Η Εκκλησία μάς προβάλλει σήμερα, 7 Ιανουαρίου, τη μορφή του Προδρόμου Ιωάννη, πρωταγωνιστή της Βαπτίσεως του Κυρίου.
Ο Βαπτιστής ήταν «η φωνή του Λόγου, ο λύχνος του φωτός, ο εωσφόρος, ο του ηλίου πρόδρομος» (Ειρμός Στ’ Ωδής Θεοφανείων). Ήταν δε «ενδεδυμένος τρίχας καμήλου και ζωήν δερματίνην περί την οσφύν αυτού, και εσθίων ακρίδας και μέλι άγριον». Οι συγκεκριμένες πρακτικές του θα μας δώσουν αφορμή ν’ ασχοληθούμε ακροθιγώς με τη σκληραγωγία του «σαρκίου», η οποία βοηθάει πολύ στην ανύψωση του πνεύματος.
Υπόθεση αναγκαιότατη, αν τη ζυγίσουμε με τα λεγόμενα του κολοσσού Παύλου. Δεν του έφθαναν όσα «τράβηξε» ακούσια, που τα συνόψισε πυκνώτατα σε τέσσερις λέξεις, «έξωθεν μάχαι, έσωθεν φόβοι» (Β’ Κορ. 7.5), αλλά πρόσθετε και τα εκούσια. Μας φανερώνει πάλι: «Υποπιάζω μου το σώμα και δουλαγωγώ, μήπως άλλοις κηρύξας αυτός αδόκιμος γένωμαι» (Α’ Κορ. 9.27).
* * *
Η μαλθακότης δεν βοηθάει ούτε σωματικά ούτε ψυχικά. Έτσι αποφαίνεται η Ιατρική, έτσι και η Θεολογία. Τη χειρωνακτική δουλειά και απασχόληση την έχει ευλογήσει ο Κύριος με την προσωπική Του εργασία, αυτή που Του έδωσε την προσωνυμία «ο τέκτων» (Μάρκ. 6.3).
Ρωτάει επομένως ο Μέγας Βασίλειος (Ασκητικαί Διατάξεις 23): Ποιος θα παραπονεθεί ότι είναι ταπεινωτικά τα έργα του, αν αυτά τα έκανε και ο Κύριος;
Πράγματι εργαζόταν χειρωνακτικά, έπλυνε τα πόδια των μαθητών (Ιω. 13.4-5), μαγείρεψε (Ιω. 21.9) και ακόμη κακοπάθησε, κουράσθηκε από οδοιπορία και πείνασε (Ιω. 4.6,8), αγρύπνησε (Λουκ. 6.12), δίψασε (Ιω. 19.28) κλπ.
Επαινώντας ακριβώς τη σκληραγωγία του Προδρόμου είχε πει: «Αλλά τι εξήλθετε ιδείν; άνθρωπον εν μαλακοίς ιματίοις ημφιεσμένον; ιδού οι τα μαλακά φορούντες εν τοις οίκοις των βασιλέων εισίν» (Ματθ. 11.8).
Επίσης ο μέγας Διδάσκαλος τους δώδεκα μαθητές Του τους είχε διαλέξει κατά κύριο λόγο από το επίμοχθο επάγγελμα των ψαράδων. Το ίδιο και οι άγιοι· υπήρξαν «γιοί της εργασίας» (Α’ Παραλ. 26.29) και αγίασαν τις διάφορες εργασίες, όπως και η Θεοτόκος τα οικιακά. Ο Θεός έδωσε την εργασία στον Αδάμ (Γεν. 2.15). Συνεπώς κατά φύση η εργασία, οπότε κατ’ ανάγκη παρά φύση η αεργία.
«Ει τις ου θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω. ακούομεν γάρ τινας… μηδέν εργαζομένους, αλλά περιεργαζομένους· τοις δε τοιούτοις παραγγέλομεν… ίνα μετά ησυχίας εργαζόμενοι τον εαυτών άρτον εσθίωσιν» (Β’ Θεσσ. 3.10-12), και να μη ζουν παρασιτικά σε βάρος τρίτων. Τα γράφει αυτά αυτός ο Παύλος (Β’ Θεσσ. 3, 8· Α’ Κορ. 4.12). Υπογραμμίζει δε o ιερός Χρυσόστομος ότι, εκτός από την εργασία του προς βιοπορισμό, «μεγάλο έδειχνε κόπο για τη δουλειά, ώστε να μπορέσει να βοηθήσει και άλλους». (Εις το Ασπάσασθε Πρίσκιλλαν και Ακύλλαν Α’ 5). Και τούτο το τελευταίο το είχε εξομολογηθεί ο μέγας απόστολος λέγοντας «Ταις χρείαις μου και τοις ούσι μετ’ εμού υπηρέτησαν αι χείρες αύται» (Πρ. 20.34).
Εμείς δεν έχουμε τις ευθύνες και τον φόρτο που είχε ο απόστολος των εθνών. Εμείς επιδιώκουμε ανάπαυση, ρωτάει ο αββάς Κασσιανός, «στους οποίους δεν παραδόθηκε ούτε κήρυγμα του Ευαγγελίου ούτε των Εκκλησιών η μέριμνα, αλλά μόνο της δικής μας ψυχής η φροντίδα»; (Προς Κάστορα επίσκοπον, Περί Ακηδίας).
Μας «ταρακουνάει» ο ιερός Χρυσόστομος: «Και άνω και κάτω πολύ [προφέρεται και κυριαρχεί] το όνομα της αναπαύσεως. Τί λες, άνθρωπε; Ενώ διατάχθηκες να βαδίζεις τεθλιμμένη οδό [Ματθ. 7.14], ρωτάς για ανάπαυση; Και ενώ προστάχθηκες να εισέλθεις δια της στενόχωρης πύλης [Ματθ. 713], επιζητάς ευρύχωρη;… Τί λες, άνθρωπε; Ενώ μέλλεις να βαδίσεις προς τον Ουρανό… ρωτάς αν υπάρχει τίποτε δύσκολο κατά την οδό αυτή… και δεν ντρέπεσαι;» (Περί Κατανύξεως Α’ 6).
Προσοχή λοιπόν, μας συμβουλεύει η Κλίμαξ, «μήπως λέγοντας ότι οδεύουμε πάνω στη στενή και τεθλιμμένη οδό, πλανηθήκαμε κατέχοντας την πλατειά και ευρύχωρη» (2.13).
* * *
Σκληραγωγία. Δεν μας αρέσει! Ρέπουμε προς την καλοπέραση, χαϊδεύουμε τον εαυτούλη μας. Καλοζωϊσμό ζητάει η φύση μας, και μεις της κάνουμε το χατίρι, την κολακεύουμε. Ωστόσο «το να ζει κανείς κατά φύση, δεν είναι καθόλου χαρακτηριστικό του πιστού» (Ιουστίνου Αμφιβαλλόμενα, Επιστολή προς Ζήναν… 7). Για τη δυνατή θέληση έχει θέση η ρήση «Ό,τι θέλεις το μπορείς». Ο νωθρός, αυτός που φοβάται τον ιδρώτα, σωματικό και πνευματικό, δεν θα προκόψει· από τα πιο πεζά ως τα πιο υψηλά.
Αν π.χ. ο ξυλουργός, μια και αναφερθήκαμε στον «τέκτονα» Ιησού, κάνει τις κατασκευές του όπως-όπως, απλώς για να ξεγελάσει, η κατάντια τους σύντομα θα τον μαρτυρήσει, και δεν πρόκειται να του ξαναδώσουν δουλειά.
Αν ο φοιτητής δεν ξενυχτάει στο διάβασμα, δεν βλέπει πτυχίο. Αν ο πιστός δεν καταβάλει τίμημα κόπου και πόνου, δεν λυτρώνεται από τα πάθη.
Ιδίως στα πνευματικά δεν υπάρχει αυτόματος πιλότος, δεν ισχύει το «Εσύ κοιμάσαι και η τύχη σου δουλεύει». Γιατί; Γιατί αποφάνθηκε ο Χριστός ότι «βιασταί αρπάζουσιν αυτήν», την Βασιλεία των Ουρανών (Ματθ. 11.12). Υπομνηματίζουν οι Πατέρες:
Μέγας Αθανάσιος: «Εκείνος που έχει ανάπαυση στον κόσμο τούτο ας μην ελπίζει να λάβει την αιώνια ανάπαυση. Γιατί η Βασιλεία των Ουρανών δεν είναι των αναπαυμένων εδώ, αλλά είναι εκείνων που κυνήγησαν τον βίο τούτο μέσα σε θλίψη πολλή και στενοχωρία» (Περί Παρθενίας 18).
Ιωάννης Χρυσόστομος: «Πώς λοιπόν δεν είναι άτοπο, σε όλα μεν τα βιωτικά να προϋπάρχουν οι πόνοι πριν από την ηδονή… αν και μένει ευτελής και μικρή η προσδοκία από εκείνους τους κόπους, όταν δε υπάρχει μπροστά μας ο Ουρανός… και η συναναστροφή με αγγέλους… να προσδοκούμε ότι θα τα επιτύχουμε με ραθυμία και ραστώνη και διαλυμένη ψυχή, και δεν τα αξιώνουμε με την ίδια με τα βιωτικά επιμέλεια;» (Εγκώμιον εις Μάρτυρας Αιγυπτίους 2).
Λαυσαϊκό: «Κανείς τα έτοιμα και την άνεση να μην επιζητεί, αλλά ας στενοχωρείται τώρα και ας θλίβεται, για να κληρονομήσει την ευρυχωρία της Βασιλείας του Θεού» (Ιωάννης Λυκοπολίτης).
Ισαάκ ο Σύρος: «Δεν κατοικεί το Πνεύμα του Θεού σε αυτούς που περνούν με ανάπαυση , αλλά του διαβόλου»! (Ασκητικά Λόγος 36 Περί του μη δειν χωρίς ανάγκης επιθυμείν… σελ. 15). Η ανάπαυση και η αεργία είναι απώλεια της ψυχής και μπορεί να βλάψει περισσότερο από τους δαίμονες» (Ασκητικά Λόγος 73 Περιέχων συμβουλίας πεπληρωμένας ωφελείας σελ. 291).
Και ο ιερός Χρυσόστομος: «Ο καιρός μεν των επάθλων και των στεφάνων είναι ο μέλλων αιών, των δε παλαισμάτων και των ιδρώτων ο παρών… Αν δε, θα ήθελε κάποιος ραθυμώντας, και ν’ απολαύσει τα εδώ ηδέα και [τον] μισθό που απόκειται εκεί γι’ αυτούς που κοπιάζουν, ξεγελά και απατά τον εαυτό του. Γιατί όπως ακριβώς με τους αθλητές, εκείνος μεν που πάνω στον καιρό των αγώνων επιζητά άνεση, αισχύνη… προξενεί στον εαυτό του, ενώ εκείνος που μέσα στο στάδιο υπέφερε γενναία κάθε κούραση κερδίζει από τους θεατές στεφάνια και δόξα… και μέσα στους ίδιους τους αγώνες και όταν αυτοί τελειώσουν, έτσι και με μας» (Προς Σταγήριον Β’, ΕΠΕ τόμ. 29 σελ. 130).
Σκοπός της σκληραγωγίας του σώματος είναι η ενδυνάμωση του πνεύματος, είπαμε, και της θελήσεως. Ειδικώτερα η ταπείνωση της σάρκας συνεπιφέρει την ταπείνωση του υψηλού και επηρμένου φρονήματος.
Για παράδειγμα όταν κάνουμε μετάνοιες, μαζί με το σώμα πράγματι κλίνει και σκύβει και η ψυχή λέγοντας «… ελέησόν με τον αμαρτωλόν».
Επακόλουθο η άφεση των αμαρτιών. Διδάσκει ο διδάσκαλος όσιος Νικόδημος ο Αγειορίτης: «Έχεις και τρίτο λουτρό [μετά την εξομολόγηση και τα δάκρυα] τους ιδρώτες και κόπους του σώματος, με τους οποίους γίνεται άφεση των αμαρτιών από τον Κύριο. “Δες την ταπείνωσή μου και τον κόπο μου και άφησε όλες τις αμαρτίες μου [Ψαλμ. 24.18]» (Πνευματικά Γυμνάσματα, Μελέτη 10,β).
Συντάσσεται με αυθεντία ο Μάξιμος ο Ομολογητής: «Ταπείνωση και κακοπάθεια ελευθερώνουν τον άνθρωπο από κάθε αμαρτία. Η μεν με το να περικόπτει τα πάθη της ψυχής, η δε του σώματος» (Κεφάλαια περί αγάπης, Εκατοντάς Α’, 76).
Αφού το εξασκημένο σώμα και πειθήνιο δίνει το προβάδισμα στον νου και ισχυροποιεί τη θέληση, όσο δεν έχουν έρθει τα γηρατειά και οι αρρώστιες ας καλλιεργούμε την «πρακτική» αρετή, την εξωτερική, ας πούμε, αρετή.
Η εργασία και η κακοπάθεια δεν ασκείται μόνο χάριν της άλλης ζωής, αλλά και για ν’ αντεπεξερχόμαστε ενίοτε και σε αυτή τη ζωή. Ποιος γνωρίζει τί στερήσεις είναι πιθανό να συναντήσουμε στην πορεία μας; Αβέβαιο το μέλλον. Πιθανές και οι οικονομικές κρίσεις σε απίθανο βαθμό – τα ζήσαμε αυτά. Εκτός από βιωτικές αντιξοότητες δυνατό να σηκωθούν και «συνειδησιακές», ομολογία πίστεως, με κόστος διωγμούς, φυλακίσεις και τα συνακόλουθα. Είναι φρικτό και ανόητο ν’ αρνηθεί κανείς τον Σωτήρα γιατί του στέρησαν τις τούρτες!
Ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος κατακλείει συμβουλευτικά: «Εάν θέλεις… να γίνεις επίγειος άγγελος, αγάπησε, αδελφέ, θλίψη σώματος, ασπάσου κακοπάθεια» (Κατήχηση Β’ 2).
* * *
Είπαμε πολλά για το πνευματικό όφελος των εξωτερικών ασκήσεων. Δεν γίνεται να τελειώσουμε χωρίς να αναφερθούμε και στο φυσικό. Είναι παγκοίνως αποδεκτό πώς το εξασκημένο σώμα παρέχει ψυχοσωματική ευεξία και ισορροπία.
Χωρίς κίνηση ο οργανισμός σκουριάζει. Πάρε το τσαπί και θα σου περάσουν όλα, και μάλιστα αν μπορείς μέσα στη φύση. Μια μέρα τέτοιας δραστηριότητας φέρνει κανονική βιολογική λειτουργία και νύχτα με ομαλό ύπνο. Το σώμα γίνεται ζωντανό και σφριγηλό. Το επισημαίνει και ο άγιος Χρυσόστομος: «Σώμα το μεν αργό και ακίνητο, νοσώδες και αηδιαστικό, το δε κινούμενο και κουραζόμενο και ταλαιπωρούμενο, ωραιότερο και υγιεινότερο» (Εις τας Πράξεις 54.3).
Τέτοιο σώμα πειθήνιο ατσαλώνει και ομορφαίνει και την ψυχή. Ο ιδρώτας αποτοξινώνει εξωτερικά – η απραξία, το αντίθετο.
Βρισκόμαστε στην αρχή του νέου χρόνου. Ανταλλάσσουμε ευχές για νά είναι αίσιος, χαρούμενος, δημιουργικός, ευτυχισμένος. Αν δεν θέλουμε νά μείνουμε στα λόγια, νά μείνουν κούφια λόγια, αλλά πραγματικά νά είναι καρποφόρος καί πνευματικά καί υλικά – καί τα υλικά είναι ευλογημένα όταν γίνονται «εν Κυρίω», κατά τήν αγαπημένη έκφραση του Παύλου (π.χ. Ρωμ. 16.2) – τότε ας ενεργοποιηθούμε. Ας εργασθούμε σωστά, ας πούμε επαγγελματικά, όχι ερασιτεχνικά, Δεν λέμε ουτοπιστικά, νά κοιμόμαστε δηλ. δυό ώρες το εικοσιτετράωρο καί νά δουλεύουμε είκοσιδυό! Όλα μέ σύστημα, μέ οργάνωση καί επιμέλεια, μέ σώφρονα εργατικότητα, συνειδητά. Αυτά θα μας κάνουν ευλογημένο καί χαρούμενο το νέο έτος καί όχι η οκνηρία καί η ανευθυνότητα.
Η δε παντοτινή κατάπαυσή μας και η απόλαυσή μας θα είναι ο σαββατισμός του Θεού στην αιωνιότητα – ξεκουράσθηκε, λέει η Γραφή (Γεν. 2.2-3) ο Θεός την ημέρα την εβδόμη, μετά τη δημιουργία του κόσμου. Τότε έργο μας άκοπο και μεθυστικό ηδονής πνευματικής θα είναι η αιώνια λειτουργία «τω καθημένω επί του θρόνου και τω Αρνίω» (Αποκ. 5.13). Θ’ αναπέμπουμε ακατάπαυστα τον τρισάγιο ύμνο «ημέρας και νυκτός λέγοντες· άγιος, άγιος, άγιος Κύριος ο Θεός ο Παντοκράτωρ» (Αποκ. 4.8), ενώ «Κύριος ο Θεός φωτιεί» μας (Αποκ. 22.5).
Αφού ευχαριστήσουμε τον Τίμιο Πρόδρομο που μας παρέσχε την ευκαιρία να μελετήσουμε αρετή που ίσως δεν της είχαμε δώσει σημασία, ας ζητήσουμε τις πρεσβείες του: «Το χέρι σου που ακούμπησε την ακήρατη κορυφή του Δεσπότη… σήκωσέ το υπέρ ημών προς αυτόν, Βαπτιστή, γιατί έχεις παρρησία πολλή» (Δοξαστικό Θ’ Μεγ. Ώρας Θεοφανείων). Αμήν!
Ιουστίνος ιερομόναχος
Πηγή: Κοινωνία Ορθοδοξίας