Από τη στιγμή κατά την οποία ο άνθρωπος αρχίζει να κατανοεί ότι υπάρχει σαν πρόσωπο αρχίζει να λειτουργεί και συνειδησιακά. Αρχίζει δηλαδή να ενεργοποιείται η συνείδησή του.
Τι είναι, όμως, συνείδηση; Η λέξη «συνείδηση» παράγεται εκ του «σύνοιδα» που σημαίνει γνώση – συναίσθηση.
Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, αλλά και η σημερινή φιλοσοφία και θεολογία χωρίζουν την συνείδηση σε ηθική και ψυχολογική.
Η ψυχολογία διδάσκει ότι συνείδηση είναι η άμεση γνώση περί των προσωπικών καταστάσεων και ενεργειών. Γνωρίζω τι γνωρίζω και γνωρίζω ό,τι γνωρίζω. Ο Τζον Λοκ το 1690 υποστήριζε ότι «η αντίληψη των όσων συμβαίνουν στην διάνοια του ανθρώπου αυτό είναι συνείδηση». Ο Γιουνγκ, ο Αντλερ, ο Φρόυδ κ.άλ. συμφωνούν ότι είναι δύσκολο να καθορισθεί η έννοια της συνειδήσεως και μάλιστα της ψυχολογικής.
Στον χώρο της φιλοσοφίας το πρόβλημα της συνειδήσεως υπήρχε από τους αρχαίους χρόνους. Παλαιοί και νέοι φιλόσοφοι συμφωνούν ότι συνείδηση είναι η εσωτερική δυνατότητα του ανθρώπου να κρίνει και να επικρίνει τις πράξεις του και τις πράξεις των άλλων.
Από ηθικής τώρα πλευράς όλες οι θρησκείες του κόσμου καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι συνείδηση είναι η εσώτερη μαρτυρία και κρίση, η οποία υποβοηθεί τον άνθρωπο να διακρίνει το «σώζον» από του «βλάπτοντος».
Έρχεται, όμως, η ορθόδοξος θεολογία, βασισμένη στην Αγία Γραφή και την Πατερική διδασκαλία, να διευκρινήσει ότι συνείδηση είναι η ενδιάθετη «φωνή» του Θεού, ως έμφυτος ηθικός νόμος, μέσῳ της οποίας διακρίνεται το αγαθό από το κακό (Βλ. Ρωμ. 2, 14-16). Ωθούμενος ο άνθρωπος προς το αγαθό, αποφεύγει το κακό. Η συνείδηση λειτουργεί είτε ως διδάσκαλος είτε ως κριτής του. «Οτ' αν γαρ αμαρτάνομεν διά της συνειδήσεως ημών διελέγχουσα κατά πρόσωπον υπαντά, ότε δε μετανοώμεν δίδωσι πάροδον» (Μάξ. Ομολ. CCG 10, 158).
Στην προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου διαβάζουμε: «Η γαρ καύχησις ημών αύτη εστίν, το μαρτύριον της συνειδήσεως ημών» (Β´Κορ. 1, 12). Αξιοσημείωτη είναι η ρήση του Ευαγγελιστού Ιωάννου, ο οποίος τονίζει ότι καθαρή και ακατηγόρητη συνείδηση είναι προϋπόθεση της αμέσου και με παρρησία σχέσεώς μας με τον Θεό: «Εάν η καρδία μη καταγινώσκῃ ημών, παρρησίαν έχομεν προς τον θεόν» (Α´ Ἰωάν. 3, 21).
Ο Ιερός Χρυσόστομος θεωρεί την συνείδηση ως δώρο της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο, ώστε να γίνεται ακριβής διάγνωση των καλών και των κακών: «Και τούτο δε της του Θεού φιλανθρωπίας, ην περί το των ανθρώπων γένος επεδείξατο, το εκάστῳ ημών επιθείναι κριτήριον αδέκαστον το συνειδός, έχον ακριβή την διάγνωσιν των καλών και των ου τοιούτων» (PG 53, 50).
Ο σημερινός άνθρωπος, δυστυχώς, έχει «κεκαυστηριασμένη την ιδίαν συνείδησιν» (Πρβλ. Α´ Τιμ. 4, 2), την έχει νεκρώσει. Οταν μαζοποιήται και δεν υπάρχει πλέον ως πρόσωπο· όταν άγεται και φέρεται από τοὺς διάφορους λαοπλάνους και διαστρεβλωτὲς της αληθείας· όταν παρασύρεται από τα ποικίλα ρεύματα παραθρησκείας, αιρέσεως και ηθικού ξεπεσμού, χωρίς να δύναται να διατηρήσει το δικό του πρόσωπο και την δική του ελεύθερη επιλογή, τότε ο άνθρωπος υποβιβάζει την οντολογική συνείδησή του, η οποία αδρανεί, διαστρέφεται και τελικώς νεκρώνεται.
Μόνον ο εκείνος που ζει εκκλησιαστικά - πνευματικά μπορεί να υποστηρίζει ότι διαθέτει καθαρή συνείδηση. Και τούτο για τον λόγο ότι μόνον στην εν Χριστώ ζωή υπάρχει η δυνατότητα να υφίσταται η συνείδηση στον χώρο της πραγματικής ελευθερίας και των ορθών κριτηρίων για την ανάπαυση και την λύτρωσή μας. «Το δε τέλος της παραγγελίας εστίν αγάπη εκ καθαράς καρδίας και συνειδήσεως αγαθής και πίστεως ανυποκρίτου» (Α´Τιμ. 1, 5). Όταν το «θέλω» του ανθρώπου ταυτίζεται με το «θέλω» του Δημιουργού μας Θεού, όπως εκφράζεται μέσα από το «θέλω» της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τότε λέμε ότι η συνείδησή μας ταυτίζεται με την συνείδηση της Εκκλησίας. Τότε έχουμε το δικαίωμα να ισχυριζόμαστε ότι ενεργούμε κατά συνείδηση. Τότε μπορούμε κι εμείς να ομολογήσουμε: «Εγώ πάση συνειδήσει αγαθή πεπολίτευμαι τω θεώ άχρι ταύτης της ημέρας» (Πράξ. 23, 1).
Πηγή: Ακτίνες