Με το θέμα της φαντασίας, που είναι σπουδαιότατο για την μεταμόρφωση του ανθρώπου και την πορεία του προς την θέωση, έχω ασχοληθεί στα βιβλία μου, ιδιαιτέρως στο βιβλίο μου με τίτλο «Θεραπευτική αγωγή», καθώς επίσης και σε μερικές σελίδες στο άλλο βιβλίο μου «Ψυχική ασθένεια και υγεία». Δεν θέλω, βέβαια, να επανέλθω πάνω στο θέμα αυτό, γιατί πιστεύω ότι αναπτύχθηκε διεξοδικά, αλλά θέλω να υπογραμμίσω μερικά σημεία, τα οποία θεωρώ πολύ απαραίτητα για την κατανόηση των θέσεων του κεφαλαίου εκείνου περί φαντασίας.
1) Οι άγιοι Πατέρες που ασχολήθηκαν και έγραψαν για το θέμα αυτό δεν ξεκίνησαν από ψυχoλoγικές έρευνες, ούτε από την προσπάθεια απλώς να ερευνήσουν επιστημονικά τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Άλλωστε ξέρουμε από την διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας ότι οι άγιοι Πατέρες δεν ήταν επιστήμονες του γραφείου, αλλά Ποιμένες του λαού του Θεού. Και φυσικά είχαν την εμπειρία πως ενεργεί η Χάρη του Θεού μέσα στον άνθρωπο. Με άλλα λόγια οι άγιοι Πατέρες γνώρισαν πολύ καλά την ψυχή, όπως είναι μετά το συνταρακτικό γεγονός της πτώσεως, και στην συνέχεια γνώρισαν την ψυχή και όλον τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, όπως αναγεννάται με την Χάρη του Θεού. Έτσι έκαναν τις παρατηρήσεις τους πάνω στο θέμα της φαντασίας όχι κινούμενοι από ψυχολογικές, επιστημονικές έρευνες, αλλά από την εμπειρία που είχαν και με σκοπό, φυσικά, να καθοδηγήσουν τον λαό του Θεού. Και όταν οι άγιοι Πατέρες χρησιμοποίησαν την ορολογία των φιλοσόφων και επιστημόνων της εποχής εκείνης δεν ταυτίζονταν πέρα για πέρα με τις θεωρίες τους. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Καν τις των Πατέρων τα αυτά τοις έξω φθέγγηται, άλλ’ επί των ρημάτων μόνον επί δε των νοημάτων, πολύ το μεταξύ νουν γαρ ούτοι, κατά Παύλον, έχουσι Χριστού, εκείνοι δε, ει μη τι και χείρον, εξ ανθρωπίνης διανοίας φθέγγονται». Το χωρίο αυτό είναι αξιοπρόσεκτο. Δείχνει ότι, καίτοι μερικοί από τους Πατέρες χρησιμοποίησαν κοινή ορολογία με τους φιλοσόφους, εν τούτοις όμως υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ τους. Οι άγιοι Πατέρες έχουν νουν Χριστού πράγμα το οποίο σημαίνει ότι έχουν την Αποκάλυψη, ενώ οι φιλόσοφοι μιλούν από την διάνοια και τον δικό τους ανθρώπινο στοχασμό.
Το λέγω αυτό γιατί πρέπει να σημειωθή ότι δεν μπορούμε και σήμερα, μιλώντας για την φαντασία, να εννοούμε ό,τι εννοούν και οι σημερινοί ψυχίατροι που ασχολούνται με το θέμα αυτό. Υπάρχει ομολογουμένως μεγάλη διαφορά μεταξύ αυτών που έχουν την αγιοπνευματική εμπειρία και αυτών που ασχολούνται ανθρωποκεντρικά με το σοβαρό θέμα της φαντασίας. Κι αν καμμιά φορά χρησιμοποιούμε κοινή ορολογία εν τούτοις εννοούμε διαφορετικά πράγματα.
Θα ήθελα να υπενθυμίσω τι λέγει ο Αρχιμ. Σωφρόνιος για το θέμα αυτό. Αρχίζοντας να μελετά το θέμα της φαντασίας εισαγωγικά τονίζει και τα ακόλουθα: «Κι αυτό το κεφάλαιο της πνευματικής ζωής είναι εξαιρετικά λεπτό και πολύπλοκο και δεν πιστεύουμε πως θα ανταπεξέλθωμε ικανοποιητικά. Επειδή βασική τάση μας είναι να εκθέτουμε συγκεκριμένη πείρα, είμαστε υποχρεωμένοι να περιγράψουμε απλά σε γενικές γραμμές τη συνείδηση και τις παραστάσεις, που επικράτησαν σήμερα στους ασκητικούς κύκλους των πατέρων του Άθω και που συμμεριζόταν κι ο ίδιος ο Γέροντας. Αφήνομε κατά μέρος τις θεωρίες της σύγχρονης επιστημονικής ψυχολογίας. Δεν θα κάνουμε σύγκριση ούτε κριτική αυτών ή άλλων θεωριών. Σημειώνουμε μόνο πως σε πολλά δεν συμπίπτουν, γιατί οι δυο θεωρίες έχουν σαν βάση διαφορετικές κοσμολογικές και ανθρωπολογικές παραστάσεις».
Έτσι στην ανάπτυξη του θέματος της φαντασίας δεν προσπάθησα να κάνω σύγκριση μεταξύ της διδασκαλίας των αγίων Πατέρων και των συγχρόνων ψυχολόγων γύρω από το θέμα, αλλά να περιγράψω το πως μιλούν οι άγιοι Πατέρες για την φαντασία μέσα από την σύγχρονη πείρα που διασώζεται και διαφυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία και βιώνεται από συγχρόνους μοναχούς που είναι εντεταγμένοι μέσα στην θεραπευτική αγωγή της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Και αυτό είναι απαραίτητο να λεχθή γιατί οι σύγχρονοι ψυχολόγοι αναφέρονται περισσότερο στην φαντασίωση, γιατί πιστεύουν ότι μόνον αυτή δημιουργεί ψυχoλογικές ανωμαλίες, ενώ οι άγιοι Πατέρες όταν μιλούν για την φαντασία επεκτείνονται και πέρα από αυτήν την ερμηνεία. Άλλωστε, όπως γνωρίζουμε, οι άγιοι Πατέρες δεν ενδιαφέρονται απλώς για μια ψυχολογική ισορροπία την οποία ενδεχομένως καταργεί η φαντασίωση, αλλά για την θέωση του ανθρώπου, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι για να φθάση εκεί ο άνθρωπος δεν απαλλάσσεται μόνον από την φαντασίωση, αλλά και από αυτήν την ίδια την ενέργεια του φαντάζεσθαι, έστω και σε καλά πράγματα. Γιατί στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων βλέπουμε ότι ο νους για να φθάση στην θεωρία του Θεού απαλλάσσεται τελείως από κάθε εικόνα, έστω και καλή, ακόμη δε απαλλάσσεται και από αυτούς τους λογισμούς και τους συλλογισμούς, έστω κι αν είναι καλοί για την εξέλιξη του πολιτισμού και την προσαρμογή μας στον κοινωνικό χώρο.
Γι’ αυτό δεν μπορούμε να μιλούμε την ίδια γλώσσα με τους ψυχιάτρους. Κι αν κάποτε συμπίπτουμε σε μερικές εκφράσεις πρέπει να παρατηρηθή ότι υπάρχει χαώδης διαφορά στο νόημα κάθε όρου. Πιστεύω δε ότι είναι μεγάλη ασέβεια να προσπαθούμε να ερμηνεύουμε πατερικά κείμενα μέσα από την σύγχρονη ψυχολογική ερμηνεία, καθώς επίσης είναι μεγάλη αδικία να θεωρούμε τα ψυχολογικά ως πνευματικά. Όταν μιλούμε για πνευματικά, εννοούμε κυρίως την επενέργεια του Παναγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Ο πνευματικός άνθρωπος είναι αυτός στον οποίο κατοικεί το Πανάγιο Πνεύμα, δηλαδή αυτός που είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. Βέβαια, η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου έχει συνέπειες και στον ψυχολογικό τομέα (στις ανθρώπινες εκδηλώσεις), όπως επίσης και η απουσία του Παναγίου Πνεύματος από την καρδιά του ανθρώπου έχει τρομακτικές επιπτώσεις στην όλη προσωπικότητα τού ανθρώπου, στις λεγάμενες ψυχολογικές εκδηλώσεις του, αλλά δεν μπορούν να ταυτισθούν τα ψυχολογικά με τα πνευματικά.
Στην Ορθόδοξη Παράδοση λέμε πως δεν υπάρχει τίποτε όμοιο μεταξύ κτιστού και άκτιστου. Είναι μια από τις βασικές διδασκαλίες της Εκκλησίας. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν υπάρχει καμμιά ομοιότητα μεταξύ των ψυχολογικών (κτιστών) και των πνευματικών (άκτιστων). Μιλώντας για πνευματικά δεν εννοώ αυτό που ο κόσμος ονομάζει, δηλαδή τις εκδηλώσεις και ενέργειες του μυαλού, αλλά την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του ανθρώπου.
Ο Απόστολος Παύλος γράφει κάτι που νομίζω ισχύει κυρίως στην περίπτωση που μελετάμε. Γράφει στην επιστολή προς Κορινθίους: «Ψυχικός δε άνθρωπος ου δέχεται τα του πνεύματος του Θεού μωρία γαρ αυτώ έστι, και ου δύναται γνώναι, ότι πνευματικώς ανακρίνεται, ο δε πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται» (Α' Κορ. β', 14-15). Ψυχικός άνθρωπος είναι ο εστερημένος των ενεργειών του Παναγίου Πνεύματος και πνευματικός άνθρωπος είναι αυτός που δέχεται τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, αυτός που είναι ναός του Αγίου Πνεύματος και αυτό φανερώνεται με την νοερά αδιάλειπτη προσευχή. Ο ίδιος Απόστολος μιλώντας για την υιοθεσία παρουσιάζει τα γνωρίσματα που δείχνουν ότι είμαστε αληθινά τέκνα Θεού. Γράφει: «ελάβετε Πνεύμα υιοθεσίας, εν ω κράζομεν αββά ο πατήρ, αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού» (Ρωμ. η', 15-16). Αυτό σημαίνει ότι το Άγιον Πνεύμα ενεργεί μέσα στην ψυχή μας και αυτή η ενέργεια εκδηλώνεται με την νοερά προσευχή («κράζομεν αββά ο πατήρ») και αυτό φανερώνει ότι είμαστε τέκνα Θεού. Το ότι αυτή είναι η ερμηνεία τού αποστολικού αυτού χωρίου φαίνεται από έναν επόμενο στίχο της ίδιας επιστολής στον οποίο λέγει: «το γαρ τι προσευξόμεθα καθό δει ουκ οίδαμεν, άλλ’ αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις» (Ρωμ. π', 26). Έτσι, λοιπόν, ο πνευματικός άνθρωπος, αυτός που έχει το Άγιον Πνεύμα και στον οποίο ενεργεί η νοερά αδιάλειπτη προσευχή, και που φανερώνει ότι είναι τέκνον Θεού, αυτός δεν ανακρίνεται από κανέναν άνθρωπο, δηλαδή δεν μπορεί κανείς άνθρωπος του κόσμου να τον εξετάση, να τον ερευνήση, αντίθετα μάλιστα αυτός ερευνά όλους τους ανθρώπους.
Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, ερμηνεύοντας αυτόν τον αποστολικό λόγο, γράφει: «ο τοιούτος (δηλαδή ο άγιος, ο πνευματικός άνθρωπος) πάντας ανθρώπους ανακρίνει κατά το γεγραμμένον, γινώσκει έκαστον πόθεν λαλεί και πού έστηκε και εν ποίοις μέτροις εστίν. Αυτόν δε ουδείς ανθρώπων των εχόντων το πνεύμα του κόσμου γινώσκειν και ανακρίνειν δύναται, ει μη μόνον ο το όμοιον έχων επουράνιον της Θεότητος Πνεύμα γινώσκει τον όμοιον». Κανείς ψυχολόγος που κάνει το έργο του ανθρωποκεντρικά δεν μπορεί να εξετάση τον άγιο άνθρωπο γιατί ο άγιος κινείται πέρα από το δικό του ανθρωποκεντρικό ενδιαφέρον. Αυτό το γράφω γιατί δεν μπορούμε με ψυχoλογικά κριτήρια να ερμηνεύουμε και να διαβάζουμε τα έργα των Θεουμένων. Και είναι μεγάλη αδικία όταν προσπαθούμε με κριτήρια ψυχολογικά και μάλιστα της σημερινής ανθρωποκεντρικής ψυχολογίας να εξετάσουμε και να ερμηνεύσουμε την διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και πάλι υπογραμμίζω ότι γράφοντας για την φαντασία και γενικά για το μεγάλο θέμα της Ορθοδόξου Ψυχοθεραπείας δεν έκανα καμμιά σύγκριση και σύγχυση της θεόπνευστου διδασκαλίας των αγίων Πατέρων με τα πορίσματα της συγχρόνου ανθρωποκεντρικής ψυχολογίας.
Άλλωστε, αν η σημερινή ψυχολογία ερευνήση τις θεωρίες που έχουν οι άγιοι θα τους παρουσιάση ψυχασθενείς, ως πάσχοντας από φαντασία. Και όμως είναι δεδομένο ότι όταν οι άγιοι φθάνουν στην θεωρία του Θεού, των αγγέλων και άλλων αγίων, αυτό γίνεται γιατί προηγήθηκε κάθαρση της καρδιάς, και ο νους απηλλάγη από κάθε είδους φαντασία και από κάθε είδους εικόνα. Έβλεπαν δια της θεώσεως «ξένον θέαμα, ξένον άκουσμα», χωρίς να υπάρχη η ενέργεια τού φαντάζεσθαι.
2) Μιλώντας άκόμη για την φαντασία πρέπει να δούμε δυο βασικά χωρία των αγίων Πατέρων. Το ένα είναι τού Αγίου Ιωάννου τού Δαμασκηνού και το άλλο του Αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε ένα πολύ ευσύνοπτο χωρίο κάνει διάκριση μεταξύ φανταστικού, φανταστού, φαντασίας και φαντάσματος. Γράφει χαρακτηριστικά: «Φανταστικόν έστι δύναμις της άλογου ψυχής δια των αισθητηρίων ενεργούσα, ήτις λέγεται αίσθησις. Φανταστόν δε και αισθητόν το τη φαντασία και τη αισθήσει υποπίπτον ως όρασις μεν αυτή η οπτική δύναμις, ορατόν δε το υποπί πτον τη οράσει, λίθος τυχόν ή τι των τοιούτων. Φαντασία δε έστι πάθος της άλογου ψυχής υπό φανταστού τίνος γινόμενον, φάντασμα δε πάθος διάκενον εν τοις αλόγοις της ψυχής απ’ ουδενός φανταστού γινόμενον. Όργανον δε του φανταστικού η εμπρόσθιος κοιλία του εγκεφάλου».
Στο χωρίο αυτό φαίνεται ότι το φανταστικό είναι η δύναμη της άλογου ψυχής που ενεργεί δια των αισθητηρίων, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι το φανταστικό ενεργεί όταν ενεργούν τα αισθητήρια όργανα. Φανταστό δε είναι αυτό που υποπίπτει στην φαντασία και την αίσθηση, πράγμα το οποίο λέγεται και αισθητό. Φαντασία είναι το πάθος της άλογου ψυχής που ενεργείται από κάποιο φανταστό. Και φάντασμα είναι εκείνο που δεν προξενείται από κανένα φανταστό. Ώστε, λοιπόν, υπάρχει το όργανο που λέγεται φανταστικό, που είναι δύναμη της άλογου ψυχής, το φανταστό, που υποπίπτει στο φανταστικό, η φαντασία που συνδέεται με τις αισθήσεις και το φάντασμα που δημιουργείται στο φανταστικό χωρίς να υπάρχη συμμετοχή των αισθητηρίων οργάνων.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει για το θέμα της φαντασίας: «Ούτε τη σαρκί κατ’ αρχάς συνεκτίσθη η ήδονή και η οδύνη· ούτε τη ψυχή η λήθη και η άγνοια· ούτε τω νω το τυπούσθαι και μετατυπούσθαι τοις είδεσι των γεγονότων τούτων γαρ η παράβασις εξήρε την γένεσιν. Ο τοίνυν της σαρκός εξελών την ηδονήν και την οδύνην, την πρακτικήν αρετήν κατώρθωσεν, ο δε της ψυχής εξαφανίσας την λήθην και την άγνοιαν, την φυσικήν διήνυσεν ευπρεπώς θεωρίαν ο δε τον νουν, των πολλών απολύσας τύπων, την θεολογικήν εκτήσατο μυσταγωγίαν».
Για να μπορέσουμε να δούμε καθαρά το χωρίο αυτό του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού πρέπει να το εντάξουμε μέσα στην όλη θεολογία του, κατά την οποία υπάρχουν τρία στάδια της πνευματικής ζωής, ήτοι η πρακτική φιλοσοφία, η φυσική θεωρία και η μυστική θεολογία. Όταν ό άνθρωπος απαλλάσσεται από την ηδονή και την οδύνη, τότε βιώνει την πρακτική φιλοσοφία, όταν απαλλάσσεται από την λήθη και την άγνοια, τότε βιώνει την φυσική θεωρία, δηλαδή την αδιάλειπτη νοερά προσευχή, και όταν ο νους του απαλλάσσεται και ελευθερώνεται από τις εικόνες και τις φαντασίες, τότε οδηγείται προς την θεωρία που συνδέεται αναπόσπαστα με την θεολογία. Και όπως η ηδονή και η οδύνη, και όπως η λήθη και η άγνοια, έτσι και η φαντασία είναι μεταπτωτικά φαινόμενα και, επομένως, για να φθάση ο άνθρωπος στην θέωση πρέπει να απαλλαγή και να ελευθερωθή από αυτά. Με αυτό το πρίσμα και ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει ότι «και όσα ομοιώματά τινα νομίζει ο νους υπέρ αυτών ποιείσθαι, φαντασία λέγεται και ουκ αλήθεια... Η αιτία της φαντασίας των εικόνων η ασθένεια, και ούχ η καθαρότης εστί τού νοός».
Μελετώντας τα χωρία αυτά των αγίων Πατέρων, αλλά και άλλα συναφή χωρία μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι, καίτοι υπάρχει το φανταστικό ως ενέργεια της άλογου ψυχής, εν τούτοις το φαντάζεσθαι, και μάλιστα εμπαθώς είναι καρπός της πτώσεως του ανθρώπου και είναι αυτό που μολύνει τον νου. Ο νους στην φυσική του κατάσταση είναι απηλλαγμένος από τις φαντασίες. Και γι’ αυτό, όπως θα δούμε στην συνέχεια, ο άνθρωπος ο οποίος μετά από μεγάλη κάθαρση φθάνει στον φωτισμό τού νου και στην θεωρία, απαλλάσσεται τελείως από το φαντάζεσθαι και με αυτήν την έννοια λέμε ότι ο άνθρωπος πρέπει να απαλλαγή από τις φαντασίες και να καθαρίση τελείως τον νου του. Και έτσι πια καταλαβαίνουμε ότι οι Πατέρες μιλούν για την απαλλαγή από την φαντασία, αφού το φανταστικό, που είναι ενέργεια της άλογου ψυχής, αδρανοποιείται στην καθαρή θεωρία.
_____________
* Νυν Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου
Πηγή: (ΤΟ ΒΙΛΙΟ «ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ» Τόμος Α΄ - Α΄ Έκδοση 1989,σσ. 354-362 - Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου