Λόγος Α'
Ὅποιος πλησιάζει τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό μέ ὑπακοή καί ταπείνωση, δέ θά θελήσει ποτέ νά τόν ἀποχωριστεῖ.
Ἡ πρώτη δοκιμασία γιά νά συμπεριληφθεῖ κάποιος στό στρατό τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ ἄσκηση στήν ὑπακοή καί τήν ταπείνωση.
Ὁ νέος κόσμος, ἡ νέα κτίση, ὁ νέος ἄνθρωπος, ὅλα ξεκίνησαν μέ ὑπακοή καί ταπείνωση. Ὁ παλαιός κόσμος ἀψήφισε τήν ὑπακοή στό Θεό, τήν καταπάτησε, μαζί μέ τήν ταπείνωσή του. Ἔτσι γκρέμισε τή γέφυρα πού ἕνωνε τή γῆ μέ τόν οὐρανό. Τά πνευματικά ὑλικά γιά τήν ἀνακατασκευή τῆς γέφυρας αὐτῆς εἶναι κυρίως ἡ ὑπακοή καί ἡ ταπείνωση.
Ὅσο ὁ Ἀδάμ ἀναπαυόταν στήν ὑπακοή καί τήν ταπείνωση ἦταν ἐξαιρετικά δύσκολο νά διαφοροποιηθεῖ τό πνεῦμα του ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τό θέλημά του ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ κι ὁ τρόπος σκέψης του ἀπό ἐκεῖνον τοῦ Θεοῦ. Οἱ σκέψεις, οἱ ἐπιθυμίες καί τά αἰσθήματά του ἦταν πάντα ἐπικεντρωμένα στό Θεό. Ὅπως ἔστεκαν οἱ ἄγγελοι ἔμφοβοι καί πρόθυμοι μπροστά στό Θεό, ἔτσι ἔκανε κι ὁ Ἀδάμ. Ἦταν κοντά στό Θεό καί κοίταζε ἀπευθείας τήν πηγή τοῦ φωτός, τῆς σοφίας καί τῆς ἀγάπης. Δέν εἶχε ἀνάγκη ν᾿ ἀνάβει κάποιο φῶς ἀπό μόνος του, γιατί ζοῦσε κοντά στόν ἥλιο. Ἡ λαμπάδα πού θά ᾿ναβε μόνος του, κοντά στόν ἥλιο δέ θά ᾿δινε οὔτε φλόγα οὔτε φῶς.
Ὅταν ὁ Ἀδάμ παραβίασε τήν ὑπακοή του κι ἔχασε τήν ταπείνωση -αὐτά τά δυό ἀποκτοῦνται ἤ χάνονται πάντα μαζί- τότε διακόπηκε ἡ ἄμεση ἐπικοινωνία του μέ τό Θεό, ἡ γέφυρα ἐπικοινωνίας γκρεμίστηκε. Ὁ Ἀδάμ βρέθηκε ξαφνικά σ᾿ ἕνα φοβερό καί πηχτό σκοτάδι, ὅπου γιά νά ᾿χει φῶς ἔπρεπε ν᾿ ἀνάψει τή δική του λαμπάδα, τή λαμπάδα τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ πού τοῦ δόθηκε ὅταν μέ τήν παράβασή του ὁδηγήθηκε ἔξω ἀπό τόν παράδεισο. Κι ἀπό τότε ἄρχισε νά ζεῖ διαφορετικά καί νά βλέπει τή διαφορά αὐτή, ἀλλά σπάνια ἀναγνώριζε στόν ἑαυτό του τήν «ὁμοίωσή» του μέ τό Θεό. Κι αὐτό γινόταν πολύ σπάνια, μόνο σέ στιγμές φωτισμοῦ.
Ἀλίμονο! Σέ τί ἄβυσσο, σέ τί ἐλεεινή κατάσταση βρέθηκε ἐκεῖνος πού δημιουργήθηκε «κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν» τοῦ ἴδιου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ! Κι ὅλ᾿ αὐτά ἀπό τήν παρακοή καί τήν ὑπερηφάνειά του. Ἀλίμονο! Εἴμαστε ὅλοι ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ, χαμόκλαδα τοῦ πεσμένου κυπαρισσιοῦ πού κάποτε στεκόταν μεγαλόπρεπα, πιό ψηλά ἀπ᾿ ὅλα τ᾿ ἄλλα πλάσματα τοῦ Θεοῦ στόν παράδεισο. Χαμόκλαδα πού πνίγηκαν ἀπό τά γερά ζιζάνια πού πρόβαλαν στήν ἄγρια φύση, πού εἶχε γίνει πιά σάν ἕνα παραπέτασμα πού χώριζε τόν πρῶτο ἄνθρωπο ἀπό τήν πηγή τῆς ἀθάνατης ἀγάπης.
Ὁ ἅγιος Φιλάρετος Μόσχας λέει στήν ὁμιλία του στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου: «Στόν ἀναμάρτητο ἄνθρωπο ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι πηγή εὐλογίας. Στόν πεσμένο ἄνθρωπο ἡ ἴδια εἰκόνα εἶναι μόνο ἐλπίδα εὐλογίας».
Ἡ παρακοή κι ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ προπάτορά μας ἄλλαξαν πάραυτα, σάν μέ μαγικό ραβδί, ὅλη τήν κτίση γύρω του. Κι ἀμέσως ὁ πρῶτος ἄνθρωπος κυκλώθηκε ἀπό ἕνα στρατό, πού ἀποτελοῦνταν ἀπό ἀνυπάκοους καί ὑπερήφανους.
Ὅσο ὁ Ἀδάμ ἦταν ὑπάκουος καί ταπεινός ἐνώπιον τοῦ Δημιουργοῦ του, ὅλα γύρω του ἀνέπνεαν ὑπακοή καί ταπείνωση. Καί ὅμως, τί ἀλλαγή ἔγινε «ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ»! Τήν ἴδια στιγμή τῆς πτώσης τοῦ Ἀδάμ, ὅλα γύρω του ἔγιναν ἀνυπάκουα. Δίπλα του ἦταν ἡ παράκουη Εὔα. Παρών ἦταν κι ὁ ἀρχηγός καί διασπορέας τῆς παρακοῆς καί τῆς ὑπερηφάνειας, τό πνεῦμα τῆς παρακοῆς, ὁ σατανάς. Ἀλλά κι ἡ φύση μπροστά του ἦταν πιά ἀνυπάκουη, ἐπαναστατική, ἐχθρική. Καρποί πού ὥς τότε ἔλιωναν στό στόμα του μέ τή γλυκύτητά τους, τώρα ἄρχισαν νά τόν πικραίνουν. Ἡ χλόη πού κάλυπτε τά πόδια του μαλακά σάν μετάξι, ξαφνικά τόν πλήγωνε μέ ἀγκάθια. Τά λουλούδια πού χαίρονταν νά δίνουν τό ἄρωμά τους στόν κύριό τους, ἄρχισαν νά βγάζουν ζιζάνια γιά νά τόν κρατήσουν μακριά τους. Τά ἄγρια θηρία πού χαϊδεύονταν κοντά του σάν ἀθῶα ἀρνιά, ξαφνικά τοῦ ἔδειχναν τά δόντια τους μέ φλεγόμενα μάτια, ἐπιθετικά. Τά πάντα ἔπαιρναν κάποια ἐπιθετική κι ἐχθρική διάθεση πρός τόν Ἀδάμ. Ἔτσι τό πλουσιότερο ἀπό τά πλάσματα, τό πιό χαρισματοῦχο, τώρα ἔδειχνε τό πιό φτωχό. Πρίν ἦταν στολισμένος μέ ἀγγελική δόξα, τώρα ἔγινε ταπεινός, καταφρονεμένος, γυμνός. Κι ἔνιωθε τόσο γυμνός, ὥστε ἔνιωσε τήν ἀνάγκη νά δανειστεῖ ὑλικά ἀπό τή φύση γιά νά κρύψει τή γύμνια του, τόσο τή φυσική ὅσο καί τήν πνευματική. Γιά τό σῶμα του ἀναζήτησε δέρματα ἀπό τά ζῶα καί φύλλα ἀπό τά δέντρα. Γιά τό πνεῦμα του ἄρχισε νά δανείζεται ἀπό ὅλα τά πλάσματα -ἀπό τά πλάσματα! - γνώση καί ἱκανότητες. Ἐκεῖνος πού πρίν ἔπινε ἀπό τήν ἀστείρευτη πηγή τῆς ζωῆς, τώρα ἦταν ἀναγκασμένος νά συντροφεύει τά ζῶα, νά σκύβει μαζί τους στή λάσπη καί νά πίνει νερό σέ γοῦρνες, γιά νά σβήσει τή φυσική μά καί τήν πνευματική του δίψα.
Ἄς γυρίσουμε τώρα στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ὅλα ἐδῶ εἶναι ὑπακοή καί ταπείνωση. Ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ἐκπρόσωπος τῆς ἀγγελικῆς ὑπακοῆς καί ταπείνωσης. Ἡ Παρθένος Μαρία -ὑπακοή καί ταπείνωση. Ὁ Ἰωσήφ – ὑπακοή καί ταπείνωση. Οἱ ποιμένες – ὑπακοή καί ταπείνωση. Οἱ μάγοι ἀπό τήν Ἀνατολή – ὑπακοή καί ταπείνωση. Οἱ ἄνεμοι ὑπακούουν, οἱ καταιγίδες ἐπίσης. Ὁ ἥλιος καί τό φεγγάρι κάνουν ὑπακοή, ὅπως κι οἱ ἄνθρωποι καί τά θηρία. Τά πάντα ὑπακούουν στό Νέο Ἀδάμ, ὅλα εἶναι ταπεινά μπροστά Του, γιατί κι ὁ ἴδιος κάνει ἀπροϋπόθετη ὑπακοή στόν Πατέρα Του, ταπεινώνεται μπροστά Του.
Εἶναι γνωστό πώς ὅσο καλλιεργεῖ κανείς τή γῆ, μαζί μέ τούς καρπούς πού σπέρνει, φυτρώνουν κι ἄλλα χόρτα καί φυτά πού οὔτε τά ἔσπειρε κανείς οὔτε τά καλλιέργησε. Τό ἴδιο γίνεται καί μέ τίς ἀρετές. Πρέπει νά φροντίζεις νά σπέρνεις καί νά καλλιεργεῖς στήν ψυχή σου τήν ὑπακοή καί τήν ταπείνωση καί θά δεῖς ὅτι μαζί τους θά ξεφυτρώσει ὁλόκληρη ἀνθοδέσμη ἀπό ἄλλες ἀρετες. Μιά ἀπ᾿ αὐτές θά εἶναι ἡ ἁπλότητα, ἐσωτερική κι ἐξωτερική. Ἡ ὑπάκουη καί ταπεινή Παρθένος Μαρία ἦταν ταυτόχρονα στολισμένη καί μέ παιδική ἁπλότητα. Τό ἴδιο γινόταν καί μέ τό δίκαιο Ἰωσήφ, καθώς καί μέ τούς Ἀποστόλους κι Εὐαγγελιστές. Πρόσεξε μέ τί ἀπαράμιλλη ἁπλότητα περιγράφουν οἱ Εὐαγγελιστές τά ὕψιστα ἱστορικά γεγονότα πού ἀναφέρονται στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κτίσης ὁλόκληρης. Μπορεῖς νά φανταστεῖς μέ πόσες λεπτομέρειες καί παραστατικότητα θά περιέγραφε ἕνας κοσμικός συγγραφέας τήν ἔγερση τοῦ Λαζάρου, γιά παράδειγμα, ἄν εἶχε παραστεῖ μάρτυρας σ᾿ ἕνα τέτοιο περιστατικό; Ἤ τί εἴδους πρόζα ἤ δράμα θά ᾿χε γράψει γιά ὅλα ὅσα δοκίμασε ἡ ψυχή τοῦ ὑπάκουου, ταπεινοῦ καί ἁπλοῦ Ἰωσήφ τή στιγμή πού ἀνακάλυψε πώς ἡ κόρη πού εἶχε ἀναλάβει νά προστατέψει μέ τή μνηστεία ἦταν ἔγκυος; Κι αὐτά τά περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστής στό Εὐαγγέλιο τῆς σημερινῆς ἡμέρας μέ λίγες ἁπλές προτάσεις: «Τοῦ δέ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν. μνηστευθείσης γάρ τῆς μητρός αὐτοῦ Μαρίας τῷ Ἰωσήφ, πρίν ἤ συνελθεῖν αὐτούς εὑρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα ἐκ Πνεύματος ἁγίου» (Ματθ. α΄ 18).
***
Λίγο νωρίτερα ὁ Εὐαγγελιστής εἶχε ἀναφέρει τή γενεαλογία τοῦ Ἰησοῦ ἤ μᾶλλον τοῦ δικαίου Ἰωσήφ, ἀπό τή φυλή Ἰούδα τοῦ οἴκου Δαβίδ. Στή γενεαλογία αὐτή ὁ Εὐαγγελιστής ἀναφέρει ἄντρες πού γεννήθηκαν μέ φυσικό τρόπο ἀπό ἄλλους ἄντρες, ὅπως γεννιοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στή γῆ. Καί ξαφνικά ἐξιστορεῖ τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ λέγοντας: Τοῦ δέ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν... θέλοντας μ᾿ αὐτό τό «δέ» νά δείξει τόν ἀσυνήθιστο καί ὑπερφυσικό τρόπο τῆς γέννησής Του, πού διαφέρει διαμετρικά ἀπό τόν τρόπο γέννησης ὅλων τῶν προγόνων τοῦ Ἰωσήφ πού ἀνέφερε πρίν. Ἡ Μαρία, ἡ μητέρα του, ἦταν μνηστευμένη μέ τόν Ἰωσήφ. Στά μάτια τοῦ κόσμου ἡ μνηστεία αὐτή ἦταν σάν μιά προετοιμασία γιά ἔγγαμη ζωή. Στά μάτια τοῦ Ἰωσήφ καί τῆς Μαρίας ὅμως τά πράγματα δέν ἔδειχναν ἔτσι. Ἡ Μαρία ἦταν καρπός δακρύων καί προσευχῆς. Ἀφιερώθηκε στό Θεό ἀπό τούς γονεῖς της. Ἀπό τήν πλευρά της ἡ ἴδια δέχτηκε μέ τή θέλησή της τήν ἀφιέρωση πού ἔκαναν οἱ γονεῖς της, ὅπως φαίνεται κι ἀπό τήν πολυετή ὑπηρεσία της στό ναό τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἄν εἶχε ἀκολουθήσει τήν κλίση της, σίγουρα θά εἶχε περάσει τό ὑπόλοιπο τοῦ βίου της στό Ναό ὅπως ἡ προφήτιδα Ἄννα, ἡ κόρη τοῦ Φανουήλ (Πρβλ. Λουκ. β΄ 36-37). Ὁ νόμος ὅμως ὅριζε διαφορετικά. Κι ἔτσι ἔπρεπε νά γίνουν τά πράγματα. Ἀρραβωνιάστηκε μέ τόν Ἰωσήφ. Κι αὐτό ὄχι γιά νά ζήσει ἔγγαμη ζωή, ἀλλ᾿ ἀκριβῶς γιά ν᾿ ἀποφύγει τό γάμο. Ὅλες οἱ λεπτομέρειες τῆς μνηστείας της καί τό νόημά της ὑπάρχουν στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Κι ἄν οἱ ἄνθρωποι ἐκτιμοῦσαν τήν παράδοση πού ἀναφέρεται στή Μητέρα τοῦ Θεοῦ, στό δίκαιο Ἰωσήφ καί σ᾿ ὅλους ἐκείνους πού ἐμπλέκονται στό Εὐαγγέλιο μέ τό θέμα αὐτό, ὅπως ἐκτιμοῦν τίς ἀλλες παραδόσεις (μερικές μάλιστα ἀπό τίς πιό ὑπερβολικές) γιά βασιλιάδες, ἐπαναστάτες καί σοφούς αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τό νόημα τῆς μνηστείας τῆς Παναγίας Παρθένου μέ τόν Ἰωσήφ θά ἦταν ξεκάθαρο σέ ὅλους.
(Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος λέει πώς ἡ Παρθένος μνηστεύθηκε «ὥστε ἡ γέννησή Του νά μείνει κρυφή στό διάβολο. Ὥστε ὁ διάβολος νά νομίσει πώς ὁ Ἰησοῦς γεννήθηκε ἀπό μιά ἔγγαμη γυναίκα, ὄχι ἀπό Παρθένο». Τό ἴδιο τό συναντᾶμε καί στόν Ἱερώνυμο στά Σχόλια στό Ματθαῖο καί στόν ἅγιο Γρηγόριο Νεοκαισαρείας στή Δεύτερη Ὁμιλία στόν Εὐαγγελισμό).
Πρίν ἤ συνελθεῖν αὐτούς... Τά λόγια αὐτά δέ σημαίνουν πώς μετά συνῆλθαν σάν ἀντρόγυνο ἤ πώς αὐτό βρισκόταν στό νοῦ τοῦ Εὐαγγελιστῆ. Ὁ Εὐαγγελιστής στήν περίπτωση αὐτή ἐνδιαφέρεται μόνο νά περιγράψει τή γέννηση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τίποτ᾿ ἄλλο. Τά παραπάνω λόγια τά γράφει γιά νά δείξει πώς ἡ γέννησή Του δέν ἔγινε ἀπό μίξη ἄντρα καί γυναίκας. Ἑπομένως τά λόγια τοῦ Εὐαγελιστῆ πρέπει νά τά ἐννοήσουμε ὡς ἑξῆς: «καί χωρίς νά συνέλθουν μεταξύ τους, εὑρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα ἐκ Πνεύματος ἁγίου». Μόνο ἐκ Πνεύματος Ἁγίου θά μποροῦσε νά γεννηθεῖ Ἐκεῖνος πού, μέσα στή βασιλεία τοῦ σκότους καί τοῦ πονηροῦ, ἔμελλε νά ἱδρύσει τή Βασιλεία τοῦ Πνεύματος τοῦ φωτός καί τῆς ἀγάπης. Πῶς θά μποροῦσε νά ἐκπληρώσει τή θεϊκή ἀποστολή Του στή γῆ, ἄν εἶχε ἔρθει ὅπως ὅλοι οἱ φυσιολογικοί ἄνθρωποι πού εἶναι αἰχμαλωτισμένοι ἀπό τήν ἁμαρτία καί δέσμιοι τῆς φθορᾶς; Θά ἦταν τότε σά νά βάζουμε καινούργιο κρασί σέ παλιά ἀσκιά. Ἐκεῖνος πού ἦρθε γιά νά σώσει τόν κόσμο θά εἶχε κι αὐτός ἔτσι ἀνάγκη νά σωθεῖ. Ὁ κόσμος θά μποροῦσε νά σωθεῖ μόνο μ᾿ ἕνα θαῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στόν κόσμο αὐτό πίστευαν. Κι ὅταν τό θαῦμα τοῦ Θεοῦ ἐπιτελέστηκε δέν ἔπρεπε ν᾿ ἀμφισβητηθεῖ. Ἔπρεπε νά τό πιστέψουν καί νά τό ἐκτιμήσουν, γιατί ἀπ᾿ αὐτό προκύπτει λύτρωση καί σωτηρία.
Πῶς ἀντέδρασε ὁ Ἰωσήφ μέ τό πού ἔμαθε γιά τήν ἐγκυμοσύνη τῆς Παρθένου Μαρίας; «Ἰωσήφ δέ ὁ ἀνήρ αὐτῆς, δίκαιος ὤν καί μή θέλων αὐτήν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρᾳ ἀπολῦσαι αὐτήν» (Ματθ. α΄ 19). Ὅπως βλέπουμε, ἐνήργησε σύμφωνα μέ τό νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἔκανε ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως τουλάχιστον αὐτός εἶχε ἀποκαλυφθεῖ στούς Ἰσραηλίτες. Ἐνήργησε ὅμως καί μέ ταπείνωση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὁ σοφός Σολομών προειδοποιεῖ: «Μή δικαιοῦ ἔναντι Κυρίου». Μήν ἐφαρμόζεις σκληρή δικαιοσύνη σ᾿ αὐτούς πού ἁμάρτησαν. Νιῶσε τή δική σου ἀδυναμία, τίς δικές σου ἁμαρτίες, καί προσπάθησε νά ἐλαφρύνεις τή δικαιοσύνη σου πρός τούς ἁμαρτωλούς. Ἐμποτισμένος μέ τέτοιο πνεῦμα ὁ Ἰωσήφ, δέν ἤθελε νά παραδώσει στή δικαιοσύνη τήν Παρθένο Μαρία γιά τήν ἁμαρτία πού ὑποπτευόταν. Καί μή θέλων αὐτήν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρᾳ ἀπολῦσαι αὐτήν. Ἡ πρόθεσή του αὐτή μᾶς δείχνει τί ὑποδειγματικός ἄνθρωπος ἦταν ὁ Ἰωσήφ. Ὑποδειγματικός στή δικαιοσύνη καί τό ἔλεος, ὅπως τόν ἤθελε τό πνεῦμα τοῦ παλιοῦ νόμου. Γιά τόν Ἰωσήφ ὅλα ἦταν ἁπλά καί καθαρά, ὅπως στήν ψυχή κάθε θεοφοβούμενου ἀνθρώπου.
Αὐτά σκεφτόταν ὁ Ἰωσήφ. Βρῆκε ἕναν πολύ κατάλληλο τρόπο γιά νά δώσει λύση στό πρόβλημα. Ξαφνικά ὅμως ἐπενέβη ὁ οὐρανός στό σχέδιό του δέχτηκε μιά ἀναπάντεχη ἐντολή: «Ταῦτα δέ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος ἰδού ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων· Ἰωσήφ, υἱός Δαυΐδ, μή φοβηθεῖς παραλαβεῖν Μαριάμ τήν γυναῖκά σου· τό γάρ ἐν αὐτῇ γεννηθέν ἐκ Πνεύματός ἐστιν ἁγίου» (Ματθ. α΄ 20). Ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ πού λίγο νωρίτερα εἶχε ἀνακοινώσει στήν Παρθένο τήν ἔλευση τοῦ Θεανθρώπου στόν κόσμο, τώρα ἔρχεται νά ξεκαθαρίσει σ᾿ αὐτόν τά πράγματα. Ἡ ἀμφιβολία τοῦ Ἰωσήφ ἦταν ἕνα ἐμπόδιο σ᾿ αὐτό τό σχέδιο. Ἔνα μεγάλο καί ἐπικίνδυνο ἐμπόδιο πού πρέπει νά παραμεριστεῖ. Γιά νά δείξει πόσο εὔκολο εἶναι γιά τίς οὐράνιες δυνάμεις νά κάνουν πράγματα πού εἶναι πολύ δύσκολα γιά τούς ἀνθρώπους, ὁ ἄγγελος δέν τοῦ ἐμφανίστηκε σέ ὅραμα, ἀλλά στόν ὕπνο του, σέ ὄνειρο. Μέ τά λόγια αὐτά στόν Ἰωσήφ, τόν υἱό τοῦ Δαβίδ, ὁ ἄγγελος θέλησε ἀπό τή μιά νά τόν ἐπιβραβεύσει κι ἀπό τήν ἄλλη νά τόν προειδοποιήσει. Σάν ἀπόγονος τοῦ Βασιλιᾶ Δαβίδ πρέπει νά χαρεῖς περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον ἄνθρωπο γιά τό μυστήριο αὐτό καί πρέπει νά τό κατανοήσεις καλύτερα ἀπό κάθε ἄλλον.
Γιατί ὅμως ὁ ἄγγελος ἀποκαλεῖ τήν Παρθένο γυναίκα του; Μή φοβηθεῖς παραλαβεῖν Μαριάμ τήν γυναῖκά σου, τοῦ εἶπε. Μέ τόν ἴδιο τρόπο πού ὁ Κύριος εἶπε στή μητέρα Του ἀπό τό σταυρό: «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου», καί στό μαθητή Του, «ἰδού ἡ μήτηρ σου» (Ἰωάν. ιθ΄ 26-27). Ὁ οὐρανός δέ λέει παραπανίσια λόγια. Κι ἄν αὐτό δέν ἦταν ἀπαραίτητο, γιατί νά τό πεῖ ὁ ἄγγγελος; Ἄν τό γεγονός ὅτι ὁ ἄγγελος ἀποκάλεσε τή Μαρία γυναίκα τοῦ Ἰωσήφ ἔχει γίνει πέτρα σκανδάλου σέ μερικούς ἄπιστους, αὐτό εἶναι μιά ἄμυνα τῆς ἁγνότητας ἐναντίον τῆς ἀνηθικότητας. Γιατί τά λόγια τοῦ Θεοῦ δέν ἀπευθύνονται μόνο σέ ἀνθρώπους, ἀλλά σ᾿ ὅλους τούς κόσμους, ἀγαθούς καί πονηρούς. Ἐκεῖνος πού θέλει νά εἰσχωρήσει στήν καρδιά τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, τότε θά πρέπει νά βλέπει καί μέ τό μάτι τοῦ Θεοῦ ὅλα τά πράγματα, ὁρατά καί ἀόρατα.
«Τό γάρ ἐν αὐτῇ γεννηθέν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου». Αὐτή εἶναι θεϊκή ἐνέργεια, ὄχι ἀνθρώπινη. Μήν προσέχεις τή φύση, μή φοβᾶσαι τούς νόμους της. Αὐτή εἶναι ἐνέργεια Ἐκεῖνου πού εἶναι μεγαλύτερος ἀπό τή φύση, ἰσχυρότερος ἀπό τό νόμο. Χωρίς αὐτόν δέ θά ὑπῆρχε φύση, οὔτε καί νόμος της βέβαια.
Ἀπ᾿ ὅσα εἶπε ὁ ἄγγελος στόν Ἰωσήφ εἶναι φανερό πώς ἡ Παρθένος Μαρία δέν τοῦ εἶχε πεῖ τίποτα γιά τήν προηγούμενη συνάντησή της μέ τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ. Εἶναι φανερό ἐπίσης πώς τώρα, πού ὁ Ἰωσήφ θέλησε νά τήν διώξει, δέ δικαιολογήθηκε μέ κανένα τρόπο. Τό μήνυμα τοῦ ἀγγέλου, ὅπως κι ὅλα τά οὐράνια μυστήρια πού τῆς ἀποκαλύπτονταν στή συνέχεια, ἡ Μαρία τά «Διετήρει...ἐν τῇ καρίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. β΄ 51). Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ κι ἡ ὑπακοή της σ᾿ Αὐτόν τήν ἔκαναν νά μήν τή νοιάζει ἄν ταπεινώνεται μπροστά στούς ἀνθρώπους. «Ἄν τά βάσανά μου εἶναι εὐάρεστα στό Θεό, γιατί νά μήν τά ὑπομείνω;» ἔλεγε κάποιος ἀπό τούς ἁγίους Μάρτυρες ἀργότερα. Ἡ πάναγνη Παρθένος πού ζοῦσε μέ ἀδιάλειπτη προσευχή καί θεωρία τοῦ Θεοῦ σίγουρα θά μποροῦσε νά πεῖ: «Ἄν ἡ ταπείνωσή μου εἶναι εὐάρεστη στό Θεό, γιατί νά μήν τήν ὑπομείνω; Μοῦ ἀρκεῖ νά εἶμαι δίκαιη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πού ἐτάζει καρδίας, κι ὁ κόσμος ἄς μοῦ συμπεριφερθεῖ ὅπως θέλει». Γνώριζε καλά πώς ὁ κόσμος δέ θά μποροῦσε νά τῆς κάνει τίποτα ἄν ὁ Θεός δέν τό ἐπέτρεπε. Τί γνήσια ταπείνωση εἶναι αὐτή, τί θαυμαστή ἀφοσίωση στό θέλημά Του! Ἀλλά καί τί ἡρωικό φρόνημα διακρίνει κανείς σέ μιά λεπτή κι εὐαίσθητη παρθένο!
Οἱ ἁμαρτωλοί, σήμερα ὅπως καί παλιά, καλοῦν ψευδομάρτυρες γιά νά τούς δικαιώσουν. Ἡ Παρθένος Μαρία, ἀντίθετα, δέν εἶχε κανέναν ἄνθρωπο νά μαρτυρήσει ὑπέρ της, ἀλλά οὔτε καί προσπάθησε νά δικαιολογηθεῖ. Μάρτυρα εἶχε μόνο τόν παντοδύναμο Θεό. Δέν ταράχτηκε, ἔμεινε ἤρεμη καί σιωπηλή. Περίμενε μόνο τό Θεό νά τήν δικαιώσει, ὅποτε Ἐκεῖνος τό ἔκρινε. Κι ὁ Θεός δέν ἄργησε νά δικαιώσει τήν ἐκλεκτή Του. Ὁ ἴδιος ἄγγελος πού τῆς εἶχε ἀποκαλύψει τό μέγα μυστήριο τῆς σύλληψής της, ἔσπευσε τώρα νά μιλήσει ἐκ μέρους τῆς σιωπηλῆς Παρθένου. Κι ἀφοῦ ἐξήγησε στόν Ἰωσήφ ὅσα εἶχαν προηγηθεῖ, ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ προχώρησε καί τοῦ ἐξήγησε αὐτό πού ἔπρεπε νά γίνει:
«Τέξεται δέ υἱόν καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτός γάρ σώσει τόν λαόν αὐτοῦ ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (Ματθ. α’ 21). Λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Δέν εἶπε ὁ ἄγγελος, θά σοῦ κάνει γιό, ἀλλά τέξεται, θά γεννήσει. Γιατί ὁ υἱός αὐτός δέν προοριζόταν μόνο γιά ἐκεῖνον, ἀλλά καί γιά τόν κόσμο ὁλόκληρο». Ὁ ἄγγελος εἶπε στόν Ἰωσήφ νά φερθεῖ στό Νεογέννητο σά νά ᾿ταν πραγματικός του πατέρας. Καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ, τοῦ εἶπε. «Ἰησοῦς» σημαίνει «Σωτήρ». Γι᾿ αὐτό κι ἡ ἑπόμενη παράγραφος ἀρχίζει μέ τό «αὐτός γάρ», πού εἶναι αἰτιολογικό. Γιατί Αὐτός θά σώσει. Ἐξηγεῖ ἔτσι γιατί παίρνει τήν ἐντολή νά τόν ὀνομάσει Ἰησοῦ, δηλαδή Σωτήρα.
Ὁ ἀρχάγγελος εἶναι ἀληθινός ἀγγελιοφόρος τοῦ Θεοῦ. Αὐτά πού λέει, τοῦ τά εἶπε ὁ Θεός. Βλέπει τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτόν ἡ φύση κι οἱ νόμοι της εἶναι σά νά μήν ὑπάρχουν. Τό μόνο πού γνωρίζει εἶναι ἡ παντοδυναμία τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ὅπως κάποτε τή γνώριζε κι ὁ Ἀδάμ. Λέγοντας «αὐτός γάρ σώσει τόν λαόν αὐτοῦ ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν», ὁ ἀρχάγγελος ἀποκάλυψε τό μέγιστο ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός ἔπρεπε νά ἔρθει γιά νά σώσει τόν κόσμο ὄχι ἀπό κάποιο ἐξωτερικό κακό ἀλλά ἀπό τό μέγιστο κακό: τήν ἁμαρτία. Γιατί ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ πηγή κάθε κακοῦ στόν κόσμο. Ὁ Χριστός ἦρθε γιά νά σώσει τό δέντρο τῆς ἀνθρωπότητας ὄχι ἀπό κάποιο πλῆθος κάμπιες πού κατατρώγουν τά φύλλα του κάθε χρόνο, ἀλλά ἀπό τό σκουλήκι πού καταστρέφει τίς ρίζες του καί τό μαραίνει. Δέν ἦρθε γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τούς ἀνθρώπους, τό λαό ἀπό τούς λαούς, ἀλλά νά σώσει ὅλους τούς ἀνθρώπους κι ὅλους τούς λαούς ἀπό τό σατανά, τόν σπορέα κι ἀρχηγό τῆς ἁμαρτίας. Δέν ἦρθε σάν τούς Μακκαβαίους ἤ τόν Βαραββά γιά νά ξεσηκώσει ἐπανάσταση ἐναντίον τῶν Ρωμαίων πού καταπίεζαν τούς Ἰσραηλίτες καί τούς δυνάστευαν. Ἦρθε ὡς ἀθάνατος καί παγκόσμιος γιατρός, μπροστά στόν Ὁποῖο ἔρχονταν Ἰσραηλίτες καί Ρωμαῖοι, Ἕλληνες καί Αἰγύπτιοι κι ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοί τῆς γῆς, ἄρρωστοι καί ταλαίπωροι, γιά ν᾿ ἀπαλλαγοῦν ἀπό τόν ἕνα καί μόνο ἰό: τήν ἁμαρτία. Ὁ Χριστός ἐκπλήρωσε ἀργότερα στό ἀκέραιο τήν προφητεία τοῦ ἀρχάγγελου. «Ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι», ἦταν ἡ νικηφόρα διακήρυξή Του σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας διακονίας Του στούς ἀνθρώπους. Τά λόγια αὐτά περιέχουν μέσα τους τόσο τή διάγνωση τῆς ἀρρώστιας ὅσο καί τή θεραπεία. Ἁμαρτία εἶναι ἡ διάγνωση τῆς ἀρρώστιας. Ἄφεση ἁμαρτιῶν εἶναι ἡ θεραπεία. Ὁ Ἰωσήφ ἦταν ὁ πρῶτος θνητός τῆς Νέας Κτίσης πού ἀξιώθηκε νά γνωρίσει τόν ἀληθινό σκοπό τῆς ἔλευσης τοῦ Μεσσία καί τήν ἀληθινή φύση τῆς διακονίας Του.
Αὐτά πού εἶπε ὥς τώρα ὁ ἀρχάγγελος στόν Ἰωσήφ ἦταν ἀρκετα γιά νά τόν κάνουν νά ὑπακούσει στήν καινούργια καί ἄμεση αὐτή ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ν᾿ ἀφήσει κατά μέρος κάθε σκέψη πού εἶχε κάνει γιά ν᾿ ἀπομακρύνει τή Μαρία. Ὁ οὐρανός διατάζει κι ὁ Ἰωσήφ ὑπακούει. Αὐτός ὅμως δέν εἶναι ἕνας συνηθισμένος τρόπος γιά τόν οὐρανό, νά δίνει δηλαδή ἐντολές στούς ἀνθρώπους χωρίς νά καταφύγει στήν κατανόησή τους καί νά ζητήσει τήν ἐλεύθερη ἀποδοχή τους. Ἀπό τήν ἀρχή τῆς Δημιουργίας εἶναι φανερό πώς ὁ Θεός ἤθελε τόν ἄνθρωπο νά ἐνεργεῖ μέ ἐλεύθερη θέληση, νά ᾿ναι ἐλεύθερη ὕπαρξη. Στήν ἐλευθερία, στήν ἐλεύθερη ἀπόφαση τοῦ ἀνθρώπου ἔγκειται ὅλο τό μεγαλεῖο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Χωρίς ἐλευθερία ὁ ἄνθρωπος θά ᾿ταν μόνο ἕνα μηχανικό δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἐνεργούμενό Του, πού θά λειτουργοῦσε μόνο μέ τή θέληση καί τή δύναμή Του. Ὑπάρχουν πολλά τέτοια πλάσματα τοῦ Θεοῦ στή φύση. Γιά τόν ἄνθρωπο ὅμως προόρισε μιά ξεχωριστή θέση, ἦταν ἐλεύθερος νά πιστεύει στό Θεό ἤ νά στραφεῖ ἐναντίον Του, νά ζήσει ἤ νά πεθάνει. Ἦταν μιά πολύ τιμητική θέση, ἀλλά ταυτόχρονα καί πολύ ἐπικίνδυνη. Ἡ ἐντολή πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν Ἀδάμ δέν ἦταν κάτι ἁπλό: «Ἀπό παντός ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῆ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ». Καί πρόσθεσε στή συνέχεια: «ᾗ δ᾿ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γεν. β’ 16-17). Μέ τήν τελευταία αὐτή φράση ὁ Θεός ἔδωσε στόν ἄνθρωπο τήν ἀφορμή νά κατανοήσει γιατί δέν ἔπρεπε νά φάει ἀπό τόν ἀπαγορευμένο καρπό. «ᾗ δ᾿ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε».
Μέ τόν ἴδιο τρόπο ἐνεργεῖ τώρα ὁ ἄγγελος στόν Ἰωσήφ. Ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε τήν ἐντολή νά κρατήσει τή Μαρία καί νά μήν τήν ἐγκαταλείψει, ἀφοῦ τοῦ ἐξήγησε πώς ὁ καρπός τῆς παρθενικῆς κοιλιᾶς ἦταν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, ὁ ἀρχάγγελος θυμίζει στόν Ἰωσήφ ὅσα προφήτεψε ὁ μέγας προφήτης: «Ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν, καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ» (Ἡσ. ζ΄ 14). Καί ὁ Ματθαῖος δίνει στή συνέχεια τήν ἐξήγηση: «ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός» (Ματθ. α’ 23).
Αὐτό πού εἰπώθηκε νωρίτερα καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν δέν ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ αὐτό πού ἀναφέρεται ἐδῶ καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός. Στήν πρώτη περίπτωση ὁ Ἰωσήφ πῆρε τήν ἐντολή νά Τόν ὀνομάσει Ἰησοῦ, δηλαδή Σωτήρα. Στή δεύτερη ἀναφέρεται πώς τό παιδίον θά ὀνομαστεῖ ἀπό ἀνθρώπους καί λαούς Ἐμμανουήλ (ὁ Θεός μεθ᾿ ἡμῶν). Καί τό ἕνα ὄνομα καί τό ἄλλο δίνουν, τό καθένα μέ τόν τρόπο του, πλῆρες νόημα τῆς αἰτίας τῆς ἔλευσης τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο καί τῆς διακονίας Του σ᾿ αὐτόν. Θά ἔρθει γιά νά συγχωρήσει ἁμαρτίες, νά σπλαχνιστεῖ τούς ἀνθρώπους καί νά τούς λυτρώσει ἀπό τήν ἁμαρτία, καί γι᾿ αὐτό θά ὀνομαστεῖ Ἰησοῦς (Σωτήρας). «Τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μή εἶς ὁ Θεός;» (Μαρκ. β’ 7). Κανένας ἄνθρωπος στόν κόσμο. Καμιά ὕπαρξη, οὔτε στόν οὐρανό οὔτε στή γῆ δέν ἔχει τό δικαίωμα νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες, νά λυτρώσει ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀλλά μόνο ὁ Θεός. Γιατί ἡ ἁμαρτία εἶναι σκουλήκι στήν καρδιά τῆς ἀρρώστιας αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Κανένας δέ γνωρίζει τόν ἀβυσσαλέο τρόμο τῆς ἁμαρτίας ὅπως ὁ ἀναμάρτητος Θεός. Καί κανένας δέν μπορεῖ ν᾿ ἀποκαλύψει καί νά καταστρέψει τό σκουλήκι τῆς ἁμαρτίας, παρά μόνο ὁ Θεός. Ἔτσι, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς συγχωροῦσε ἁμαρτίες κι ἔκανε τούς ἀνθρώπους ὑγιεῖς, εἶναι Θεός ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Ἄν κάποιος ἔπρεπε νά βάλει τά ὀνόματα μέ τή σειρά, πρῶτα ἔπρεπε ν᾿ ἀναφερθεῖ τό ὄνομα Ἐμμανουήλ κι ἔπειτα τό Ἰησοῦς. Γιά νά φέρει σέ πέρας τό ἔργο τῆς σωτηρίας ὁ νεογέννητος Θεάνθρωπος, ἔπρεπε νά εἶναι Ἐμμανουήλ, ὁ Θεός μεθ᾿ ἡμῶν. Μέ ὅποια σειρά καί νά βάλει κανείς τά ὀνόματα ὅμως, καί τά δυό ἔχουν τό ἴδιο νόημα: Ἐμμανουήλ εἶναι ὁ Σωτήρας καί Σωτήρας εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ. Σέ κάθε περίπτωση ἕνα πράγμα εἶναι πιό σαφές ἀπ᾿ ὁτιδήποτε ἄλλο. Πώς δέν ὑπάρχει σωτηρία στόν κόσμο ἄν ὁ Θεός δέν ἔρθει σ᾿ αὐτόν, δέν ἐνανθρωπήσει. Πώς δέν ὑπάρχει λύτρωση καί σωτηρία γιά μᾶς τούς ἀνθρώπους ἄν ὁ Θεός δέν εἶναι μαζί μας ὄχι σάν ἰδέα ἤ ἕνα ὄμορφο ὄνειρο, ἀλλά ὅπως εἴμαστε, μέ ψυχή, μέ σῶμα, φτωχοί καί ταλαιπωρημένοι καί τελικά, σ᾿ αὐτό πού διαφέρουμε ὅλοι ἀπό τό Θεό, θνητοί, ὑποκείμενοι στό θάνατο. Γι᾿ αὐτό καί κάθε πίστη πού διδάσκει πώς ὁ Θεός δέ σαρκώθηκε ἤ πώς δέν μπορεῖ νά σαρκωθεῖ, εἶναι ψεύτικη. Γιατί παρουσιάζει τό Θεό ὡς ἀδύνατο, ὡς κάποιον πού δέν προνοεῖ καί δέ φροντίζει. Τόν θεωρεῖ μητριά, ὄχι μητέρα. Τόν δείχνει ἀδύναμο, ἀφοῦ τόν κρατᾶ πάντα μακριά ἀπό τή μεγαλύτερη μάχη: τή μάχη ἐνάντια στό σατανά, τήν ἁμαρτία καί τό θάνατο. Ὁ σατανάς πρέπει νά περιοριστεῖ. Ἡ πρώτη ἀνάπτυξη τῆς ἁμαρτίας πρέπει νά ξεριζωθεῖ ἀπό τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ γλώσσα τοῦ ὄφη πρέπει νά συνθλιβεῖ. Πρέπει ν᾿ ἀναληφθεῖ ἕνα ἔργο πού εἶναι μεγαλύτερο καί δυσκολότερο ἀπό ἐκεῖνο πού εἶχε ὁ Ἄτλαντας νά μεταφέρει στούς ὤμους του τόν κόσμο. Ὁ Θεός μας τήν ἔκανε αὐτήν τή μάχη καί τήν ἔκανε νικηφόρα. Οἱ ἄνθρωπο πού ἔχουν διαφορετική πίστη φοβοῦνται ἀκόμα καί μέ τή σκέψη τους νά ἐπιτρέψουν στό Θεό τους νά κάνει τέτοια μάχη, ὅπου οἱ ἐχθροί τους μπορεῖ νά βγοῦν νικητές. Τί σόι μητέρα μπορεῖ νά εἶναι αὐτή πού δέν σκύβει ἀπό ἀγάπη γιά τό παιδί της νά τό παίξει, νά τό παρηγορήσει, νά τοῦ σιγοτραγουδήσει; Πολύ περισσότερο μάλιστα ὅταν τό παιδί της κινδυνεύει ἀπό πυρκαγιά ἤ ἀπό ἄγρια θηρία;
Ἄχ, Κύριε! Συγχώρεσέ μας πού κάνουμε τέτοιες σκέψεις, πού ἔχουμε τέτοιους προβληματισμούς. Πῶς θά μποροῦσες νά εἶσαι ὁ στοργικός Δημιουργός ἄν ἡ εὐσπλαχνία Σου δέ σέ παρακινοῦσε νά κατέβεις στή γῆ καί νά κινηθεῖς ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους; Πῶς θά μποροῦσες νά κοιτάξεις τήν ἀθλιότητά μας ἀπό ἀπόσταση ἀσφαλείας καί νά μή βάλεις τό χέρι Σου στή φωτιά γιά μᾶς ἤ νά κατέβεις στό λάκκο ὅπου εἴμαστε ἐγκλωβισμένοι μαζί μέ ἄγρια θηρία;
Κατέβηκες πραγματικά ἀνάμεσά μας, ἔκανες πολύ περισσότερα ἀπ᾿ ὅ,τι ἀπαιτεῖ ὁποιοδήποτε εἶδος ἀνθρώπινης ἀγάπης. Ἔλαβες σάρκα, γιά νά σώσεις ἐκείνους πού φοροῦν σάρκα. Ἤπιες ἀπό τό ποτήρι τῶν θλίψεων ὅλων τῶν πλασμάτων Σου, χωρίς νά τό μοιραστεῖς μέ κανέναν, τό ρούφηξες ὅλο μόνος Σου. Γι᾿ αὐτό εἶσαι ὁ Σωτήρας μας, γιατί ἔζησες ἀνάμεσά μας, ἄν καί εἶσαι Θεός. Ἔζησες ὡς Θεός ἀνάμεσά μας γιατί ἤσουν ὁ Σωτήρας μας. Δόξα Σοι, Ἰησοῦ, Ἐμμανουήλ!
Ἄς πᾶμε πίσω στόν Ἰωσήφ τώρα. Εἶδε πάρα πολύ καθαρά, μέ φόβο καί δέος, πώς γύρω του ὑφαινόταν ἕνα χαλί πού ὅμως ἦταν διάφανο σάν τό φῶς τοῦ ἥλιου κι εὐχάριστο σάν τόν ἀέρα. Ἕνα χαλί τοῦ ὁποίου καμβάς ἦταν ὁ Παντοδύναμος, τά μεταξωτά νήματα οἱ ἄγγελοι κι ὅλη ἡ κτήση. Ἦταν προορισμός του νά λειτουργήσει ὡς ὄργανο τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτό τό χαλί τῆς Νέας Κτίσης. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι σίγουρος πώς μέσ᾿ ἀπ᾿ αὐτόν ἐνεργεῖ ὁ Θεός, εἶναι ἀδύναμος, διστακτικός, προσεχτικός, ὅταν ὅμως νιώσει πώς ὁ Θεός τόν ἔχει πάρει στά χέρια Του, ὅπως ὁ σιδηρουργός κρατάει τό σίδερο γιά νά φτιάξει ἕνα ἐργαλεῖο, τότε αἰσθάνεται ταυτόχρονα δυνατός καί ταπεινός, ἀποφασιστικός στίς ἐνέργειές Του, στηριγμένος ἀπό τό Θεό.
Ὅταν ξύπνησε ὁ Ἰωσήφ ἔπραξε ὅπως τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος. Πῆρε τή Μαρία μαζί του «καί οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον, καί ἐκάλεσε τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν» (Ματθ. α’ 25). Ὅταν διαβάζουμε τό εὐαγγέλιο πρέπει νά προσπαθοῦμε νά μποῦμε στό πνεῦμα στό εὐαγγελιστῆ, ὄχι νά προβάλουμε τό δικό μας πνεῦμα στό εὐαγγέλιο. Ὁ εὐαγγελιστής μιλάει μέ θαυμασμό γιά τή θαυμαστή γέννηση τοῦ Σωτήρα μας. Βασικό μέλημά του εἶναι νά μᾶς δείξει ὅτι ἡ γέννηση αὐτή ἔγινε μέ θαυμαστό τρόπο. Αὐτό πού τονίζει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος στό εὐαγγέλιο εἶναι ἤδη ἡ τέταρτη ἀπόδειξη τοῦ γεγονότος αὐτοῦ. Πρῶτα λέει πώς ἡ Παρθένος Μαρία ἦταν ἁπλά μνηστευμένη μέ τόν Ἰωσήφ. Δεύτερο, ὅτι εὑρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Τρίτο, ὅτι ὁ ἄγγελος ἔδειξε σέ ὄνειρο πώς ἡ ἐγκυμοσύνη της ἦταν θαυμαστή, ὑπερφυσική. Καί τέταρτο, βλέπουμε τώρα ὅτι ὁ ἄγγελος ἐπαναλαμβάνει μέ τά λόγια αὐτά πώς ὁ Ἰωσήφ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον.
Εἶναι καθαρότερο κι ἀπό τό φῶς τῆς ἡμέρας πώς ὁ εὐαγγελιστής ἐδῶ δέ λέει σέ καμιά περίπτωση πώς μετά τή γέννηση ὁ Ἰωσήφ εἶχε σαρκικές σχέσεις μέ τή Μαρία. Αὐτό πού δέν ἔγινε ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς, δέν ἔγινε καί μετά, ὅταν Τόν εἶχε γεννήσει. Ἄν ποῦμε γιά κάποιον πώς ὅσο κρατοῦσε ἡ Θεία λειτουργία δέν πρόσεχε τά λόγια τοῦ ἱερέα, δέ σημαίνει πώς ὅταν τέλειωσε ἡ λειτουργία πρόσεχε τά λόγια αὐτά. Ἤ ἄν ποῦμε πώς ὁ τσοπάνος τραγουδάει ἐνόσω τά πρόβατα βόσκουν, δέ σημαίνει πώς ὁ τσοπάνος σταμάτησε τό τραγούδι ὅταν τά πρόβατα σταμάτησαν τή βοσκή. Ὁ Θεοφύλακτος λέει: «Ὅταν εἰπώθηκε τήν ἐποχή τοῦ κατακλυσμοῦ ὅτι ὁ κόρακας δέ γύρισε στήν κιβωτό ὡσότου στεγνώσει ἡ γῆ, δέ σημαίνει ὅτι γύρισε μετά, ἤ ὅταν εἶπε ὁ Χριστός, «Ἰδού ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας, ἔως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος», δέ σημαίνει πώς μετά δέ θά εἶναι μαζί τους.
Ἡ λέξη «πρωτότοκος» ἰσχύει μόνο γιά τόν Κύριο Ἰησοῦ, πού εἶναι ὁ πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους τούς βασιλεῖς, «πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς» (Ρωμ. η΄ 29), πού σημαίνει: πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους τούς σεσωσμένους καί υἱοθετημένους ἀνθρώπους. Ἄν ἡ λέξη πρωτότοκος γραφόταν μέ κεφαλαῖο γράμμα, ὡς κάποιος εἰδικός τίτλος, δέ θά ὑπῆρχε ἀμφιβολία γιά τή σημασία της. Τό ἴδιο θά γινόταν ἄν πρίν ἀπό τή λέξη πρωτότοκος εἶχε κόμμα, δέ θά ὑπῆρχε τότε ἀμφιβολία ἤ σύγχυση. Ἔτσι λοιπόν πρέπει νά διαβάσουμε τή φράση: καί ἔτεκε τόν Υἱόν αὐτῆς, τόν Πρωτότοκον. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι ὁ Πρωτότοκος ὡς Δημιουργός τῆς Νέας Βασιλείας, ὡς ὁ Νέος Ἀδάμ.
Στό βίο τοῦ ὁσίου Ἀμμούν (πού γιορτάζεται στίς 4 Ὀκτωβρίου) ἀναφέρεται πώς ἔζησε ὡς ἔγγαμος δεκαοκτώ χρόνια χωρίς νά 'χει καμιά σαρκική ἐπαφή μέ τή γυναίκα του. Ἡ ἁγία μάρτυς Ἀναστασία (+ 22 Δεκεμβρίου) ἦταν ἀρκετά χρόνια παντρεμένη μέ τό ρωμαῖο συγκλητικό Πούπλιο, χωρίς νά ὁλοκληρωθεῖ ποτέ σαρκικά ὁ γάμος τους. Παραθέτουμε ἐδῶ δυό μονάχα μαρτυρίες ἀνάμεσα ἀπό χιλιάδες ἄλλες. Ἡ Παρθένος Μαρία, ἡ ὑπέρτατη καί πάναγνη παρθένος πρό, κατά καί μετά τή γέννηση, ἐνέπνευσε χιλιάδες νέους καί νέες νά ζήσουν παρθενική ζωή στή μακρόχρονη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀτενίζοντας τό μεγαλεῖο τῆς παρθενίας της πολλές ἔγγαμες γυναῖκες ἔσπασαν τά δεσμά τοῦ γάμου καί ἀφοσιώθηκαν στήν παρθενική ἁγνότητα. Βλέποντας τό ὑπέροχο παράδειγμά της πολλοί ἄνθρωποι πού ζοῦσαν μιά ἐντελῶς ἀνήθικη ζωή, ἐγκατέλειψαν τήν ἁμαρτία καί καθάρισαν τήν ψυχή τους μέ δάκρυα καί προσευχή. Πῶς θά μποροῦσε νά σκεφτεῖ κανείς λοιπόν ὅτι ἡ πάναγνη Παρθένος, ὁ στύλος καί ἡ ἔμπνευση τῆς χριστιανικῆς ἁγνότητας καί παρθενίας διά μέσου τῶν αἰώνων, βρίσκεται σέ χαμηλότερη βαθμίδα ἁγνότητας καί παρθενίας ἀπό τήν Ἀναστασία, τή Θέκλα, τή Βαρβάρα, τήν Αἰκατερίνα, τήν Παρασκευή κι ὅλες τίς ἄλλες ἀναρίθμητες παρθένες; Πῶς εἶναι δυνατό καί νά φανταστεῖ κανείς πώς ἐκείνη πού γέννησε κατά σάρκα τόν ἀπαθή Κύριο, θά μποροῦσε νά ζήσει στή σκιά τοῦ σαρκικοῦ πάθους; Ἐκείνη πού ἐγκυμονοῦσε καί γέννησε τό Θεό «ἦταν παρθένος ὄχι μόνο σαρκικά ἀλλά καί πνευματικά», λέει ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος. Κι ὁ ἱερός Χρυσόστομος παρομοιάζει τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ μέλισσα λέγοντας: «Ὅπως ἡ μέλισσα δέν μπαίνει σέ κάποιο βρώμικο δοχεῖο, ἔτσι καί τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν εἰσέρχεται σέ ἀκάθαρτη ψυχή».
Ἄς σταματήσουμε τώρα τήν ὁμιλία μας ἐδῶ. Γι᾿ αὐτά τά θέματα πρέπει λιγότερο νά μιλᾶμε καί περισσότερο νά θαυμάζουμε. Ὅπου κατοικεῖ ἡ ὑπακοή κι ἡ ταπείνωση στό Θεό, ἐκεῖ ὑπάρχει ἁγνότητα. Ὁ Κύριος θεραπεύει τούς ὑπάκουους καί ταπεινούς δούλους Του ἀπό κάθε πάθος κι ἐπιθυμία αἰσχρή. Ἔμεις ἄς προσπαθήσουμε νά καθαρίσουμε τή συνείδησή μας, τήν ψυχή μας, τήν καρδιά καί τό νοῦ μας, γιά ν᾿ ἀξιωθοῦμε νά δεχτοῦμε τήν εὐλογημένη δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Νά εὐχηθοῦμε νά πάψει ἡ γῆ νά βγάζει ζιζάνια στόν μέσα μας ἄνθρωπο, ὥστε τό Ἅγιο Πνεῦμα νά μᾶς ὁδηγήσει σέ καινούργια ζωή, νά μᾶς κάνει καινούργιους ἀνθρώπους, κατά μίμηση τοῦ Κυρίου καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ᾿ Αὐτόν πρέπει ἡ δόξα, ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἄγιο Πνεῦμα, τήν ὁμοούσια καί ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!
Λόγος Β'
Ἐκεῖνο τόν καιρό κυβερνοῦσε ὁ Καίσαρας Αὔγουστος. Ἡ παντοκρατορία του σ᾿ ὁλόκληρη τή γῆ εἶναι μιά εἰκόνα τῆς παντοκρατορίας τοῦ Θεοῦ στούς δύο κόσμους: τόν ὑλικό καί τόν πνευματικό. Ὁ πολυκέφαλος δράκοντας τῆς ἐξουσίας πού εἶχε προξενήσει ἀπό τήν ἀρχή τῆς πτώσης μεγάλη παρακμή στούς ἀνθρώπους, τώρα εἶχε μείνει μ᾿ ἕνα κεφάλι. Ὅλα τά γνωστά ἔθνη κι οἱ λαοί τῆς γῆς βρίσκονταν ἄμεσα ἤ ἔμμεσα στήν ἐξουσία τοῦ Καίσαρα Αὐγούστου, εἴτε ἀναγνωρίζοντας τούς ρωμαϊκούς ἀξιωματούχους καί τούς ρωμαϊκούς θεούς. Ὁ πόλεμος γιά ἐξουσία εἶχε σταματήσει. Ἡ μοναδική ἐξουσία πού κυβερνοῦσε τόν κόσμο ὁλόκληρο βρισκόταν στά χέρια τοῦ Καίσαρα Αὐγούστου. Πάνω ἀπ᾿ αὐτόν δέν ὑπῆρχε οὔτε ἄνθρωπος οὔτε καί Θεός αὐτοανακηρύχτηκε θεός κι οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν θυσίες στήν εἰκόνα του, σφάζοντας ζῶα. Ἀπό τότε πού δημιουργήθηκε ὁ κόσμος κανένας ἄλλος ἄνθρωπος στή γῆ δέν εἶχε συγκεντρώσει τόση ἐξουσία καί δύναμη ὅση ὁ Αὔγουστος. Κυβερνοῦσε τόν κόσμο χωρίς ἀντίπαλο.
…
Τήν ἐποχή ἐκείνη λοιπόν τῆς ἐξωτερικῆς εἰρήνης καί τῆς ἐσωτερικῆς ἀπόγνωσης, γεννήθηκε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Σωτήρας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί ἀνακαινιστής τῆς κτίσης. Γιατί δέ διάλεξε νά γεννηθεῖ ὡς υἱός τοῦ παντοδύναμου Καίσαρα; Ἀπό μιά ἄποψη, ἔτσι θά μποροῦσε νά ἱδρύσει μιά νέα θρησκεία χωρίς νά ὑποφέρει, χωρίς νά ταπεινωθεῖ, δίχως νά χύσει τό αἷμα Του καί νά φορέσει ἀκάνθινο στεφάνι, δίχως νά σταυρωθεῖ καί νά ἐνταφιαστεῖ στό σκοτεινό τάφο. Μέ τήν ἀπόλυτη δύναμή του ὁ Καίσαρας θά μποροῦσε νά κάνει τά πάντα. Θά μποροῦσε νά δώσει μιά διαταγή κι ὅλα τά εἴδωλα τῆς αὐτοκρατορίας θά καταστρέφονταν μέσα σέ μιά μέρα. Ἔτσι θά ἔπαυε ἡ ψεύτικη λατρεία τους καί θά τήν ἀντικαθιστοῦσε ἡ πίστη στόν Ἕνα καί ἀληθινό Θεό, τό Δημιουργό οὐρανοῦ καί γῆς. Γιατί ἔπρεπε ὁ Χριστός νά γεννηθεῖ σ᾿ ἕνα ἄγνωστο ἔθνος, τούς Ἰσρλαηλίτες, σ᾿ ἕνα ἄγνωστο χωριό, τή Βηθλεέμ, κι ἀπό μιά ἄγνωστη Παρθένο, τή Μαρία; Ἦταν σοφή ἡ ἀπόφαση τοῦ Κυρίου νά γεννηθεῖ μέσα σέ τόση ταπείνωση, νά ζήσει, νά ὑπομείνει θάνατο, ν᾿ ἀναστηθεῖ καί νά περάσει μισός αἰώνας ἀπό τή γέννησή Του γιά ν᾿ ἀκουστεῖ τ᾿ ὄνομά Του στή ρωμαϊκή αὐτοκρατορία;
Δέ θά ἦταν πολύ καλλίτερο καί γρηγορότερο τό ἀποτέλεσμα ἄν εἶχε γεννηθεῖ στήν πρωτεύουσα τοῦ κόσμου, στήν ἔνδοξη Ρώμη, μέσα στό παλάτι τοῦ Καίσαρα; Τί θά γινόταν ἄν τό ἀστέρι ἀπό τήν Ἀνατολή φώτιζε τή Ρώμη; Πῶς θά φάνταζε ἄν οἱ ἄγγελοι ἔψαλλαν τούς ὕμνους τῆς εἰρήνης καί τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ πάνω ἀπό τή χρυσή ὀροφή τοῦ αὐτοκρατορικοῦ παλατιοῦ, ὥστε νά τούς ἀκούσουν οἱ πιό εὐγενεῖς καί ἰσχυροί ἄνθρωποι τοῦ κόσμου κι ἔτσι νά στραφοῦν καί νά προσκυνήσουν τό Χριστό ὡς Θεάνθρωπο καί Σωτήρα; Ἄν ὁ Χριστός ζοῦσε ἀπό μικρός στό παλάτι, δέ θά ᾿κανε ὅλα τά παιδιά τῶν εὐγενῶν νά πιστέψουν στό εὐαγγέλιό Του; Ἄν εἶχε κάνει τήν περίφημη ὁμιλία Του μέ τούς μακαρισμούς στή ρωμαϊκή ἀγορά, δέ θά εἶχε μαλακώσει τίς καρδιές τῶν δύο περίπου ἑκατομμυρίων κατοίκων τῆς Ρώμης; Ἔτσι σιγά σιγά, βῆμα βῆμα, ἡ καινούργια πίστη θά γινόταν γνωστή, ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν θά εἶχε ἱδρυθεῖ στή γῆ κι ὁ Χριστός θά εἶχε ἐνθρονιστεῖ, ὄχι στό θρόνο κάποιου βοσκοῦ βασιλιᾶ πού λεγόταν Δαβίδ, ἀλλά στό θρόνο τοῦ παντοδύναμου Καίσαρα Αὐγούστου.
Τί θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς γι᾿ αὐτήν τήν ὑπόθεσης; Τίποτα περισσότερο ἀπό τό ὅτι εἶναι μιά καταγέλαστη ἀνοησία. Ὁ Θεός ἄς μᾶς συγχωρήσει πού τολμήσαμε νά καταγράψουμε τέτοιες ἀνοησίες. Τό κάνουμε ὅμως μέ καλή πρόθεση. Γιά νά διδαχτοῦν ἐκεῖνοι πού στό μυαλό καί τήν καρδιά τους περνᾶνε τέτοιες ἀνόητες σκέψεις ὅταν ἀσχολοῦνται μέ τή γέννηση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Γιά ν᾿ ἀποδείξουμε πόσο ἀνόητη εἶναι ἡ ὑπόθεση αὐτή (στήν οὐσία αὐτό εἶναι τόσο δύσκολο, ὅσο εἶναι νά φυσήξεις τή στάχτη πάνω ἀπό ἀναμένα κάρβουνα), θά θυμήσουμε ἁπλά στόν ἀναγνώστη πώς ὁ Θεός ἔπλασε τόν πρῶτο ἄνθρωπο ἀπό τήν ὑπερβάλουσα ἀγάπη Του. Ὅτι ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνρώπου ἐξαρτᾶται ἀπό δυό βασικές ἀρχές: τήν ἐλευθερία καί τήν ὑπακοή. Ἡ ἐλευθερία συνίσταται στή δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά κατέχει τόν παράδεισο ὅπως νομίζει, μ᾿ ὅποιον τρόπο θέλει, νά τρώει ἀπό κάθε καρπό πού παράγει στόν παράδεισο καί νά κουμαντάρει τά ζῶα ὅπως νομίζει. Ἡ ὑπακοή στό Θεό ἦταν ἡ καθοδηγητική ἀρχή τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Μόνο ὁ Θεός εἶναι τέλειος στήν ἐλευθερία Του καί δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό καθοδηγητικές ἀρχές, καθώς εἶναι ἄτρεπτος. Ἡ ὑπακοή ἀντιστάθμισε τήν ἀτελή σοφία καί ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, μαζί μέ τήν ἐλευθερία καί τή θέληση πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός, ἔγινε ἕνα τέλειο πλάσμα.
Ὁ Ἀδάμ γεύτηκε τήν ἐλευθερία του στόν παράδεισο μέ τό νά κουμαντάρει ἑκατομμύρια πλάσματα σ᾿ ὅλη τήν κτίση. Δέν εἶναι κι αὐτή μιά μεγάλη ἀπόδειξη τῆς ἀπεριόριστης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ; Ἡ ὑπακοή τοῦ Ἀδάμ μποροῦσε νά δοκιμαστεῖ σέ μιά μονάχα ἐντολή πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός καί πού ἀφοροῦσε σ᾿ ἕνα μονάχα πράγμα σ᾿ ὁλόκληρο τόν παράδεισο: στό δέντρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Δέν εἶναι κι αὐτή μιά ἀπόδειξη τῆς ἄπειρης ἀγάπης καί συγκατάβασης τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο;
Κάποια στιγμή ὅμως ὁ Ἀδάμ κι ἡ Εὔα πλησίασαν στό δέντρο τῆς γνώσης. Καί τότε ἁμάρτησαν. Ἡ ταπείνωσή τους γύρισε σέ ὑπερηφάνεια, ἡ πίστη τους σέ ἀμφιβολία κι ἡ ὑπακοή τους σέ παρακοή. Ἔτσι τό τέλειο πλάσμα τοῦ Θεοῦ ἔχασε τήν ἰσοροπία τοῦ νοῦ, τῆς καρδιᾶς καί τῆς θέλησής του, γιατί σκέφτηκε κι ἐπιθύμησε τό κακό. Μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο ἀπώθησε τό καθοδηγητικό χέρι τοῦ Θεοῦ κι ἔπεσε στή νεκρική ἀγκαλιά τοῦ σατανᾶ. Ἐδῶ εἶναι τό κλειδί πού ἐξηγεῖ ὅλα ὅσα συνέβησαν στό ἀνθρώπινο γένος. Ἐδῶ εἶναι τό κλειδί πού ἐξηγεῖ γιατί ὁ Κύριος Ἰησοῦς δέ γεννήθηκε στή Ρώμη ὡς γιός τοῦ Καίσαρα Αὐγούστου, γιατί δέν ἐπέβαλε τή σωστική διδασκαλία Του μέ αὐτοκρατορική δύναμη καί μέ διαταγές. Ὅταν τό παιδί σπρώχνει τό χέρι τῆς μητέρας του κι ἐγγίζει τήν ἄβυσσο τοῦ κινδύνου, ποιά μάνα ντύνεται στά μεταξωτά καί φτιάχνει μαρμάρινη σκάλα γιά νά κατέβει στά βάθη τῆς ἀβύσσου νά σώσει τό παιδί της;
Ὁ Θεός θά μποροῦσε νά περιφρουρήσει τό δέντρο στόν παράδεισο μέ φωτιά τόσο μεγάλη καί δυνατή, ὥστε ὁ Ἀδάμ κι ἡ Εὔα νά μήν μποροῦν νά πλησιάσουν. Τί θά γινόταν τότε ὅμως ἡ ἐλευθερία τῆς ἀγαπημένης ὕπαρξης πού ἔπλασε ὁ Θεός, τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ μικροῦ αὐτοῦ θεοῦ; Τί διαφορά θά εἶχε τότε ὁ ὑπέροχος ἄνθρωπος ἀπ᾿ ὅλα τ᾿ ἄλλα πλάσματα πού δέν ἀξιώθηκαν νά ᾿χουν τέτοια ἐλευθερία;
Γιά τό Θεό θά ἦταν πολύ εὔκολο νά γεννηθεῖ ὁ Σωτήρας στή Ρώμη, νά κληθεῖ γιός Καίσαρα καί μέ διαταγή, φωτιά καί ξίφος, ὅπως ἔκανε ὁ Μωάμεθ, νά ἐπιβάλει τή νέα πίστη στήν ἀνθρωπότητα. Τί θά γινόταν τότε ὅμως ἡ ἐλευθερία τῆς ἀγαπημένης ὕπαρξης πού ἔπλασε ὁ Θεός, τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ μικροῦ αὐτοῦ θεοῦ;
Θά μποροῦσε ὁ Θεός νά ἐπιλέξει κάποιον εὐκολότερο τρόπο. Δέν εἶχε ἀνάγκη νά στείλει τό μονογενή Υἱό Του στόν κόσμο, ἀλλά νά στείλει ἕναν ὁλόκληρο στρατό μέ ἁγίους ἀγγέλους καί νά ἠχήσουν οἱ σάλπιγγές τους ἀπό τή μιά ἄκρη τῆς γῆς στήν ἄλλη. Οἱ ἄνθρωποι τότε θά ᾿πεφταν στά γόνατα μέ φόβο καί τρόμο, θ᾿ ἀναγνώριζαν τόν ἀληθινό Θεό καί θά ἐγκατέλειπαν τή λατρεία τῶν εἰδώλων. Καί πάλι ὅμως, τί θά γινόταν τότε ἡ ἐλευθερία τῆς ἀγαπημένης ὕπαρξης πού ἔπλασε ὁ Θεός, τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ μικροῦ αὐτοῦ θεοῦ;
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔπρεπε νά δείξει, τόσο καθαρά ὅσο εἶναι ὁ ἥλιος, τέσσερα πράγματα πού ὁ ἄνθρωπος, ἀλλοτριωμένος πιά καί μέ σκοτισμένο νοῦ, εἶχε ρίξει στή λήθη:
α) τήν ταπεινή, υἱική ὑπακοή τοῦ ἀνθρώπου πρός τό Θεό,
β) τήν πατρική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο,
γ) τή χαμένη βασιλική ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καί, τελευταῖο,
δ) τή βασιλική δύναμη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔδειξε ταπεινή, υἱική ὑπακοή μέ τό ν᾿ ἀποφασίσει νά γεννηθεῖ κατά σάρκα σάν ἄνθρωπος. Τό ταπεινωμένο σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἦταν γι᾿ αὐτόν ἕνα σπήλαιο πιό ταπεινωτικό κι ἀπό τό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Ἔδειξε ἀκόμα τήν ταπείνωσή Του μέ τό νά γεννηθεῖ μέσα στή φτώχεια, χωρίς καμιά εὐκολία κι ἄνεση πού ἀπαιτεῖ ἡ ζωή. Γεννήθηκε σ᾿ ἕνα ἄγνωστο ἔθνος, σ᾿ ἕνα ἀκόμα πιό ἄγνωστο χωρίο κι ἀπό μιά μητέρα ἐντελῶς ἄγνωστη στόν κόσμο. Ὁ Νέος Ἀδάμ ἔπρεπε νά θεραπεύσει τόν παλαιό Ἀδάμ ἀπό τήν παρακοή καί τήν ὑπερηφάνεια. Τό φάρμακο ἦταν ἡ ὑπακοή κι ἡ ταπείνωση. Γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος δέν ἦρθε στόν κόσμο ἀπό τήν ὑπερήφανη Ρώμη ἀλλά ἀπό τή Βηθλεέμ, δέ γεννήθηκε στήν αὐτοανακηρυγμένη θεία οἰκία τοῦ Αὐγούστου, ἀλλά στόν ταπεινό οἶκο τοῦ Δαβίδ.
Ἠ πατρική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύφτηκε ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ μέ τά πάθη πού ὑπόμεινε γιά τό ἀνθρώπινο γένος. Πῶς θά μποροῦσε ὁ Κύριος νά δείξει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέ τά πάθη καί τά βάσανά Του ἄν εἶχε γεννηθεῖ στή Ρώμη, στά παλάτια τοῦ Καίσαρα; Ὅποιος ἔχει μάθει νά διατάζει καί νά κυβερνᾶ, τά βάσανα τά λογαριάζει ταπεινωτικά.
...
Ἄν ὁ Χριστός εἶχε γεννηθεῖ στή Ρώμη, ὡς γιός τοῦ Καίσαρα Αὐγούστου, ποιός θά πίστευε ὅτι νηστεύει, ὅτι κάνει θαύματα ἤ ὅτι ἀναστήθηκε; Δέ θά ᾿λεγε ὁ κόσμος πῶς ὅλα ἦταν προσχεδιασμένα, πώς διαδόθηκαν μέ ὑπερβολή ἀπό μιά προπαγάνδα καί μέ τή χρήση τοῦ αὐτοκρατορικοῦ χρυσοῦ;
Τελικά πρέπει νά παραδεχτοῦμε πώς ἡ ταπείνωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ εἶχε τά ὅριά της. Καί τά ὅρια αὐτά τά ἔθετε ἡ ἁμαρτία. Μέσα ἀπό τόση ἀκαθαρσία (ἀκαθαρσία πνευματική, ἠθική καί φυσική) τῆς Ρώμης καί τοῦ παλατιοῦ τοῦ Καίσαρα, ὁ Θεός δέ θά μποροῦσε νά κατέβει στή γῆ. Ἐκεῖνος τοῦ Ὁποίου καθῆκον ἦταν νά καθαρίσει τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τή βρωμιά τῆς ἁμαρτίας ἔπρεπε νά γεννηθεῖ μέσα σέ ἁγνότητα, ἀθωότητα κι ἀναμαρτησία.
Εἶναι φανερό πώς ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ πού ἐνήργησε στή γέννηση τοῦ Σωτήρα μας (δηλαδή ἡ ἐπιλογή τοῦ ἔθνους, τῆς φυλῆς, τοῦ τόπου, τῆς μητέρας) εἶναι τόσο ἀνεξιχνίαστη, ὅσο κι ἡ σοφία πού ἔδειξε κατά τή δημιουργία τοῦ κόσμου. Ὅλα ὅσα κάνει ὁ Θεός δέν τά κάνει σάν μάγος, ἀλλά σάν νοικοκύρης. Δημιουργεῖ ἀργά, ἀλλά χτίζει σέ γερά θεμέλια. Σπέρνει καί περιμένει νά φυτρώσει ὁ σπόρος, νά βγάλει στήν ἀρχή ἄνθος καί μετά καρπό. Ὑπομένει καρτερικά χιλιάδες ἀνατροπές, γιά νά καταγάγει στό τέλος αἰώνια νίκη.
Ἐκεῖνες τίς μέρες ὁ Καίσαρας ἔδωσε ἐντολή νά γίνει ἀπογραφή σ᾿ ὅλη τήν οἰκουμένη. Κάθε ἄνθρωπος ἔπρεπε νά πάει στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του γιά νά ἀπογραφεῖ ἐκεῖ. Τί ὑπερηφάνεια κρύβει ἡ ἐνέργεια αὐτή γιά τόν κυρίαρχο αὐτοῦ τοῦ κόσμου! Τί ταπείνωση γιά τούς ἀνθρώπους! Κάθε τί πού μηχανεύεται ὁ σατανάς ὅμως γιά νά ταπεινώσει τό Θεό, γυρίζει ἐναντίον του. Ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ τόν ταπεινώνει. Ὁ Θεός δοξάζεται καί προχωρεῖ στό ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Μέ ὅπλο τήν ὑπέρτατη ἐξουσία τοῦ Καίσαρα στή γῆ, ὁ σατανάς ἐπιχειρεῖ νά πλήξει τό Θεό, νά τόν ταπεινώσει. Ὁ Θεός ὅμως ἀξιοποίησε τήν ἐξουσία αὐτή γιά νά φέρει εἰρήνη στόν κόσμο τότε πού ὁ βασιλιάς τῆς εἰρήνης ἔμελλε ν᾿ ἀποκαλυφτεῖ στόν κόσμο. Μέ πρόσχημα μιά γενική ἀπογραφή ὁ σατανάς θέλησε νά δώσει ἔμφαση στήν ὑποδούλωση ὅλων τῶν ἀνθρώπων σ᾿ ἕναν ἄνθρωπο, πλασμένο ἀπό τό Θεό. Ὁ Θεός ἀξιοποίησε τήν ἀπογραφή αὐτή γιά νά ἐκπληρωθεῖ ἡ προφητεία πώς ὁ Σωτήρας μας θά γεννηθεῖ στή Βηθλεέμ.
Ἐκεῖνες τίς μέρες λοιπόν «ἀνέβη καί Ἰωσήφ ἀπό τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρέτ εἰς τήν Ἰουδαίαν εἰς πόλιν Δαυΐδ, ἥτις καλεῖται Βηθλεέμ, διά τό εἶναι αὐτόν ἐξ οἴκου καί πατριᾶς Δαυΐδ» 1. Ἡ ἀπόσταση ἀπό τή Ναζαρέτ στή Βηθλεέμ εἶναι τρεῖς μέρες μέ τά πόδια. Ἡ Ἁγία Παρθένος ἦταν ἔγκυος. Εἶναι προφανές λοιπόν ὅτι ἡ ἁγία οἰκογένεια θά χρειάστηκε πολύ περισσότερο χρόνο γιά νά φτάσει στήν πόλη τοῦ Δαβίδ. Πόσο δύσκολο, πόσο κουραστικό πρέπει νά ᾿ταν τό ταξίδι αὐτό! Πρῶτα ἔπρεπε νά διασχίσουν τή μεγάλη καί μονότονη πεδιάδα τῆς Γαλιλαίας, μετά ν᾿ ἀνεβοκατέβουν τά βουνά τῆς Σαμάρειας καί μετά νά περάσουν μέσα ἀπό τήν κακοτράχαλη καί γεμάτη ἀγκάθια ἔρημο τῆς Ἰουδαίας. Κι ἄν ἀκόμα στή μακρά καί δύσβατη αὐτή διαδρομή, ἐκτός ἀπό τήν κούραση δέν πείνασαν, σίγουρα δίψασαν, καθώς σ᾿ ὅλο αὐτό τό δρόμο ὑπάρχουν μόνο τρεῖς πηγές. Εὔκολα μπορεῖ νά φανταστεῖ κανείς πόσα πλήθη συνωστίζονταν σέ κάθε μιά ἀπό τίς πηγές αὐτές τόν καιρό τῆς ἀπογραφῆς. Ὁ ταπεινός καί ὑπάκουος Κύριος ὅμως ἦρθε στόν κόσμο ἀπό ἕναν κακοτράχαλο δρόμο, ταξιδεύοντας σ᾿ αὐτόν μέσα στήν κοιλιά τῆς μητέρας Του. Ὁ Καίσαρας ἔδωσε ἐντολή νά μετρηθοῦν ὅλοι οἱ ὑπήκοοί του. Κι Ἐκεῖνος στόν Ὁποῖο ὑπακούουν τά σεραφείμ πήγαινε ὑπάκουα γιά νά καταγραφεῖ σάν ὑπήκοος τοῦ ἐπίγειου Καίσαρα. Προτοῦ πεῖ στόν πρόδρομο κι ἐξάδελφό του ὅτι «πρέπον ἐστίν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην»2, τό εἶχε κιόλας ἐφαρμόσει αὐτό «ἐκ κοιλίας μητρός». Καί προτοῦ διατυπώσει τή διδασκαλία Του, «ἀπόδοτε τοίνυν τά Καίσαρος Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ», τό εἶχε ἐφαρμόσει κυριολεκτικά προτοῦ βγεῖ ἀπό τήν κοιλιά τῆς Μητέρας Του. Ὁ Ἰωσήφ ἀνέβηκε στή Βηθλεέμ «ἀπογράψασθαι σύν Μαριάμ τῇ μεμνηστευμένῃ αὐτῷ γυναικί, οὔσῃ εγκύῳ»3.
...
Μ᾿ ὅλο πού ὁ Ἰωσήφ ἦταν ἀπόγονος τοῦ Δαβίδ κι ὁ Δαβίδ καταγόταν ἀπό τή Βηθλεέμ, οὔτε ὁ Δαβίδ οὔτε ὁ τελευταῖος ἀπόγονός του δέν εἶχαν κάποιο συγγενή στή Βηθλεέμ. Ὁ Ἰωσήφ πῆγε στή Βηθλεέμ πού μόνο ἱστορικά καί πνευματικά ἦταν ἡ πόλη του. Τίποτ᾿ ἄλλο δέν τόν συνέδεε μαζί της. Δέν ὑπῆρχε κανένας συγγενής γιά νά τόν ὑποδεχτεῖ, οὔτε κάποιος γνωστός ἤ φίλος. «Οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι». Τά σπίτια ἀνῆκαν σέ ἄλλους, ὅπου οἱ οἰκοδεσπότες περίμεναν συγγενεῖς καί φίλους. Ὁ Ἰωσήφ ἔψαξε ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ μά δέ βρῆκε τίποτα, παρά μονάχα ἕνα σπήλαιο ὅπου οἱ βοσκοί μάζευαν τά ζωντανά τους.
Ἡ Ἰουδαία ἦταν γεμάτη ἀπό τέτοια σπήλαια. Ἐδῶ ὑπῆρχαν τά σπήλαια τῶν προφητῶν, τοῦ Μανασσή, ἐδῶ εἶναι τά σπήλαια τοῦ ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, τοῦ ὁσίου Χαρίτωνα, τοῦ Χοτζεβᾶ. Ὑπάρχουν σπήλαια πάνω ἀπό τή Νεκρά Θάλασσα, ἐκεῖ ὅπου ὁ Δαβίδ κρύφτηκε ὅταν τόν κυνηγοῦσε ὁ Σαούλ, σπήλαια στό ὄρος τῶν πειρασμῶν. Κι ὅλ᾿ αὐτά, καθώς καί ἄλλα σπήλαια, μετά τή δόξα πού ἔλαβε τό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, ἔλαμψαν κι αὐτά μέ τό φῶς τῶν ἁγίων. Κι ὑπάρχουν κι ἄλλα πολλά σπήλαια ὅπου οἱ Βεδουίνοι ποιμένες σταλιάζουν τά πρόβατά τους μέχρι σήμερα, ὅπως μπορεῖ νά διαπιστώσει ὁ προσκυνητής τῶν Ἁγίων Τόπων.
«Καί ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον, καί ἐσπαργάνωσεν αὐτόν καί ἀνέκλινεν αὐτόν ἐν τῇ φάτνῃ»4. Ἐδῶ, ὅπως καί στό εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου, πρέπει νά διαχωρίσει κανείς τή λέξη «πρωτότοκος» ἀπό τή λέξη «αὐτῆς» πού προηγήθηκε. Ἡ λέξη πρωτότοκος δέν ἀναφέρεται στόν υἱό τῆς ἁγίας Παρθένου. Μιλάει γιά τό θεῖο Πρωτότοκο, τό μονογενή Υἱό τοῦ Θεοῦ πού στή νέα κτίση εἶναι «πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς»5. Εἶναι ὁ μυστικός Πρωτότοκος στή βασιλεία τῆς Ἁγίας Τριάδας στήν αἰωνιότητα, ὁ ἱστορικός Πρωτότοκος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁρατῆς καί τῆς ἀόρατης βασιλείας Του.
Καί ἐσπαργάνωσεν αὐτόν καί ἀνέκλινεν αὐτόν ἐν τῇ φάτνῃ. Τά καθαρά ἄχυρα εἶναι καλλίτερα ἀπό τά βρώμικα μετάξια. Πόσο πιό ἀναμάρτητη εἶναι ἡ φάτνη ἀπό τό παλάτι τοῦ Καίσαρα, τό σπήλαιο ἀπό τή Ρώμη, τήν πρωτεύουσα τοῦ ἐξουσιαστῆ τοῦ κόσμου τούτου. Ἄσε τό θεῖο βρέφος ν᾿ ἀνακλιθεῖ στή φάτνη λοιπόν, στό σπήλαιο! Τά πρόβατα κι οἱ ἀγελάδες δέ γνώριζουν ἁμαρτία, οἱ βοσκοί ξέρουν πολύ λιγότερα τέτοια πράγματα ἀπό ἄλλους. Γιά τόν Κύριο Ἰησοῦ φῶς ὑπάρχει ἐκεῖ πού δέν ὑφίσταται ἁμαρτία. Ἡ ζεστασιά εἶναι ἐκεῖ πού ὁ ἀέρας τῆς ἁμαρτίας δέ γεμίζει τά στήθη. Ποιός ξέρει πόσες φορές νά πῆγε στό σπήλαιο αὐτό ὁ Δαβίδ, ὁ γιός τοῦ Ἰεσσαί; Ἴσως νά ξεκίνησε ἀπό ἐκεῖ γιά ν᾿ ἀναμετρηθεῖ μέ τό Γολιάθ, πού τόν σκότωσε μέ μιά πέτρα τῆς σφεντόνας του, ἐνῶ ἐκεῖνος ἦταν ὁπλισμένος ὥς τά δόντια. Τώρα στό σπήλαιο αὐτό κεῖται τό νεογέννητο βρέφος που, κατά τούς νόμους τῶν ἀνθρώπων, εἶναι ἀπόγονος τοῦ ἴδιου αὐτοῦ βοσκοῦ Δαβίδ. Κι αὐτό τό βρέφος θ᾿ ἀναμετρηθεῖ μ᾿ ἕναν φοβερό Γολιάθ, τό σατανά, πού βασιλεύει στήν Ἱερουσαλήμ μεταμφιεσμένος σέ Γολιάθ-ἁμαρτία καί στό μέγιστο ὅλων τῶν Γολιάθ -τό θάνατο. Ὁλόκληρος ὁ στρατός τῶν δαιμόνων εἶναι ὁπλισμένος ὥς τά δόντια καί θά καγχάσει ἄν δεῖ τόν Ἰησοῦ νά βαδίζει ἐναντίον του μέ κάποιο φαινομενικά ἄχρηστο ὅπλο, ὅπως κι ὁ Γολιάθ κάγχασε ὅταν εἶδε τό Δαβίδ μέ τή σφεντόνα του. Τό νικηφόρο ὅπλο τοῦ Ἰησοῦ θά ᾿ναι κάτι πιό ἁπλό ἀπό τήν πέτρα. Θά εἶναι ξύλινο, ἕνας ξύλινος σταυρός.
Ἦταν νύχτα, μιά ἤρεμη νύχτα. Οἱ ταλαιπωρημένοι ταξιδιῶτες – ὑπήκοοι τοῦ Καίσαρα ἀναπαύονταν, ἀναπλήρωναν μέ τόν ὕπνο τίς δυνάμεις τους. Μόνο οἱ ποιμένες ἀγρυπνοῦσαν, παρέμεναν «ἀγραυλοῦντες καί φυλάσσοντες φυλακάς τῆς νυκτός ἐπί τήν ποίμνην αὐτῶν»6. Τό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ πρέπει νά ᾿ταν ἔξω ἀπό τήν πόλη, διαφορετικά δέ θά μποροῦσαν νά τό χρησιμοποιοῦν οἱ ποιμένες. Ἀργότερα ὅμως πού τό σπήλαιο αὐτό ἔγινε ὁ πιό σπουδαῖος τόπος τῆς Βηθλεέμ, ἡ πόλη μεγάλωσε πολύ καί τό περικύκλωσε. Μισή ὥρα ἀνηφορικός δρόμος ἀπό τή Βηθλεέμ ὑπάρχει ἕνα χωριουδάκι, γνωστό ὡς «τῶν ποιμένων». Ἡ παράδοση λέει πώς στό χῶρο αὐτό ἔβαζαν οἱ ποιμένες τά πρόβατα. Ἀπό τή συνομιλία πού εἶχαν μέ τούς ἀγγέλους πού τούς ἐμφανίστηκαν σέ κάποια ἀπόσταση καί ἀπό τό σπήλαιο καί τή Βηθλεέμ: «Διέλθωμεν δή ἕως Βηθλεέμ καί ἴδωμεν τό ρῆμα τοῦτο τό γεγονός»7.
Ἡ ἀληθινή παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ἴδια ἡ ἁγία Γραφή, μᾶς γνωρίζει πώς ὅταν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἐμφανίστηκαν στούς ἀγραυλοῦντες ποιμένες, ἡ δόξα τοῦ Κυρίου τούς κάλυψε καί κεῖνοι φοβήθηκαν ὑπερβολικά. Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ πού φωτίζει τούς ἄγγέλους καί τούς δίκαιους εἶναι θαυμαστή. Πολλοί ἄνθρωποι ἀξιώθηκαν νά δοῦν στή ζωή τους σωματικά τό φῶς αὐτό τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ περιγράφει αὐτό πού εἶδε ὁ ἴδιος: «Καί εἶδον… ὡς ὅρασιν πυρός καί τό φέγγος αὐτοῦ κύκλῳ. ὡς ὅρασιν τόξου, ὅταν ἧ ἐν τῇ νεφέλῃ ἐν ἡμέραις ὑετοῦ, οὕτως ἡ στάσις τοῦ φέγγους κυκλόθεν. αὕτη ἡ ὅρασις ὁμοιώματος δόξης Κυρίου· καί εἶδον καί πίπτω ἐπί πρόσωπόν μου»8.
Ὁ ἄγγελος πού ἦταν καλυμμένος μέ τήν οὐράνια δόξα καθησυχάζει τούς ποιμένες μέ τά ἑξῆς λόγια: «Μή φοβεῖσθε· ἰδού γάρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ. ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστός Κύριος, ἐν πόλει Δαβίδ. καί τοῦτο ὑμῖν τό σημεῖον· εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον, κείμενον ἐν φάτνῃ»9.
Στή Νέα Κτίση οἱ ἄγγελοι λειτουργοῦν ὡς κήρυκες τοῦ Δημιουργοῦ. Ἄγγελος ἐμφανίστηκε ἀρχικά στήν ἁγία Παρθένο Μαρία, μετά στό δίκαιο Ἰωσήφ, τώρα στούς ποιμένες. Καί θά συνεχίσουν οἱ ἄγγελοι νά ἐμφανίζονται στούς «μάγους ἐξ Ἀνατολῶν». Τά πάντα γίνονται σύμφωνα μέ τίς ἀνάγκες τοῦ σχεδίου καί τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀρχάγγελος χαιρέτησε τήν ἁγία Παρθένο μέ τό «Χαῖρε». Παρόμοια λέξη χρησιμοποιήθηκε πρός τούς ποιμένες: «Ἰδού γάρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην». Ὅταν οἱ μάγοι εἶδαν τόν ἀστέρα στόν οὐρανό «ἐχάρισαν χαράν μεγάλην σφόδρα»10. Ὁ Χριστός εἶναι πηγή ἀνέκφραστης χαρᾶς. Ἔρχεται γιά νά ἐλευθερώσει τούς δεσμῶτες. Μπορεῖ νά νιώσει κανείς μεγαλύτερη χαρά ἀπ᾿ αὐτήν; Καί μόνο ἡ φωνή του εἶναι γλυκύτερη καί πολύ πιό ζωοδότρα ἀπό ἐκείνην τῶν ἀγγέλων. Ὁ μεγάλος προφήτης Ἡσαΐας ἄκουσε τή γλυκύτατη αὐτή ἀγγελική φωνή νά ψάλλει: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τής δόξης αὐτοῦ». Κι ὁ μέγας Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, γράφει γιά τό ὅραμά του μέ τούς ἀγγέλους: «Καί εἶδον καί ἤκουσα ὡς φωνήν ἀγγέλων πολλῶν κύκλῳ τοῦ θρόνου καί τῶν ζώων καί τῶν πρεσβυτέρων, καί ἦν ὁ ἀριθμός αὐτῶν μυριάδες μυριάδων καί χιλιάδες χιλιάδων»11.
Τέτοια οὐράνια δόξα ἀποκαλύφτηκε καί στούς ποιμένες τῆς Βηθλεέμ. Ὥς τότε μόνο ἐκλεκτά πρόσωπα, ἀτομικά, εἶχαν ἀξιωθεῖ νά δοῦν τέτοια δόξα. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη φορά πού συναντᾶμε στήν Ἁγία Γραφή ὁλόκληρη ὁμάδα θνητῶν ἀνθρώπων νά βλέπουν καί ν᾿ ἀκοῦνε χορεία ἀγγέλων. Αὐτό εἶναι ἕνα σημεῖο πώς μέ τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στή γῆ ἀνοίχτηκε ὁ οὐρανός γιά ὅλους ἐκείνους πού τόν ἀναζητοῦν μέ καρδιακή καθαρότητα. Ἡ ἐμφάνιση αὐτή τοῦ ἀγγέλου μᾶς γνωρίζει καί κάτι καινούργιο, κάτι πού δέν τό εἴχαμε ξανασυναντήσει στήν Ἁγία Γραφή. Εἶναι ὁ νέος ἀγγελικός ὕμνος. Ὁ μεγάλος προφήτης Ἡσαΐας τούς εἶχε ἀκούσει νά ψάλλουν τό «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος σαβαώθ…». Αὐτός εἶναι ἕνας ὕμνος δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. Τώρα ὅμως οἱ ἄγγελοι μπροστά στούς ποιμένες ψάλλουν ἕναν καινούργιο ὕμνο, πού θά μποροῦσε νά ὀνομαστεῖ ὕμνος τῆς σωτηρίας.
«Δόξα ἐν Ὑψίστοις θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ὡς πρῶτο τους μέλημα νά δοξολογοῦν μέ ἀγαλλίαση καρδίας τόν ἐν Ὑψιστοις Θεό, κι ὄχι κάποιον θεό-ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς, τότε ἔρχεται εἰρήνη στή γῆ καί εὐδοκία ( καλή θέληση, διάθεση) στούς ἀνθρώπους. Ὁ Κύριος Ἰησοῦ ἦρθε στόν κόσμο ὥστε ἡ γῆ ὁλόκληρη ν᾿ ἀναστηθεῖ καί νά δοξολογήσει τόν ἐν Ὑψίστοις Θεό, νά δεχτεῖ τήν ἐπί γῆς εἰρήνη καί τήν εὐδοκία στούς ἀνθρώπους. «Ἐγώ Κύριος ὁ Θεός…ὁ ποιῶν εἰρήνην»12.
Ὅσο καιρό ὁ προπάτοράς μας Ἀδάμ δοξολογοῦσε ἀκατάπαυστα, μέ ὅλη του τήν καρδιά, τό Θεό, ἡ γῆ ἦταν εἰρηνική, τό σῶμα του δέν ἔπασχε ἀπό ἐπιθυμίες ἤ πάθη. Τό πνεῦμα του ἦταν σέ πλήρη ἁρμονία μέ τήν ψυχή του. Ὁ ἴδιος ἦταν γεμάτος καλή θέληση κι ἀγάπη τόσο πρός τό Δημιουργό του ὅσο καί πρός ὅλα τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ πού τόν περιέβαλαν. Ὅταν ὅμως ἁμάρτησε, ἡ καρδιά του γέμισε φόβο, τά χείλη του μούδιασαν ἀπό τρόμο κι ὅλη του ἡ ὕπαρξη ἔγινε ἀνήσυχη. Οἱ κακές ἐπιθυμίες ἄρχισαν νά φυτρώνουν καί ν᾿ ἀναπτύσσονται πολύ γρήγορα, ὅπως τά ὄνειρα. Κυριεύτηκε ἀπό ἐπιθυμίες κακές ἐνατίον τοῦ Θεοῦ, τῆς γυναίκας του, ὅλων τῶν πλασμάτων τοῦ παραδείσου καί τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του. Τότε ἔνιωσε πώς ἦταν γυμνός καί προσπάθησε νά κρυφτεῖ ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, ἀπό τήν ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ ὥς τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, μόνο ὁρισμένοι δίκαιοι ὅπως ὁ Ἄβελ, ὁ Ἐνώχ, ὁ Νῶε, ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαάκ κι ὁ Ἰακώβ μποροῦσαν νά δοξολογοῦν τόν ἐν Ὑψίστοις Θεό καί ν᾿ ἀποκτήσουν εἰρήνη κι εὐδοκία στή γῆ. Οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι εἶχαν ἐπιδοθεῖ στή δοξολογία διαφόρων θεῶν, εἰδώλων ἤ τοῦ ἑαυτοῦ τους. Οἱ ἄνθρωποι μάχονταν μεταξύ τους γιά τό ποιόν θεό νά λατρεύουν. Στή γῆ ὑπῆρχε μεγάλη ταραχή κι ἀνησυχία ἐπειδή εἶχαν σταματήσει οἱ ἄνθρωποι νά δοξολογοῦν τόν ἀληθινό Θεό κι εἶχαν δοθεῖ στή δοξολογία τῶν ψεύτκων, τῶν φανταστικῶν θεῶν. Κι ἀπό τήν ἀνησυχία αὐτή προέκυψε ἡ κακή προαίρεση τῶν ἀνθρώπων, πού τούς ὁδήγησε στόν Πύργο τῆς Βαβέλ καί στή φωτιά τῆς κόλασης.
Μέ τήν Νέα Κτίση, πρέπει νά τονίσουμε τά τρία αὐτά πράγματα πού ἔκαναν εὐτυχισμένο τόν Ἀδάμ στόν παράδεισο. Γι᾿ αὐτό κι ὅταν γεννήθηκε ὁ Νέος Ἀδάμ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς στή γῆ, τά τάγματα τῶν ἀγγέλων ἔψαλλαν τόν ὕμνο τῆς σωτηρίας:
«Δόξα ἐν Ὑψίστοις θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
Ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι στίς Ἐπιστολές τους δοξολογοῦν κι αἰνοῦν τόν Ὕψιστο Θεό. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφωνεῖ: «Αὐτός γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν»13. Ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ μᾶς διδάσκουν πώς τά καλά ἔργα δέν ἀξιολογοῦνται ἀπό τό πλῆθος καί τό μέγεθός τους, ἀλλ᾿ ἀπό τήν καλή διάθεση τοῦ δότη. Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος στίς Ὁμιλίες του στά εὐαγγέλια, «δέν ὑπάρχει γιά τό Θεό πλουσιώτερο δῶρο ἀπό τήν καλή θέληση».
Μετά ἀπ᾿ αὐτό τό γεγονός, τό μοναδικό στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, οἱ ἄγγελοι χάθηκαν ἀπό μπροστά τους κι ἄφησαν τούς ποιμένες νά χαίρονται καί ν᾿ ἀποροῦν.
«Διέλθωμεν δή ἕως Βηθλεέμ καί ἴδωμεν τό ρῆμα τοῦτο τό γεγονός, ὅ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν»14. Γιατί δέν εἶπαν πώς τό γεγονός τούς τό ἀποκάλυψε «ὁ ἄγγελος» ἀλλά εἶπαν ὁ Κύριος; Ἐπειδή ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ παρουσιάστηκε μπροστά τους μέ τέτοια λαμπρότητα καί τέτοιο ἐκτυφλωτικό κάλλος, πού ὁ ἀνθρώπινος νοῦς δέν μποροῦσε νά φανταστεῖ πώς ὁ Κύριος, ὁ ἴδιος ὁ Παντοκράτορας θά ἦταν πιό ὡραῖος ἤ πιό λαμπερός. Καί γιά ἕναν ἄλλο λόγο ὅμως. Ἐπειδή στήν Ἁγία Γραφή οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ συνήθως ἀποκαλοῦνται «Κύριοι». Κι αὐτό προκύπτει ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ Ἰσραηλίτες ἦταν αὐστηρά προσηλωμένοι στήν πίστη τους στόν ἕνα Θεό κι εἶχαν συνηθίσει νά τά πληροφοροῦνται ὅλα ἀπό ἄγγελο, ὡς ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ.
Καί ἴδωμεν τό ρῆμα τοῦτο τό γεγονός. Δέν εἶπαν οἱ ποιμένες, «ἄν ἀληθεύει αὐτό τό πράγμα». Δέν εἶχαν τήν παραμικρή ἀμφιβολία ὅτι ὁ Κύριος τούς ἀποκάλυψε τό μέγα αὐτό γεγονός. Ἡ ἁπλή καρδιά τους δέ γνώριζε τήν ἀμφιβολία. Ἡ ἀμφιβολία κατοικεῖ συχνότερα στίς σκοτισμένες ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά πάθη καρδιές.
«Καί ήλθον σπεύσαντες, καί ἀνεῦρον τήν τε Μαριάμ καί τόν Ἰωσήφ καί τό βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ»15. Εὔκολα μπορεῖ νά φανταστεῖ κανείς μέ τί σπουδή ἔτρεξαν οἱ ποιμένες πρός τή φάτνη. Ἡ χαρά τούς ἔδωσε φτερά στά πόδια κι ἔτσι ἔφτασαν γρήγορα στήν ἁγία οἰκογένεια.
Στό σπήλαιο ὅπου ἐκεῖνοι στάλιαζαν τά κοπάδια τους βρῆκε κατάλυμμα «ὁ νυνέχων πᾶσαν τήν κτίσιν». Στή φάτνη ὅπου ἔβαζαν τροφή γιά τά ζωντανά τους, κείτονταν σπαργανωμένος ὁ Οὐράνιος Ἄρτος, Ἐκεῖνος πού ζωοποιεῖ ὅλη τήν κτίση. Τά ἄχυρα πού περίσσεψαν ἀπό τά ζώα, χρησίμεψαν γιά στρώμα Ἐκείνου πού ἀπό τή δημιουργία τοῦ κόσμου ἦταν «καθήμενος ἐπί τῶν Χερουβίμ».
[ Βηθλεέμ σημαίνει Οἶκος Ἄρτου. Τό βαθύτερο νόημα τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἔγινε γνωστό μέ τό πού γεννήθηκε στόν τόπο αὐτόν ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὁ οὐράνιος Ἄρτος. «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς»]. Ὁ εὐαγγελιστής γράφει πώς οἱ ποιμένες βρῆκαν στό σπήλαιο τή Μαρία καί τόν Ἰωσήφ. Τυπικά πρῶτος ἀναφέρεται ὁ πατέρας κι ἔπειτα ἡ μητέρα. Αὐτό συνηθίζεται σήμερα καί τηροῦνταν ἀκόμα αὐστηρότερα ἐκείνη τήν ἐποχή, πού ἡ γυναίκα λογαριάζονταν ὑποδέστερη ἀπό τόν ἄντρα. Ὁ εὐαγγελιστής ὅμως ἀναφέρει πρῶτα τή Μαρία, ἀντίθετα μέ τό μακρόχρονο ἔθιμο. Καί τό κάνει αὐτό σκόπιμα, γιά νά τονίσει τό γεγονός ὅτι μοναδικός ἐπίγειος γονιός τοῦ Σωτήρα μας εἶναι ἡ Μητέρα. Ὁ Ἰωσήφ δέν ἦταν σύζυγός της ἀλλά βοηθός καί προστάτης Της.
«Ἰδόντες δέ διεγνώρισαν περί τοῦ ρήματος τοῦ λαληθέντος αὐτοῖς περί τοῦ παιδίου τούτου· καί πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν περί τῶν λαληθέντων ὑπό τῶν ποιμένων πρός αὐτούς»16.
Οἱ ποιμένες εἶχαν σίγουρα πολλά νά διηγηθοῦν. Τά μάτια τους εἶχαν δεῖ ἐκεῖνα πού ἐλάχιστα ἀνθρώπινα μάτια ἀξιώνονται νά δοῦν. Τ᾿ αὐτιά τους εἶχαν ἀκούσει πράγματα πού ἐλάχιστα ἀνθρώπινα αὐτία ἀξιώνονται ν᾿ ἀκούσουν. Καί πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν. Ἐδῶ προφανῶς δέν ἀναφέρεται στή Μαρία καί τόν Ἰωσήφ, γιατί τότε δέ θά ἔλεγε ὁ εὐαγγελιστής «πάντες». Θά πρέπει ν᾿ ἀναφέρεται καί σ᾿ ἄλλους ἀνθρώπους κοντά στό σπήλαιο, στή Βηθλεέμ, στούς ὁποίους οἱ ποιμένες ἀποκάλυψαν μέ τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ τό φοβερό καί θαυμαστό οὐράνιο αὐτό μυστήριο. Γιά τήν ἁγία Μητέρα Μαρία γράφει ὁ εὐαγγελιστής: «Ἡ δέ Μαριάμ πάντα συνετήρει τά ρήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς»17. Ὁ εὐαγγελιστής εἶναι ὑπερβολικά προσεχτικός ὅταν ἀναφέρεται στήν ἁγία Παρθένο. Παρατηρεῖ πάντα τήν καρδιά της, προσπαθεῖ νά ἐκτιμήσει τίς ἐντυπώσεις πού δημιουργοῦνται στήν εὐαίσθητη αὐτή καρδιά πού φόρεσε τό στεφάνι τοῦ γάμου μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐκείνη ἄκουσε ὅλα ὅσα εἰπώθηκαν, ὅλα ὅσα εἶχαν νά ποῦν γιά τό γιό της ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ. Κι ὅλ᾿ αὐτά τά φύλαξε στήν καρδιά της. Κάποτε θά ᾿ρχόταν ἡ ὥρα πού θά ᾿νοιγε τό στόμα της, πού θ᾿ ἀποκάλυπτε τούς θησαυρούς τῆς καρδιᾶς της, πού θά τά μετέδιδε ὅλ᾿ αὐτά στούς ἀποστόλους καί τούς εὐαγγελιστές γιά νά τά μάθουν ἀπό τά δικά της χείλη. Θά ᾿φτανε ὁ καιρός πού θά γινόταν ὁ ἀπόστολος τῶν ἀποστόλων, ὁ εὐαγγελιστής τῶν εὐαγγελιστῶν. Κι ὁ καιρός αὐτός θά ᾿ρχόταν μετά τήν ἔνδοξη ἀνάσταση τοῦ Υἱοῦ Της. Ὅταν ὁ μονογενής βγῆκε ἀπό τόν τάφο καί «ἀνέστη ἐκ νεκρῶν», οἱ ἀπόστολοι ἀκόμα ἀναρωτιοῦνταν μεταξύ τους. Τί γίνεται; Ποιόν θά ρωτήσουμε; Ἐκείνην, μόνο Ἐκείνην ἐπί τῆς γῆς. Κι Ἐκείνη θά τούς ἔλεγε ὅλα ὅσα εἶχε φυλάξει στήν καρδιά της, τά λόγια τοῦ ἀρχάγγελου στή Ναζαρέτ, ἐκεῖνα πού εἶπαν οἱ ποιμένες στή Βηθλεέμ καί πολλά, πολλά ἄλλα λόγια καί μυστήρια πού μόνο αὐτή γνώριζε, ἐπειδή ἐκείνη μόνο ζοῦσε τόσο κοντά στό διδάσκαλό τους.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς λοιπόν δέ γεννήθηκε στή Ρώμη, στό παλάτι τοῦ Καίσαρα, γιά νά γίνει κύριος τῆς οἰκουμένης μέ τή δύναμη τῶν ὅπλων. Γεννήθηκε ἀνάμεσα στούς ποιμένες, γιά ν᾿ ἀποκαλυφτεῖ ἔτσι ὁ κυρίαρχος χαρακτήρας τῆς εἰρηνικῆς καί ἀγαπητικῆς διακονίας Του στόν κόσμο. Ὅπως ὁ ποιμένας ἀγαπᾶ καί φροντίζει τό ποίμνιό του, ἔτσι κι Ἐκεῖνος ἀγαπᾶ καί μεριμνᾶ γιά κάθε ἄνθρωπο. Ὅπως ὁ ποιμένας φροντίζει γιά τό ἕνα ἄρρωστο ἤ παραστρατημένο πρόβατο περισσότερο ἀπό τά ἐνενήντα ἐννιά πού εἶναι ἀσφαλή καί ὑγιή, ἔτσι κι Ἐκεῖνος ἔχει μεγαλύτερη μέριμνα γιά τούς ἁμαρτωλούς παρά γιά τούς ἀγγέλους. Ὅπως ὁ ποιμένας γνωρίζει τό κάθε πρόβατό του χωριστά καί κάθε πρόβατο γνωρίζει τόν ἀφέντη του, ἔτσι γίνεται καί μέ τόν μεγάλο, τόν καλό Ποιμένα καί τή λογική ποίμνη Του. Ὅπως ὁ ποιμένας ξαγρυπνάει γιά τό ποίμνιό του, τότε πού ὅλη ἡ φύση ἡσυχάζει ἀμέριμνη, ἔτσι κι ὁ Καλός Ποιμένας ἀγρυπνεῖ νύχτες γεμάτες τρόμο καί πειρασμούς. Παρακολουθεῖ τή λογική Του ποίμνη καί προσεύχεται γι᾿ αὐτούς μέ ταπείνωση κι ὑπακοή στόν οὐράνιο Πατέρα Του. Κάθε Του πράξη στή γῆ εἶναι ἀπό μόνη της ἕνα ὁλοκληρωμένο εὐαγγέλιο. Ἀκόμα καί τότε πού ἦταν νεογέννητος καί δέν μποροῦσε ν᾿ ἀνοίξει τό στόμα του γιά νά προφέρει μιά λέξη, ἔδινε στήν ἀνθρωπότητα ἕνα ὁλόκληρο εὐαγγέλιο μέ τόν τρόπο, τόν τόπο καί τίς περιστάσεις τῆς γέννησής Του. Δέ θά μποροῦσε ὁ Κύριος Ἰησοῦς νά γεννηθεῖ σέ αὐτοκρατορικό παλάτι, γιατί καθῆκον Του δέν ἦταν νά γίνει ἐγκόσμιος κυβερνήτης. Ἡ βασιλεία Του δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» πού εἶναι σκοτεινός σάν τήν καταιγίδα, παροδικός σάν τό ὄνειρο. Δέ θά μποροῦσε νά γεννηθεῖ σάν γιός κάποιου ἐπίγειου αὐτοκράτορα, γιατί ὁ σκοπός Του δέν εἶναι ἡ φωτιά καί τό ξίφος, οἱ διαταγές καί ἡ βία, ἀλλά ἡ θεραπεία τῶν ἄρρωστων κι ἡ σταδιακή ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας τους. Τά ἔργα πού ἔκανε στή Ζωή Του δέν ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ τά λόγια Του ἀλλά τά ἐπιβεβαιώνουν. Ἡ διδασκαλία Του ἐμπεριέχεται στή ζωή καί τά λόγια Του, εἶναι τό σωτήριο εὐαγγέλιό Του.
Ὅλα ὅσα ἦρθε γιά νά ζήσει στή γῆ ἦταν τόσο καλά μελετημένα καί προσχεδιασμένα, μέ τόσο μεγάλη σοφία, πού ἀνθρώπινη γλώσσα δέν μπορεῖ νά ἐξηγήσει. Γι᾿ αὐτό κι ἐκεῖνο πού ἔχουμε νά κάνουμε εἶναι νά λατρεύουμε τή σοφία Του μέ ὑπακοή καί ταπείνωση, γιατί Ἐκεῖνος ὄχι μόνο ἱκανοποιεῖ τό νοῦ μας ἀλλά γεμίζει καί τήν καρδιά μας μέ χαρά. Καί μεῖς, γεμάτοι χαρά κι ἀγαλλίαση, ἄς ἐπαναλάβουμε τόν ἀγγελικό ὕμνο:
«Δόξα ἐν Ὑψίστοις θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
Δόξα στό μονογενή Υἱό «ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς», στό χερουβικό θρόνο στόν οὐρανό καί στή φάτνη τῆς Βηθλεέμ στή γῆ. Δόξα στόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν ὁμοούσια κι ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!
__________________
1 Λουκ. Β΄ : 4. 2 Ματθ. Γ΄ : 15. 3 Λουκ. Β΄ : 5. 4 Λουκ. Β΄ : 7. 5 Η΄ : 29.
6 Λουκ. Β΄ : 8. 7 Λουκ. Β΄ : 15. 8 Ἰεζ. Α΄ : 27-28. 9 Λουκ. Β΄ : 10-12. 10 Ματθ. Β΄: 10. 11 Ἀποκ. Ε΄ : 11. 12 Ἡσ. μέ : 6-7.
13 Ἐφ. β΄ : 14. 14 Λουκ. Β΄ : 15. 15 Λουκ. Β΄: 16. 16 Λουκ. Β΄ : 17-18. 17 Λουκ. Β΄ : 19.
Λόγος Γ'
Εὐκολότερο εἶναι στό θνητό ἄνθρωπο νά βυθομετρήσει τή θάλασσα ἤ νά ὑπολογίσει τό ὕψος τοῦ ἔναστρου στερεώματος, παρά νά μετρήσει τό ὕψος καί τό βάθος τῆς θείας σοφίας καί πρόνοιας γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτό κι εἶναι πολύ περισσότεροι ἐκεῖνοι πού ἐπιδίδονται στήν πρώτη μέτρηση παρά στή δεύτερη. Εἶναι περισσότεροι ἐκεῖνοι πού ἐξετάζουν τά μάτια, παρά ἐκεῖνοι πού ἐρευνοῦν τό πνεῦμα. Αὐτό πού ἐρευνοῦν τά μάτια μοιάζει πιό σπουδαῖο, στήν πραγματικότητα ὅμως αὐτά πού ἐρευνᾶ κι ἐξετάζει τό πνεῦμα εἶναι ἀσύγκριτα πιό βαθιά, πιό μεγάλα καί πιό πλατιά, «τό γάρ Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾶ καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. Β΄, 10).
Τό βάθος τῆς θεϊκῆς σοφίας στό ξεκίνημα τοῦ παλιοῦ κόσμου ἦταν μεγάλο καί θαυμαστό. Δέν ἦταν ὅμως ὅπως τό ξεκίνημα τοῦ νέου κόσμου, μέ τή γέννηση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πάρτε σάν παράδειγμα τήν ἀνέκφραστη σοφία μέ τήν ὁποία ἀναφέρουν τή γέννηση τοῦ Κυρίου μας οἱ δυό εὐαγγελιστές, ὁ Ματθαῖος κι ὁ Λουκᾶς. Αὐτό πού συναντᾶμε καί στούς τέσσερις εὐαγγελιστές εἶναι ἀξιοθαύμαστο σύνολο, ὅμως συμπληρώνουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ὅπως τ᾿ ἀστέρια κι οἱ ἐποχές ἀλληλοσυμπληρώνονται μεταξύ τους. Ὅπως ἡ ἀνατολή δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ χωρίς τή δύση κι ὁ βορράς χωρίς τό νότο, ἔτσι κι ὁ ἕνας εὐαγγελιστής δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει χωρίς τό δεύτερο ἤ οἱ δυό χωρίς τόν τρίτο ἤ κι οἱ τρεῖς μαζί χωρίς τόν τέταρτο. Ὅπως κι οἱ τέσσερις ἄκρες τῆς γῆς ἀποκαλύπτουν, ἡ καθεμιά μέ τόν τρόπο της, τή δόξα καί τή μεγαλοσύνη τοῦ ζῶντος ἑνός καί Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἔτσι κι οἱ τέσσερις εὐαγγελιστές, μέ τόν τρόπο του ὁ καθένας, ἀποκαλύπτουν τή δόξα καί τή μεγαλοσύνη τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ.
Κάποιοι ἄνθρωποι, ἀνάλογα μέ τήν ἰδιοσυγκρασία τους, ἀναπαύονται περισσότερο στήν Ἀνατολή, ἐκεῖ βρίσκουν καί τήν ὑγεία τους. Ἄλλοι πάλι ἀναπαύονται στή Δύση κι ἄλλοι ἀκόμα στό Βορρά ἤ στό Νότο. Σ᾿ ἐκεῖνον πού δέν βρίσκει τήν εἰρήνη καί τήν ὑγεία του σέ κανέναν ἀπό τούς τέσσερις ὁρίζοντες, συνηθίζουμε νά λέμε πώς δέ φταίει ἡ γῆ, ἀλλά μᾶλλον ὁ ἴδιος. Ἔτσι μερικοί ἄνθρωποι, ἀνάλογα μέ τήν πνευματική ἰσορροπία τους ἀλλά καί τή διάθεσή τους, ἀναπαύονται περισσότερο κι ὠφελοῦνται ὅταν διαβάζουν τό κατά Ματθαῖον εὐαγγέλιο, ἄλλοι πάλι ὅταν διαβάζουν τό εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου, τοῦ Λουκᾶ ἤ τοῦ Ἰωάννη. Σ᾿ ἐκεῖνον πού δέν ἀναπαύεται καί δέ βρίσκει ὠφέλεια ἀπό κανένα εὐαγγέλιο λέμε πώς δέ φταῖνε οἱ εὐαγγελιστές γι᾿ αὐτό, μά ὁ ἴδιος. Εὔκολα μπορεῖ νά συμπεράνει κανείς πώς γιά τόν ἄνθρωπο αὐτόν δέν ὑπάρχει φάρμακο, οὔτε θεραπεία. Ὁ Δημιουργός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πάνσοφος, πανεύσπλαχνος. Γνωρίζει τή διαφορετικότητα καί τήν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης φύσης μας γι᾿ αὐτό οἰκονόμησε νά ᾿χουμε τέσσερις εὐαγγελιστές, ὥστε ὁ καθένας μας, ἀνάλογα μέ τήν πνευματική του φύση, νά κάνει κτῆμα του ἕνα ἀπό τά τέσσερα εὐαγγέλια πιό γρήγορα καί πιό εὔκολα, ὥστε τό εὐαγγέλιο αὐτό νά γίνει τό κλειδί γιά τήν ἀνάγνωση καί τῶν ἄλλων εὐαγγελίων.
Ἡ θεϊκή σόφια φαίνεται καθαρά στή δομή καί τήν ἀπόδοση τῶν εὐαγγελικῶν διδαχῶν. Καί γιά νά φανεῖ αὐτό μέ περισσότερη σαφήνεια, θά ἐξετάσουμε σήμερα ἕνα γεγονός, τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τό περιγράφουν δυό εὐαγγελιστές: ὁ Ματθαῖος κι ὁ Λουκᾶς. Καί οἱ δυό εὐαγγελιστές εἶχαν πάνω ἀπ᾿ ὅλα τό ἴδιο θεόπνευστο καθῆκον: νά φανερώσουν στούς πιστούς δύο διαφορετικά καί ἀλληλοσυμπληρούμενα χαρακτηριστικά στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού παλιά κοσμοῦσαν τόν προπάτορά μας Ἀδάμ στόν παράδεισο. Καί τά δύο τά ἔχασε ὁ Ἀδάμ μέ τό πού ἔπεσε στή σατανική ἁμαρτία. Μολονότι καί τά δύο αὐτά χαρακτηριστικά μοιάζουν νά συγκρούονται μεταξύ τους, συμπληρώνουν θαυμαστά τό ἕνα τό ἄλλο, ὅπως τό φῶς τοῦ ἥλιου ἀπό ψηλά συνδέεται μέ τά ἄνθη τοῦ ἀγροῦ πού ἀναπτύσσονται ἀπό κάτω. Τό ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά αὐτά εἶναι ἡ βασιλική ἐλευθερία καί τό ἄλλο ἡ υἱική ὑπακοή. Τό καθένα ἀπό τά χαρακτηριστικά αὐτά προϋποθέτει τό ἄλλο. Τό ἕνα ἐλευθερώνει τό ἄλλο ἀπό τούς περιορισμούς, ἤ καί μπορεῖ νά ἐμποδίσει τό ἄλλο καί νά τό καταστρέψει. Καί τά δυό εἶναι σάν τά δίδυμα, γεννήθηκαν μαζί, ζοῦν ἀλλά καί πεθαίνουν μαζί. Ἡ ἀπροϋπόθετη ὑπακοή συμβαδίζει μέ τήν ἀπεριόριστη ἐλευθερία. Ἡ ἀνυπακοή εἶναι ἐντελῶς ξένη στήν ἐλευθερία. Οἱ ἅγιοι εὐαγγελιστές τά ἰσορροποῦν καί τά δυό αὐτά. Ἀπό τή μιά δείχνουν καθαρά στούς ἀνθρώπους τή βασιλική ἐλευθερία τοῦ Θεανθρώπου κι ἀπό τήν ἄλλη τήν ταπεινή ὑπακοή Του.
Ὁ Λουκᾶς μιλάει γιά τό Ρωμαῖο Καίσαρα, τόν Αὔγουστο, καί τούς ποιμένες τῆς Βηθλεέμ. Ὁ Ματθαῖος δέν τούς ἀναφέρει καθόλου αὐτούς. Ἀντίθετα, αὐτός μιλάει γιά τόν Ἡρώδη, τό βασιλιά τῆς Ἰουδαίας, καί τούς μάγους ἐξ Ἀνατολῶν, ἐνῶ ὁ Λουκᾶς αὐτούς δέν τούς ἀναφέρει καθόλου. Τί σημαίνει αὐτό; Μήπως ὅτι ὑπάρχει ἔλλειψη ἤ ἀτέλεια; Ὄχι. Δέν ὑπάρχει οὔτε ἔλλειψη οὔτε ἀτέλεια. Σημαίνει μᾶλλον τή διασταύρωση δύο πηγῶν πού συμπληρώνουν καί τελειοποιοῦν ἡ μιά τήν ἄλλη. Θά ρωτήσει κάποιος ὅμως: Ἄν δέν ἀλληλοσυμπληρώνονταν, θά μποροῦσε ν᾿ ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς τό Ρωμαῖο Καίσαρα μαζί μέ τούς μάγους τῆς Ἀνατολῆς κι ὁ Ματθαῖος τό βασιλιά Ἡρώδη μαζί μέ τούς ποιμένες; Ἀπό μιά πρώτη ἄποψη αὐτό φαίνεται πιθανό. Τότε κι οἱ δυό εὐαγγελιστές θά συμπλήρωναν ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί ἡ διήγησή τους δέ θά ᾿χανε τίποτα οὔτε ἀπό τήν ὀμορφιά τῆς διήγησης οὔτε ἀπό τήν ἐσωτερική συνοχή. Δέ θά μποροῦσαν οἱ ποιμένες νά πληροφορήσουν τό βασιλιά Ἡρώδη καί τούς πρεσβυτέρους τοῦ Ἰσραήλ ὅτι ὁ νέος Βασιλιάς γεννήθηκε στόν κόσμο, ὅπως κι οἱ μάγοι; Καί στή μιά περίπτωση καί στήν ἄλλη, ὁ Ἡρώδης θά εἶχε σίγουρα διαπράξει τό ἔγκλημα ἐναντίον τῶν δεκατεσσάρων χιλιάδων νηπίων. Θά λέγαμε ἐπίσης: Δέ θά ᾿ταν συνετό ν᾿ ἀναφερθεῖ ὁ Καίσαρας Αὔγουστος μαζί μέ τούς μάγους ἐξ Ἀνατολῶν κι ὄχι μέ τούς ποιμένες τῆς Βηθλεέμ; Ὄχι. Γιατί ὅπως οἱ ποιμένες ἦταν ἁπλοί καί δέ θά ᾿χαν καμιά ἐπίδραση στόν Καίσαρα, ἔτσι θά γινόταν καί μέ τούς μάγους πού ἐμφανίστηκαν ξαφνικά στή Βηθλεέμ κι ἔπειτα ἐξαφανίστηκαν ξανά, ὅπως τούς ὁδήγησε ὁ ἀστέρας.
Ὅλ᾿ αὐτά ὅμως εἶναι ἁπλοί ἀνθρώπινοι συλλογισμοί, πού τούς κάνει ὁ ἀσταθής καί ἀδύναμος ἀνθρώπινος νοῦς. Ἄν ἀκολουθήσουμε τό βαθύ καί μυστηριώδη τρόπο πού σκέφτονται καί γράφουν οἱ δυό εὐαγγελιστές γιά τή γέννηση τοῦ Σωτήρα μας, θά κατανοήσουμε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ μόνος σωστός τρόπος σχετικά μέ ὅλα τά πρόσωπα πού ἐμπλέκονται στή διήγηση. Εἶναι ὁ μοναδικός τρόπος. Ὁ Καίσαρας Αὔγουστος ἔπρεπε ν᾿ ἀναφερθεῖ στό εὐαγγέλιο καί μάλιστα σ᾿ ἐκεῖνο τό κεφάλαιο τοῦ εὐαγγελίου ὅπου ἀναφέρονται κι οἱ ποιμένες τῆς Βηθλεέμ. Ὁ Ἡρώδης ἔπρεπε ν᾿ ἀναφερθεῖ στό εὐαγγέλιο καί στό κεφάλαιο ἐκεῖνο ὅπου ἀναφέροται κι οἱ μάγοι από την Ανατολή. Γιά ποιό λόγο; Γιά νά φανερώσουν μέ ὅσο τό δυνατό σαφέστερο τρόπο τήν ἀντίθεση μεταξύ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν ὑπέρ ἤ κατά τοῦ Χριστοῦ, ὑπέρ ἤ κατά τῆς ἀληθινῆς θεϊκῆς σοφίας.
***
Λέει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος: «Τά μωρά τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός ἵνα τούς σοφούς καταισχύνῃ, καί τά ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός ἵνα καταισχύνῃ τά ἰσχυρά» (Α΄ Κορ. Α΄, 27). Ἐκείνη τήν ἐποχή, κατά τ᾿ ἀνθρώπινα μέτρα, δυνατότερος ἄντρας ἀπό τόν Καίσαρα Αὔγουστο δέν ὑπῆρχε στόν κόσμο. Πιό ἀδύνατοι, πιό φτωχοί καί πιό ἄγνωστοι ἄνθρωποι ἀπό τούς ποιμένες τῆς φτωχῆς καί ἄσημης Βηθλεέμ πάλι δέν ὑπῆρχαν. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς γεννήθηκε ἀνάμεσα σ᾿ αὐτούς τούς ἀδύνατους, φτωχούς κι ἄγνωστους στά μάτια τοῦ κόσμου. Κι ἡ γέννησή Του ἀποκαλύφτηκε σ᾿ αὐτούς πρῶτα. Κι αὐτοί ἦταν πού πρῶτοι ὕμνησαν τή δόξα Του. Ὁ παντοδύναμος Καίσαρας Αὔγουστος πέθανε σωματικά ἀδύναμος, παραμένοντας ὥς τό θάνατό του στή σκιά τῆς αὐταπάτης.
…
Ἔτσι ἀντιμετωπίζουμε τό παράδοξο αὐτό γεγονός. Ὅταν ὁ Ἡρώδης ἄκουσε γιά τό νεογέννητο Βασιλιά τῶν βασιλέων βιάστηκε νά τόν σκοτώσει. Οἱ σοφοί συμβουλάτορές του κι οἱ ὑπερήφανοι νουνεχεῖς τῆς Ἱερουσαλήμ δέν τό λογάριασαν ἀπαραίτητο νά κάνουν τό δίωρο ταξίδι μέχρι τή Βηθλεέμ γιά νά δοῦν Ἐκεῖνον πού περίμεναν σαράντα γενιές ἀπό τόν Ἀβραάμ. Οἱ ἀστρολόγοι ἀπό τήν Ἀνατολή ὅμως, μ᾿ ὅλο πού ἀνῆκαν σέ ἔθνος εἰδωλολατρικό, ταξίδεψαν μῆνες ὁλόκληρους γιά νά πρσκυνήσουν τό βασιλιά Χριστό. Ἔτσι ἐπαληθεύονται τά λόγια τοῦ μεγάλου προφήτη Ἡσαΐα: «Ἐμφανής ἐγενήθην τοῖς ἐμέ μή ἐπερωτῶσιν, εὑρέθην τοῖς ἐμέ μή ζητοῦσιν. εἶπα· ἰδού εἰμι τῷ ἔθνει, οἵ οὐκ ἐκάλεσάν μου τό ὄνομα. ἐξεπέτασα τάς χεῖρας μου ὅλην τήν ἡμέραν πρός λαόν ἀπειθοῦντα καί ἀντιλέγοντα, οἵ οὐκ ἐπορεύθησαν ὁδῷ ἀληθινῇ, ἀλλ᾿ ὀπίσω τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (Ησ. ξε’ 1-2).
Ὁ Ρωμαῖος Καίσαρας ἀπό τή μιά μεριά κι οἱ ποιμένες τῆς Βηθλεέμ ἀπό τήν ἄλλη, παρουσιάζουν μιάν ἀντίθεση σέ κοσμική δύναμη, πλοῦτο καί δόξα. Ὁ Ἡρώδης κι οἱ γραμματεῖς τῆς Ἱερουσαλήμ ἀπό τή μιά μεριά κι οἱ μάγοι τῆς Ἀνατολῆς ἀπό τήν ἄλλη, παρουσιάζουν μιά ἄλλη ἀντίθεση, πού ἀφορᾶ τήν κατοχή τῆς ἀλήθειας, τή γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος εὐδόκησε νά διαλέξει τούς φτωχούς καί τούς εἰδωλολάτρες, γιά νά καταισχύνει ἔτσι τούς ἰσχυρούς καί τούς ὑπερήφανους. Προτοῦ τούς καταισχύνει ὁ Κύριος, τόν εἶχαν οἱ ἴδιοι περιφρονήσει μέ τήν ὑπερηφάνεια καί τήν παρακοή τους. Οἱ μεγαλύτεροι ἐχθροί τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὅμως καί τοῦ ἑαυτοῦ τους ἐχθροί, εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔπεσαν στήν ὑπερηφάνεια, εἴτε ἐξαιτίας τοῦ πλούτου τους εἴτε τῆς δύναμης καί τῆς σοφίας τους. Ἡ ὑπερηφάνεια τῶν ἰσχυρῶν καί τῶν σοφῶν σχηματίζει ἕνα ἀδιαπέραστο ἐμπόδιο ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους αὐτούς καί τό Θεό, εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἔχθρα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός βέβαια δέν ἔχει ἐχθρούς πού νά μποροῦν νά τόν βλάψουν, νά Τοῦ κάνουν κακό. Τό νά γίνει κάποιος ἐχθρός τοῦ Θεοῦ σημαίνει νά γίνει ἐχθρός τοῦ ἑαυτοῦ του. Τό νά διαγράψει κανείς τό Θεό ἀπό τή ζωή του, σημαίνει νά διαγραφεῖ ὁ ἴδιος ἀπό τή Βίβλο τῆς Ζωῆς. Οἱ ὑπερήφανοι ἄνθρωποι πού ἔχουν ἐγκόσμια δύναμη καθώς κι οἱ σοφοί ἐπιστήμονες, πού νομίζουν πώς διέγραψαν τό Θεό ἀπό τή ζωή τους, στήν πραγματικότητα δέν ἔκαναν τίποτ᾿ ἄλλο παρά νά διαγραφοῦν οἱ ἴδιοι ἀπό τή Βίβλο τῆς Ζωῆς. Ἡ αὐταπάτη τους ὅτι κατώρθωσαν νά ἐξορίσουν τό Θεό ἀπό τόν κόσμο, ἰσοδυναμεῖ μέ τήν αὐταπάτη τῶν μωρῶν καί ἀνοήτων πού, ἐπειδή κλείνουν τά μάτια τους στόν ἥλιο, νομίζουν πώς τόν ἐξαφάνισαν ἀπό τόν ἔναστρο οὐρανό.
Εὐτυχῶς πού οἱ ὑπερήφανοι ἄνθρωποι, εἴτε ἡ ὑπερηφάνειά τους προέρχεται ἀπό ἐξουσία εἴτε ἀπό γνώση, εἶναι λίγοι, εἶναι μειονότητα, γιατί οἱ φτωχοί ἄνθρωποι στόν κόσμο εἶναι περισσότεροι ἀπό τούς πλούσιους, οἱ ἀμαθεῖς εἶναι περισσότεροι ἀπό τούς σοφούς. Ἑπομένως μποροῦμε νά συμπεράνουμε πώς οἱ ὑπερήφανοι πλούσιοι τῆς Ρώμης κι οἱ ὑπερήφανοι γραμματεῖς τῆς Ἱερουσαλήμ δέν ἀντιπροσωπεύουν παρά μιά μειονότητα. Οἱ φτωχοί ποιμένες τῆς Βηθλεέμ ὅμως κι οἱ ἀστρολόγοι ἀπό τήν Ἀνατολή πού ἐπιθυμοῦσαν κι ἀναζητοῦσαν τήν ἀλήθεια, ἀντιπροσώπευαν τήν πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων τήν ἐποχή πού γεννήθηκε ὁ Χριστός. Κι αὐτοί εἶναι οἱ ἁπλοϊκοί ἄνθρωποι, οἱ «πτωχοί τῷ πνεύματι», οἱ καλλίτεροι ὑποψήφιοι γιά τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Οἱ ἄλλοι εἶναι ἐκεῖνοι πού τούς εἶναι πιό δύσκολο νά μποῦν στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι νά περάσει ἀπό τήν τρύπα τῆς βελόνας μιά καμήλα.
***
Ποιοί ἦταν αὐτοί οἱ παράδοξοι ἀστρολόγοι ἀπό τήν Ἀνατολή;Καί πῶς ἔγινε κι ἦρθαν νά προσκυνήσουν τό νεογέννητο Ἰησοῦ; Δέν μποροῦμε νά ποῦμε μέ ἀκρίβεια ἀπό ποιά χώρα ἦρθαν, ἄν ἦταν δηλαδή ἀπό τήν Περσία ἤ τήν Αἴγυπτο ἤ ἀκόμα ἀπό τή Βαβυλώνα ἤ τή μακρινή Ἰνδία. Μήπως, ὅπως λέει μιά ὄμορφη παράδοση, ξεκίνησαν χωριστά ὁ καθένας τους, ἀπό διαφορετικές χῶρες, καί κάπου συναντήθηκαν καί συνέχισαν μαζί τό ταξίδι τους γιά νά προσκυνήσουν τό Μεσσία; Ἡ ἀκρίβεια τῆς χώρας ἀπ᾿ ὅπου ἦρθαν ὅμως εἶναι ἕνα παράπλευρο, ἕνα ἀσήμαντο γεγονός. Τό σπουδαῖο ἐδῶ εἶναι ὅτι ἦρθαν στό ὄνομα ὁλόκληρης τῆς λατρεύουσας τ᾿ ἄστρα Ἀνατολῆς, γιά νά προσκυνήσουν τό πιό λαμπερό οὐράνιο ἀστέρι πού φάνηκε ποτέ στήν ἀνθρώπινη ἱστορία. Ἐκεῖνο πού θέλει νά πεῖ ὁ εὐαγγελιστής ἐδῶ εἶναι ὅτι ἦρθαν γιά νά προσκυνήσουν τό νεογέννητο Μεσσία ἀπό τήν Ἀνατολή στό ὄνομα τῆς Ἀνατολῆς, ὄχι στό ὄνομα κάποιας ἀνατολίτικης γῆς ἤ ἑνός λαοῦ τῆς Ἀνατολῆς.
…
Οἱ σοφοί ἅγιοι Πατέρες λένε πώς τό ἀστέρι αὐτό πού ὁδήγησε τούς μάγους ἀπό τήν Ἀνατολή στή Βηθλεέμ δέν ἦταν ἕνα ἀστέρι σάν τ᾿ ἄλλα, ἀλλά μιά πνευματική δύναμη μέ τή μορφή τοῦ ἄστρου. Ἄν ὁ Κύριος μποροῦσε νά ἐμφανιστεῖ στόν ποιμένα Μωυσή μέ τή μορφή μιᾶς καιόμενης βάτου, στόν Ἀβραάμ μέ τή μορφή τριῶν ἀγγέλων καί στόν προφήτη Ἠλία σάν ἀνεμοστρόβιλος καί σάν φωνή, τότε γιατί ὁ Κύριος ἤ κάποιος ἄγγελος νά μήν ἐμφανιστεῖ στούς μάγους σάν ἀστέρι; Ἀπό τή μεγάλη Του εὐσπλαχνία ἔρχεται στούς ἀνθρώπους καί παρουσιάζεται σ᾿ αὐτούς μέ τή μορφή πού οