Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς (1894 -1979)
«Εξομολόγηση»
Είμαι ένα ζαρκάδι. Είμαι το αισθητήριο της θλίψης μέσα στο σύμπαν. Πρίν από πολύ πολύ καιρό Κάποιος εξόρισε στην γη ό,τι θλιβερό υπάρχει σε όλους τους κόσμους καί αυτό επιβλήθηκε στην καρδιά μου. Καί από τότε είμαι το αισθητήριο της θλίψης. Ζω με το να τρυγώ την θλίψη από όλα τα όντα και τα κτίσματα. Μόλις πού σιμώσω ένα όν, μου σταλάζει στην καρδιά καί από μια μαύρη σταγόνα θλίψης. Καί η μαύρη πάχνη της θλίψης, ωσάν μικρό ρυάκι, διατρέχει τίς φλέβες μου. Καί εκεί, στην καρδιά μου, τούτη η μαύρη πάχνη της θλίψης γίνεται ωχρή καί μπλάβα.
... Θυμάμαι, νοσταλγώ: τούτη η γη ήταν κάποτε παράδεισος, καί εγώ ζαρκάδι παραδείσιο. Ω, θύμηση, να τρεκλίζω, εκστατικό από την μια χαρά στην άλλη, από την μία αθανασία στην άλλη, από την μία αιωνιότητα στην άλλη!...Ενώ τώρα; Σκοτάδι σκεπάζει τα μάτια μου. Όποιο μονοπάτι κι αν πάρω, βρίσκω πηχτό σκοτάδι. Οι λογισμοί μου στάζουν δάκρυ. Καί τα αισθήματα μου βρίθουν από θλίψεις. Όλο μου το είναι το έχει κυριέψει μια άσβεστη πυρκαγιά θλίψης. Τα πάντα μέσα μου φλέγονται απ' τον πόνο, όμως με τίποτα να αποκαούν. Κι εγώ, το δόλιο, ένα πράμα είμαι μονάχα: αιώνιο ολοκαύτωμα στον κοσμικό βωμό της θλίψης. Καί ο κοσμικός βωμός της θλίψης είναι η γη, ο τεφρός καί σκυθρωπός, ο χλωμός καί θολερός πλανήτης...
Η καρδιά μου είναι νησί απρόσιτο στον απέραντο ωκεανό της θλίψης. Απρόσιτο στην χαρά. 'Άραγε, κάθε καρδιά είναι ένα απρόσιτο νησί; Πείτε μου εσείς, πού έχετε καρδιά! Τί περιβάλλει τίς καρδιές σας; Την δική μου την περιβάλλουν τα ίδια τα βάραθρα καί η άβυσσος του ωκεανού. Και, διαρκώς, ποντίζεται μέσα τους. Τίποτε δεν μπορεί να την ανασύρει, να την κάνει να βγει από εκεί μέσα. Ό,τι κι αν βρεί να πιαστεί, αυτό είναι αρύ σαν το νερό. Γι' αυτό καί τα μάτια μου είναι θαμπά από το δάκρυ καί η καρδιά μου αφανισμένη απ' τον στεναγμό. Οί κόρες των ματιών μου είναι αποσταμένες απ' τίς πολλές νυχτιές πού αντίκρισαν.
...Λαχταρώ να ξυπνήσω την καρδιά μου απ' τον λήθαργο της θλίψης, όμως αυτή όλο και περισσότερο βουλιάζει μέσα του. Φωνάζω στην σκιαγμένη καί κατατρεγμένη από τους φόβους του κόσμου τούτου ψυχή μου να επιστρέψει σ' εμένα, όμως εκείνη όλο καί πιο αδιάφορη απομακρύνεται από εμένα, το θλιμμένο καί μελαγχολικό. Είμαι ζαρκάδι. Αλλά πώς; Δεν ξέρω. Βλέπω, αλλά πώς, κι αυτό δεν το καταλαβαίνω. Ζω, όμως τί είναι η ζωή, δεν κατανοώ.
Αγαπώ, όμως τί είναι η αγάπη, δεν νογάω. Υποφέρω, όμως πώς θεριεύει, αυξάνει και μεστώνει μέσα μου ο πόνος, αυτό με τίποτα δεν το καταλαβαίνω. Γενικά καταλαβαίνω πολύ λίγα απ' αυτά πού είναι μέσα μου καί γύρω μου. Ή ζωή, ή αγάπη, το πάθημα, όλα τούτα είναι ευρύτερα, βαθύτερα καί απειρότερα απ' την γνώση, την αντίληψη καί την διάνοια μου. Κάποιος μ' έβαλε σε τούτον τον κόσμο καί έδωσε στο είναι μου λίγο νου, γι'αύτό καί λίγα καταλαβαίνω απ' τον κόσμο γύρω μου καί μέσα μου. Πάντα κάτι το απερινόητο, το παράξενο με παρακολουθεί μέσα απ' όλα τα πράγματα, γι' αυτό καί φοβάμαι. Καί τα μεγάλα μάτια μου, μην είναι άραγε γι' αυτό μεγάλα, για να χωρέσουν το αχώρητο, να περιλάβουν το απερίληπτο, να ιδούν το ανείδωτο;
... Πλάι στην θλίψη μου, Κάποιος διέχυσε μέσα μου καί αθανάτισε, και διαιώνισε κάτι, πού είναι μεγαλύτερο κι από τα αισθήματα, ισχυρότερο κι από τίς σκέψεις, κάτι τόσο διαρκές όσο καί ή αθανασία, καί τόσο πελώριο όσο καί η αιωνιότητα. Το ένστικτο της αγάπης. Μέσα του έχει κάτι το παντοδύναμο, το ακατανίκητο. Τούτο είναι πού διαχέεται σε όλους τους λογισμούς μου καί διαφεντεύει όλο μου το είναι, πού σαν μικρή, μικροσκοπική νησίδα, έχει ολόγυρα του, άπειρα, να εκτείνεται, να διαχέεται καί να απλώνεται αυτή, το αίνιγμα της ψυχής μου, ή αγάπη. Σέ όποια γωνιά του είναι μου κι αν στραφώ, αυτήν βρίσκω. Είναι κάτι το πανταχού παρόν μέσα μου, το πιο οικείο. Μέσα μου το είμαι, είναι το ίδιο με το αγαπώ. Μεσ' από την αγάπη είμαι εκείνο πού είμαι. Το να είμαι, το να υπάρχω για μένα, είναι το ίδιο με το να αγαπώ, να στέργω. Καί μήπως μπορεί τάχα να υπάρχει όν χωρίς αγάπη; Τέτοιο όν δεν το ξέρει ή ζαρκαδίσια καρδιά μου.
Μην πληγώνετε την αγάπη μέσα μου. Επειδή πληγώνετε την μοναδική μου αθανασία, την μοναδική μου αιωνιότητα. Καί συνάμα την μοναδική αθάνατη καί αιώνια αξία μου. Γιατί τί άλλο είναι η αξία αν δεν είναι κάτι το αθάνατο καί το αιώνιο; Κι εγώ είμαι αιώνιο καί αθάνατο μόνον με την αγάπη. Είναι ό,τι έχω καί δεν έχω. Μ' αυτήν καί νιώθω καί σκέφτομαι καί βλέπω κι ακούω καί ξέρω καί ζω καί αθανατίζομαι. Όταν λέω «αγαπώ» με τούτο περιλαμβάνω όλους τους αθάνατους λογισμούς μου, όλα τα αθάνατα αισθήματα μου, όλους τους αθάνατους πόθους μου, όλες τίς αθάνατες ζωές μου. Με αυτήν, με την αγάπη, είμαι πέρα από κάθε θάνατο, πέρα από κάθε μη είναι· εγώ το ασημόχρωμο ζαρκάδι, το στοργικό ζαρκάδι, το ζωηρό ζαρκάδι. Μέσα από τρομακτικές χαράδρες καί φρικτές αβύσσους περνάει ή αγάπη μου για σένα, αγαθέ άνθρωπε, για σένα ολάνθιστο δάσος, για σένα μοσχομύριστο χορτάρι, για σένα, Πανάγαθε καί Πάνστοργε! Μέσα από αναρίθμητους θανάτους πορεύεται η αγάπη μου για σένα, γλυκιά μου Αθανασία! Γι' αυτό καί η θλίψη είναι ο μόνιμος συνταξιδιώτης μου. Κάθε βαναυσότητα είναι ολόκληρος θάνατος για μένα. Την περισσότερη βαναυσότητα σε τούτον τον κόσμο την έζησα απ' το πλάσμα πού λέγεται άνθρωπος. Ω, κάποιες φορές αυτός, ο άνθρωπος, είναι ο θάνατος όλης μου της χαράς. Μάτια μου, δείτε μέσα καί πέρα από τον άνθρωπο, τον Πανάγαθο καί Πάνστοργο! Η αγαθότητα καί η στοργή τούτα είναι η ζωή μου, αυτά καί η αθανασία μου καί η αιωνιότητά μου. Χωρίς την αγαθότητα και την στοργή, η ζωή είναι κόλαση. Όταν νιώθω την αγαθότητα του Πανάγαθου καί την στοργή του Πάνστοργου, βρίσκομαι με όλο μου το είναι στον παράδεισο. Όταν όμως σωρεύεται πάνω μου η ανθρώπινη σκληρότητα, αχ, τότε όλοι οι φόβοι μου γίνονται η κόλαση. Γι' αυτό καί σκιάζομαι τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, εκτός απ' τον καλό καί στοργικό.
Βρίσκομαι πλάϊ στον χείμαρο, πού στίς όχθες του φυτρώνει ο μπλάβος ανθός. Ό χείμαρος είναι τα δάκρυα μου. Οι άνθρωποι μου πλήγωσαν την καρδιά κι αντί για αίμα ρέει δάκρυ. Στοργικέ ουρανέ! Να, σου κρένω το μυστικό μου' αντί για αίμα στην καρδιά μου έχω δάκρυ. Όλο τούτο είναι η ζωή μου, τούτο καί το μυστικό μου. Γι' αυτό καί κλαίω για όλους τους θλιμμένους, για όλους τους αθώους, για όλους τους καταφρονεμένους, για όλους τους πληγωμένους, για όλους τους πεινασμένους, για όλους τους αβοήθητους, για όλους τους αδικημένους, για όλους τους βασανισμένους, για όλους τους κακοπαθημένους. Οι λογισμοί μου σωρεύονται απ' την θλίψη καί γρήγορα γίνονται συναισθήματα, πού με την σειρά τους ρέουν ως δάκρυα. Ναί, τα συναισθήματα μου είναι άπειρα καί τα δάκρυα αναρίθμητα. Σχεδόν κάθε συναίσθημα μου θρηνεί καί κλαίει, γιατί μόλις φτερουγίσει από μέσα μου στον κόσμο γύρω μου, συναπαντιέται με κάποια ανθρώπινη βαναυσότητα. "Ω, υπάρχει άραγε, πιο βάναυσο καί πιο ωμό ον από τον άνθρωπο;...
Γιατί βρέθηκα σε τούτον το κόσμο, ανάμεσα σε ανθρώπους; 'Αχ, κάποτε, πρίν από πολύ πολύ καιρό, όταν στα πυκνά καί απέραντα δάση μου δεν ήξερα για τους ανθρώπους, ο κόσμος ήταν για μένα χαρά καί παράδεισος. Κι εγώ πλέριο από χαρά συνύφαινα τίς παραδείσιες επιθυμίες καί την παραδείσια ζωηράδα μου μέσα σε μοσχομύριστο χορτάρι καί σε σφριγηλές σημύδες, μέσα σε γαλήνια δάση καί σε γαλάζιους ουρανούς. Όμως εισήλθε στον παράδεισο μου εκείνος, σκληρός, αμείλικτος καί βλάσφημος, ο άνθρωπος. Καταπάτησε το χορτάρι μου, έκοψε τα δένδρα μου, σκοτείνιασε τον ουρανό μου. Καί έτσι μετέτρεψε τον παράδεισο μου σε κόλαση... Ω, δεν τον μισώ γι' αυτό, τον σπλαχνίζομαι. Τον σπλαχνίζομαι, επειδή δεν έχει τα συναισθήματα εκείνα για τον παράδεισο. Καί δεν υπάρχει μεγαλύτερη φρίκη για ένα πλάσμα, για οποιοδήποτε πλάσμα, απ' αυτήν.
Ξέρετε, ένα ζαρκάδι δενμπορεί να μισεί, μπορεί μόνον να λυπάται καί να συμπονεί. Αντιμετωπίζει όλες τίς προσβολές, όλες τίς σκαιότητες με θλίψη καί συμπόνια. Ή θλίψη είναι η εκδίκηση του·η θλίψη μαζί με την συμπόνια... Ω, άνθρωποι πόσο σκληροί καί βάναυσοι είστε! Άκουσα πώς υπάρχουν δαίμονες. Μπορεί να 'ναι χειρότεροι απ' τους ανθρώπους; Μόνον ένα πράγμα εύχομαι, ένα πράγμα θέλω: να μην είμαι ψυχή σε άνθρωπο, συναίσθημα σε άνθρωπο, λογισμός σε άνθρωπο...
Την κάθε ανθρώπινη βαναυσότητα εγώ την βιώνω σαν χτύπημα, σκληρό, στην καρδιά. Απ' αυτό καί ο ρόζος στην καρδιά μου. 'Αχ, αν ξέρατε πόσες μελανιές έχω στην καρδιά μου! Από τα τόσα χτυπήματα!...Έ, λοιπόν, να τί είμαι, μες στον χαμένο παράδεισο. Ένα ζαρκάδι στον χαμένο παράδεισο! Δείξε μου το έλεος Σου, Πανάγαθε καί Πάνστοργε! Τόσες μελανιές η μια δίπλα στην άλλη, η μια πάνω στην άλλη, άφησαν σημάδια στην καρδιά μου! 'Αχ, σώσε με απ' τους ανθρώπους, από τους βάναυσους καί σκληρούς ανθρώπους! Μόνον έτσι θα μετατρέψεις τον κόσμο μου σε παράδεισο καί την θλίψη μου σε χαρά...
Περισσότερο απ' όλα όσα αγαπιούνται, αγαπώ την ελευθερία. Αυτήν, πού έχει μέσα της την αγαθότητα, την στοργή, την αγάπη. Το κακό, η σκαιότητα, το μίσος είναι το χειρότερο είδος σκλαβιάς. Όταν είσαι σκλάβος τους, είσαι σκλάβος του θανάτου. Καί υπάρχει τάχα μεγαλύτερη σκλαβιά από τον θάνατο; Σέ τέτοια σκλαβιά πορεύονται οι άνθρωποι, αυτοί οι επινοητές καί δημιουργοί του κακού, της σκληρότητας καί του μίσους. Κι εμένα μ' έστειλαν στον κόσμο, μου είπαν καί μου προφήτευσαν, μου όρισαν καί μου προόρισαν: να είσαι θλίψη καί αγάπη. Κι εγώ, μ' όλο μου το είναι, εκπληρώνω τον προορισμό μου: θλίβομαι καί αγαπώ. Θλίβομαι δια της αγάπης, αγαπώ δια της θλίψης. Μπορώ άλλωστε καί αλλιώς σε έναν κόσμο, οπού μένουν άνθρωποι; Εκεί κινείται η ζωή μου, αυτό είναι το πλαίσιο της. Είμαι ολόκληρο καρδιά, μάτια, θλίψη, αγάπη, γι' αυτό καί με συνταράσσει ο φόβος, εκείνος ο θαλπερός φόβος, πού μόνον η θλιμμένη καρδιά τον ξέρει.
Μέσα στην βλασφημία του ο άνθρωπος ούτε πού μπορεί να φανταστεί τα μεγαλειώδη καί θαυμαστά αισθήματα, πού φέρουμε μέσα μας εμείς, τα ζαρκάδια. Ανάμεσα σ' εμάς καί σ' εσάς, άνθρωποι, εκτείνεται η άβυσσος, έτσι, πού ούτε εμείς μπορούμε να κινήσουμε προς εσάς, αλλά ούτε κι εσείς προς εμάς. Δεν έχετε την αίσθηση του κόσμου μας. Αν εμείς, τα ζαρκάδια, αν η καρδιά μας περνούσε στην πλευρά σας, τότε θα είχαμε περάσει στην κόλαση. Κάποτε ήμασταν στον παράδεισο. Εσείς όμως, άνθρωποι, μας τον μετατρέψατε σε κόλαση. Ό,τι είναι οι διάβολοι για εσάς, είστε εσείς, άνθρωποι, για εμάς. Μας αφηγούνται τα δάση: «Είδαμε τον Σατανά να πέφτει απ' τον ουρανό στην γη, έπεσε ανάμεσα στους ανθρώπους κι έμεινε. Αυτός, ο έκπτωτος του ουρανού, είπε: «νιώθω ευχάριστα ανάμεσα στους ανθρώπους, έχω κι εγώ τον παράδεισο μου καί δεν είναι άλλος από τούτους εδώ, τους ανθρώπους»....
Το ξέρω καί το προαισθάνομαι· με περιμένει μια καλύτερη αθανασία από την ανθρώπινη. Για εσάς, άνθρωποι, σ' εκείνον τον κόσμο, υπάρχει καί η κόλαση. Για εμάς όμως, τα ζαρκάδια, υπάρχει μόνον παράδεισος. Γιατί εσείς, άνθρωποι, συνειδητά καί εκούσια επινοήσατε την αμαρτία, το κακό καί τον θάνατο, παρασύροντας κι εμάς σ' αυτά με την μοχθηρία καί την κακία σας, χωρίς την συγκατάβαση μας, επειδή είχατε εξουσία επάνω μας. Γι' αυτό καί θα δώσετε λόγο για εμάς, για όλα τα βάσανα, για όλες τίς δυσκολίες, για όλα τα παθήματα, για όλους τους θανάτους μας. Θα τιμωρηθείτε για εμάς καί εξ αιτίας μας...
Αφουγκράστηκα τον γαλάζιο ουρανό να ψιθυρίζει στην μαύρη γη τούτην την αιώνια αλήθεια: Οι άνθρωποι την ήμερα της Κρίσεως θα δώσουν λόγο για όλα τα βάσανα, για όλες τίς δυσκολίες, για όλα τα παθήματα, για όλους τους θανάτους όλων των γήϊνων όντων καί πλασμάτων. Όλα τα ζώα, όλα τα πουλιά, όλα τα φυτά θα σταθούν καί θα κατηγορήσουν το γένος των ανθρώπων για όλους τους πόνους, για όλες τίς προσβολές, για όλα τα κακά, για όλους τους θανάτους πού τους προξένησε μέσα στην αλαζονική φιλαμαρτία του. Γιατί μπρος καί πλάι στο ανθρώπινο γένος συμπορεύονται η αμαρτία, ο θάνατος καί η κόλαση.
Αν ήταν να διάλεγα ανάμεσα στα δημιουργήματα, θα διάλεγα τον τίγρη παρά τον άνθρωπο, γιατί ο τίγρης είναι λιγότερο αιμοβόρος απ' τόν άνθρωπο, θα διάλεγα το λιοντάρι παρά τον άνθρωπο, γιατί είναι λιγότερο αιμοχαρές απ' αυτόν, θα διάλεγα την ύαινα παρά τον άνθρωπο, γιατί είναι λιγότερο αποκρουστική απ' αυτόν, θα διάλεγα τον λύγκα παρά τον άνθρωπο, γιατί είναι λιγότερο επιθετικός απ' αυτόν, θα διάλεγα το φίδι παρά τον άνθρωπο, γιατί είναι λιγότερο πονηρό απ' αυτόν, θα διάλεγα οποιοδήποτε άλλο θηρίο παρά τον άνθρωπο, γιατί ακόμη καί το φοβερότερο θηρίο είναι λιγότερο τρομερό από τον άνθρωπο..." σας λέω αλήθεια, μέσα απ' την καρδιά μου σας μιλώ. Γιατί ο άνθρωπος επινόησε καί δημιούργησε την αμαρτία, τον θάνατο καί την κόλαση. Καί τούτο μέσα σ' όλους τους κόσμους μου είναι το χειρότερο από τα χειρότερα, το πιο τερατώδες απ' τα τερατωδέστερα, το φοβερότερο απ' τα φοβερότερα.
Το ακούω, όταν βουίζει ο χείμαρος των δακρύων: οι άνθρωποι κομπάζουν για κάποια νοημοσύνη. Εγώ όμως, τους βλέπω μέσα από τα κυριότερα έργα τους, την αμαρτία, το κακό καί τον θάνατο. Καί συμπεραίνω πώς, αν η νοημοσύνη τους έγκειται στο ότι επινόησαν καί δημιούργησαν την αμαρτία, το κακό καί τον θάνατο, τότε αυτό δεν είναι χάρισμα, αλλά κατάρα. Ή νοημοσύνη πού ζει καί εκφράζεται με την αμαρτία, το κακό καί τον θάνατο είναι θεία τιμωρία. Μεγάλη νοημοσύνη, μεγάλη καί η τιμωρία. Θα ήταν προσβολή για εμένα αν μου έλεγαν πώς είμαι νοήμον, κατά τον τρόπο τον ανθρώπινο νοήμον. Αν μια τέτοια νοημοσύνη είναι το μοναδικό ίδιον των ανθρώπων, τότε, όχι μόνον την απαρνούμαι αλλά καί την καταριέμαι. Αν απ' αυτήν εξαρτιόταν ακόμη καί ο παράδεισός μου και η αθανασία μου, τότε θα είχα για πάντα απαρνηθεί καί τον παράδεισο καί την αθανασία.
Με την νοημοσύνη καί χωρίς την αγαθότητα καί την στοργή, ο άνθρωπος είναι ίδιος ο διάβολος. Άκουσα τους αγγέλους του ουρανού, όταν έπλεναν τα φτερά τους στα δάκρυα μου, να λένε: ο διάβολος είναι η μεγάλη νοημοσύνη χωρίς ίχνος αγαθότητας καί αγάπης. Όμως, κι ο άνθρωπος το ίδιο είναι, όταν δεν έχει καλοσύνη καί αγάπη. Ο νοήμων άνθρωπος χωρίς καλοσύνη καί συμπόνια είναι κόλαση για την στοργική ψυχή μου, κόλαση για την πικραμένη καρδιά μου, κόλαση για τα άκακα μάτια μου, κόλαση για το ταπεινό είναι μου. Απ' τήν ψυχή μου μία μόνον επιθυμία αναβλύζει: να μην ζήσω ούτε σε τούτον, ούτε καί σ' εκείνον τον κόσμο πλάι σε άνθρωπο, πού είναι νοήμων ενώ δεν έχει καλοσύνη καί σπλαχνική στοργή. Μόνον τότε αποδέχομαι την αθανασία καί την αιωνιότητα. Αν δεν γίνεται αλλιώς, τότε, θεέ μου, αφάνισε με, μετάβαλέ με σε μη είναι.
Τα λευκά ζαρκάδια τον παλιό καιρό έλεγαν: πέρασε απ' την γη Εκείνος, ο Πανάγαθος καί Πάνστοργος, κι έκανε την γη παράδεισο. Όλα τα οντά, όλα τα πλάσματα δέχτηκαν την άπειρη αγαθότητα, την αγάπη, την στοργή, το έλεος, την ευγένεια καί την σοφία, πού ανέβλυζε απ' Αυτόν. Πάνω στην γη περπάτησε καί την έκανε ουρανό. Τον έλεγαν Ιησού.
Ω, σ' Αυτόν είδαμε το πόσο μπορεί ο άνθρωπος να είναι υπέροχος καί υπέρκαλος, μόνον όταν είναι αναμάρτητος. Θλιβόταν με την θλίψη μας καί έκλαιγε μαζί μας για τα δεινά, πού οι άνθρωποι μας έφεραν. Ήταν μαζί μας καί ενάντια στα ανθρώπινα δημιουργήματα, ενάντια στην αμαρτία, στο κακό καί τον θάνατο. Αγαπούσε με τρόπο φιλόστοργο καί πονόψυχο όλα τα πλάσματα, τα χάιδευε με μια θεϊκή μελαγχολία καί τα προφύλασσε από την ανθρώπινη αμαρτία, από το ανθρώπινο κακό, από τον ανθρώπινο θάνατο. Ήταν, καί παντοτινά παρέμεινε, ο Θεός μας, ο Θεός των θλιμένων καί κατατρεγμένων κτισμάτων, από το μικρότερο μέχρι το μεγαλύτερο.
Μόνον οι άνθρωποι, πού του μοιάζουν, μας αναπαύουν. Είναι γένος μας, είναι η αθανασία μας καί η αγάπη μας. Ή ψυχή τους έχει συνυφανθεί με την καλοσύνη Του, την ευσπλαχνία Του, την αγάπη Του, την στοργή Του, την ευγένεια Του, την δικαιοσύνη Του καί την σοφία Του. Ή νοημοσύνη τους είναι θεϊκά σοφή, θεϊκά αγαθή, θεϊκά ταπεινή, θεϊκά σπλαχνική. Μοιάζουν με τους φωτεινούς καί αγίους αγγέλους. Γιατί η μεγάλη νοημοσύνη καί η μεγάλη αγαθότητα, όταν γίνονται ένα, τότε αυτό λέγεται άγγελος.
Γι' αύτό καί η αγάπη μας σπεύδει ολάκερη στον Ιησού, τον Πανάγαθο, τον Πολυέλεο, τον Πάνστοργο. Αυτός είναι ο Θεός μας, Αυτός και η Αθανασία μας και η Αιωνιότητα μας. Το Ευαγγέλιο Του είναι περισσότερο δικό μας, παρά των ανθρώπων, γιατί μέσα μας υπάρχει περισσότερη η αγαθότητα Του, η αγάπη Του, η στοργή Του...Εκείνος. Ω! Ας είναι ευλογητός σ' όλες τίς καρδιές καί σ' όλους τους κόσμους μας! Εκείνος, ο Κύριος καί Θεός μας! Εκείνος, η γλυκιά παρηγοριά μας σε τούτον τον πικρό κόσμο, πού παρέρχεται, η αιώνια ευφροσύνη μας σε εκείνον, τον αθάνατο κόσμο, πού επέρχεται...