Η Μεταφυσική της Ανταρσίας
Από την πλευρά των μελετητών τώρα, και πέρα από φανατισμούς, ενώ ο Καζαντζάκης αναγνωρίζεται ως «διανοούμενος που θεολογεί περισσότερο από όλους τους Έλληνες διανοούμενους» (Μ. Αυγέρης), «μοναδικός Έλληνας λογοτέχνης που έδωσε στο έργο του τόση θέση στον Θεό και τον Χριστό που ούτε ο Παπαδιαμάντης δεν έδωσε» (Π. Χάρης) και «ο θρησκευτικώτερος όλων των συγγραφέων» (Κ. Τσάτσος), ελάχιστοι έχουν ασχοληθεί με τους επί μέρους φιλοσοφικούς και μεταφυσικούς προβληματισμούς του, όπως η ιδέα της επικράτησης του κοινωνικού Χριστιανισμού, το πρόβλημα συνύπαρξης καλού και κακού, η αλληλενέργεια Θεού και κόσμου, το πρόβλημα της θεοδικίας κ.ά. Οι περισσότεροι ασχολήθηκαν κυρίως με τη χριστολογία του Καζαντζάκη, οίκος αυτή εμφανίζεται στα μυθιστορήματά του, είτε για να την επικρίνουν είτε για να την επικροτήσουν. Ακόμη περισσότερο, λίγοι έκαναν τον κόπο να μπουν πιο βαθιά και να αναζητήσουν τις ρίζες των θρησκευτικών του ιδεών που αντανακλώνται στα έργα του. Βέβαια, η θρησκευτική εικονοκλασία του, ο αντικληρικαλισμός ή η μετα-χριστιανικότητα του Καζαντζάκη, όπως τη χαρακτήρισαν μερικοί, έχουν ήδη επισημανθεί από πολλούς, όπως επίσης οι επιδράσεις που δέχτηκε από το έργο του Δαρβίνου, του Φρόιντ, του Μπερξόν και φυσικά του Νίτσε, που οι σκέψεις τους χάραξαν βαθιά τη ζωή του.
Έλληνες μελετητές του έργου του, όπως ο Ν. Ματσούκας (Η Ελληνική Παρόδους τον Καζαντζάκη, 1989) και ο Θ. Δετοράκης (Ο Καζαντζάκης και το Βυζάντιο, περιοδικό Παλίμψηστο τ. 4) ορθά επεσήμαναν ότι στα βιβλία του παρουσιάζονται πολλά στοιχεία της ελληνορθόδοξης παράδοσης, ενώ ξένοι όπως οι D. Middleton και P. Bien (God’s Struggler: Religion in the Writings of N.Kazantzakis, 1996) έχουν να πουν ίσως περισσότερα αφενός για τη θρησκευτικότητά του και τη «θεολογία της πάλης», αφετέρου για το θρησκευτικό αντικομφορμισμό και τη «μεταφυσική της ανταρσίας», όπως χαρακτηρίζουν τη σκέψη του.
Ωστόσο, οι μέχρι σήμερα μελέτες γενικά είναι ανεπαρκείς, γιατί δεν εξηγούναπό πού αντλεί ο Καζαντζάκης ένα μεγάλο μέρος των ετερόκλητων και φαινομενικά αντιφατικών και προκλητικών ιδεών του. Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να ισχυριστεί ότι είναι καθαρά «καζαντζικής» προέλευσης, δηλαδή προσωπικές πεποιθήσεις. Και πράγματι είναι.
Η μεταφυσική του σχεδία είναι πολυφωνική αλλά οι ρίζες των ιδεών του θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού και κυρίως στις επιδράσεις που δέχτηκε από την ένταξή του στον Ελευθεροτεκτονισμό και τις μελέτες του στη Θεοσοφία, ένα πεδίο που, όπως ορθά επισημαίνει ο μελετητής του έργου του Βρασίδας Καραλής, παραμένει μέχρι σήμερα ανεξερεύνητο.
Η Επαφή με τον Τεκτονισμό
Η φιλοσοφική αναζήτηση του Καζαντζάκη ξεκίνησε πολύ νωρίς, όταν σε ηλικία 26 ετών, έχοντας πάρει το πτυχίο της Νομικής Σχολής, φεύγει από την Ελλάδα και πηγαίνει στο Παρίσι, το 1907, για να παρακολουθήσει μαθήματα φιλοσοφίας από τον Μπερξόν. Ταυτόχρονα μελετά το έργο του Νίτσε και λίγα χρόνια μετά γράφει τη διδακτορική του διατριβή Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία τον Δικαίου και της Πολιτείας, για να ονομαστεί υφηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στην έδρα της Φιλοσοφίας του Δικαίου.
