Ἐμεῖς ἐδῶ, χριστιανοί μου, δὲν ἔχομεν πατρίδα. Ἐτούτη ἡ γῆ δὲν εἶναι ἐδική μας, εἶναι διὰ τὰ ζῶα, ἡ θάλασσα διὰ τὰ ὀψάρια, ὁ ἀέρας διὰ τὰ πετεινά. Διὰ τοῦτο ὁ πανάγαθος Θεὸς μᾶς ἔκαμε μὲ τὸ κεφάλι ὀρθοὺς καὶ μᾶς ἔβαλεν τὸν νοῦν εἰς τὸ ἀπάνω μέρος, εἰς τὴν κεφαλήν, διὰ νὰ στοχαζώμασθε πάντοτε τὴν οὐράνιον βασιλείαν, τὴν ἀληθινὴν πατρίδα μας, διατὶ ἐδῶ, εἰς ἐτοῦτον τὸν κόσμον, καν βασιλεῖς νὰ γένωμεν, δὲν ἠμποροῦμεν νὰ ἀναπαυθοῦμεν. Ἐτοῦτος ὁ κόσμος εἶναι ὡσὰν ἕνα χάνι. Εἰς τὸ χάνι ὁπού θέλεις νὰ πηγαίνης, κάθεσαι πολὺν καιρὸν ἐκεῖ ἢ μία βραδιὰ καὶ ὕστερα φεύγεις νὰ πᾶς εἰς τὸ σπίτι σου ὀγλήγορα; Διατὶ ἐδῶ δὲν ἔχει κανένας πατρίδα. Πατρίδα ἔχομε, καθὼς εἴπαμεν, τὴν οὐράνιον βασιλείαν.
Ὅθεν, ἀδελφοί μου, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σᾶς διδάσκω καὶ νὰ σᾶς συμβουλεύω, πλὴν ἀποτολμῶ πάλιν καὶ παρακαλῶ τὸν γλυκύτατόν μου Ἰησοῦ Χριστὸν καὶ Θεὸν νὰ στείλη οὐρανόθεν τὴν χάριν του καὶ τὴν εὐλογίαν του, νὰ εὐλογήση καὶ αὐτὴν τὴν χῶραν καὶ ὅλα τα χωρία τῶν χριστιανῶν, νὰ εὐλογήση τὰ σπίτια σας, νὰ εὐλογήση καὶ τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναίκας, τὰ παιδιά σας, τὰ πράγματά σας καὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σας. Καὶ πρώτον, ἀδελφοί μου, ἄμποτε νὰ εὐσπλαγχνισθῆ ὁ Κύριος νὰ συγχωρέση τὰ ἁμαρτήματά σας καὶ νὰ σᾶς ἀξιώση νὰ περάσετε καὶ ἐδῶ καλά, εἰρινικά, ἠγαπημένα καὶ εἰς αὐτὴν τὴν ματαίαν ζωὴν καὶ μετὰ ταῦτα νὰ πηγαίνετε καὶ εἰς τὸν Παράδεισον, εἰς τὴν πατρίδα μᾶς τὴν ἀληθινήν, νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ εὐφραίνεσθε, νὰ δοξάζετε καὶ νὰ προσκυνᾶτε Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἐπάνω εἰς ἕξι ἡμέρες ὁ Θεὸς ἃς μᾶς τὰ ἔκαμεν ὅλα, εἰς δὲ τὴν ἕβδομην ἡμέραν, ἤγουν τὴν Κυριακήν, ἠσύχασεν δίδοντας καὶ εἰς ἠμᾶς παράδειγμα ὅτι ἕξι ἡμέρας νὰ ἐργαζώμεθα διὰ ἐτοῦτα τὰ κοσμικὰ καὶ γήινα πράγματα καὶ τὴν ἁγίαν Κυριακὴν νὰ ἠσυχάζωμεν καὶ νὰ ἀπέχωμεν ἀπὸ αὐτὰ καὶ νὰ ἐργαζώμεθα τὰ οὐράνια. Ἤγουν ἀπὸ ὅλον τὸν ταχὺ νὰ πηγαίνωμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, νὰ ἀκούωμεν τὰ βιβλία τῶν Ἁγίων καὶ τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον, τί μᾶς παραγγέλει ὁ Χριστός μας νὰ κάνωμεν, νὰ στοχαζώμεθα τὸν θάνατον, τὴν Κόλασιν, τὸν Παράδεισον, ἀκόμη νὰ στοχαζώμεθα τὴν ψυχήν μας, ὅπου εἶναι τιμιώτερον πράγμα ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον καὶ ἂν τὴν χάσωμεν αὐτήν, πλέον ἐχάσαμεν ὅλα καὶ ἂν τὴν κερδίσωμεν αὐτή, ἐκερδίσαμεν ὅλα. Καὶ νὰ ἐνδυώμεθα ταπεινά τα ρουχαλάκια μας καὶ νὰ τρώγωμεν τὸ ἀρκετόν μας καὶ νὰ μὴν ἀργολογοῦμεν, ἀλλὰ νὰ φροντίζωμεν πῶς νὰ στολίσωμεν τὴν ψυχήν μας μὲ ὁμιλίες καλές, μὲ ἤθη χρηστά, διὰ νὰ τὴν κάμωμεν νύμφην τοῦ Χριστοῦ μας καὶ ὄχι νὰ ξεφαντώνωμεν καὶ νὰ πολυτρώγωμεν καὶ νὰ πολυπίνωμεν, νὰ τραγουδοῦμεν καὶ νὰ χορεύωμεν καὶ νὰ μεθοῦμεν καὶ νὰ ξερνοῦμεν, μήτε νὰ κάνωμεν πραγματεῖες καὶ ἀλισβερίσια, διατὶ ἐκεῖνο τὸ κέρδος, ὁπού γίνεται τὴν Κυριακὴν καὶ κάθε ἄλλην δεσποτικὴν ἑορτήν, εἶναι ἀφωρισμένον καὶ κατηραμένον καὶ βάνομεν φωτιὰ εἰς τὰ σπίτια μας καὶ καιόμεσθε καὶ ψυχικὰ καὶ σωματικά. Ἀκόμη νὰ μὴ τρώγωμεν ὀψάρια τὲς Τετράδες καὶ τὲς Παρασκευὲς ὅτι εἶναι μεγάλη ἁμαρτία καὶ ὅποιος τρώγει νὰ ἠξεύρη ὅτι σταυρώνει τὸν Χριστὸν καὶ συναριθμεῖται μὲ τοὺς θεοκτόνους Ἑβραίους καὶ πηγαίνει μὲ αὐτοὺς εἰς τὴν Κόλασιν.
Πηγή: (ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχὲς (καὶ βιογραφία) ὸ Ἰωάννη Μενούνου, Ἐκδόσεις «ΤΗΝΟΣ»)