- Εἰσαγωγικὸ σημείωμα
- Ὅ,τι ἀκοῦς στὶς θεῖες Γραφές
- Ὁ Ἀρραβώνας
- Αὐτό
- Μοναχός
- Ἀφήνεσαι κι ἀνατέλλεις
- Ἡ δόξα μὲ δαγκώνει
- Καθένας Ἕνας
- Ποιοῦ δάκρυσε ἡ καρδιά;
- Τροφὴ τῶν θηρίων
- Ποτὲ δὲν σταμάτησες
- Παλάτι ἐργάσου
- Στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ
- Γιὰ ὅλο τὸν κόσμο
- Δὲν στράφηκα πίσω
- Μ’ ἐγκατέλειψε
- Ἄν
- Σῶμα χωρὶς μάτια
- Nεκροί, ἀπ’ ὅλα ἔξω
- Ὅσοι δὲν θέλουν
- Ἄγνωστο
- Ἡ Πανδαισία
- Ἔφυγα μακριά
- Ἡ σπορά
- Μακαρισμοί
- Μήν ἔρθεις σὲ ἀπόγνωση
1. Εἰσαγωγικὸ σημείωμα
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ ὁ Νέος Θεολόγος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Γαλάτη τῆς Παφλαγονίας τὸ 949. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἔμαθε τὰ στοιχειώδη γράμματα, καὶ συνέχισε ἀσκούμενος στὴν ταχυγραφία καὶ τὴν καλλιγραφία. Στὸ διάστημα αὐτὸ γνώρισε τὸν γέροντα Συμεὼν τὸν Εὐλαβῆ, ὁ ὁποῖος τὸν ἔφερε στὴν πίστη:
“Σ' εὐχαριστῶ, γιατὶ ὅταν πόθησα νὰ δῶ ἕναν ἅγιό σου καὶ μὲ τὴ βοήθειά του νὰ πιστέψω καὶ νὰ βρῶ ἔλεος κοντά σου, ἐσὺ ὄχι μόνο αὐτὸ ἔκανες, ἀγαθέ, καὶ τὸν γνήσιο δοῦλο σου, τὸν μακάριο καὶ ἅγιο Συμεών, μοῦ ἔδειξες μὲ βεβαιότητα, καὶ μοῦ χάρισες νὰ ἀγαπηθῶ ἀπὸ ἐκεῖνον, ἀλλὰ καὶ μύρια ἄλλα, ποὺ δὲν ἤλπιζα, μοῦ δώρησες ἀγαθά.”
Ἤθελε νὰ γίνει μοναχός, ἀλλὰ ὁ Συμεὼν ὁ Εὐλαβὴς δὲν τὸν ἄφηνε, περιμένοντας νὰ ὡριμάσει μέσα του ἡ κλήση γιὰ τὸν ἀσκητικὸ βίο. Ὁ θεῖος του τὸν σύστησε στοὺς γιοὺς τοῦ αὐτοκράτορα Ρωμανοῦ τοῦ Β΄. Ὁ Συμεὼν δέχτηκε κρατικὸ ἀξίωμα καὶ ἔγινε μέλος τῆς συγκλήτου, ἀλλὰ καὶ διάβαζε μὲ ζῆλο ἀσκητικὰ κείμενα καὶ προσευχόταν. Ἐπιτέλους, σὲ ἠλικία περίπου 27 ἐτῶν, ὁ γέροντάς του τὸν κάλεσε στὴ μονὴ Στουδίου στὴν ΚΠολη.
Εἶχε περιόδους κούρασης καὶ λιποψυχίας, δαιμονικοὺς φόβους καὶ ἀκόμα σεξουαλικὲς φαντασιώσεις. Ἀντιμετώπισε ἐπίσης τὸν φθόνο ὁρισμένων συνασκητῶν καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ ἡγούμενου, ἀλλὰ καὶ τὴν προσπάθεια τοῦ κατὰ κόσμον πατέρα του νὰ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ μοναστήρι. Τελικὰ ὁ ἡγούμενος κατάφερε νὰ διώξει τὸν Συμεὼν καὶ ὁ γέροντάς του τὸν ἔφερε στὴ γειτονικὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Μάμαντος. Ἐκεῖ ὁ ἅγιος ὁλοκλήρωσε τὴ δοκιμασία του καὶ ντύθηκε τὸν μοναχικὸ χιτῶνα. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ πέθανε ὁ ἡγούμενος, καὶ μὲ ψῆφο τοῦ πατριάρχη Νικόλαου τοῦ Χρυσοβέργη καὶ τῶν μοναχῶν τοῦ ἁγίου Μάμαντος ὁ Συμεὼν χειροτονεῖται ἱερέας, παρὰ τὴ θέλησή του, καὶ ἀναλαμβάνει τὴν ἡγουμενία.
Πολλὲς φορὲς τὸν ἔβλεπαν στὴ Λειτουργία καὶ μάλιστα τὴν ὥρα τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς νὰ τὸν σκεπάζει φωτεινὴ νεφέλη. Δὲν χρησιμοποιοῦσε τόσο τὸν λόγο, ὅσο τὸ παράδειγμά του γιὰ νὰ συνετίζει τοὺς μοναχούς. Ὅμως, τὸ περιεχόμενο τῶν κηρυγμάτων του, νὰ θελήσουν οἱ μοναχοὶ ζωντανὴ θεογνωσία ἤδη στὸν βίο αὐτό, κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῶν μεγάλων πατέρων, τῶν προφητῶν καὶ ὅλων τῶν ἁγίων, ἀναστάτωνε τοὺς ράθυμους, ποὺ κάποτε ἐξεγείροντο.
Μεταξὺ τῶν μαθητῶν του, οἱ ὁποῖοι ἔρχονταν ἀπὸ διάφορα μέρη γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν, ἦταν ὁ Ἰταλὸς ἐπίσκοπος Ἱερόθεος, καὶ ὁ μοναχὸς Ἀρσένιος, ὁ ὁποῖος τὸν διαδέχθηκε στὴν ἡγουμενία. Μετὰ ἀπὸ 25 ἔτη διαποίμανσης τῆς μονῆς, ὁ Συμεὼν μὲ τὴ συγκατάθεση τοῦ πατριάρχη Σέργιου, παραιτεῖται ἑκούσια καὶ ὁρίζει ἡγούμενο τὸν Ἀρσένιο, ὥστε νὰ ἀφοσιωθεῖ ὁ ἴδιος στὴν ἡσυχία καὶ τὴ μελέτη.
Ὅταν πέθανε ὁ Συμεὼν ὁ Εὐλαβής, ὁ ἅγιος συνέταξε ἀκολουθία, ἔφτιαξε εἰκόνα του καὶ γιόρταζε ἐτησίως τὴ μνήμη του. Ὁ πατριάρχης τὸν κάλεσε νὰ μάθει σχετικὰ μ' αὐτὰ καὶ χάρηκε. Ὅμως ὁ πρώην ἐπίσκοπος Νικομηδείας Στέφανος, πρωτοσύγγελος τοῦ Πατριαρχείου, ἀντιστάθηκε στὴν πρωτοβουλία τοῦ Συμεών, ἀπὸ φθόνο γιὰ τὴν θεολογικὴ ὑπεροχὴ τοῦ ἁγίου, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε νικηθεῖ σὲ διάφορες συζητήσεις. Ἀρχικὰ ὁ Στέφανος δὲν κατάφερε νὰ πείσει τὸ Πατριαρχεῖο, τοῦ ὁποίου οἱ ἀρχιερεῖς, ἄλλωστε, τιμοῦσαν ἤδη τὸν Συμεὼν τὸν Εὐλαβῆ, ἔχοντας στὴν πράξη ἀποδεχτεῖ τὴν πρωτοβουλία τοῦ Συμεών.
Τέλος ὁ Στέφανος πείθει τὴ Σύνοδο νὰ ἐπανεξετάσει τὸ θέμα. Ὑπὸ τὸ πρόσχημα ὅτι ὁ Συμεὼν ὁ Εὐλαβὴς δὲν εἶχε ἄψογο ἠθικὸ βίο, τὸ θέμα ἔρχεται στὴ Σύνοδο, ὅπου ὁ ἅγιος Συμεὼν ἐξηγεῖ πῶς θεμελιώνεται στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἡ πρωτοβουλία του. Ἀλλὰ ἀξίζει νὰ θυμηθοῦμε ἐδῶ καὶ τὴν παρατήρηση τοῦ Πεντζίκη, ὅτι “ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἡ θέρμη τῆς ἀγάπης μέσα στὰ σπλάχνα του, τὸν εἶδαν οἱ μαθητές του μὲ τὰ μάτια τους ὁλοφάνερα, νὰ τὸν μεταρσιώνει σὰ νά 'ταν νεφέλη δακρύων, μέτρα ὁλόκληρα πάνω ἀπ' τὸ ἔδαφος, δὲν μποροῦσε βέβαια νὰ περιμένει ἄδειες γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴ λατρεία του. Ἐπεβλήθηκε γενόμενος εἰκόνα ὁ ἴδιος. Ὅπως ὅλοι οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἱερὰ Εἰκονίσματα, ποὺ ὁ κοινὸς βίος ἀσπάζεται βρίσκοντας παρηγοριὰ καὶ Σωτηρία” (Τὸ μυθιστόρημα τῆς κυρίας Ἔρσης, σ. 178).
Ἐπὶ ἕξι χρόνια τὸν ταλαιπωροῦσε ὁ Στέφανος, ὥσπου τελικὰ ὁ Συμεὼν καταδικάστηκε ἐρήμην σὲ ἐξορία, καὶ μεταφέρθηκε σὲ μιὰ τοποθεσία κοντὰ στὴ Χρυσούπολη τῆς Προποντίδας. Στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ ὅπου τὸν ἄφησαν οἱ διῶκτες του, ὑπῆρχε παρεκκλήσι τῆς ἁγίας Μαρίνας ἐρειπωμένο, τὸ ὁποῖο ἀνῆκε σὲ τοπικὸ ἀξιωματοῦχο. Ὁ ἅγιος ζήτησε νὰ τοῦ παραχωρηθεῖ εἰς προσευχῆς ἐργαστήριον καὶ ἐργασίαν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο καὶ ἔκανε μὲ χαρὰ ὁ ἰδιοκτήτης του.
Ἡ ἐξορία του προκάλεσε πλῆθος διαμαρτυριῶν στὴ βασιλεύουσα, καὶ τὸ Πατριαρχεῖο ἀνακάλεσε τὴν ποινὴ καὶ ζήτησε τὴν ἐπιστροφή του, μὲ μόνο ὅρο νὰ μειώσει τὴ λαμπρότητα τῶν ἑορτασμῶν τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, “μέχρις ἂν οἱ φθόνῳ κατὰ σοῦ κινούμενοι ἢ παύσωνται ἢ ἐκ τοῦ βίου καὶ τῆς παρούσης ζωῆς γένωνται καὶ τηνικαῦτα ἔσῃ ποιῶν ὡς ἀρεστόν σοί τε δοκεῖ καὶ Θεῷ”. Ὁ Συμεὼν ἀρνήθηκε καὶ ὁ Πατριάρχης τοῦ ἔδωσε τὸ ἐλεύθερο νὰ κάνει ὅ,τι θέλει.
Μετὰ ἀπὸ ὀλιγοήμερη παραμονὴ στὴν ΚΠολη, πέρασε πάλι ἀπέναντι, στὸ ἐκκλησάκι τῆς ἁγίας Μαρίνας, τὸ ὁποῖο ἀνακαίνισε χτίζοντας μοναστήρι μὲ τὴ βοήθεια τῶν μαθητῶν του. Τὴν περίοδο αὐτὴ ἔγραψε τοὺς Ὕμνους Θείων Ἐρώτων καὶ πολλὲς ὁμιλίες. Οἱ βασανισμοὶ δὲν σταμάτησαν. Γείτονες τοῦ μοναστηριοῦ τὸν ἐξύβριζαν καὶ ἀκόμη χειροδικοῦσαν ἢ καὶ τὸν λιθοβολοῦσαν. Ὁ βιογράφος του Νικήτας Στηθάτος ἀναφέρει ἐπίσης πολλὰ θαύματα τοῦ ἁγίου, μεγαλύτερο ὅμως ἀπ' ὅλα θεωρεῖ τὴν ἴδια τὴ σκέψη του.
Ὁ Συμεὼν κοιμήθηκε γύρω στὰ 1022 μετὰ ἀπὸ βασανιστικὴ μάχη μὲ τὴν ἀσθένεια τῆς δυσεντερίας. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 12 Μαρτίου, ἡ δὲ ὀνομασία Νέος Θεολόγος, μὲ τὴν ὁποία τὸν τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας, σημαίνει τὴν ὑπεροχικὴ γνώση του, ἡ ὁποία τὸν κατατάσσει στὴν ἴδια κορυφὴ μὲ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Θεολόγο καὶ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο.
*
Στὶς σελίδες αὐτὲς ἀνθολογοῦνται καὶ ἀποδίδονται στὰ νέα ἑλληνικὰ 22 Ὕμνοι, μαζὶ μὲ δύο ἀποσπάσματα ἀπὸ τὶς Ὁμιλίες (ἀντὶ προλόγου καὶ ἐπιλόγου) καὶ ἐπίσης μὲ ἀποσπάσματα ἀπὸ τοὺς Μακαρισμούς (δέκατος Ἠθικός). Δὲν δημοσιεύω τὸ ἀρχαῖο κείμενο, γιατὶ ὑπάρχει σὲ ἄλλη σελίδα, πλῆρες, ἀπ' ὅπου μπορεῖ κανείς, χρησιμοποιῶντας τὴν ἀρίθμηση, νὰ ἐντοπίσει τὰ ἐδῶ ἀνθολογούμενα καὶ νὰ παραβάλει τὴ μετάφραση μὲ τὸ πρωτότυπο. Ἔργα τοῦ ἁγίου Συμεὼν (ἀρχαῖο κείμενο καὶ μετάφραση στὰ Ἀγγλικά) ὑπάρχουν ἐπίσης στὴν Ἀνθολογία τοῦ Ἑλληνικοῦ Λόγου, τὴν ὁποία δημοσιεύει ὁ Ἐλπήνωρ.
2. Ὅ,τι ἀκοῦς στὶς θεῖες Γραφές
ΤΗΝ ΩΡΑ ποὺ ἀνερχόμαστε στὸ τελειότερο, ὁ ἀόρατος καὶ ἄμορφος δὲν ἔρχεται πιὰ χωρὶς μορφὴ καὶ ὄψη, δὲν συνεχίζει νὰ ἐργάζεται μὲ τὴ σιωπὴ τὴν παρουσία καὶ τὸν ἐρχομὸ τοῦ θείου Φωτός, φανερώνει σὲ κάποια μυστικὴ καὶ μοναδικὴ ὅραση τὴ θεία Μορφή.
Δὲν φανερώνεται σὲ κάποιο σχῆμα ἢ ἐκτύπωμα ὁ Θεός. Ἁπλό, σὲ ἀκατάληπτη, ἀπερίγραπτη καὶ ἄμορφη Μορφὴ τὸ Φῶς τοῦ Προσώπου Του. Τίποτα περισσότερο δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ἢ νὰ ἐξηγήσουμε : τώρα πιὰ ἐμφανίζεται καθαρά, γνωρίζεται μὲ ὑπερβολή, ἀόρατα μέσα σὲ τρανὴ Ὅραση ὁ ἀόρατος μιλάει καὶ ἀκούει, καὶ ὅπως ἕνας φίλος, πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸν φίλο του, ἔτσι μόνο μιλάει ὁ Θεός.
Μιλάει Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴ θεία φύση, μὲ ὅσους χάρισε ὁ ἴδιος νὰ γίνουν Θεοί. Τοὺς ἀγαπάει ὅπως πατέρας, καὶ πάλι τὰ παιδιά Του ἔχουν γι' Αὐτὸν ἀγάπη θερμή, ὑπερβολική. Τοὺς γίνεται παράξενη ὅραση καὶ πιὸ φρικτὸ ἄκουσμα, δὲν μποροῦν νὰ τὸ ποῦν, μειώνεται ἡ ἀξία του, οὔτε πάλι ἀνέχονται ν’ ἀποσιωπήσουν, ἀνάβουν μὲ τὸν πόθο Του μέρα τὴ μέρα, καὶ μ’ ἕνα μυστικὸ τρόπο γεμίζει μέσα τους ἡ φωνή Του.
Πότε γράφουν τὴν ὀδύνη τους γιὰ τὰ πάθη ἄλλων, πότε τὰ δικά τους λάθη ἐπιδεικνύουν σ’ ὅλους. Ἄλλοτε ἀφηγοῦνται χαρούμενοι τὶς εὐεργεσίες καὶ τὶς ἐνέργειες τῆς θείας Χάρης ποὺ τοὺς ἔγιναν, καὶ τότε ἀνυμνοῦν θεολογικὰ Ἐκεῖνον ποὺ τοὺς ἄλλαξε καὶ τοὺς ἐργάστηκε Θεούς. Ἄλλοτε, ἂν συμβεῖ ν’ ἀκούσουν κάτι νὰ λέγεται ἀντίθετο ἢ λαθεμένο γιὰ τὴν ψυχικὴ σωτηρία μας, τὸ διορθώνουν, σύμφωνα μὲ τὸ μέτρο τῆς γνώσης ποὺ τοὺς δόθηκε, τὸ ἀνακοινώνουν παρέχοντας τὶς μαρτυρίες τῶν θείων Γραφῶν.
Εἶναι τελείως ἀδύνατο νὰ σταματήσουν ἢ νὰ κουραστοῦν ν’ ἀφηγοῦνται, γιατὶ δὲν ἀνήκουν στὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ στὸ μέσα τους ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό τοὺς κινεῖ, καὶ τὸ ἴδιο κινεῖται ἀπ’ αὐτούς, γίνεται σ’ αὐτοὺς ὅ,τι ἀκοῦς νὰ λέγεται στὶς θεῖες Γραφὲς γιὰ τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν – Μαργαριτάρι, Κόκκος Σινάπεως, Ζύμη, Νερό, Φωτιά, Ψωμί, Ποτὸ Ζωῆς, Πηγὴ Ζωντανὴ ποὺ ἀναβλύζει —ρέει ποταμοὺς λόγων τοῦ Πνεύματος, λόγων τῆς θείας Ζωῆς— Λαμπάδα, Κλίνη, Γαμήλιος Θάλαμος, Νυμφῶνας, Νυμφίος, Φίλος, Ἀδελφὸς καὶ Πατέρας.
Τί σημασία ἔχει νὰ λέω πολλά, νὰ προσπαθῶ νὰ τὰ διατρέξω ὅλα, καὶ νά, εἶναι ἀναρίθμητα! Αὐτὰ ποὺ μάτι δὲν εἶδε καὶ αὐτὶ δὲν ἄκουσε, δὲν ἀνέβηκαν στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ γλῶσσα πῶς νὰ τὰ μετρήσει, πῶς νὰ τ’ ἀφηγηθεῖ ὅλα καὶ νὰ τὰ μιλήσει καλά; Ἂν κι ὅλα, χάρη στὸν Θεὸ ποὺ τὰ χαρίζει, τὰ ἔχουμε ἀποκτήσει καὶ τὰ περιέχουμε μέσα μας, νὰ τὰ μετρήσουμε ὅμως μὲ τὸν λογισμὸ καὶ νὰ τὰ ἐξηγήσουμε, δὲν μποροῦμε καθόλου.
[ἀπὸ τὴν 35η Κατήχηση]
3. Ὁ Ἀρραβώνας
ΤΩΡΑ ΔΑ , σκοτάδι στὴν καρδιά μου κι ἀνέτειλες Ἐσύ.
Ἔδειξες θαύματα ποὺ ὀφθαλμοὶ δὲν ἔχουν δεῖ.
Καὶ σὲ μένα κατέβηκες, τὸν πιὸ τελευταῖο ἀπ’ ὅλους,
Μ’ ἔκανες μαθητή Σου καὶ γιὸ Ἀπόστολου,
κι ἂς μὲ κρατοῦσε φοβερὸς
ὁ δράκος, ὁ θάνατος τῶν θνητῶν,
ὣς τώρα νὰ ἐργάζομαι κάθε ἁμαρτία.
Στὸν ἅδη ἔλαμψες ὁ προαιώνιος ἥλιος,
ὕστερα φώτισες καὶ τὴ δική μου ψυχὴ στὰ σκοτάδια της,
μοῦ χάρισες μέρα χωρὶς δύση,
αὐτὸ ποὺ δὲν πιστεύουν, μόνο ὅσοι τεμπέληδες εἶναι καὶ ἀδιάφοροι, νομίζω.
Τὴ φτώχια ποὺ ἔχω μέσα μου πλημμύρισες μὲ τὸ Ἀγαθὸ ὁλόκληρο.
Ἐσὺ ποὺ ἔκανες αὐτά, ὁ ἴδιος στεῖλε δῶρο Σου τὰ λόγια μου, δῶσε τὶς λέξεις,
νὰ πῶ σὲ ὅλους τὰ θαυμάσιά Σου,
ὅλα ὅσα κάνεις σήμερα μὲ τοὺς δούλους Σου,
κι ὅσοι δὲν νοιάζονται νὰ μάθουν, ἀλλὰ κοιμῶνται στὰ σκοτάδια,
καὶ λένε, ‘νὰ σωθοῦν ἀδύνατο ὅσοι ἔχουν ἁμαρτίες’,
ἂς πάρουν Ἔλεος κι αὐτοὶ ὅπως ὁ Πέτρος
καὶ οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, Ἅγιοι, Ὅσιοι καὶ Δίκαιοι,
ἔτσι κι αὐτοί, ἂς μάθουν : δὲν εἶναι ἀδύνατο, οὔτε κἂν δύσκολο,
γιὰ τὴ δική Σου ἀγαθότητα, καί ἦταν καί εἶναι καί θὰ εἶναι εὔκολο!
Ὅσοι νομίζουν ὅτι Σ’ ἔχουν, τὸ Φῶς τοῦ κόσμου,
λένε ὅμως δὲν Σὲ βλέπουν, δὲν εἶναι ὁ βίος τους μέσα στὸ Φῶς,
ἡ λάμψη Σου δὲν τοὺς κυκλώνει, καθαρὰ δὲν Σὲ κοιτάζουν καὶ ἀδιάκοπα, Σωτήρα,
ἂς μάθουν : στὴ σκέψη τους ποτὲ δὲν ἔλλαμψες,
τὸ σπίτι Σου στὴ βρώμικη ψυχή τους δὲν τὸ ἔφτιαξες,
μάταια ἐπιχαίρουν, κενὲς οἱ ἐλπίδες,
ὅσοι νομίζουν μετὰ θάνατον, τάχα, θὰ δοῦν τὸ Φῶς Σου.
Εἶναι τώρα ὁ Ἀρραβώνας, ἀπὸ Σένα πάντως τώρα ἐδῶ, Σωτήρα,
χαράζεται ἡ Σφραγίδα Σου στὰ πρόβατά Σου.
Καθένα κλείνει ὁ θάνατός του.
Στὸ τέλος καὶ μετά, ὅλοι τὸ ἴδιο ἄπραγοι,
οὔτε κακὸ οὔτε καλὸ κανείς δὲν ἔχει δύναμη νὰ κάνει τότε,
Σωτήρα μου, εἶναι βέβαιο, ὅπως βρεθεῖ καθένας, ἔτσι θὰ μείνει.
Κύριε, μὲ φοβίζει αὐτό, μὲ κάνει καὶ τρέμω αὐτό,
τὶς αἰσθήσεις μου ὅλες τὶς λιώνει αὐτό.
Ἂν πεθάνει ἕνας τυφλὸς καὶ διαβεῖ ἐκεῖ,
τὸν ἥλιο αὐτὸ πιὰ δὲν θὰ δοῦν τὰ μάτια του,
ἀκόμη κι ἂν τὸ φῶς του πάλι βρεῖ μὲ τὴν Ἀνάσταση.
Ἔτσι ὅποιος στὸν νοῦ εἶναι τυφλός : ἂν πεθάνει,
τὸν νοητὸ ἥλιο, Θεέ μου, Ἐσένα, δὲν πρόκειται νὰ δεῖ,
μὰ ἀπὸ σκοτάδι βγαίνοντας σὲ σκοτάδι θὰ πάει,
καὶ στοὺς αἰῶνες χωρισμένος θὰ εἶναι ἀπὸ Σένα.
Κανένας Κύριέ μου, σὲ Σένα ὅποιος πιστεύει,
στὸ δικό Σου ὄνομα ὅποιος βαφτίστηκε, δὲν θ’ ἀντέξει
τὸ μεγάλο βάρος καὶ φρικτὸ τοῦ χωρισμοῦ Σου, Εὔσπλαχνε.
Εἶναι ἡ λύπη αὐτὴ φοβερή,
φρικτή, ἀβάσταχτη, αἰώνια θλίψη.
Σωτήρα, τί χειρότερο νὰ πάθει ἀπ’ τὸν χωρισμό Σου;
Ποιά ὀδύνη μεγαλύτερη, ἂν χάσει τὴ ζωή,
νὰ ὑπάρχει γιὰ πάντα ὅπως νεκρός, στερημένος ἀπ’ τὴ ζωή,
καὶ μαζὶ ὅλα τ’ ἀγαθὰ τὸ ἴδιο νὰ στερεῖται;
Ἀπὸ σένα φεύγοντας, ἀπὸ κάθε καλὸ φεύγει καὶ τὸ στερεῖται.
Δὲν θὰ εἶναι τότε ὅπως στὴ γῆ αὐτή,
γιατὶ ὅσοι τώρα δὲν Σὲ γνώρισαν,
ἀπόλαυση ἔχουν μιὰ σωματική, ἐδῶ,
μιὰ τρυφή, σκιρτώντας ὅπως ἄλογα.
Ὅσα χαρίζεις δὲν τὰ ἔχουν
παρὰ μόνο τὴ ζωούλα τους νὰ κάνουν
κι αὐτὰ μόνα βλέποντας, νομίζουν τὸ ἴδιο θὰ εἶναι ἐκεῖ
μετὰ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ βίου.
Στραβὰ λογαριάζουν, στραβὰ ζυγιάζουν
ποὺ λένε πὼς δὲν εἶναι μαζί Σου, κι ὅμως ἔχουν τὴν ἄνεσή τους,
τόπο ἑτοιμάζοντας κάποιο —τέτοια βλακεία!—
μακριὰ ἀπ’ τὸ Φῶς, κι ὅμως χωρὶς σκοτάδι
ἀπ’ τὴ Βασιλεία Σου ἔξω, ἀλλὰ κι ἀπ’ τὴ γέεννα
ἀπ’ τὸν Νυμφῶνα πολὺ μακριά, κι ἀπ’ τῆς δικαιοσύνης τὴ φωτιὰ ἐπίσης,
ὅπου νὰ καταλήξουν θέλουν, οἱ ταλαίπωροι,
καὶ λένε, δὲν Σὲ χρειάζονται, αἰώνια Δόξα
καὶ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἔχουν τὴν ἄνεσή τους!
Τὸ σκοτάδι τοὺς κυριεύει, ἡ ἄγνοια,
ἡ ταλαιπωρία, ἀλίμονο, οἱ κούφιες ἐλπίδες.
Πουθενὰ δὲν ἔχει γραφεῖ αὐτὸ οὔτε θὰ ὑπάρχει… Χριστέ, ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἡ γῆ τῶν πράων, Ἐσύ εἶσαι.
Ἐσύ ὁ παράδεισος μὲ τὶς φυλλωσιές,
ὁ θεῖος νυμφῶνας, ὁ ἀνείπωτος γαμήλιος θάλαμος,
Ἐσύ τραπέζι γιὰ ὅλους, ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς, παράξενο νερό,
καί τὸ ποτήρι καί τὸ νερὸ τῆς ζωῆς, Ἐσύ εἶσαι,
Ἐσύ καὶ ἡ λαμπάδα ἡ ἀναμμένη στοὺς αἰῶνες γιὰ τοὺς ἅγιους,
Ἐσύ καὶ χιτῶνας καὶ στέφανος, κι ὁ ἴδιος μοιράζεις τοὺς στεφάνους,
Ἐσύ ὁ ἴδιος ἡ χαρά, ἡ ἄνεση, ἡ τρυφὴ καὶ ἡ δόξα,
Ἐσύ ἡ ἀγαλλίαση, Ἐσύ ἡ εὐφροσύνη.
Ὅπως ἥλιος θὰ λάμψει, Θεέ μου, ἡ Χάρη
τοῦ πανάγιου Πνεύματος σ’ ὅλους τοὺς ἅγιους,
ἀνάμεσά τους θὰ λάμψεις ὁ ἀπρόσιτος ἥλιος,
καθένας μέσα του, ὅλοι, τὴ λάμψη Σου θὰ ἔχουν,
ὅση εἶναι ἡ πίστη τους, τὰ ἔργα τους, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ ἀγάπη τους,
ὅσο ἔχουν καθαρίσει, ὅσο φωτίστηκαν ἀπὸ τὸ Πνεῦμα Σου.
Θεέ, μόνε μακρόθυμε, ποὺ ὅλα διακρίνεις,
θὰ τοὺς ὁρίσεις μονὲς διάφορες καὶ τόπους,
τὰ μέτρα τῆς λαμπρότητας, τὰ μέτρα τῆς ἀγάπης,
τῆς ὅρασής Σου, τὸ πόση θὰ τοὺς εἶναι
ἡ δόξα τῆς μεγαλωσύνης Σου, ἡ τρυφὴ καὶ τὸ κλέος,
σὲ μοιρασιὰ οἴκων, παράξενων διαμονῶν.
Ἐκεῖ σκηνὲς διάφορες, οἴκοι πολλοί,
στολὲς ὁλόφωτες πλήθους ἀξιωμάτων,
στέφανοι παμποίκιλοι, πετράδια καὶ μαργαριτάρια,
ἄνθη ἄφθαρτα μὲ παράξενη ὀμορφιά.
Ἐκεῖ κλίνες, στρώματα, τραπέζια, θρόνοι,
καὶ τὸ μεγάλο, τὸ πιὸ ἡδονικό, ἡ μεγάλη τρυφή,
ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι, ὅτι Ἐσένα θὰ βλέπουν καὶ μόνο. …
Στὸ πρόσωπό Σου μαζὶ θὰ κατοικοῦν οἱ εὐθεῖς.
Στὴν εὐθύτητα μέσα τῆς καρδιᾶς τους ἔχεις πάρει Μορφή,
κατοικοῦν μὲ τὴ Μορφή Σου μέσα Σου, Χριστέ μου.
Εἶναι θαυμαστό, παράδοξο δῶρο καλωσύνης!
Στὴ Μορφὴ τοῦ Θεοῦ νὰ φτάσουν οἱ ἄνθρωποι,
νὰ πάρει μέσα τους Μορφή, αὐτὸς ποὺ δὲν τὸν χωράει τὸ σύμπαν,
ὁ ἀναλλοίωτος Θεός, μὲ ἀναλλοίωτη φύση.
Θέλει σὲ ὅλους τοὺς ἄξιους νὰ κατοικεῖ
Ὁλόκληρο νὰ ἔχει μέσα του καθένας τὸν Βασιλιᾶ,
τὴν ἴδια τὴ Βασιλεία καὶ ὅλα τὰ δικά της,
καὶ νὰ λάμπουν, ὅπως ἔλαμψε ὁ Θεός μου ὅταν ἀναστήθηκε.
Πάνω ἀπ’ τὶς βολὲς τοῦ ἥλιου αὐτοῦ ποὺ βλέπουμε,
ἔχουν ἔτσι σταθεῖ σ’ Ἐκεῖνον ποὺ τοὺς δόξασε,
ἔκθαμβοι, ἔχουν τὴ διαμονή τους στὴ μεγάλη δόξα,
στὸ μεγάλωμα χωρὶς τέλος τῆς θείας λαμπρότητας,
γιατὶ δὲν παύει, στοὺς αἰῶνες, ἡ προκοπή. …
Τὸ πλήρωμά Του καὶ ἡ δόξα τοῦ Φωτὸς
θὰ εἶναι ἄβυσσος τῆς προκοπῆς : χωρὶς τέλος ἀρχή,
κι ὅπως μέσα τους Μορφὴ θὰ ἔχει πάρει ὁ Χριστός,
στὸν ἴδιο Αὐτὸν θὰ στέκονται ποὺ ἀπρόσιτα θὰ λάμπει, κι ἔτσι
τὸ τέλος μέσα τους γίνεται ἀρχὴ τῆς δόξας,
καὶ πιὸ καθαρὰ γιὰ νὰ στὸ πῶ,
στὸ τέλος θὰ ἔχουν τὴν ἀρχὴ καὶ στὴν ἀρχὴ τὸ τέλος. …
Ἀλλὰ ὅσοι πέφτουν ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπορῶ, ποῦ θὰ σταθοῦν,
ἔχοντας βρεθεῖ μακριὰ ἀπ’ Αὐτὸν ποὺ εἶναι παντοῦ;
Ἀδέλφια, ἡ ἀπορία μου εἶναι γεμάτη, πραγματικά, μεγάλη φρίκη,
χρειάζεται λογισμὸ νοῦ φωτισμένου
νὰ καταλάβει αὐτὸ κανεὶς σωστά,
νὰ μὴ ξεπέσει σὲ σφάλμα κι ἀθετήσει τὰ λόγια τοῦ ἅγιου Πνεύματος.
Μέσα βέβαια στὸ πᾶν θὰ ὑπάρχουν κι αὐτοί,
ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ τὸ ἅγιο Φῶς καὶ στ’ ἀλήθεια ἔξω ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὅπως οἱ τυφλοὶ ὅταν λάμπει ὁ ἥλιος,
κι ἂν ὁλόκληροι δέχονται φῶς, ὅμως ἔξω ἀπὸ τὸ φῶς ἡ ζωή τους,
χωρισμένοι ἀπὸ τὴν αἴσθηση καὶ τὴν ὅρασή του,
ἔτσι εἶναι στὰ πάντα τὸ θεῖο Φῶς τῆς Τριάδας.
Ἂν καὶ μέσα Του βρίσκονται ὅλοι,
ὅσοι ἔμειναν στὴν ἁμαρτία τους, σὲ σκοτάδι φυλακίστηκαν,
χωρὶς νὰ βλέπουν, χωρὶς καμμιὰ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ νὰ ἔχουν,
καιγόμενοι στὴ συνείδησή τους,
κατακρινόμενοι, τὴ θλίψη καὶ τὴν ὀδύνη
ἀπερίγραπτη θὰ ἔχουν στοὺς αἰῶνες.
[Ὕμνος Α’, στ. 46-115, 132-159, 165-180, 184-190, 215-231]
4. Αὐτό
ΑΣΩΜΑΤΟ ἢ σωματικό, ὅ,τι ἂν σκεφτεῖς,
θὰ βρεῖς τὸν Θεὸ νὰ τὰ ἔχει κάνει ὅλα.
Τὰ οὐράνια, ὅ,τι ἀκούσεις,
τὰ ἐπίγεια κι ὅσα εἶναι στοὺς βυθούς,
γιὰ ὅλα Μία ἡ ζωὴ καὶ ἡ δόξα,
Ἕνας ὁ πόθος τους, Μία ἡ βασιλεία,
ὁ Πλοῦτος, ἡ Χαρά, ὁ Στέφανος, ἡ Νίκη, ἡ Εἰρήνη,
κάθε ὀμορφιὰ ποὺ ὑπάρχει,
εἶναι ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀρχῆς καὶ αἰτίας,
ἀπ’ ὅπου ὅλα πήγασαν κι ἔχουν γίνει.
Αὐτὸ εἶναι ἡ σύσταση τῶν ἐπάνω καὶ τῶν κάτω,
Αὐτὸ ἡ τάξη τῶν νοητῶν ὅλων,
Αὐτὸ ὑποταγὴ τῶν ὁρατῶν ὅλων,
Αὐτὸ εἶχαν οἱ ἄγγελοι ἀσάλευτο θεμέλιο,
ὅταν ἔπαιρναν γνώση, καὶ φόβο ἀκόμα περισσότερο
τὴν ὥρα ποὺ ἔβλεπαν νὰ πέφτει ὁ σατανᾶς μὲ τοὺς δικούς του ἀπὸ τὴν οἴηση.
Γιατὶ μόνο ὅσοι Αὐτὸ λησμόνησαν,
καταξέπεσαν στὴν ἔπαρσή τους δουλωμένοι,
Ὅσοι πάλι Αὐτὸ εἶχαν νὰ μαθαίνουν,
ἀνάλαφροι γίνονταν ἀπὸ φόβο καὶ τὴν ἀγάπη,
ἀγκάλιαζαν τὸν δικό τους Κύριο ἀχώριστα ἑνωμένοι μαζί Του.
Ἀπ’ ὅπου ἡ ἐπίγνωση τῆς βασιλείας
τὸ μεγάλωμα ἔφερε τῆς ἀγάπης,
γιατὶ καὶ περισσότερη τὴν Ἀστραπὴ
καὶ τρανότερη ἔβλεπαν ἀπὸ τὸ Φῶς τῆς Τριάδας,
καὶ πάλι Αὐτὸ κάθε σκέψη ἄλλη ἔδιωχνε,
τοὺς ἔκανε ἀμετακίνητους,
ποὺ ἀλλοιούμενη ἀρχικὰ πῆραν τὴ φύση τους,
νὰ μένουν στὸ Οὐράνιο ὕψος.
[Ὕμνος Β’, στ. 106-135]
5. Μοναχός
ΜΟΝΑΧΟΣ , στὸν κόσμο ἀπὸ τὸν κόσμο καθαρός,
χωρὶς διακοπὴ μιλάει μὲ τὸν Θεὸ μόνο,
ἀπὸ Ἐκεῖνον βλέπεται Ἐκεῖνον βλέποντας,
ἀπὸ Ἐκεῖνον ἀγαπιέται Ἐκεῖνον ἀγαπώντας,
γίνεται Φῶς μυστικὰ φωτιζόμενος.
Τὸν ἐπαινοῦν καὶ νοιώθει φτωχότερος.
Ἂν δικό τους τὸν νόμισαν, εἶναι σὰν ξένος κοντά τους.
Θαῦμα ξένο τελείως καὶ ἄφραστο!
Γιὰ πλοῦτο ἄπειρο εἶμαι φτωχός,
μοιάζω ἄπορος, πολλὰ κατέχοντας
καὶ λέω : διψάω γιὰ πλῆθος ὑδάτων
ἀλλὰ ποιός θὰ μοῦ δώσει ὅ,τι ἔχω ἄφθονο,
ποῦ θὰ βρῶ Ἐκεῖνον ποὺ βλέπω συνέχεια;
Πῶς θὰ κρατήσω ὅ,τι μέσα μου ὑπάρχει
καὶ πουθενὰ δὲν εἶναι νὰ τὸ δεῖς στὸν ἔξω κόσμο;
Ὅποιος ἔχει αὐτιὰ γιὰ ν’ ἀκούει, ἂς ἀκούει,
τὴν ἀλήθεια νοιώθοντας σὲ λέξεις ἀγράμματου!
[Ὕμνος Γ’]
6. Ἀφήνεσαι κι ἀνατέλλεις
ΠΩΣ ΒΛΕΠΕΙΣ, ἂν κι εἶσαι κρυμμένος, πῶς ὅλα τὰ ἐποπτεύεις,
πῶς δὲν Σὲ βλέπουμε, καὶ μᾶς βλέπεις ὅλους Ἐσύ;
Ὅμως ὄχι ὅλους, δὲν βλέπεις καὶ δὲν γνωρίζεις ὅλους, Θεέ μου,
μόνο τοὺς φίλους Σου γνωρίζεις ἀγαπώντας,
κάνεις ἐξαίρεση, καὶ σ’ αὐτοὺς ἐμφανίζεις τὸν ἑαυτό Σου.
Ἥλιος εἶσαι κρυμμένος ἀπ’ ὅλη τὴ θνητὴ φύση,
στοὺς δικούς Σου ὅμως ἀφήνεσαι κι ἀνατέλλεις, σ’ αὐτοὺς γίνεσαι ὁρατός,
κι ἀνατέλλουν σὲ Σένα οἱ πρὶν στὸ σκοτάδι παραδομένοι,
πόρνοι, μοιχοί, ἄσωτοι, ἁμαρτωλοί, τελῶνες –
ὁ νοῦς τους ἀλλάζει, Παιδιὰ γίνονται τοῦ θείου Σου Φωτός.
Πάντως Φῶς γεννάει τὸ Φῶς, ἄρα Φῶς κι αὐτοὶ ἔχουν γίνει,
ὅπως ἔχει γραφεῖ : Παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴ Χάρη Σου Θεοὶ οἱ ἴδιοι!
[Ὕμνος Η’, στ. 1-12]
7. Ἡ δόξα μὲ δαγκώνει
Η ΔΟΞΑ μὲ δαγκώνει, κενή, μάταιη
τὰ δόντια της ἔμπηξε στὴν καρδιά μου,
κι ὅταν ἦρθαν τ’ ἄγρια σκυλιά, τὸ πλῆθος τὰ θηρία,
μὲ βρῆκαν νὰ κείτομαι καὶ μὲ κατασπάραξαν.
Ἡ τρυφὴ κι ὁ ἔπαινος τὸν μυελὸ καὶ τὰ νεῦρα μου
διέσπασαν, τῆς ψυχῆς τὴ δύναμη καὶ προθυμία.
Ὅσα μοῦ ἀφαίρεσαν, ἀλίμονο, πῶς νὰ τὰ γράψω ὅλα;
Ἀντὶ γι’ αὐτὰ μοῦ ‘βαλαν νἄχω ληστὲς
τὴν οἴηση καὶ τὸν ὄκνο, τὴν ἡδονὴ καὶ τὴ μέριμνα
πῶς ν’ ἀρέσω στοὺς ἄλλους,
στ’ ἀντίθετα μ’ ἔσυραν καὶ μὲ διαμέλισαν.
Ἄλλοι τὴ σωφροσύνη παινεύοντας, τὴ νηφαλιότητά μου,
ἄλλοι τὰ ἔργα μου, νεκρὸ μὲ κατάφεραν,
οἴηση, τὸ παράδοξο πρᾶγμα, τὴ μεγάλη ἀπορία, σὲ μένα ἔσπειραν, τὸν καταβρωμισμένο.
Γιατὶ πῶς, ἐξήγησε, πῶς δὲν εἶναι ν’ ἀπορεῖ κανείς,
πῶς δὲν εἶναι ἀξιολύπητο τελείως,
τόσα πάθη ξαφνικὰ μοῦ ἐπιτέθηκαν,
μὲ κατάφεραν νεκρό, ἀπ’ ὅλες τὶς ἀρετὲς γυμνό,
πάλι ἔχασα τὸν ἑαυτό μου, τὸν λησμόνησα, ἀπ’ ὅσα ἔγιναν
δὲν κατάλαβα τίποτα, ἀλλὰ ἔχω οἴηση, πὼς εἶμαι ὁ μεγαλύτερος ὅλων
ἀπαθής, ἅγιος, σοφὸς θεολόγος,
δίκαιο εἶναι κι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ μὲ τιμοῦν,
ἀλλὰ καὶ νὰ μ’ ἐπαινοῦν, γιατὶ ἀξίζω ἐπαίνους
προσκαλῶ κάθε ἄνθρωπο καὶ νομίζω πὼς τιμὴ συγκεντρώνω,
ὅσο ἔρχονται καὶ μαζεύονται, τόσο καμαρώνω
κι ὅλο κοιτάζω δεξιὰ ἀριστερά, μήπως ἔγινε κάποιος καὶ λείπει,
δὲν ἦρθε, δὲ μὲ θαύμασε,
κι ἂν τυχὸν βρεθεῖ κανεὶς νὰ μὲ ξέχασε,
ἔχω κακία, τὸν κατηγορῶ, τὸν διασύρω,
νὰ τὸ μάθει κι ὁ ἴδιος, νὰ τὸν πτοήσει ὁ ψόγος
καὶ νὰ ‘ρθεῖ, νὰ προσφωνήσει, νὰ δείξει ὑποταγή,
ὅτι κι αὐτὸς ἀνάγκη ἔχει τὴν εὐχὴ καὶ τὴ φιλία μου. …
Μή μ’ ἀφήσεις, Χριστέ, νὰ πλανιέμαι στὸ μέσο τοῦ κόσμου,
Ἐσένα μόνο ἀγαπάω χωρὶς ποτὲ νὰ Σ’ ἀγάπησα
καὶ μόνη ἐλπίδα ἔχω τὶς δικές Σου ἐντολὲς νὰ φυλάω,
ἂν κι ὁλόκληρος στὰ πάθη βρίσκομαι καὶ δὲν Σ’ ἔχω γνωρίσει καλά.
Γιατὶ ποιός, ἂν Σ’ ἀγάπησε, ἔχει ἀνάγκη τὴ δόξα τοῦ κόσμου;
Ποιός, ἂν Σ’ ἀγάπησε, θέλει κάτι ἄλλο ἀπὸ Σένα τὸν ἴδιο;
Θὰ προσκαλέσει αὐτὸς τοὺς πάντες ἢ μερικοὺς θὰ κολακέψει,
ἢ θὰ φροντίσει νὰ γίνει φίλος καθενός;
Ὅσοι εἶναι δοῦλοι Σου πραγματικοὶ δὲν ἔκαναν τέτοια, οὔτε ἕνας.
Γι’ αὐτὸ ἔχω θλίψη καὶ λύπη, Θεέ μου,
ὅτι βλέπω σ’ αὐτά δουλωμένο τὸν ἑαυτό μου,
καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὸ νοιώσω καλά, οὔτε νὰ ταπεινωθῶ,
τὴ δική Σου δόξα τὴ μόνη ἀληθινὴ δὲν θέλω.
[Ὕμνος ΙΒ’, στ. 69-101, 117-129]
8. Καθένας Ἕνας
ΠΩΣδὲν εἶναι θαῦμα φοβερό, πῶς δὲν θὰ φρίξει καθένας, ποὺ τέλεια τὸ νοιώθει,
αὐτό γνωρίζοντας καλά :
Τώρα βρίσκεσαι μαζί μας καὶ στοὺς αἰῶνες.
Καθένα μας τὸν κάνεις σπίτι Σου, σ’ ὅλους κατοικεῖς,
σπίτι γιὰ ὅλους γίνεσαι ὁ Ἴδιος καὶ κατοικοῦμε μέσα Σου,
ἕνας, Σωτήρα, καθένας μας μαζί Σου εἶναι ὁλόκληρος σ’ ὁλόκληρον Ἐσένα,
καὶ μὲ καθένα μόνο του μόνος βρίσκεσαι Σύ
καὶ ὑπεράνω μας ὁλόκληρος ὑπάρχεις μόνος.
Λοιπόν : τώρα ὑπάρχεις. Μέσα μας τὰ φρικτὰ Μυστήρια ὅλα κάνεις τώρα.
Ποιά φρικτά; Ἀπ’ τὰ πολλὰ ἀκοῦστε λίγα,
γιατὶ ἂν κι ὅσα ἔχω πεῖ, εἶναι ὅλα τους ψηλότερα ἀπὸ κάθε ἔκπληξη,
ὅμως, ἄκουγε τώρα ἀπ’ αὐτὰ ἀκόμα πιὸ φρικτά!
Μέλη τοῦ Χριστοῦ γινόμαστε κι ὁ Χριστὸς δικά μας μέλη,
Καὶ τὸ χέρι μου Χριστός, καὶ τὸ πόδι μου Χριστός, ἐμένα τοῦ πανάθλιου,
Καὶ τὸ χέρι τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ πόδι τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀθλιότητα δική μου.
Κινῶ τὸ χέρι, καὶ Χριστὸς ὁλόκληρος εἶναι τὸ χέρι μου.
Κατάλαβε : ἡ ἅγια Θεότητα δὲν χωρίζεται.
Κινῶ τὸ πόδι καὶ νά, φωτεινὸ εἶναι ὅπως Ἐκεῖνος.
Μὴ πεῖς ὅτι εἶμαι βλάσφημος, ἀλλὰ δέξου τα αὐτά,
προσκύνησε τὸν Χριστὸ ποὺ ἔτσι σ’ ἀλλάζει.
Γιατὶ κι ἐσύ, ἀρκεῖ νὰ τὸ θέλεις, θὰ γίνεις μέλος Του,
κι ἔτσι τὰ μέλη καθενός, ὅλα,
μέλη τοῦ Χριστοῦ θὰ γίνουν κι ὁ Χριστὸς δικά μας μέλη,
ὅλα τ’ ἀσχήμονα Εὐσχήμονα θὰ κάνει
ὅλα τέλεια θὰ στολίσει μὲ τὴ Δόξα καὶ τὴν Ὀμορφιὰ τῆς Θεότητας,
καὶ θὰ γίνουμε μαζὶ Θεοὶ μὲ τὸν Θεὸ ζῶντας μαζί,
χωρὶς καθόλου ἀσχημοσύνη πιὰ νὰ βλέπουμε τοῦ σώματος,
ὅλοι μὲ τὸ σῶμα ὁλόκληρο θὰ ἔχουμε τοῦ Χριστοῦ τὴ Μορφή,
καὶ κάθε μέλος θὰ εἶναι ὁ Χριστὸς ὁλόκληρος.
Γιατὶ ἂν καὶ γίνεται σὲ πολλά, παραμένει Ἕνας, ἀδιαίρετος,
κάθε μερίδιο εἶναι ὁ Ἴδιος ὁλόκληρος.
Σωστὰ δὲν τὄχες πάρει, δὲν εἶναι ἄσχημα αὐτά!
Μέλη τοῦ Χριστοῦ εἶναι, κρυφά, γιατὶ σκεπάζονται,
γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ σεμνότερα ἀπὸ τ’ ἄλλα,
γιατὶ κανείς δὲν τὰ βλέπει, τοῦ κρυφοῦ κρυφὰ μέλη,
ἀπ’ τὸν ὁποῖο δίνεται, σὲ θεία συνουσία, τὸ Σπέρμα θεϊκό,
στὴ θεϊκὴ Μορφή Του μορφωμένο μὲ φοβερὸ τρόπο
ἀπ’ τὴν ἴδια τὴ Θεότητα ὁλόκληρη, γιατὶ εἶναι ὁ Θεὸς Ὁλόκληρος,
ποὺ ἑνώνεται μαζί μας – Μυστήριο φρικτό! …
Μὲ βρώμικα ροῦχα ποὺ ντύθηκες, δὲν θὰ κοκκίνιζες;
Τὴν ὥρα ποὺ λέω τὰ φρικτὰ Μυστήρια γιὰ μέλη ἅγια
καὶ δόξα βλέπω πλούσια, ὁ νοῦς μου λάμπεται
ἔχω χαρὰ καὶ τίποτα δὲν βλέπω σαρκικό, ἐσὺ
κοιτᾶς τὶς σάρκες σου ποὺ ἔχουν καταβρωμίσει,
στὴ σκέψη σου ἔρχονται τὰ ἀτοπήματά σου,
ἐκεῖ ὁ νοῦς σου γυρνάει συνέχεια σὰν σκουλήκι,
γι’ αὐτὸ πετᾶς στὸν Χριστὸ καὶ σὲ μένα τὴ δική σου ντροπὴ
καὶ λές, ‘δὲν ντρέπεσαι σὺ γιὰ τ’ ἀσχήμονά σου,
ἀλλὰ θέλεις νὰ κατεβάζεις στ’ ἀσχήμονα τὸν ἴδιο τὸν Χριστό;’
Κι ἐγὼ πάλι σοῦ λέω, βλέπε τὸν Χριστὸ στὴ μήτρα,
κι ὅσα ἔγιναν στὴ μήτρα κατάλαβε καὶ τὴ μήτρα ἄφησαν.
Ἀπὸ ποῦ πέρασε ὁ Θεός μου καὶ βγῆκε!
Καὶ περισσότερο κάτι μπορεῖ νὰ βρεῖς, πάνω ἀπ’ ὅσα εἶπα,
αὐτὰ ποὺ καταδέχτηκε γιὰ νὰ δώσει τὴ δόξα Του σὲ μᾶς,
μὴν αἰσχύνεται κανείς ποὺ περνάει τὰ ἴδια
οὔτε ὅταν λέει αὐτὰ ποὺ ἔπαθε Ἐκεῖνος ἢ ὁ ἴδιος παθαίνει.
Ἄνθρωπος ὁλόκληρος ἔγινε, ὁ πράγματι ὁλόκληρος Θεός,
ἕνας αὐτός, δὲν ἔχει διαιρεθεῖ, καὶ ἄνδρας τέλειος πάντως,
κι ὁ ἴδιος εἶναι πάλι Θεὸς Ὁλόκληρος σ’ ὅλα τὰ μέλη.
[Ὕμνος ΙΕ’, στ. 129-161, 167-174, 185-204]
9. Ποιοῦ δάκρυσε ἡ καρδιά;
ΠΩΣ ΑΠΟ ΓΗ —ἀπὸ πηλό, ἀπὸ χῶμα— ἔγινες,
κρατιόσουν μέσα της, μαζί της ὁ βίος σου,
καὶ τώρα ὅλα τἄχεις σὰν ἕνα τίποτα, σοῦ φαίνονται σκιά,
τὰ προσπερνᾶς ὅλα καὶ μόνο ἐμένα ζητᾶς;
Γιὰ μένα θέλεις νὰ μιλᾶς, νὰ διηγεῖσαι γιὰ μένα,
νὰ μὲ βλέπεις, ἂν εἶναι μπορετό, κάθε στιγμή σου,
οὔτε ὕπνο νὰ ἔχεις, οὔτε νὰ τρῶς, οὔτε νὰ πίνεις
ἢ νὰ ντύνεις τὸ σῶμα σου δὲν σὲ νοιάζει καθόλου,
ἀλλὰ ὅπως δέντρα στὸν δρόμο καὶ ξύλα, ποὺ βλέπει ὅποιος βαδίζει,
ἔτσι σοῦ φαίνονται ὅσα ὁ κόσμος λέει δόξες,
σὰν ἕνα τίποτα τ’ ἀφήνεις στὸν δρόμο ποὺ εἶσαι τοῦ βίου σου,
χωρὶς νὰ τριγυρνάει τὸ μάτι τοῦ νοῦ σου,
δὲν ἀφήνεις ν’ ἀποβλέψει ἐκεῖ τὸ μάτι τῆς ψυχῆς σου,
ἐμένα σκέφτεσαι, μόνο ἐμένα θυμᾶσαι
μ’ ἀγαπᾶς, ὅπως κανεὶς ἀπὸ τοὺς γύρω σου.
Ἔχεις ἀκούσει, μιλᾶνε γιὰ μένα συχνά.
Τίνος σκιρτάει ἡ καρδιὰ ὅταν ἀκούσει τ’ ὄνομά μου,
ἀνοίγει ἀμέσως στὴν ἀγάπη καὶ τὸν πόθο;
Ποιοῦ δάκρυσε ἡ καρδιὰ ποὺ μὲ θυμήθηκε μόνο;
Τοὺς θείους λόγους κι ἐντολὲς μὲ δύναμη
ποιός ζήτησε νὰ μάθει, νὰ φυλάξει;
Ὅπως ἐσύ, ποιός μὲ σκέφτηκε, Θεὸ ἀπ’ ὅλα πέρα
κι ἀμέσως πόθησε σὲ μένα μόνο νὰ δουλεύει
γιὰ τοῦτο καὶ γονεῖς καὶ ἀδελφοὺς καὶ σπίτι,
τὴ γῆ του μαζὶ καὶ τοὺς συγγενεῖς, τοὺς γείτονες, τοὺς φίλους
ἔτσι τὰ λησμόνησε κι ἔτσι ἦρθε κοντά μου
σὰν ποτέ του νὰ μὴν εἶδε κανένα τους,
νὰ μὴ γνώρισε στὴ γῆ ἄνθρωπο μέσα στὸν κόσμο …
Μόνο λόγια αὐτὰ κι ἀσήμαντα γιὰ τοὺς ἀναίσθητους,
γιὰ μένα εἶναι μεγάλα, γιὰ μένα ποὺ καταλαβαίνω, εἶναι ὑψηλά.
Ποιά ἐξουσία καὶ ποιός θρόνος μεγάλος στὴ γῆ
ἢ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ λένε ὅτι ἀπὸ μένα κυβερνοῦν καὶ βασιλεύουν
ἢ ὅτι ἐκπροσωποῦν τοὺς θείους ἀποστόλους μου,
τὸ κατάλαβε αὐτὸ ἢ μπόρεσε νὰ τὸ φυλάξει,
τὸν καιρὸ ποὺ τηροῦσε τὴν ἐντολή μου καὶ τὸν νόμο,
νὰ βλέπει Ἕνα σὲ ὅλους, συγγενεῖς καὶ ξένους,
πλούσιους καὶ φτωχούς, ἄγνωστους καὶ διάσημους,
τοὺς ἰσχυροὺς καὶ τοὺς ἀδύνατους τὸ ἴδιο; …
Φανερώνομαι ἀληθινά, δείχνομαι φιλάνθρωπα,
σὲ κάθε ἄνθρωπο, ὅσο μὲ δέχεται
μεταμορφώνομαι· δὲν τὸ παθαίνω ἐγὼ
ἀλλὰ ὅσοι παίρνουν ἀξία νὰ μὲ βλέπουν.
Δὲν ἔχουν δύναμη ἀλλοιῶς, οὔτε ἀντέχουν περισσότερο,
οἱ ἴδιοι : ἄλλοτε βλέπουν ἥλιο καθαρά,
ὅταν ἔχουν καθαρὸ τὸν νοῦ τους,
ἄλλοτε ἄστρο, ὅταν βρεθοῦν κάτω ἀπ’ τὸ γνόφο
τοῦ σώματος αὐτοῦ καὶ τὴ νύχτα – ὅμως
Φωτιὰ καὶ Λάμψη μὲ κάνει ἡ ζέστη τῆς ἀγάπης,
ὅταν σὰν κάρβουνο ἀνάψει μέσα σου ἡ φιλία.
[Ὕμνος ΚΒ’, στ. 96-123, 129-138, 162-172]
10. Τροφὴ τῶν θηρίων
ΓΙΑΤΙ τὰ πάντα σοῦ ἐξηγῶ;
Γιατί νὰ ἑρμηνεύω προσπαθῶ;
Ἂν ὁ ἴδιος δὲν τὰ δοκιμάσεις
ἂν δὲν καταλάβεις μόνος σου
ἀδύνατο νὰ μάθεις.
Πῶς θὰ μάθεις, ἀπορεῖς, θὰ πεῖς :
ἀλίμονο, πῶς γίνεται, γιατί ἀγνοῶ;
Ἡ ἄγνοια μακριὰ μὲ κρατάει ἀπ’ τὰ καλά,
ἀλίμονο, πόσο ὑστερῶ!
Καὶ θὰ τρέξεις νὰ μάθεις,
γνωστικὸς βέβαια ν’ ἀποκαλεῖσαι.
Ἂν ἀγνοεῖς τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό σου,
ὁ χαρακτήρας σου ποιός εἶναι, πῶς ζεῖς,
μὲ ποιό τρόπο θὰ πάρεις γνώση τοῦ δημιουργοῦ,
πῶς θὰ γίνει ν’ ἀποκληθεῖς πιστός,
καὶ πῶς θὰ γίνει ἄνθρωπος νὰ ὀνομαστεῖς,
τὴν ὥρα ποὺ εἶσαι βόδι, μπορεῖ θηρίο;
Κάποιο ἄλογο θὰ γίνεις ζῶο
ἢ χειρότερο ἀπ' αὐτά,
ὅσο ἀγνοεῖς ποιὸς σὲ δημιούργησε.
Ἐκεῖνον ἀγνοώντας,
νὰ πεῖ ὅτι εἶναι λογικὸς
ποιός θὰ τολμήσει;
Δὲν γίνεται!
Γιατὶ πῶς λογικός,
ὅταν τοῦ λείπει ὁ λόγος;
Ἂν τοῦ λείπει ὁ λόγος
εἶναι στὴν τάξη τοῦ ἄλογου.
Ἂν τὸν ὁδηγήσουν ἄνθρωποι,
εἶναι βέβαιο, θἄχει σωθεῖ.
Ἂν ὅμως δὲν θέλει, καὶ τρέχει
στὰ βουνὰ καὶ στὰ φαράγγια,
θὰ γίνει τροφὴ τῶν θηρίων,
ὅπως ἀρνὶ ποὺ ἔχει χαθεῖ.
Παιδάκι μου! Αὐτά κάνε,
αὐτά φρόντιζε, μή κατρακυλήσεις.
[Ὕμνος ΚΓ’, στ. 517-549]
11. Ποτέ δεν σταμάτησες
ΓΙΑ ΝΑ ΔΟΥΝ τὸ πλῆθος τῶν κακῶν μου,
ἐδῶ θὰ τὰ πῶ. Πάντως ὄχι ὅλα, Λόγε,
εἶναι ἀναρίθμητα, πάνω ἀπ’ τ’ ἄστρα,
πάνω ἀπ’ τὶς σταγόνες τῆς βροχῆς καὶ τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας,
πάνω ἀπ’ τὸ πλῆθος τῶν κυμάτων ποὺ σηκώνει ὁ ἄνεμος.
Θὰ τὰ πῶ, ἀλλὰ ὅσα ἀντέχει τὸ βιβλίο τῆς συνείδησης
κι ὅσα ἔχουν οἱ ἀποθῆκες τῆς μνήμης,
τ’ ἄλλα μόνο Ἐσύ γνωρίζεις, μέτρα τα ὁ ἴδιος.
Ἔχω γίνει φονιᾶς, μάθετέ το ὅλοι
κλάψετε μὲ συμπόνοια. Μὲ ποιὸ τρόπο,
τ’ ἀφήνω, μὴ μιλάω πολύ.
Ἔχω γίνει, ἀλίμονο, μοιχὸς στὴν καρδιὰ
καὶ σοδομίτης στὴν πράξη καὶ τὸ θέλημά μου.
Ἔχω γίνει πόρνος, μάγος καὶ παιδοφθόρος,
ἐπίορκος καὶ πλεονέκτης, κλέφτης,
ψεύτης καὶ ξεδιάντροπος, ἅρπαγας, κατήγορος,
μισάδελφος, φθονερὸς πάρα πολύ, φιλοχρήματος,
θρασύς, κι ἔκανα ὅλες τὶς κακίες ποὺ ὑπάρχουν.
Νὰ μὲ πιστέψετε, λέω ἀλήθεια.
Δὲν προσποιοῦμαι οὔτε σοφίζομαι.
Ποιός τ’ ἄκουσε αὐτὰ καὶ δὲν ἔχει ἔκπληξη,
δὲν ἔχει ἀπορία, φιλάνθρωπε, μὲ τὴ μακροθυμία Σου,
δὲν ἔχει θαμπωθεῖ καὶ δὲν θὰ πεῖ :
Πῶς δὲν ἄνοιξε ἡ γῆ νὰ γλυτώσει ἀπ' τὸ βάρος του;
ποὺ δὲν ἀντέχει τὸν ταλαίπωρο στὴν πλάτη της,
πῶς ζωντανὸ δὲν τὸν κατέβασε στὸν ἅδη;
Πῶς δὲν τὸν πλάκωσε κεραυνὸς ἀπὸ ψηλὰ
τὸν παραβάτη αὐτόν, δὲν τὸν ἀνάλωσε;
Πῶς δὲν ἔπεσε ὁ οὐρανὸς ἐπάνω του
πῶς δὲν ἔσβησε ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄστρα,
γιὰ τοῦτον δῶ, ποὺ τόσο μεγάλη ἀπόκτησε περιφρόνηση; …
Δὲν χτυπάει ὅσους πέφτουν ὁ δίκαιος,
πάντως : ἀκόμα πιὸ πολὺ ἁπλώνει τὸ χέρι.
ὁ Κύριός μου, ὁ Καλός μου, αὐτὸ νὰ κάνεις
ποτὲ δὲν σταμάτησες οὔτε θὰ σταματήσεις. …
Γύρω σου ἔχεις Μυριάδες Ἀγγέλων,
Χίλιες Χιλιάδες Ἀρχαγγέλων,
Θρόνους, Κυριότητες Ἀναρίθμητες,
ἔχεις Δυνάμεις, Χερουβίμ, Σεραφὶμ
Πολυόμματα, Ἀρχές, Ἐξουσίες
κι ἄλλους πλῆθος λειτουργοὺς καὶ φίλους.
Ἔχεις τὴ Δόξα Ὑπερένδοξη,
δὲν τολμάει κανείς τους, Θεέ μου,
ν’ ἀτενίσει χωρὶς δέος ὅταν φανερώνεται, ν’ ἀντέξει
τὴν Ἀστραπόμορφη Δόξα τοῦ προσώπου Σου δέν μπορεῖ. …
Μετάνοιωσα ἀπ’ ὅλη τὴν ψυχή μου
φώναξα μὲ ἀλάλητες φωνές,
καὶ τὸν πεσμένο στὸν πιὸ τελευταῖο βυθὸ
τοῦ σκοταδιοῦ ἀπέραντου, ἀτέλειωτου γιὰ πάντα,
ἀπὸ τὸ ἄφατο ὕψος Σου μὲ ἄκουσες,
καὶ τὶς Δυνάμεις ποὺ εἶναι γύρω Σου
τὶς ἄφησες, καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν
τὰ ἄφησες, κατέβηκες ἐκεῖ ποὺ εἶχα πέσει.
Ἔλλαμψες ἀμέσως, ἔδιωξες τὸ σκοτάδι
μὲ σήκωσες στὴ θεία πνοή Σου
μ’ ἔστησες στὰ πόδια Σου, μὲ τὴν ἀγάπη Σου
μὲ ἅλωσες, μὲ ἀλλοίωσες ὅλον τελείως.
Εἶδα τὸ πρόσωπό Σου καὶ φοβήθηκα,
ἂν καὶ πρᾶο, εὐπρόσιτο μοῦ φάνηκε.
Ἡ ὀμορφιά Σου ἀπ’ τὸν ἑαυτό μου μ’ ἔβγαλε
ἔξω τελείως, μὲ σημάδεψε, Τριάδα, Θεέ μου! …
Πρᾶος ὁ Χριστός, ταπεινὸς στὴν καρδιά,
ἂν κάποιος ἔνοικο τὸν ἔχει ἀποκτήσει, κατάλαβε :
ἀπὸ μέσα Του ἡ ταπείνωση,
μᾶλλον : ὁ ἴδιος Ἐκεῖνος εἶναι ἡ ταπείνωση.
Ψυχὴ ποὺ ζητάει δόξα ἀπὸ ἀνθρώπους
δὲν γνώρισε καθόλου τὴν ταπείνωση αὐτὴ
ὅποιος οἴηση κρατάει, ἔστω λίγη,
πῶς θἆχε τὴν ταπείνωση ἐντός του; …
Μοναχικὸ σχῆμα ἔχω φορέσει
καὶ σὰν κοσμικὸς ἀγαπάω τὰ κοσμικά,
δόξα, πλοῦτο, ἡδονές, τέρψεις.
Ἔχω τὸν Σταυρό Του στοὺς ὤμους
καὶ ν’ ἀντέξω τοῦ Σταυροῦ τὶς ταπεινώσεις
τελείως ἀρνιέμαι, καθόλου δὲν θέλω,
στοὺς φημισμένους κοντὰ τρυπώνω
μαζί τους τὴ φήμη ποθῶ.
[Ὕμνος ΚΔ’, στ. 63-94, 116-119, 192-202, 235-251, 332-355]
12. Παλάτι ἐργάσου
ΠΑΛΑΤΙ τὸ σπίτι ἐργάσου τῆς ψυχῆς σου
νὰ ζήσει ἐκεῖ ὁ Χριστὸς παντοῦ βασιλεύοντας. …
Κι ἂς μονάζει, ὅποιος ἑνώθηκε μὲ τὸν Θεό, δὲν εἶναι μόνος,
ἂς κάθεται στὴν ἔρημο, ἂς εἶναι σὲ σπηλιά!
Ἂν δὲν συνάντησε Αὐτόν, τὸν ἴδιο, ἂν δὲν γνώρισε,
Ὁλόκληρον Αὐτόν, ποὺ πῆρε σάρκα, τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ
ἂν δὲν ἔλαβε – μοναχὸς δὲν ἔχει γίνει, ἀλίμονο, καθόλου.
Καὶ εἶναι αὐτὸς πραγματικὰ μόνος : ἀπ’ τὸν Θεὸ ἔχει χωριστεῖ –
καὶ μεῖς, καθένας χωρισμένος σίγουρα,
ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους ὅλους, ὁπωσδήποτε,
εἴμαστε ὅλοι ὀρφανοί, ἀποκομμένοι.
Ἡ συγκατοίκηση —ἂς μοιάζει— δὲν εἶναι ἕνωσή μας
ἡ ἀνάμιξή μας, ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο ὅπου μαζεύονται πολλοί :
εἴμαστε ὅλοι χωρισμένοι ἀπ’ ὅλους, στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα.
Ἀλήθεια αὐτό, ὁ θάνατος ἀπόδειξη.
Καθένα μας τὸν ἀποκόβει ἀπὸ φίλους καὶ συγγενεῖς
μέσα μας κάνει καὶ ξεχνᾶμε ὅλους, ποὺ τώρα ἀγαπᾶμε.
Καὶ νύχτα, ὕπνος, πράξεις βιωτικές,
τοὺς πολλούς, τὴν ἕνωσή μας, δὲν διαλύουν;
Οὐρανὸ τὸ κελλί του ἀπὸ ἀρετὴ ἔκανε ἐκεῖνος.
Οὐρανοῦ καὶ γῆς τὸν Δημιουργό, στὸ κελλί του
κάθεται κι ὅμως νοεῖ, βλέπει, προσκυνάει,
μὲ τ’ ἄδυτο Φῶς εἶναι μαζὶ χωρὶς διακοπή.
Φῶς τὸ ἀνέσπερο, Φῶς τὸ ἀπρόσιτο,
καθόλου δὲν τὸ ἀποχωρίζεται, δὲν ἀπομακρύνεται ποτέ,
οὔτε μέρα, οὔτε νύχτα, τρώγοντας ἢ πίνοντας,
στὸν ὕπνο, στὸ περπάτημα, τόπο ἀλλάζοντας,
ὅπως ζεῖ, τὸ ἴδιο ἀφοῦ πεθάνει —τρανότερα μᾶλλον—
μὲ τὴν ψυχή του τελείως μαζί Του εἶναι στοὺς αἰῶνες. …
Μοναχοὶ αὐτοί ἀληθινά, μόνοι αὐτοὶ μονάζοντες,
μὲ μόνο τὸν Θεὸ μαζὶ καὶ στὸν Θεὸ μέσα μόνοι,
γυμνοὶ ἀπὸ ἐνθυμήσεις, ἀπὸ σκέψεις ὁποιεσδήποτε,
βλέπουν μόνο τὸν Θεό, σὲ νοῦ χωρὶς ἔννοιες,
σὲ νοῦ μπηγμένο στὸ Φῶς, ὅπως στὸν τοῖχο τὸ βέλος,
ἢ ὅπως ἀστέρι στὸν οὐρανό, ἢ πῶς νὰ πῶ δὲν ἔχω.
Σὰν ἄλλο νυμφῶνα, φωτεινό, κατοικοῦν τὰ κελλιά τους,
στὸν Οὐρανὸ τοὺς φαίνεται ζοῦν
—ἢ ἀλήθεια ζοῦν— βλέπε! μή διστάσεις!
Γιατὶ δὲν βρίσκονται στὴ γῆ, ἂν κι ἀκουμπᾶνε στὴ γῆ
ζοῦν στὸ Φῶς τοῦ αἰώνα ποὺ ἔρχεται,
ὅπου κατοικοῦν οἱ Ἄγγελοι, ποὺ ἐπάνω περπατοῦν,
ἀπ’ ὅπου διαρπάζονται οἱ Ἀρχές, οἱ Ἐξουσίες,
ἀπ’ ὅπου οἱ Θρόνοι καὶ κάθε Κυριότητα παίρνει τὴ δύναμή της.
Ἀκουμπάει ὁ Θεὸς στοὺς ἅγιους καὶ ἀναπαύεται,
ὅμως στὸν Θεὸ οἱ ἅγιοι ζοῦν καὶ κινοῦνται
βαδίζοντας στὸ Φῶς ὅπως ἐπάνω σ’ ἔδαφος.
Τρανὸ θαῦμα! Ὅταν διαβοῦν ἐκεῖ
θὰ εἶναι σὰν Ἄγγελοι καὶ σὰν Παιδιὰ τοῦ Ὕψιστου,
Θεοὶ μὲ τὸν Θεὸ ζῶντας μαζί,
μ’ Ἐκεῖνον ποὺ ἔχει τὴ φύση θεϊκή, μέσα στὴ χάρη Του Θεοί.
Τώρα μόνο, ὑστεροῦν ἀπὸ τοὺς Ἄγγελους
μὲ τὸ σῶμα ποὺ τοὺς κρατάει, τοὺς σκεπάζει, τοὺς καλύπτει.
Ἀλίμονο, βλέπουν τὸν ἥλιο σὰν φυλακισμένοι,
τὶς ἀκτίνες νὰ εἰσδύουν ἀπὸ φεγγίτη,
ἀδύνατο νὰ καταλάβουν τὸν Ὁλόκληρο
νὰ δοῦν καλά, ἔξω ἀπ’ τὴ φυλακὴ νὰ βρεθοῦν,
ν’ ἁπλωθοῦν, ν’ ἀναβλέψουν τρανὰ στὸν ἀέρα.
Ἡ μόνη τους λύπη αὐτή : ὁλόκληρο
δὲν βλέπουν τέλεια τὸν Χριστό, ἂν κι ὁλόκληρο τὸν βλέπουν,
ἀπ’ τὰ δεσμὰ τοῦ σώματος νὰ δραπετεύσουν δὲν μποροῦν,
ἔχοντας λύσει δεσμὰ παθῶν, ὅλες τὶς ἀγωνίες,
ἔχουν λύσει τὰ πολλά, ἕνα τοὺς κρατάει ἀκόμα. …
Μή λέτε, ‘ἀδύνατο νὰ πάρεις ἅγιο Πνεῦμα’,
Μή λέτε, ‘δυνατὸ νὰ σωθεῖς χωρὶς τὸ Πνεῦμα’
Πιά, μή λέτε γιὰ κανένα πὼς ‘ἔχει Πνεῦμα χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει’!
Μή λέτε, ‘ὁ Θεὸς δὲν βλέπεται ἀπὸ ἀνθρώπους’,
Μή λέτε, ‘οἱ ἄνθρωποι δὲν βλέπουν θεῖο Φῶς’,
ἢ ὅτι ‘ἀδύνατο νὰ δοῦν στὴν τωρινὴ ζωή’!
Φίλοι! Αὐτὸ ποτὲ δὲν ἔγινε ἀδύνατο, ἀντίθετα!
Γιὰ ὅποιους τὸ θέλουν δυνατὸ πολύ!
Σ’ ὅποιους χάρισε ὁ βίος κάθαρση ἀπὸ πάθη,
καθαρὸ ἐργάστηκε τοῦ νοῦ τους τὸ μάτι,
καὶ στοὺς ἄλλους τύφλωση πραγματικά,
βρωμιὰ ἁμαρτιῶν, ποὺ καί ἐδῶ καί ἐκεῖ
χωρὶς τὸ θεῖο Φῶς θὰ τοὺς ἀφήσει —μή πλανιέστε!—
Σὲ φωτιὰ καὶ σκοτάδι θὰ τοὺς ὁδηγήσει.
[Ὕμνος ΚΖ’, στ. 1-2, 22-48, 76-107, 125-137]
13. Στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ
MONO ἀφῆστε με, στὸ κελλὶ κλεισμένο,
ἀφῆστε με στὸν Θεό, τὸν μόνο φίλο,
φύγετε, πᾶτε μακριά, ἀφῆστε με μόνο
στὰ μάτια τοῦ δημιουργοῦ μου νὰ πεθάνω.
Κανεὶς μὴ χτυπήσει τὴν πόρτα, κανεὶς μὴν ἀφήσει φωνή,
κανεὶς μὴν ἔρθει νὰ μὲ δεῖ, συγγενὴς οὔτε φίλος
κανεὶς μὴν ἀποδιώξει τὸν νοῦ μου ἀπὸ τὴν Ὄψη
τοῦ ἀγαθοῦ Κυρίου, τοῦ Ὄμορφου.
Κανεὶς μὴ μοῦ δώσει φαΐ, κανεὶς μὴ μοῦ φέρει νερό!
Νὰ πεθάνω μπροστὰ στὸν Θεό μου : φτάνει αὐτὸ καὶ περισσεύει!
Θεὸ τὸν Ἐλεήμονα, Θεὸ Φίλο τοῦ ἀνθρώπου,
Ἐκεῖνον ποὺ ἦρθε στὴ γῆ, κατέβηκε, μαζί Του νὰ καλέσει ἁμαρτωλούς,
νὰ τοὺς φέρει στὴ θεία ζωή Του.
Δὲν θέλω πιὰ νὰ δῶ τὸ φῶς αὐτοῦ τοῦ κόσμου,
οὔτε τὸν ἥλιο αὐτόν, οὔτε ὅσα εἶναι στὸν κόσμο.
Βλέπω τὸν Κύριό μου! Βλέπω τὸν Βασιλιᾶ!
Βλέπω αὐτὸν ποὺ ὄντως εἶναι Φῶς, καὶ κάθε φωτὸς αἰτία.
Βλέπω τὴν Πηγὴ κάθε ὀμορφιᾶς, τὴν Αἰτία γιὰ ὅλα, Αὐτήν βλέπω!
Ἀφῆστε με! Θὰ κλάψω, θὰ θρηνήσω τὶς μέρες καὶ τὶς νύχτες ποὺ ἔχασα, κοιτάζοντας τὸν κόσμο αὐτό,
κοιτάζοντας τὸν ἥλιο αὐτό, τὸ φῶς τὸ κοσμικό,
ὅ,τι βλέπουν τὰ μάτια τοῦ καθενός,
τὸ σκοτεινὸ φῶς, ποὺ δὲν φωτίζει τὴν ψυχή.
Χωρίς του μποροῦν νὰ ζοῦν στὸν κόσμο καὶ οἱ τυφλοί,
κι ὅταν πεθάνουν, ἴσοι θἆναι μ’ αὐτοὺς ποὺ τώρα τὸ κοιτάζουν. …
Ἂν ἔρθει ὁ ἄρχοντας τῶν σκοταδιῶν, καὶ δὲν δεῖ
νὰ εἶναι ἡ Δόξα Σου μαζί μου,
ἂν τελείως δὲν ντροπιαστεῖ ὁ σκοτεινός,
ἂν δὲν καεῖ τελείως στὸ ἀπρόσιτο Φῶς Σου,
καὶ μαζὶ ὅλες οἱ ἐνάντιες δυνάμεις, οἱ δικές του,
ἂν τὴ Σημείωση τῆς σφραγίδας Σου δὲν δοῦν, νὰ τραποῦν σὲ φυγή,
τὴν ὥρα ποὺ ἐγὼ θὰ πάρω θάρρος ἀπ’ τὴ Δόξα Σου καὶ θὰ διαβῶ,
χωρὶς καθόλου φόβο, θὰ πλησιάσω, θὰ προσπέσω σὲ Σένα,
ποιό τ’ ὄφελος ἀπ’ ὅσα μέσα μου ἐργάζεσαι τώρα;
Ἀλήθεια κανένα, μόνο θὰ φουντώσουν τὴν κόλασή μου.
Γιατὶ ἐλπίζω νἄχω μέρος στ’ ἀγαθὰ καὶ τὴν αἰώνια Δόξα,
νὰ εἶμαι δοῦλος, νὰ εἶμαι φίλος Σου,
κι ἂν στερηθῶ ἀπ’ ὅλα κι ἀπ’ τὸν ἴδιο Ἐσένα, Χριστέ,
πῶς δὲν θἆναι ἡ δική μου πιὸ φρικτὴ ἀπ’ τὴ θλίψη ὅσων δὲν πίστεψαν,
δὲν Σὲ γνώρισαν, δὲν εἶδαν νὰ λάμψει τὸ Φῶς Σου,
μὲ τὴ γλυκύτητά Σου δὲν γέμισαν…
[Ὕμνος ΚΗ’, στ. 1-18, 24-29, 204-218]
14. Γιὰ ὅλο τὸν κόσμο
ΔΕΝ ΤΟ ΥΠΟΦΕΡΩ, νὰ κρύβω στὴ σιωπὴ τὰ θαύματά Σου,
νὰ μὴ λέω τὴ φροντίδα Σου, δὲν μπορῶ
ὅσα ἔκανες γιὰ μένα, τὸν ἄσωτο καὶ πόρνο,
νὰ μὴ διηγοῦμαι σ’ ὅλους τὸν ἀστείρευτο πλοῦτο τῆς Φιλίας Σου γιὰ ὅλους,
δὲν τὸ ἀντέχω Λυτρωτή μου.
Θέλω γιὰ ὅλο τὸν κόσμο νὰ πάρει ἀπ’ τὸν πλοῦτο αὐτό,
τελείως ἄδειος μὴν ἀπομείνει οὔτε ἕνας.
[Ὕμνος ΚΗ’, στ. 168-174]
15. Δὲν στράφηκα πίσω
ΑΜΑΡΤΗΣΑ στὸν Θεὸ ὅπως ἄλλος
κανένας ἄνθρωπος στὸν κόσμο.
Ὅτι μιλάω ἔτσι ἀπὸ ταπείνωση
κανένας μὴ νομίσει : ἁμάρτησα πραγματικά,
εἶναι ἀλήθεια, πάνω ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο.
Κάθε ἁμαρτία —νὰ στὸ πῶ μὲ μιὰ κουβέντα—
καὶ κάθε κακία, τὴν ἔκανα.
Κι ὅμως μὲ κάλεσε, τὸ εἶδα,
καὶ δὲν ἄργησα καθόλου νὰ ὑπακούσω. …
Ἔτρεχε κι ἔτρεχα μὲ ὁρμὴ ἀπὸ κοντά.
Ὅπως ὁ σκύλος κυνηγάει τὸν λαγό,
ἔφευγε, καὶ τὸν ἔπαιρνα στὸ κυνήγι.
Ὅταν χάθηκε μακριά μου
ὁ Σωτήρας καὶ κρύφτηκε
τὴν ἐλπίδα ἐγὼ δὲν ἔχασα,
δὲν εἶπα πὼς τὸν ἔχασα
νὰ γυρίσω πίσω,
ἀλλὰ ὅπου εἶχα βρεθεῖ
ἐκεῖ καθόμουν κι ἔκλαιγα
θρηνοῦσα καὶ τὸν φώναζα
ὁ Κύριός μου ποῦ κρύφτηκες;
Λοιπόν, ἔτσι ποὺ ἤμουν πεσμένος
καὶ φώναζα – παρουσιαζόταν!
Πιὸ κοντὰ δὲν γίνεται!
Τὸν ἔβλεπα κι ἀναπηδοῦσα
ὁρμοῦσα νὰ τὸν ἁρπάξω,
κι ἔφευγ’ ἐκεῖνος γρήγορα,
ἔτρεχα ἐγὼ μὲ δύναμη
συχνὰ τὸν ἔφτανα
τὸ ροῦχο Του ἅρπαζα,
στεκόταν γιὰ λίγο Ἐκεῖνος,
χαιρόμουν ἐγὼ πολύ,
καὶ πάλι ἀμολιόταν
τὸν κυνηγοῦσα
κι ἔτσι
ἔφευγε, ἐρχόταν
κρυβόταν, φαινόταν –
καὶ δὲν στράφηκα πίσω.
Δὲν κουράστηκα οὔτε λίγο
δὲν σταμάτησα νὰ τρέχω
δὲν εἶπα μὲ κοροϊδεύει, καθόλου,
ὅτι μ’ ἀπατάει, μ’ ἐμπαίζει,
ὅταν κρυβόταν,
κάθε ἰσχὺ καὶ δύναμή μου
τὴν ἔβαζα νὰ τὸν ζητάω,
τοὺς δρόμους ἀνίχνευα,
ἐξέταζα τοὺς φράκτες,
θὰ φανεῖ ποῦ,
καὶ γέμιζα δάκρυα,
τοὺς πάντες ἀνέκρινα,
ὅσους τὸν εἶδαν, ὅλους.
Ὅταν λέω πὼς ἀνέκρινα
τί ἐννοῶ καὶ ποιούς νομίζεις;
Τοὺς σοφοὺς τοῦ κόσμου αὐτοῦ;
Τοὺς ἐπιστήμονες νομίζεις;
Καθόλου! Ἀλλὰ τοὺς Προφῆτες,
τοὺς Ἀπόστολους καὶ Πατέρες,
τοὺς ἀληθινοὺς σοφούς,
ὅσοι ἔχουν ἀποκτήσει
τὴν ἴδια τὴ Σοφία ὁλόκληρη,
ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός,
ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ.
Αὐτούς λοιπόν, μὲ δάκρυα,
μὲ πολὺ πληγωμένη καρδιὰ
ρωτοῦσα νὰ μοῦ ποῦν
ποῦ ποτὲ Τὸν εἶδαν
σὲ ποιό τόπο Αὐτός,
εἴτε πῶς καὶ μὲ ποιό τρόπο.
Μοῦ ἔλεγαν κι ἔτρεχα
μ’ ὅλη τὴ δύναμη,
οὔτε κοιμόμουν καθόλου,
βίαζα τὸν ἑαυτό μου.
Βλέποντας νὰ τὸν ποθῶ ἔτσι,
ἐμφανιζόταν λίγο, τὸν ἔβλεπα
κι ὅπως ἔχω πεῖ, τὸν καταδίωκα,
μέχρι ποὺ εἶδε ὅτι ὅλα
τὰ ἔχω γιὰ ἕνα τίποτα,
ὅσα εἶναι στὸν κόσμο
καὶ τὸν ἴδιο τὸν κόσμο, ἐννοῶ,
κι ὅλους ὅσοι εἶναι στὸν κόσμο,
ἀνύπαρκτους, σὰ νὰ μὴ τοὺς ἔβλεπα,
τοὺς εἶχε ἡ ψυχή μου,
καὶ σ’ αὐτή τὴ διάθεση μέσα
ποὺ μὲ χώρισε ἀπ’ τὸν κόσμο,
Ὁλόκληρος σ’ ὁλόκληρο ἐμένα φανερώθηκε
Ὁλόκληρος μ’ ὁλόκληρο ἐμένα ἑνώθηκε.
Αὐτὸς ποὺ δὲν εἶναι τοῦ κόσμου καὶ τὸν κόσμο περιφέρει
τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα κρατάει ὅλα μὲ τὸ χέρι Του
Αὐτός, ἀκοῦστε το, ἦρθε νὰ μὲ συναντήσει
καὶ μὲ βρῆκε! Ἀπὸ ποῦ, πῶς ἦρθε, ἀγνοῶ.
[Ὕμνος ΚΘ’, στ. 30-40, 54-137]
16. Μ’ ἐγκατέλειψε
ΑΛΗΘΕΙΑ: παράδοξο θαῦμα ἡ σάρκα μου
ἡ οὐσία, λέω, τῆς ψυχῆς, καὶ ναί, πραγματικά,
τοῦ σώματός μου, σὰν πάρουν τὴ θεία Δόξα
Ἀστραπὲς πηγάζουν θείας Λάμψης.
Σ’ ἕνα μέρος τοῦ σώματος, τὸ βλέπω,
τελεῖται αὐτὸ καλά.
Δὲν θὰ ποθήσω τ’ Ὁλόκληρο σῶμα;
Δὲν θὰ ἱκετεύσω, ἀπαλλαγὴ κακῶν
καὶ τὴν ὑγεία, ποὺ εἶπα,
τὴ Δόξα νὰ πάρει Ὁλόκληρο;
Τὴν ὥρα ποὺ ἤμουν ἔτσι,
ἴσως μὲ θέρμη περισσότερη ἀκόμα,
καὶ κατάπληξη εἶχα ὅση τὰ θαύματα,
ὁ Κύριος, ὁ Ἀγαθός, τὸ δικό Του χέρι μετακίνησε,
τὸ ἔφερε καὶ στ’ ἄλλα μέρη τοῦ σώματος
καὶ βλέπω, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καθαρὰ γίνονται
ὅλα ντύνονται τὴ θεία Δόξα.
Καθαρὸν ἀμέσως, Ἐλεύθερο ἀπὸ δεσμά,
μοῦ δίνει τὸ θεῖο χέρι, μὲ σηκώνει ἀπ’ τὸν βάλτο,
μ’ ἀγκαλιάζει ὁλόκληρος, σφίγγεται πάνω μου
πέφτει στὸ λαιμό μου —πῶς θὰ τ’ ἀντέξω!—
καὶ μὲ δύναμη συνέχεια μὲ φιλάει!
Παράλυσα! Ἔχασα ὅλη τὴ δύναμή μου
—πῶς θὰ τὰ γράψω αὐτά;—
μὲ σηκώνει στοὺς ὤμους Του
—Ἀγάπη! Ἀγαθότητα!—
καὶ μὲ βγάζει ἀπ’ τὸν ἅδη,
ἔξω ἀπ’ τὸν χῶρο, ἔξω ἀπ’ τὸν ζόφο
ἀλλοῦ μέσα μὲ φέρει, σὲ ἄλλο
εἴτε κόσμο, εἴτε ἀέρα,
τελείως ἀδύνατο νὰ πῶ,
αὐτό γνωρίζω : Φῶς μὲ βαστάει,
Φῶς μὲ συγκρατεῖ καὶ σὲ Φῶς μέσα μὲ φέρει,
Μεγάλο, Θεϊκό, Θαυμαστό
τέτοιο ποὺ οἱ Ἄγγελοι νὰ ἐξηγήσουν
καὶ νὰ ποῦν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο
δὲν θὰ μπορέσουν, οὔτ’ ἐλάχιστα, νομίζω.
Κι ὅταν βρέθηκα στὰ ἐκεῖ
ἄλλα μοῦ δείχνει πάλι,
τὰ μέσα στὸ Φῶς, σοῦ λέω,
καὶ μᾶλλον τ’ ἀπὸ τὸ Φῶς,
μοῦ δίνει νὰ ἐννοῶ
τὴν παράξενη Ἀνάπλαση,
ποὺ Αὐτὸς μὲ ἀνέπλασε,
μὲ ἀπάλλαξε ἀπ’ τὴ φθορὰ
καὶ τὸ αἴσθημα τοῦ θανάτου
ποὺ μ’ εἶχε κυριεύσει, τὸ ἔδιωξε
ὁλόκληρο μ’ ἐλευθέρωσε.
Ζωὴ μοῦ δώρησε ἀθάνατη
κι ἀπ’ τὸν κόσμο τῆς φθορᾶς
κι ὅλα ποὺ ἔχει μέσα του
μὲ χώρισε.
Μοῦ φόρεσε ἄυλη στολὴ
ποὺ ἔχει τὴν ὄψη τοῦ Φωτός,
Ὑποδήματα τὸ ἴδιο,
Δαχτυλίδι καὶ Στέφανο
ὅλα τους ἄφθαρτα, ἀναλλοίωτα
παράξενα, ὄχι ὅπως τὰ ἐδῶ.
Μ’ ἔκανε ἀπρόσιτο στὴν ἁφή,
ἀψηλάφητο —ἀπορῶ!—
μ’ ἔκανε ἀόρατο ἐξίσου
στοὺς ἀόρατους ἐνταγμένο.
Ἔτσι μ’ ἐργάστηκε, τέτοιο μ’ ἔκανε ὁ Δημιουργός,
κι ὕστερα μ’ ἔφερε σ’ αἰσθητὴ σκηνή,
ναί, σωματική,
μέσα ἐκεῖ μ’ ἔκλεισε
τέλεια μ’ ἀσφάλισε
καὶ μὲ κατέβασε στὸν κόσμο
τὸν αἰσθητὸ καὶ ὁρατό.
Πάλι μ’ ἔβαλε νὰ ζῶ καὶ νὰ εἶμαι
μ’ ὅσους κάθονται στὸ σκοτάδι,
ἐμένα, ποὺ εἶχα ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ σκοτάδια,
σὲ κάθειρξη μαζί τους,
μ’ αὐτοὺς ποὖναι στὸ βάλτο, λέω,
νὰ τοὺς διδάσκω ἴσως,
νὰ ὁδηγῶ στὴν ἐπίγνωση
γιὰ τραύματα ποὺ τοὺς καλύπτουν
γιὰ δεσμὰ ποὺ τοὺς κατέχουν.
Διάταξε, κι ἔφυγε. Μ’ ἐγκατέλειψε μόνο μου
στὸ προηγούμενο σκοτάδι, λέω.
Ἀπ’ ὅσα σοῦ εἶπα πρὶν
δὲν μὲ παρηγόρησε τίποτα,
ὅσα μοῦ δώρησε, τ’ ἀνείπωτα ἀγαθά,
ποὺ ὁλόκληρο μ’ ἀνανέωσε
ὁλόκληρο μ’ ἀθανάτισε,
ὁλόκληρο μὲ θεοποίησε
Χριστὸ μὲ τελειοποίησε,
ὅλα ἡ στέρησή Του
μ’ ἔκανε νὰ ξεχνάω,
ἄδειο μὲ ἄφηνε. …
Ἐκεῖνον ζητοῦσα,
τὸν ποθοῦσα, τὸν ἐρωτεύτηκα,
ἡ μεγάλη Του ὀμορφιὰ μὲ πλήγωσε.
[Ὕμνος Λ’, στ. 263-365, 373-6]
17. Ἄν
ΑΝ ΕΝΩΘΕΙΣ μὲ τὸ Φῶς
τὰ πάντα αὐτὸ θὰ σοῦ διδάσκει
τὰ πάντα θὰ σοῦ φανερώσει
ὅσα χρειάζεσαι νὰ μάθεις
καλὰ θὰ στὰ ὑποδείξει.
[Ὕμνος Λ’, στ. 601-5]
18. Σῶμα χωρὶς μάτια
ΣΑΝ σῶμα χωρὶς μάτια
—παράξενο θαῦμα—
ἔτσι κατάντησε ἡ ψυχή.
Τελείως τυφλώθηκε.
Τὸν Θεὸ δὲν βλέπει καθόλου.
Τὸ σῶμα κινεῖται ἀπ’ τὴν ψυχή,
ἀκόμα κι ἂν τυφλωθεῖ.
Ἂν τυφλωθεῖ ἡ ψυχή,
ἀπὸ ποῦ θὰ βρεῖ ποιά κίνηση;
[Ὕμνος ΝΓ’, στ. 180-187]
19. Nεκροί, ἀπ’ ὅλα ἔξω
ΜΕΣΑ στὴν αἴσθηση, κι εἶναι τελείως ἀναίσθητοι,
ἀντίθετοι στὴ φύση τους, ἀπ’ ὅλα ἔξω ὑπάρχουν,
βλέποντας δὲν βλέπουν, κοιτάζοντας δὲν κοιτάζουν,
τὰ θαύματα τοῦ Θεοῦ μ’ αἴσθηση νοερὴ
ἀδύνατο κι αὐτὰ νὰ καταλάβουν, ἔξω ἀπ’ τὸν κόσμο βρίσκονται,
ἢ μᾶλλον : στὸν κόσμο σὰν νεκροὶ προτοῦ πεθάνουν,
πρὶν ἀπ’ τὴν ἔξοδο στὰ ἔγκατα τοῦ ἅδη ἔχουν κλειστεῖ. …
Σὰ νἆταν ἔνδυμα, ἔχουν ντυθεῖ τὸ σκοτάδι :
στὴν αἴσθηση μέσα, ἀναίσθητοι, στὸ μέσο τῆς ζωῆς νεκροί.
[Ὕμνος ΛΒ’, στ. 24-30, 68-69]
20. Ὅσοι δὲν θέλουν
ΑΠΟΔΕΚΤΟ γιὰ μένα αὐτό εἶναι, τῶν Ἀποστόλων
καὶ τῶν Μαθητῶν μου αὐτό ἔγινε τὸ ἔργο
κι αὐτό θέλουν οἱ ἐντολές μου : Θεὸς ὑπάρχω
νὰ τὸ ποῦν στὸν κόσμο παντοῦ,
τί θέλω καὶ τί ὁρίζω νὰ τὸ ποῦν στοὺς ἀνθρώπους
καὶ νὰ τὸ γράψουν νὰ τ’ ἀφήσουν.
Ἔτσι καὶ σύ : ἀγωνίσου, κάνε πράξη, δίδαξε,
κι ὅσοι δὲν θέλουν ν’ ἀκούσουν, λέγε τους,
ὅπως κι ἐγὼ εἶπα τότε, σ’ ἐκείνους ποὺ ἀπόρησαν
‘Σκληρὸς ὁ λόγος σου, καὶ ποιός ν’ ἀκούει θὰ μπορέσει;’
Τοὺς εἶπα : Ἂν δὲν θέλετε ἔτσι, πηγαίνετε,
καὶ κάνετε καθένας ὅ,τι θέλετε ,
στὴν ἐξουσία τους καὶ τὴν προαίρεσή τους
ἀφήνοντας τὰ πάντα, νὰ πάρουν θάνατο ἢ ζωή.
Γιατὶ κανεὶς ποτὲ δὲν ἔχει γίνει ἀθέλητα καλός.
Οὔτε πιστὸς ὁ ἄπιστος θὰ εἶναι χωρὶς θέληση,
οὔτε ποτὲ ὁ φιλόκοσμος φιλόθεος θὰ γίνει,
χωρὶς τὴ θέλησή του ὁ ἐχθρὸς δὲν θ’ ἀλλάξει τὴ θέλησή του, δὲν θὰ γίνει καλὸς καὶ τέλειος.
Γιατὶ κανεὶς δὲν ἔγινε στὴ φύση του κακός,
ἀλλὰ στὴν πρόθεση, κι ἔτσι πάλι,
ἀπὸ κακὸς καὶ πονηρὸς στὴν πρόθεση καὶ τὴ θέληση καλὸς καὶ ἀγαθός, ἂν θέλει θὰ γίνει,
κι ἂν δὲν θέλει, ἀδύνατο ν’ ἀλλάξει.
Ἀθέλητα κανεὶς πουθενὰ στὸν κόσμο δὲν κατόρθωσε τὴν ἀρετή.
Κανεὶς δὲν σώζεται χωρὶς νὰ θέλει, κι ἄλλο ἀπ’ αὐτὸ μὴ ζητᾶς :
καλὰ φρόντιζε νὰ σώσεις τὸν ἑαυτό σου κι ὅσους σ’ ἀκοῦνε,
ἂν γίνει καὶ βρεῖς στὴ γῆ ἄνθρωπο
ποὺ γιὰ ν’ ἀκούει ἔχει αὐτιὰ κι ἀκούει καλὰ τὰ λόγια σου.
[Ὕμνος ΜΓ’, στ. 124-150]
21. Ἄγνωστο
ΑΓΝΩΣΤΟ σ’ ὅσους νομίζουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους
ὅτι εἶναι κάτι ἐνῶ δὲν εἶναι τίποτα.
Ἄγνωστο σ’ ὅσους ἔχουν τέρψη καὶ καύχηση
γιὰ τὸ μέγεθος τοῦ σώματος ἢ τὴ δύναμη ἢ τὸ κάλλος
ἢ γι’ ἄλλο χάρισμα, ὁποιοδήποτε, σοῦ λέω.
Ἄγνωστο, ἂν δὲν καθάρισαν τὴν καρδιά τους.
Ἄγνωστο, ἂν δὲν ζητοῦν μὲ καρδιὰ ζεστὴ νὰ πάρουν τὸ θεῖο Πνεῦμα.
Ἄγνωστο, ἂν δὲν πιστεύουν
ὅτι τὸ Πνεῦμα δίνεται καὶ τώρα σ’ ὅποιους τὸ θέλουν.
Ἡ ἀπιστία ἐμποδίζει, διώχνει τὸ θεῖο Πνεῦμα.
Δὲν ζητᾶς ἂν δὲν πιστεύεις,
καὶ πῶς θὰ λάβεις ὅ,τι δὲν ζήτησες;
Ἀλλ’ ἂν δὲν ἔλαβες, εἶσαι νεκρός.
[Ὕμνος ΜΔ’, στ. 191-211]
22. Ἡ Πανδαισία
ΜΕ ΠΟΛΛΑ Σ’ ἔχουν καλέσει καὶ διάφορα
τὰ ὀνόματα : ὁ ἴδιος ὑπάρχεις Ἕνα
καὶ τὸ Ἕνα αὐτὸ σ’ ὅλη τὴν ὕπαρξη εἶναι ἄγνωστο,
σὲ κάθε φύση, ἀόρατο καὶ ἄρρητο συμβαίνει,
τὸ ἴδιο ποὺ δείχνεται γύρω καὶ τὰ πάντα καλεῖται.
Τὸ Ἕνα αὐτό, τρισυπόστατη φύση
Θεότητα Μία καὶ Μία Βασιλεία
Δύναμις Μία, γιατὶ Ἕνα ἡ Τριάδα βρίσκεται.
Τριάδα Μία ὁ Θεός μου, ὄχι τρία,
τὸ Ἕνα ὅμως Τρία στὶς ὑποστάσεις,
ὁμοφυεῖς στὴ φύση μεταξύ τους
ὁμοδύναμες τελείως, ὁμοουσίως,
ἀσυγχύτως ἑνωμένες πάνω ἀπὸ κάθε κατάληψη
ἀδιαιρέτως πάλι διακρινόμενες,
τρία στὸ ἕνα καὶ τὸ ἕνα, ἀλήθεια, στὰ τρία.
Ἕνας Ἐκεῖνος ποὺ ὅλα τὰ δημιούργησε
Ἰησοῦς Χριστός καὶ ἄναρχος μαζὶ ὁ Πατέρας
μὲ συνάναρχο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. …
Ὅλα καὶ κάθε ἀγαθὸ εἶναι τὸ Ἕνα αὐτό,
ὅπως ἐφάντασε, ἔλαμψε, καταύγασε, μεταλήφθηκε καὶ μεταδόθηκε.
Ὄχι ἕνα λοιπόν, πολλὰ κι ἐμεῖς τὸ καλοῦμε :
Φῶς, Εἰρήνη, Χαρά, Ζωή, Τροφή, Ποτό,
Ἔνδυμα, Περίζωσμα, Σκηνή, Θεῖος Οἶκος,
Ἀνατολή, Ἀνάσταση, Ἀνάπαυση, Λουτρό,
Φωτιά, Νερό, Ποτάμι, Πηγὴ Ζωῆς, Ρέμα, Ψωμί, Κρασί,
ἡ Πρωτόφαντη νοστιμιὰ γιὰ τοὺς πιστούς,
ἡ Πανδαισία, ἡ Τρυφὴ ποὺ ἀπολαμβάνουμε μυστικά,
πραγματικά : ἥλιος χωρὶς δύση, ἄστρο αἰώνιας λάμψης,
λαμπάδα ποὺ λάμπει στὸ σπίτι τῆς ψυχῆς. …
Ὁ Ἴδιος εἶσαι ἡ ζωὴ κι Ἐσύ τὴ δωρίζεις —αὐτὸ λέω—
μαζὶ της κι ὅλα τ’ ἀγαθά, ποὺ πάλι ὁ Ἴδιος εἶσαι!
Ὅποιος ἔχει ἀληθινὰ Ἐσένα, σ’ Ἐσένα μέσα τὰ ἔχει ὅλα.
[Ὕμνος ΜΕ’, στ. 7-24, 29-39, 98-100]
23. Ἔφυγα μακριά
ΕΦΥΓΑ ΜΑΚΡΙΑ Φίλε τοῦ ἀνθρώπου, εἶχα τὴ σκηνή μου στὴν ἔρημο,
ἀπὸ Σένα, τὸν γλυκό μου Κύριο ἔφυγα καὶ κρύφτηκα,
κάτω ἀπ’ τὴ νύχτα χώθηκα τῆς ἀγωνίας νὰ ἐπιβιώσω.
Ἀπὸ κεῖ γέμισα πολλὲς δαγκωματιὲς καὶ τραύματα.
Γύρισα, ἦρθα σὲ Σένα, καὶ στὴν ψυχή μου ὅμως πολλὲς οἱ πληγές. …
Τὸ ἔλεος τῆς χάρης Σου στάλαξε, Θεέ μου,
τὶς πληγές μου ἄλειψε, ἐξάλειψε τὰ ἕλκη,
τὰ μέλη μου συνάρμοσε καὶ σύσφιξε —παράλυσαν—
ἀφάνισε τὶς οὐλές, μὴ μείνει οὔτε μία, Σωτήρα,
τέλεια γιάτρεψέ με ὁλόκληρο, κάνε με ὅπως πρίν,
ὅταν δὲν εἶχα μολυσμὸ οὔτε μώλωπα
οὔτε πληγὴ νὰ αἱμορραγεῖ, οὔτε κηλίδα, Θεέ μου,
εἶχα γαλήνη, χαρά, εἰρήνη καὶ πραότητα,
τὴν ἅγια ταπείνωση καὶ μακροθυμία,
τὸν φωτισμὸ τῆς ὑπομονῆς καὶ πράξεις ὄμορφες,
σὲ ὅλα ὑπομονὴ καὶ δύναμη ἀνίκητη. …
Χάζεψα, Κύριε, ἀποβλακώθηκα, σὲ μένα ἐλπίζοντας,
μὲ πλάκωσε καὶ μ’ ἔσυρε ἡ ἀγωνία γιὰ τὰ ὑλικὰ
ἡ μέριμνα γιὰ τὰ βιωτικά, ὁ ταλαίπωρος, καταξέπεσα,
ψυχράθηκα σὰν τὸ σίδερο κι ἔγινα μαῦρος
πολὺ καιρό, ὥσπου ἔπιασα σκουριά.
Κι ἔτσι φωνάζω πάλι Ἐσένα,
Φιλάνθρωπε, θέλω νὰ καθαρίσω
νὰ ὑψωθῶ στὴν πρώτη μου Ὀμορφιά
τὸ Φῶς Σου τέλεια ν’ ἀπολαύσω
Τώρα κι ἀδιάκοπα σ’ ὅλους τοὺς αἰῶνες.
[Ὕμνος ΜϚ’, στ. 1-5, 11-21, 41-49]
24. Ἡ σπορά
Η ΣΠΟΡΑ συμφωνεῖ μὲ τὰ γένη τοῦ σπόρου,
σιταριοῦ, σοῦ λέω, κριθαριοῦ, κι ἄλλα γένη,
καὶ πάλι συμφωνεῖ μὲ τὰ γένη ἡ βλάστηση.
Τὰ σώματα, βέβαια, ὅσων πεθαίνουν,
ὅποια συμβεῖ νὰ εἶναι, τὸ ἴδιο πέφτουν στὴ γῆ,
χωρίζονται ἀπ’ αὐτὰ οἱ ψυχές.
Στὴν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ποὺ προσδοκοῦμε,
κάθε ψυχὴ βρίσκει τὸ σπίτι της ὅπως ἀξίζει
μὲ Φῶς γεμάτο ἢ σκοτάδι.
Καθαρὲς ψυχές, ποὺ μετέλαβαν Φῶς
τὶς λαμπάδες τους ἄναψαν,
θὰ εἶναι πάντως σ’ ἀνέσπερο Φῶς.
Ὅσες ἔχουν τυφλὰ τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς τους,
βρώμικες ψυχὲς γεμάτες σκοτάδι,
Φέγγος νὰ δοῦν τὸ θεϊκό, τί τρόπος;
Θὰ συμφωνήσεις, κανένας. Πές λοιπόν,
ἀφοῦ πεθάνουν, κι ἂν κάνουν δεήσεις,
ποιός θὰ τὶς ἄκουγε, ποιός θὰ τοὺς ἄνοιγε τὰ μάτια;
Εἶναι θλιβερό, κι ὅμως, τί βοήθεια
σ’ αὐτοὺς ποὺ ζήτησαν νὰ μείνουν τυφλοί,
ν’ ἀνάψουν τὴ λαμπάδα τῆς ψυχῆς τους δὲν θέλησαν!
Λοιπόν, σκοτάδι θὰ τοὺς περιμένει ἀφώτιστο.
Τὰ σώματα ὅλων, τὸ εἴπαμε, φθείρονται,
τὸ ἴδιο σαπίζουν, τῶν ἁγίων ἐπίσης,
ἐγείρονται ὅμως στάρι καθαρό,
ὅποια εἶχαν σπαρεῖ, στάρι ἁγιασμένο,
τοῦ ἅγιου Πνεύματος σκεύη ἅγια :
καθαρὰ μὲ λαμπρότητα ἐδῶ,
τὸ ἴδιο φεύγουν καθαρά, ἐγείρονται πάλι δοξασμένα
μὲ τὴ Λάμψη καὶ τὴν Ἀστραπὴ τοῦ θείου Φωτός.
Σ’ αὐτὰ θὰ κατοικήσουν τότε οἱ ψυχὲς τῶν ἁγίων,
εἶναι βέβαιο, θὰ λάμψουν πάνω ἀπ’ τὸν ἥλιο,
θὰ γίνουν ἴδιοι μὲ τὸν Κύριο,
τοὺς θείους δρόμους Του ποὺ εἶχαν κρατήσει.
Πάλι, τὰ σώματα ὅσων ἔμειναν στὶς ἁμαρτίες
ἐγείρονται ὅπως εἶχαν τὴ σπορά τους στὴ γῆ,
γεμάτα λάσπη, δύσοσμα, τελείως σάπια,
βέβηλα σκεύη, ζιζάνια κακίας,
ὁλοσκότεινα σὰν τὰ ἔργα ποὺ ἔκαναν
τοῦ σκοταδιοῦ, κάθε κακοῦ ὄργανα ἔγιναν,
τῆς πονηριᾶς ποὺ τὰ ἔσπειρε.
Ἀνασταίνονται ἀθάνατα κι αὐτὰ
πνευματικά, μὲ τὴν ὄψη ὅμως τῆς σκοτεινιᾶς.
Μ’ αὐτὰ λοιπὸν ἑνώνονται οἱ ἄθλιες ψυχές
σκοτεινὲς ὅπως εἶναι, βρώμικες
θὰ εἶναι ἴδιες μὲ τὸν διάβολο,
τὰ δικά του ἔργα ποὺ ἀκολούθησαν,
τὰ δικά του προστάγματα φύλαξαν,
μαζί του στὴ φωτιὰ θὰ καταχωρηθοῦν,
ποὺ δὲν σβήνει
θὰ ὁδηγηθοῦν στὸ σκοτάδι ἐκεῖ, στὸν τάρταρο
καὶ μᾶλλον σύμφωνα κι αὐτὲς θὰ μοιραστοῦν
μὲ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν, ὅποιες ἔχει καθένας τους,
ἐκεῖ θὰ μείνει στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Οἱ ἅγιοι πάλι, τὸ εἴπαμε, καθένας θὰ ὑψωθεῖ
μὲ τὶς φτεροῦγες τῶν ἀρετῶν τους,
θὰ συναντήσουν τὸν Κύριο κι αὐτοί,
θὰ ὑψωθοῦν, καθένας στὴν ἀξία του.
Εἶναι βέβαιο : ἐδῶ καθένας τώρα
ὅσο τὴν ψυχή του ὀμόρφηνε
τόσο κοντὰ θὰ βρεθεῖ στὸν Δημιουργό
θὰ εἶναι μαζί Του στὸ ἄπειρο τῶν αἰώνων
θὰ σκιρτήσει στὴν ἀπέραντη χαρὰ ἡ καρδιά του.
[Ὕμνος Ν’, στ. 281-342]
25. Μακαρισμοί
ΜΑΚΑΡΙΟΙ, ὅσοι ὑποδέχτηκαν τὸν Χριστό, τὸ Φῶς ποὺ ἦρθε στὸ σκοτάδι τους, γιατὶ αὐτοὶ ἔγιναν Παιδιὰ τοῦ Φωτὸς καὶ τῆς Μέρας.
*
ΜΑΚΑΡΙΟΙ, ὅσοι γεύονται τὸν Ἄρρητο μὲ τὸ στόμα τοῦ νοῦ τους κάθε στιγμή, γιατὶ αὐτοὶ βρίσκονται στὴ Μέρα, ἐκεῖ θὰ βαδίσουν μὲ Ὀμορφιά, ὁ βίος τους δὲν θὰ χάσει ποτὲ τὴ Χαρά.
*
ΜΑΚΑΡΙΟΙ, ὅσοι ζοῦν στὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ ἀδιάκοπα, γιατὶ αὐτοὶ τώρα καὶ στοὺς αἰῶνες χωρὶς τέλος θὰ εἶναι ἀδελφοὶ καὶ συγκληρονόμοι Του.
*
ΜΑΚΑΡΙΟΙ, ὅσοι ἄναψαν τὸ Φῶς στὴν καρδιά τους καὶ τὸ κράτησαν ἄσβηστο, χαρούμενοι αὐτοὶ στὴν ἔξοδο τοῦ βίου, τὸν Νυμφίο θὰ συναντήσουν, μαζί Του θὰ μποῦν στὸν Νυμφῶνα κρατώντας Λαμπάδες.
*
ΜΑΚΑΡΙΟΙ, ὅσοι γιὰ τίποτε ἀπ’ αὐτὰ δὲν διστάζουν ἢ δὲν νομίζουν πὼς εἶναι λάθος, γιατὶ αὐτοί, κι ἂν τίποτε ἀπ’ αὐτὰ δὲν ἔχουν, ποὺ δὲν τὸ εὔχομαι, εἶναι ὅμως βέβαιο, θὰ τρέξουν ὁπωσδήποτε νὰ τὸ ἀποκτήσουν.
*
ΜΑΚΑΡΙΟΙ, ὅσοι λαμπρύνονται μὲ τὸ θεῖο Φῶς, τὴν ἀσθένειά τους βλέπουν, τὴν ἀσχήμια τῆς στολῆς τῆς ψυχῆς τους καταλαβαίνουν, γιατὶ αὐτοὶ συνέχεια θὰ κλάψουν, μὲ τοὺς ποταμοὺς τῶν δακρύων τους θὰ καθαρίσουν τέλεια.
*
ΜΑΚΑΡΙΟΙ, ὅσοι ἔχουν συνέχεια τὸ νοερὸ μάτι ἀνοιγμένο, μὲ κάθε προσευχή τους βλέπουν καλὰ τὸ Φῶς, καὶ στόμα μὲ στόμα μιλοῦν μαζί Του, γιατὶ αὐτοί, τῶν ἀγγέλων ἰσότιμοι, ἤ, τολμηρὸ ἴσως νὰ εἰπωθεῖ, πάνω ἔχουν φτάσει ἀπ’ τοὺς ἄγγελους, καὶ τὸ ἴδιο θὰ εἶναι στὴν ἄλλη ζωή. Γιατὶ οἱ ἄγγελοι ὑμνοῦν, ἐνῶ αὐτοὶ συνομιλοῦν. Κι ἂν τέτοιοι ἔγιναν καὶ συνεχῶς γίνονται, ἤδη τώρα, στὸν βίο αὐτό, ὅταν ἡ φθορὰ τῆς σάρκας τοὺς πιέζει, ποιοί θὰ γίνουν μετὰ τὴν Ἀνάσταση; Πῶς θὰ εἶναι ὅταν πάρουν τὸ πνευματικὸ καὶ ἄφθαρτο σῶμα; Πάντως ἴσοι, ὄχι μόνο μὲ τοὺς Ἄγγελους, ἀλλὰ μὲ τὸν Κύριο τῶν Ἀγγέλων, ὅπως ἔχει γραφεῖ: “γνωρίζουμε”, λέει ὁ Ἰωάννης, “πὼς ὅταν μᾶς φανερωθεῖ θὰ εἴμαστε ὅπως Ἐκεῖνος.”
*
ΜΑΚΑΡΙΟΣ, ὅποιος εἶδε τὸ Φῶς τοῦ κόσμου μέσα του νὰ ἔχει πάρει Μορφή, γιατὶ αὐτός, σὰν ἔμβρυο ἔχοντας τὸν Χριστό, Μητέρα Του θὰ θεωρηθεῖ, ὅπως ὁ ἴδιος Ἐκεῖνος ὁ ἀψευδὴς τὸ εἶπε, “Μητέρα μου ἀδελφοὶ καὶ φίλοι αὐτοί εἶναι.”
[ἀπὸ τὸν δέκατο Ἠθικό]
26. Μήν ἔρθεις σὲ ἀπόγνωση
AΝ Τ' ΑΓΝΟΕΙΣ αὐτά, ἀγαπημένε μου, μήν ἔρθεις σὲ ἀπόγνωση, μή πεῖς, ‘ἐγὼ αὐτὰ οὔτε τὰ ἔμαθα, οὔτε μπορῶ νὰ τὰ μάθω, οὔτε ποτὲ στὸ ὕψος τῆς γνώσης αὐτῆς, τῆς ὅρασης καὶ καθαρότητας θὰ μπορέσω νὰ φτάσω καὶ ν’ ἀνέβω’. Οὔτε πάλι νὰ πεῖς, ‘ἀφοῦ εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ἂν κάποιος δὲν φτάσει, ἤδη ἀπὸ τώρα, νὰ ντυθεῖ τὸν Χριστὸ ὡς Θεό, νὰ δεῖ τὸν ἴδιο ὁλόκληρο καὶ νὰ τὸν ἔχει στὴν ψυχή του, στὴ Βασιλεία Του δὲν μπαίνει, τί μ’ ὠφελεῖ ν’ ἀγωνίζομαι ἔστω λίγο καὶ νὰ στεροῦμαι ἀπὸ τὴν ἀπόλαυση τῶν παρόντων;’ Καθόλου μὴ τὸ πεῖς, οὔτε ποὺ νὰ τὸ σκεφτεῖς, ἀλλ’ ἂν τὸ θέλεις ἄκου τὴ συμβουλή μου· μὲ τὴ βοήθεια τῆς Χάρης τοῦ πανάγιου Πνεύματος θὰ σοῦ πῶ τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας.
Πρῶτα πίστεψε μὲ ὅλη τὴν ψυχή σου ὅτι εἶναι ἔτσι, ὅλα ὅσα εἴπαμε ἀκολουθώντας τὶς θεῖες καὶ θεόπνευστες Γραφές, ὅτι εἶναι ἀληθινά, κι ὅτι ἔτσι χρειάζεται νὰ γίνει καθένας ποὺ πιστεύει στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ἔχει δώσει Ἐξουσία νὰ γίνουμε Παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, κι ἂν τὸ θελήσουμε, τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει. Πίστεψε μὲ ὅλη τὴν ψυχή σου ὅτι γι’ αὐτὸ ἔγινε κάθε φροντίδα καὶ ἡ ἴδια ἡ κατάβαση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μαζί μας, γιὰ νὰ μᾶς τελειοποιήσει μὲ τὴν πίστη σ’ Ἐκεῖνον, μὲ τὴν ἀγάπη τῶν ἐντολῶν Του νὰ μᾶς δώσει τὴ Θεότητα καὶ τὴ Βασιλεία Του.
Ἀλήθεια, ἂν δὲν τὰ πιστέψεις αὐτά, ὅτι πράγματι γίνονται ἔτσι, πάντως οὔτε θὰ τὰ ζητήσεις, κι ἂν δὲν ζητήσεις οὔτε θὰ λάβεις. Γιατὶ λέει, Νὰ ζητᾶτε καὶ θὰ λάβετε, νὰ ζητᾶτε καὶ θὰ σᾶς δοθεῖ. Πιστεύοντας λοιπόν, νὰ διαβάζεις τὶς θεῖες Γραφὲς κι ὅ,τι λένε νὰ τὸ κάνεις πράξη, καὶ θὰ τὰ βρεῖς ὅλα χωρὶς ἐξαίρεση ὅπως ἔχουν γραφεῖ, καὶ μᾶλλον, πολὺ περισσότερα θὰ βρεῖς ἀπ’ ὅσα εἶναι στὶς θεῖες Γραφές. Ποιά εἶναι αὐτά; Ὅσα ὀφθαλμὸς δὲν εἶδε, αὐτὶ δὲν ἄκουσε, στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἀνέβηκαν, τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ ὅσους τὸν ἀγαπᾶνε. Ἂν τὰ πιστέψεις αὐτὰ καὶ κρατήσεις τὴν πίστη σου, δὲν ὑπάρχει οὔτε μία ἀμφιβολία ὅτι θὰ τὰ δεῖς, ὅπως ὁ Παῦλος ἔτσι κι ἐσύ – καὶ ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλὰ θ’ ἀκούσεις ἄρρητα ρήματα, γιατὶ προφανῶς θἄχεις ἤδη ἁρπαγεῖ στὸν παράδεισο. Σὲ ποιόν παράδεισο; Ἐκεῖ ποὺ ὁ ληστὴς πῆγε μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τώρα εἶναι.
[ἀπὸ τὸν τρίτο Ἠθικό]
Τέλος και τω Θεώ δόξα.