Στο Παρίσι μένει μέχρι το 1909 και στη συνέχεια επιστρέφει στην Ελλάδα. Εδώ ξεκινάει μια περιπλάνηση με σκοπό να γνωρίσει όλες τις γωνιές της ελληνικής γης και το 1914 επισκέπτεται με τον Άγγελο Σικελιανό το Άγιον Όρος. Η γνωριμία του με τον Σικελιανό θα σταθεί καθοριστική, αφού έτσι έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τις θεοσοφικές ιδέες, που είχαν μεγάλη απήχηση σε πολλούς διανοούμενους εκείνης της εποχής. Μέσα από το Σικελιανό, που ήταν βαθύς γνώστης της Θεοσοφίας, ο Καζαντζάκης ανακαλύπτει έναν καινούριο κόσμο, νέες ιδέες (κυρίως το θεοσοφικό συγκρητισμό), οι οποίες και είχαν άμεση επίδραση στο έργο του. Έτσι, το 1921 πηγαίνει στη Βιέννη και μελετά τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου και ιδιαίτερα το Βουδισμό. Η ενασχόλησή του αυτή, σε συνδυασμό με τη γνωριμία του με τον Κομμουνισμό, την περίοδο 1922-24 που Βρισκόταν στο Βερολίνο, είχε ως αποτέλεσμα η μέχρι τότε ιδεολογία του, που ήταν κατά βάση ελληνοκεντρική, να αποκτήσει πλέον έναν πιο οικουμενικό χαρακτήρα.
Σ’ αυτό το κλίμα αναζήτησης το 1926 επισκέπτεται τους μοναχούς του Σινά και του Θιβέτ, όπως επίσης την Κίνα και την Ιαπωνία, για να γνωρίσει από κοντά αυτούς τους μεγάλους πανάρχαιους πολιτισμούς.
Την ίδια περίοδο πηγαίνει για λίγο στη Γαλλία και σύμφωνα με ορισμένα στοιχεία μυείται στον Τεκτονισμό. Το ότι ο Καζαντζάκης υπήρξε τέκτονας είναι γνωστό από τα λεγόμενα του φίλου του, συγγραφέα Παντελή Πρεβελάκη, ο οποίος όμως λανθασμένα αναφέρει ότι ο Καζαντζάκης είχε μυηθεί σε Στοά της Αθήνας το 1907. Την ίδια πληροφορία μεταφέρει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης (Ο Καζαντζάκης μιλεί για τον Θεό, σελ. 53) με την παρατήρηση ότι «δεν γνωρίζουμε τίποτε άλλο για την τεκτονική του σταδιοδρομία, αν ανέβηκε σε ανώτερα δηλαδή στάδια και αν παρακολουθούσε τεκτονικές εργασίες για πολλά χρόνια». Για το ίδιο θέμα, η Έλλη Αλεξίου μνημονεύει τις τρεις τελείες στην υπογραφή του Καζαντζάκη στο γνωστό της βιβλίο Για να Γίνει Μεγάλος. Επίσης είναι γνωστό ότι σε επιστολόχαρτά του ο Καζαντζάκης είχε τυπώσει τον ουροβόρο όφι, ένα από τα σύμβολα της Θεοσοφίας και μέσα στον κύκλο το ψευδώνυμό του Πέτρος Ψηλορείτης με τη φράση «εν το παν», ενώ στην Οδύσσειά του (Β' στιχ. 811-813) μνημονεύει τη σβάστικα, γνωστό αποκρυφιστικό σύμβολο που έχει την καταγωγή της στην αρχαία ινδική θρησκεία.
Τη δεκαετία του ’30, ενώ βρισκόταν στην Ελλάδα, ο Καζαντζάκης υπέβαλε αίτηση μύησης στη Στοά της Θεσσαλονίκης Μέγας Αλέξανδρος, η οποία όμως απορρίφθηκε, γιατί ο ίδιος δήλωνε άθεος, κάτι που αντιβαίνει μια από τις θεμελιώδεις αρχές του Τεκτονισμού, που είναι η πίστη στον Θεό. Βέβαια, η άποψή του αυτή δεν είχε αποτελέσει εμπόδιο για την ένταξή του πριν λίγα χρόνια σε γαλλική Στοά, γιατί ο γαλλικός Τεκτονισμός στη συντριπτική του πλειοψηφία έχει διαγράψει από τις βασικές του αρχές την πίστη στον Θεό.
Το γεγονός αυτό είχε -από πολύ παλιά- ως αποτέλεσμα οι τεκτονικές δυνάμεις των άλλων κρατών να μην αναγνωρίζουν πλέον το γαλλικό δόγμα και να θεωρούν τις Στοές που εργάζονται υπό την αιγίδα του όχι κανονικές αλλά «άτακτες», δηλαδή εκτός κανονικής τάξης. Έτσι εξηγείται γιατί δεν αναγνώρισε η ελληνική Στοά την τεκτονική ιδιότητα του Καζαντζάκη που είχε αποκτήσει στη Γαλλία και φυσικά ο λόγος που αρνήθηκε να τον δεχθεί έστω εξαρχής, ως νέο μέλος, λόγω των πεποιθήσεών του. Παρά τη μικρή του εμπλοκή με τον Τεκτονισμό -δεν πρέπει να ξεπέρασε το βαθμό του Εταίρου- οι ιδέες του Τεκτονισμού και κυρίως ο ουμανιστικός του χαρακτήρας επηρέασαν βαθιά τη ζωή και το έργο του Καζαντζάκη.
Η Επίδραση της Θεοσοφίας
Τι αποκόμισε λοιπόν ο Καζαντζάκης από τη θητεία του στον Τεκτονισμό και το συγχρωτισμό του με τη θεοσοφική σκέψη;
Πρώτα απ’ όλα την τάση του για το θρησκευτικό συγκρητισμό, όπως φαίνεται στην Ασκητική, αλλά κυρίως την αντίληψη ότι ο Θεός εμφανίζεται με διάφορα πρόσωπα, ανάλογα τις τοποχρονικές συνθήκες, άλλοτε ως Αλλάχ, άλλοτε ως Βούδας, Θεός, Βράχμα, Ρα, Διόνυσος, Δίας, Γιαχβέ κ.ά., όπως και τον παρουσιάζει στα βιβλία του. Για τον Καζαντζάκη δεν έχει σημασία η μορφή αλλά το ότι υπάρχει Θεός και εμφανίζεται με διάφορα πρόσωπα. Ακόμη, για τον ίδιο, Θεός είναι η ζωτική ορμή του Ηράκλειτου ή το elan vital του Μπερξόν. Ο Θεός βρίσκεται μέσα στη ζωή, στον άνθρωπο, και μάχεται για τη δική του σωτηρία.
Η σχέση του με τη θεοσοφία τον οδήγησε στη μελέτη του Βουδισμού και των ανατολικών θρησκειών. Χαρακτηριστικό αυτής της επίδρασης είναι το γεγονός πως δημοσίευσε το πρωτόλειο έργο του Όφις και Κρίνος με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή, όπου σύμφωνα με την ινδουιστική παράδοση Κάρμα είναι ο νόμος της σχέσης του αιτίου και του αιτιατού (ό,τι σπέρνει ο άνθρωπος αυτό θερίζει) και Νιρβάνα η κατάσταση της απόλυτης ανάπαυσης στην οποία φθάνει ο άνθρωπος ύστερα από συνεχείς μετενσαρκώσεις με σκοπό την τελειοποίησή του. Επίσης στα μυθιστορήματά του συχνά παρεμβάλει μικρές ιστορίες και παραμύθια ανατολίτικης προέλευσης, στα οποία μάλιστα φαίνεται και η υιοθέτηση κάποιων απόψεων σούφικης προέλευσης.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι σι αντιλήψεις του περί καλού και κακού και για τα στάδια ενοποίησης και συγχώνευσης καλού-κακού. Το κακό, όπως συνήθως το εννοούμε, δεν υπάρχει. Για την άποψή του αυτή είναι χαρακτηριστικό το εξής απόσπασμα από την Ασκητική: «Δεν πολεμούμε τα σκοτεινά μας πάθη με νηφάλια, ανεμικιά, ουδέτερη, πάνω από τα πάθη αρετή. Παρά με άλλα σφοδρότερα πάθη. Αφήνουμε τη θύρα μας ανοιχτή στην αμαρτία». Πίστευε ότι ο άνθρωπος αγωνιζόμενος μεταστοιχειώνει την ύλη σε πνεύμα και αυτομυούμενος φτάνει στο ανώτατο σημείο τελειοποίησης. Συχνή είναι η αναφορά στα έργα του της φράσης: «Θεέ μου, κάνε με Θεό» (Οδύσσεια Ξ' στιχ. 210-212, Συμπόσιο σελ. 48, Ο Τελευταίος Πειρασμός σελ. 152,273).
Όπως και οι θεοσοφιστές, αρνιόταν να δεχτεί ότι υπάρχει κόλαση, άσχετα αν τη μνημονεύει συχνά στα μυθιστομήματά του, βάζοντας τους ήρωές του να λένε φράσεις για τον παράδεισο και την κόλαση. Παράλληλα ο Καζαντζάκης πίστευε ότι ο Θεός «κρατάει σφουγγάρι και ότι όλοι οι αμαρτωλοί θα σωθούν και ο Σατανάς ο ίδιος» (Ο Φτωχούλης τον Θεού, σελ. 318).
Ο Ιούδας και οι Άλλοι Αντιήρωες
Μια αξιοσημείωτη παράμετρος στο έργο του είναι ότι πρόσωπα ανταρτών και επαναστατών τα παρουσιάζει ως ήρωες ή άγιους, κάτι που και η Θεοσοφία αναγνωρίζει σε μυθικές μορφές όπως ο Δαθάν, ο Αβιρών, ο Κάιν, ο Ιούδας κ.ά.Ειδικά τον Κάιν, ο Καζαντζάκης, όπως και ο πολύ παλαιότερός του Λόρδος Μπάιρον, τον εκθειάζει: «Ο Κάιν, αυτός ο απελπισμένος και περήφανος. Τον αγαπώ, ως αγαπούμε ό,τι μας μοιάζει» (Ε. Αλεξίου, Για να Γίνει Μεγάλος, σελ. 138). Όσον αφορά τον Ιούδα, είναι γνωστό ότι παίζει ηγεμονικό ρόλο στα μυθιστορήματά του και ιδιαίτερα στον Τελευταίο Πειρασμό. Όπως και οι αρχαίοιΓνωστικοί, ο Καζαντζάκης ισχυρίζεται ότι η προδοσία του Ιούδα είναι μια θεϊκή αποστολή. Τον θεωρεί συνεργάτη του Ιησού στη σωτηρία του κόσμου και εμφανίζει τον Χριστό να παρακαλεί τον Ιούδα να πάει στους Φαρισαίους να τον προδώσει, έργο που για τον συγγραφέα είναι πολύ βαρύτερο από τη σταύρωση του ίδιου του Ιησού (Ο Τελευταίος Πειρασμός, σελ. 423. 437).
Όπως και η ιδρύτρια της Θεοσοφίας Ε. Μπλαβάτσκι, ο Καζαντζάκης πίστευε ότι τα Ευαγγέλια είναι παραποιημένα και έπρεπε κάποιος να τα αποκαταστήσει. Ο ίδιος έγραφε ότι προσπαθούσε «να ξανασαρκώσει την ουσία του Χριστού, παραμερίζοντας τις σκουριές, τις ψευτιές και τις μικρότητες που τον φόρτωσαν και τον παραμόρφωσαν όλες οι Εκκλησίες και όλοι οι ρασοφόροι της Χριστιανοσύνης».
Στην προσπάθειά του αυτή μελέτησε πολλά απόκρυφα Βιβλία της Παλαιάς καιΚαινής Διαθήκης, απ' όπου άντλησε πολλά στοιχεία που τα θεωρούσε αν όχι περισσότερο, τουλάχιστον εξίσου αξιόπιστα με αυτά της Βίβλου. Για τον Τελευταίο Πειρασμό, το πολύκροτο αυτό έργο, η σύζυγός του Ελένη Καζαντζάκη σε συνέντευξή της στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ (21.1.96) αναφέρει ότι ο Καζαντζάκης άντλησε το υλικό του από τα Απόκρυφα Ευαγγέλια.
Ο Καζαντζάκης ασπαζόταν την άποψη -διαδεδομένη στους κύκλους των τεκτόνων και θεοσοφιστών- ότι ο Ιησούς είχε μαθητεύσει κοντά στουςΕσσαίους. Τέλος, πίστευε ότι ο Ιησούς ήταν άνθρωπος που είχε μέσα του τον Θεό, ακριβώς όπως όλοι οι άνθρωποι.
Για τον Καζαντζάκη όλοι είμαστε εν δυνάμει θεάνθρωποι, όλοι έχουμε μέσα μας το θείο και με τον αγώνα και την προσωπική άσκηση υπάρχει η δυνατότητα να αποκτήσουμε ίσως κάποτε τη θεία υπόσταση του Χριστού και να φτάσουμε στη θέωση. Την ίδια άποψη υπογραμμίζει και ο Ρούντολφ Στάινερ, ο ιδρυτής της Ανθρωποσοφίας, που αναφέρει: «Για εκείνους που έχουν αναγνωρίσει τη θεία τους φύση, ο Ιησούς και ο Βούδας είναι μυημένοι με την πλέον υψηλή έννοια. Ο Ιησούς είναι ένας μυημένος μέσω της εγκατοίκησης της ύπαρξης του Χριστού μέσα του...» (Αρχαία Σοφία και Χριστιανισμός, σελ. 108-110).
Έτσι και στον Καζαντζάκη. Ο άνθρωπος έχει μέσα του τον Θεό αλλά πρέπει να αγωνιστεί για να τον σώσει. Ο ίδιος ο Θεός χρειάζεται βοήθεια. Γι' αυτό και η Ασκητική του έχει τον υπότιτλο Salvatores Dei, δηλαδή Σωτήρες του Θεού.
Πηγή: (Περιοδικό ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ τεύχος 1ο, Τσινικόπουλος Δημήτριος, Ψηφιοποίηση Αντιαιρετικό Εγκόλπιο), Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον