δεν τον καταλάβαινα, ακόμα μπορεί να πει και δεν τον δεχόμουνα. Όπως και δυο ερωτευμένοι άνθρωποι που αν ερωτήσει ο ένας τον άλλον γιατί μ’ αγαπάς, δεν έχουν απάντηση. Δεν μπορούν να απαντήσουν γιατί αγαπάει ο ένας τον άλλον, και θα πρέπει λογικά να πει ο ένας στον άλλον, ούτε κι εγώ ξέρω τι να σου πω.
Έτσι λοιπόν, αυτήν την ερωτική χαρά την έκανε να γεμίζει το είναι μας. Και αναγκαστικά εάν η σχέση με τον Χριστό μας είναι ερωτική, διαλύει τα πάντα, τα ξεσκονίζει, τα διώχνει. Αυτά ξέρετε δεν είναι επιχειρήματα, ούτε είναι διατυπώσεις του Παππούλη .. εγώ δεν τον άκουσα να το λέει έτσι θεωρητικά σαν γεγονός. Σου το μετέδιδε. Και από εκεί καταλάβαμε καλύτερα τον λόγο του Ευαγγελίου «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος».
Μέσα στη σύγχρονη εποχή, επηρεασμένοι και από την αρχαία μας εποχή με τους φιλοσόφους και με τους σημερινούς ορθολογιστές, τους λογάδες σαν και μας τους δασκάλους κτλ. νομίζουμε ότι ο λόγος είναι μια προφορική έκφραση, σκέψεις που κάνει ο άνθρωπος και στα σχολικά βιβλία αυτό διδάσκουν. Κι όμως η Εκκλησία μας, μας είπε ότι ο Λόγος είναι ο ίδιος ο Χριστός. Κι έτσι ξέρουμε γιατί όταν μιλούν άλλοι, άλλοι σαν και μένα δηλαδή εις τους νέους, οι νέοι χασμουριούνται, λένε καλά εν τάξει ευχαριστούμε φύγε τώρα. Όταν μιλούνε Άγιοι, δεν μεταδίδουν λόγια, έκφραση λόγων όπως έχουμε συνηθίσει αλλά μεταδίδουν τον Λόγο Χριστό.
Και ξέρετε ότι αυτή είναι η βασική διαφορά που έχουμε με τους μη Ορθοδόξους, ιδιαίτερα τους Δυτικούς. Ξέρετε πως αρχίζει στα Λατινικά το Ευαγγέλιο του Ιωάννου; Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος λέμε εμείς, αυτοί λένε in initio erat verbum, at first goes the verb, δηλαδή, ένα ρήμα, μια λεξούλα πετάει στον ουρανό έτσι γύρω-γύρω και ήταν το πρώτο πράγμα, αν είναι δυνατόν. Δεν μπορούν να καταλάβουν ότι αυτό που λέμε εμείς Λόγος είναι ο ίδιος ο Χριστός ο οποίος πηδάει από τον έναν άνθρωπο και πάει στον άλλον και προσφέρεται οντολογικά. Έτσι ο άγιος Ιουστίνος ο Πόποβιτς αναγκάστηκε στο τέλος μετά από πολλές προσπάθειες να πει, στην αρχή ήταν Logos. Έπαιρνε την Ελληνική λέξη Logos, την έγραφε στα Λατινικά και τη μετέδιδε γιατί δεν μπορούσε να βρει τίποτε άλλο να εκφράσει αυτό που είναι στην αρχή.
Ο Άγιος Πορφύριος μας μάλωνε, ήταν αυστηρός, σε μας τους μεγάλους ήταν αυστηρός. Και μας εξηγούσε ότι εκείνο που μπορεί να κάνει και εμάς ευτυχισμένους, αυτό είναι που θα κάνει και τα παιδιά ευτυχισμένα. Και εκείνο που θα κάνει εμάς υπάκουους απέναντι στο Θεό και στους Γεροντάδες, αυτό θα κάνει και τα παιδιά σε μας. Δηλαδή ότι είναι μία κοινή περιπέτεια η αγωγή που θέλουμε να δώσουμε στα παιδιά μας και στους μαθητές μας, είναι μία κοινή περιπέτεια, δική μας και των παιδιών.
Έτσι ταπεινωνόμαστε, γινόμαστε κι εμείς παιδιά. Παιδιά κι εμείς. Να η εξομοίωση με τα παιδιά, εξομοίωση εν Χριστώ, που γίνομαι ταπεινός. Είδατε κι ο Χριστός έλεγε καμμιά φορά «Παιδία» τους μαθητές του.
Ο Άγιος Πορφύριος μας έδειχνε ότι ο κόσμος είναι πανέμορφος. Χαιρότανε. Χαιρότανε και τους ανθρώπους αλλά και τα ζώα και τα φυτά. Όλα τον συγκινούσαν, αλλά δεν τον συγκινούσαν σαν κατηγορίες να πει εμένα μου αρέσουν τα φυτά, εμένα μου αρέσουν τα ζώα, εμένα μου αρέσουν οι λογοτέχνες, εμένα μου αρέσει αυτός γιατί είναι ένας καλός δικαστικός κτλ. Τίποτα από αυτά. Έναν-έναν προσωπικά ανεξάρτητα από το τι είναι, έξω από το ότι είναι παιδί του Θεού. Τον καθένα τον πλησίαζε σα να μην είχε καμμιά άλλη ιδιότητα, παρά μόνο να είναι έτσι ένας γυμνός άνθρωπος απέναντι στον Θεό.
Ξέρετε ότι αυτό, το ξέρετε βέβαια, είναι η απάντηση στο σημερινό πολιτισμό ο οποίος κατηγοριοποιεί τα πάντα. Και μιλούμε αόριστα για κατηγορίες ανθρώπων και πραγμάτων, κι όχι για συγκεκριμένα πρόσωπα. Μπορούσε να ασχοληθεί μια μέρα ολόκληρη με μια περίπτωση που δεν ήταν και τόσο τραγική και θα μπορούσε να πει, εν τάξει εσύ πήγαινε και θα δούμε τι θα γίνει.
Κάποτε ένας γνωστός μας εκεί, γείτονάς μας, είχε το παιδάκι του, το αγοράκι του, πέντε ετών και δεν είχε ακόμα μιλήσει, ούτε μαμά δεν είχε πει. Πέντε ετών. Όταν ήταν δώδεκα ετών δεκατριών τον είχα εγώ μαθητή στο Γυμνάσιο και δεν μ’ άφηνε να κάνω μάθημα γιατί συνέχεια σήκωνε το χέρι και ήθελε να μιλήσει αυτός.
Τον πήγαμε λέει στον Πορφύριο, μου ‘παν να πάω σ’ έναν Γέροντα εκεί να το διαβάσει το παιδί αφού οι γιατροί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα.
Το πήγανε εκεί, το αγκάλιασε το παιδί, του έπιασε το κεφάλι του, το φίλησε και τους λέει, θα το βαράτε να σωπάσει.
Όταν λοιπόν μετά από τότε κατέβηκαν αυτοί στην Αθήνα, πήγανε σε ένα γιατρό της λογοπαιδείας να αναλάβει το παιδί τους. Λέει τώρα, άμα σου λέει θα το βαράτε να σωπάσει, είναι πέντε χρονών, κουταμάρες μας λέει ο Γέροντας.
Όταν το φέραν στο σπίτι όμως, ντρουν το τηλέφωνο, που το βρήκε άντε ντε να μου πείτε. Και τους λέει, βρε σεις δεν σας είπα να μην πάτε σε γιατρό; Τι πήγατε στους γιατρούς;
Και πραγματικά το παιδί άρχισε να μιλάει και να μιλάει πολύ και να μη θέλει να σωπάσει.
Έφερα τον πατέρα του γιατί είχα πρόβλημα στην τάξη και μου λέει ο πατέρας του, βάρα τον.
Εμ να βαράω το παιδί, λέω.
Το ‘πε ο Άγιος δεν μπορεί, να του ρίχνεις ξυλιές αλλιώς δεν ησυχάζει, μου λέει.
Και μεγάλωσε το παλληκάρι και μιλάει και πήρε απ’ τον Άγιο μια φώτιση, μια ψυχολογία έτσι θα έλεγε ο κόσμος, μια χάρη να πιστεύει και στον εαυτό του ακόμα, ότι καλά πάει. Και ενώ δεν μπορούσε να πει το ‘ρ’, μας είπε μια φορά ξέρετε εγώ όταν ήμουνα μικρός δεν μπορούσα να πω το ‘ρ’.
Και του λέμε και τώρα το λες;
Ε δεν ακούτε λέει που το λέω;
Και δεν το έλεγε αλλά είχε τέτοια αυτοπεποίθηση.
Μετέδιδε στους ανθρώπους τα πάντα τυλιγμένα μέσα σε μια κουβερτούλα θα λέγαμε χαράς και αυτοπεποίθησης. Δεν ήταν αυτοπεποίθηση σαν αυτή που έχουμε οι άνθρωποι, ήταν κατά Χριστόν. Αφού το είπε ο Άγιος λέει, τέλειωσε.
Ενέπνεε πίστη. Πως εμπνέεται η πίστη; Από αυτόν που την έχει, πηγαίνει και στον άλλον.
Έτσι λοιπόν ο Άγιος Πορφύριος, μας γέμιζε συνεχώς με τέτοια περιστατικά που τα λέγαμε σαν ανέκδοτα και χαιρόμασταν. Και καμμιά φορά λέγαμε κι εμείς, κοίταξε κάτι τρελλάρες που κάνει αυτός ο Παππούλης. Γιατί τώρα ρε παιδί μου επιμένει τόσο πολύ, για λεπτομέρειες ας πούμε, ήθελε να παίξει με τους παπαγάλους και να τους μάθει να λένε Κύριε Ελέησον, γιατί ασχολείται με όλα αυτά; Αυτός έβλεπε την αγιότητα και συγχρόνως και την άγια χαρά μέσα στα πάντα, ακόμα και μέσα στις πέτρες. Και καταλάβαμε κι εμείς ότι ο παράδεισος βρε δεν είναι κάπου μακριά, εδώ είναι ο παράδεισος, αυτός ο κόσμος είναι ο παράδεισος.
Και θυμάμαι ένα περιστατικό με έναν άλλον άγιο, τον Ευμένιο, που λέγανε ότι ήτανε πνευματικός του Πορφυρίου. Ήτανε εφημέριος στην Αγία Βαρβάρα, εκεί που είχαν τους λεπρούς. Λοιπόν, κάποια κοπέλα του είπε, Γέροντα πήγαμε εκδρομή, και πήγαμε στα πλατάνια, στις ρεματιές και ήταν πολύ ωραία εχτές και ήρθα να σου πω τη χαρά μου. Και γυρίζει αυτός και της λέει, καλά δεν σας αρέσει η Ομόνοια; Εννοούσε την πλατεία Ομονοίας δηλαδή. Αυτός ο άγιος, όπως και όλοι οι άγιοι και ο Πορφύριος, έβλεπε τα μέρη αυτά που τα ασχήμισε η αμαρτία και η υποχώρηση, αυτή η ύφεση της πνευματικότητας, τα έβλεπε ωραία σα να είναι η πρώτη ημέρα της Δημιουργίας. Αυτήν την μεταμόρφωση του κόσμου, μέσα απ’ τη μεταμορφωμένη καρδιά.
Και το άλλο που είχα να πω είναι ότι έβλεπε μακριά όπως το είπε και η Γερόντισσα. Είχε ακούσει, μου λένε τώρα εκεί στο Μοναστήρι του, ότι είχε ακούσει το λόγο του Αγίου Αρσενίου, μέσω του Παϊσίου δηλαδή το άκουσε, ότι όταν στην Ελλάδα θα αρχίσουν να ενδιαφέρονται για τους Κέλτες αγίους της Ουαλικής Εκκλησίας, τότε λέει και οι Αγγλικανοί θα αρχίσουν να στρέφονται προς την Ορθοδοξία. Ποιός να το φανταστεί αυτό; Ήταν πολύ παράξενος λόγος. Κάποτε βέβαια σ’ ένα συνέδριο στη Γερμανία άκουσα έναν Αγγλικανό να διαμαρτύρεται, να κλαίει σχεδόν και να λέει, καταντήσαμε εμείς οι Αγγλικανοί μέσα στην Αγγλία να θεωρούμαστε αιρετικοί, δεν έρχεται ο κόσμος στις εκκλησίες μας. Και έκανε ο Πορφύριος κάτω από το μεγάλο ναό που έκανε σαν καθολικό του Μοναστηριού, έκανε ολόκληρο πάτωμα που είναι εκκλησία των Κελτών αγίων και δεν το ξέραμε γιατί το έκανε, ύστερα μας το αποκάλυπτε. Και λέγαμε ποιός θα ‘ρθει εδώ κάτω Παππούλη και ποιος θα ‘ρθει σ’ αυτό το τεράστιο καθολικό μέσα σ’ αυτές τις ερημιές εδώ; Έχει να ‘ρθει κόσμος λέει που δεν το φαντάζεστε. Και μετά με καλέσανε να κάνω ομιλίες για τους Κέλτες αγίους και έκανα τέσσερις πέντε ομιλίες, τα ‘χα διαβάσει δηλαδή δεν τα ήξερα από εμπειρία, και μια φορά, την τελευταία φορά, ήταν πολύς ο κόσμος που ήρθε και αναγκαστήκαμε και τους ανεβάσαμε στο καθολικό επάνω και όταν είδα να γεμίζει το καθολικό κόσμο και ανέβηκα εγώ επάνω έτσι τρέμοντας, έ λέω, να, αρχίζει να επαληθεύεται η ελπίδα του Αγίου.
Και το τελευταίο που θα σας πω γιατί αργήσαμε πολύ, είναι ότι κάποτε ο πατήρ Βασίλειος Τσιμούρης που είναι στους Αγίους Αναργύρους εφημέριος, στον Καραβά στην Κοκκινιά κάτω, μου τηλεφωνεί και μου λέει, έρχεσαι να πάμε να κάνουμε Εσπερινό πάνω στο Μοναστήρι του Αγίου; Λέω, αμέσως έρχομαι. Πέρασε, με πήρε, πήγαμε. Καθόμουν εγώ έντρομος γιατί θυμόμουνα όλα τα πάντα γύρω, τη συγκίνηση που είχα όταν ήμουν κοντά του. Είχα τέτοια συγκίνηση που πολλές φορές δεν καταλάβαινα τι μου ΄λεγε, ένοιωθα μόνο τη συγκίνηση, ήμουνα έτσι πολύ συναισθηματικός. Λοιπόν, καθόμουν εκεί σε μια γωνιά, σταυρωμένα χέρια και περίμενα να τελειώσει ο Εσπερινός. Έρχεται ένας από μέσα και μου λέει, σε θέλουνε στο Ιερό. Λέω, εμένα, τι με θέλουνε; Μου λέει ο Παππούλης Βασίλειος, βγες να πεις δυο λόγια στην Ωραία Πύλη. Εγώ, λέω, τώρα; Εγώ τα ‘χω χαμένα δεν ξέρω τι να λέω τώρα, θα πω αρλούμπες λέω Παππούλη μου τώρα δεν ξέρω τίποτα, τα ‘χω χαμένα. Τώρα λέει. Ανοίγει μια κασέλα και βγάζει από μέσα ένα Φαιλόνιο. Σκύψε μου λέει. Και το ρίχνει από πάνω μου και μου διαβάζει μια ευχή. Μόλις μου τη διάβασε την ευχή, ζεστάθηκε η καρδιά μου και νόμιζα ότι ήμουνα αρμόδιος, κατάλληλος, να μιλήσω. Μεταμορφώθηκε η αίσθηση που είχα για τον ίδιο τον εαυτό μου. Και βγήκα έξω, αλλά λογικά έλεγα δεν μπορεί θα λέω ανοησίες και θα γελάνε από κάτω οι Γερόντισσες, αλλά είδα ότι είχαν κασσετοφωνάκια και γράφανε την ομιλία, άρα λέω μπορεί και να την πήρανε στα σοβαρά.
Αυτά είναι ένα από τα εκατοντάδες περιστατικά που έζησα και εγώ ο αναξιότατος κοντά στον Άγιο Πορφύριο. Δεν ήμουν εκστασιασμένος ποτέ. Δεν ένοιωθα ότι είναι κάτι το συνταρακτικό. Τίποτε απ’ όλα αυτά. Ένοιωθα σα να είναι ο πατέρας μου και μου λέει συμβουλές, και ότι εγώ το μόνο που νοιώθω απέναντί του ήταν η μετάνοια για τις δικές μου αμαρτίες. Με έκανε δηλαδή να στρέφομαι προς τον εαυτό μου και όχι να καμαρώνω και να, ας πούμε, θεώμαι, να εκστασιάζομαι απέναντί του.
Και γι’ αυτό το λόγο ευχαριστώ το Θεό που μ’ έφερε να τον γνωρίσω. Ευχαριστώ το Θεό γιατί σιγά-σιγά κάθε μέρα φέρνω πίσω περιστατικά και κουβέντες και τέτοια πράγματα που με ωφελούν και προσπαθώ να νοιώσω καλύτερα και να λέω ότι αφού υπάρχει ο Άγιος Πορφύριος, όχι υπήρξε αλλά υπάρχει ανάμεσά μας και πολλές φορές τον επικαλούμαι και όταν αργεί να μου δώσει απάντηση του λέω, Έλα τώρα Άγιε, τι είναι αυτά τώρα, δώσε μας αυτό που ζητάμε. Δηλαδή, κάνω και τα πεισματάκια σα να είμαι ένα αδιάκριτο παιδί. Και ύστερα, ενώ στην αρχή ντρέπομαι που το κάνω αυτό μετά λέω, α μα έτσι δεν κάνουν τα παιδιά στους γονείς; Και ησυχάζω.
Δηλαδή μέσα σ’ αυτή την εποχή μας, που έχει αναγάγει την πολιτική, την επιστήμη, όλες αυτές τις πρακτικές του κόσμου σε τόσο υψηλό επίπεδο, έρχεται ο Πορφύριος και τα ανατινάζει όλα στον αέρα με τον ήπιο τρόπο, με τα θαύματά του, τις προορήσεις του, τις συμβουλές του, τις διαγνώσεις του. Και εμείς χαιρόμαστε γιατί απελευθερωνόμαστε από την βαριά πλάκα που έπεσε πάνω στον κόσμο και τους λέει, εδώ οι νόμοι της φύσεως, εδώ η επιστήμη, εκεί η πολιτική, εκεί η ρητορεία, αυτά όλα ισχύουν. Και λέμε δεν μπορεί, δεν ισχύουν, ένα Γεροντάκι τόσο δα τα ανατίναζε στον αέρα, τα θεωρούσε ανύπαρκτα ενώ συγχρόνως τα σέβονταν. Τα σέβονταν δεν τα πετούσε ας πούμε ως άχρηστα αλλά όταν δεν επαρκούσαν να μας βοηθήσουν ή αν εμείς δεν ξέραμε να πάμε προς τα εκεί να τα αντιμετωπίσουμε σωστά, ερχόταν και τα βελτίωνε και τα θεράπευε.
Και γενικά να μας πει, αυτήν την εικόνα ήθελα τελειώνοντας, ότι τα παιδιά μας να τα βλέπουμε με δέος, να μην τα μαλώνουμε -τώρα σε ποιόν τα λέω έ; Να μην φαινόμαστε νευριασμένοι απέναντί τους γιατί ο Παππούλης προσεύχεται. Εμένα μου λέει, πες μου τα ονόματά τους. Του τα λέω λοιπόν ένα, ένα, ένα. Μου λέει, ξαναπές τα. Εγώ νόμιζα ότι ανακάλυψε ότι ένα από τα εφτά δεν είναι δικό μου, είναι ανηψιός μου υιοθετημένος, και λέω θα κατάλαβε ότι του ‘πα ψέματα και του λέω, γιατί να τα πω ξανά; Είδατε θράσος; Για να τα θυμάμαι βρε, μου λέει. Αλλά μ’ αυτήν την αγανακτισμένη θα έλεγα απάντησή του, ‘για να τα θυμάμαι βρε’, νοιώθω μια ζεστασιά μες την καρδιά μου, άρα τα θυμάται, και από αυτό παρηγοριέμαι, όχι από τις δικές μου παιδαγωγικές.
Αυτά τα λίγα θα σας πω τώρα, και άλλη φορά λέμε περισσότερα.
Ευχαριστώ.
Πηγή: Αβέρωφ