Ο ΠΙΣΤΟΣ ἄνθρωπος θεωρεῖ τὴν προσευχὴ ἀνάγκη τῆς ψυχῆς του καὶ ὄχι καθῆκον, ποὺ πρέπει νὰ ἐκτελεῖ σὲ τακτὰ χρονικὰ διαστήµατα, ὅταν φυσικὰ δὲν ἔχει ἄλλες ἀπασχολήσεις καὶ εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ βιοτικὲς µέριµνες.
Ἡ προσευχὴ δὲν περιορίζεται στὴν κοινὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ πρέπει νὰ λειτουργεῖ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν τόπο καὶ τὸ χρόνο. Ὡστόσο, χρειάζονται οἱ πνευµατικὲς προϋποθέσεις προκειµένου ἡ προσευχὴ νὰ εἶναι καρποφόρος. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀπευθυνόµενος στὸ µαθητή του Τιµόθεο, ἀναφέρεται στὴν προσευχή, ποὺ πρέπει νὰ κάνουν οἱ ἄντρες καὶ οἱ γυναῖκες καὶ σηµειώνει τί πρέπει νὰ προσέχουν, γιὰ νὰ µὴ ἐπιδίδονται σ’ ἕνα ἔργο, ποὺ δὲν θὰ ἀπέδιδε τίποτα τὸ οὐσιαστικό. Γιὰ τοὺς ἄντρες λέει: «Βούλοµαι οὖν προσεύχεσθαι τοὺς ἄνδρας ἐν παντὶ τόπῳ, ἐπαίροντας ὁσίους χεῖρας χωρὶς ὀργῆς καὶ διαλογισµοῦ» (Α΄ Τιµ. β΄ 8). ∆ηλαδή, ὁ Παῦλος ζητάει νὰ προσεύχονται οἱ ἄντρες σὲ κάθε τόπο, νὰ ἔχουν χέρια καθαρὰ ἀπὸ κάθε µολυσµό, νὰ µὴ ἔχουν µέσα τους ὀργὴ γιὰ πρόσωπα καὶ βέβαια νὰ µὴ ἔχουν δισταγµὸ ὀλιγοπιστίας.
Ἡ προσευχὴ γίνεται παντοῦ. Σὲ κάθε τόπο, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος, ἀνάµεσα σὲ ἄλλους ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ µακριὰ σὲ ἐρηµικὲς περιοχές. Στὴν ἐποχή µας, ποὺ εὔκολα µετακινοῦνται οἱ ἄνθρωποι µὲ τὰ ἰδιωτικά τους αὐτοκίνητα, οἱ ἐρηµικοὶ καὶ ἥσυχοι τόποι εἶναι προσιτοὶ σχεδὸν σ’ ὅλους καὶ µποροῦν νὰ προσεύχονται ἀπερίσπαστοι. Ἀκόµα καὶ οἱ καθηµερινὲς πορεῖες, ὅταν δὲν εἶναι ὁµαδικές, προσφέρονται γιὰ προσευχή. Περπατᾶς µέσα στὸ δάσος καὶ προσεύχεσαι. ∆οξολογεῖς τὸ Θεὸ καὶ ζητᾶς τὸ ἔλεός του.
Παρενθετικὰ πρέπει νὰ πῶ δυὸ λόγια γιὰ τὴν ἐνόχληση καὶ τὸν περισπασµό, ποὺ προκαλεῖ τὸ κινητὸ τηλέφωνο µὲ τὰ συνεχῆ χτυπήµατα γιὰ δευτερεύοντα καὶ ἀσήµαντα πράγµατα. Καλὸ εἶναι νὰ µὴ ἔχει κανεὶς τὸ κινητὸ τηλέφωνο κοντά του. Ἀντὶ νὰ κρατᾶ τὸ τηλέφωνο, ἂς κρατᾶ τὸ κοµποσχοίνι, µὲ τὸ ὁποῖο µπορεῖ νὰ ἐπικοινωνεῖ µὲ τὸ Θεό.
Ἡ ἐπιθυµία γιὰ προσευχὴ καὶ ἡ ἀποτελεσµατικότητά της ἔχουν στενότατη σχέση µὲ τὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, τὰ ἀγαθὰ ἔργα του, τὴν ἐσωτερική του γαλήνη καὶ τὴν ἀκλόνητη πίστη του.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπίσης ζητάει καὶ ἀπὸ τὶς γυναῖκες νὰ προσεύχονται, οἱ ὁποῖες πρέπει νὰ εἶναι προσεκτικὲς στὶς ἐπιθυµίες τους. Θέλω «καὶ τὰς γυναῖκας ἐν καταστολῇ κοσµίῳ, µετὰ αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κοσµεῖν ἑαυτάς, µὴ ἐν πλέγµασιν ἤ χρυσῷ ἤ µαργαρίταις ἤ ἱµατισµῷ πολυτελεῖ, ἀλλ’ ὅ πρέπει γυναιξὶν ἐπαγγελοµέναις θεοσέβειαν δι’ ἔργων ἀγαθῶν» (Α΄ Τιµ. β΄ 9-10). Τονίζει δηλ. τὴ σεµνὴ ἐνδυµασία τῶν γυναικῶν, τὴ συστολὴ καὶ σωφροσύνη καὶ τὶς προτρέπει νὰ ἀποφεύγουν τὰ φιλάρεσκα πλεξίµατα τῶν µαλλιῶν τους καὶ τὰ χρυσὰ καὶ µαργαριταρένια κοσµήµατα καὶ τὰ πολυτελῆ ροῦχα, τὰ ὁποῖα δὲν ταιριάζουν µὲ τὴ θεοσέβεια. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον πρέπει νὰ ἔχουν γιὰ τὸν ἐσωτερικὸ στολισµό, ὁ ὁποῖος ἐξασφαλίζεται µὲ τὰ καλὰ ἔργα.
Οἱ γυναῖκες πρέπει νὰ ἀποφεύγουν τὸν ἐντυπωσιασµὸ τόσο µὲ τὴν ἐξωτερική τους ἐµφάνιση ὅσο καὶ µὲ τὰ πολυτελῆ σπίτια τους καὶ τὴν ἀριστοκρατική τους συµπεριφορά. Νὰ µὴ εἶναι πρόσωπα ποὺ θὰ προκαλοῦν τὸ σχολιασµὸ τῶν κοσµικῶν, ἀλλὰ νὰ ἐργάζονται ταπεινά, χωρὶς ἐπίδειξη, καταπολεµώντας τὴ φιλαρέσκεια, ἡ ὁποία τὶς παρασέρνει σὲ µάταια καὶ ἀνωφελῆ πράγµατα, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ µὴ ἔχουν τὸ χρόνο νὰ ἀσχοληθοῦν µὲ τὰ πνευµατικὰ καὶ κυρίως µὲ τὴν προσευχή, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὴ σωµατικὴ δύναµη, ἀφοῦ εἶναι καταπονηµένες ἀπὸ τὶς ἀτέλειωτες ἐργασίες ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ σπιτιοῦ τους. Οἱ γυναῖκες δὲν πρέπει νὰ βρίσκονται σὲ διαρκῆ ἀγχώδη κατάσταση, γιὰ νὰ τὰ προλάβουν ὅλα. Ξεχνοῦν δυστυχῶς ὅτι οἱ βιοτικὲς µέριµνες δὲν ἔχουν τελειωµὸ καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι περιορισµένες, µὲ µοναδικὸ σκοπὸ τὴν ἐξασφάλιση ἐλευθέρου χρόνου καὶ τὴν πνευµατική του ἀξιοποίηση.
Τὰ βιώµατα τῆς προσευχῆς δὲν ἐξωτερικεύονται. Ὁ καθένας τὰ κρατάει µέσα του ὡς πολύτιµο θησαυρό. Τὰ ἀποτελέσµατα τῆς προσευχῆς ὅµως στὴ ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι µερικῶς ἐµφανῆ. Ἐὰν κανεὶς προσέξει τὴ συµπεριφορά του, θὰ διαπιστώσει τὴν καλὴ ἀλλοίωση ποὺ τοῦ ἔχει προκαλέσει. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ἀξιοθαύµαστο.
Πηγή: (Ορθόδοξος Τύπος, 12/8/2016), Θρησκευτικά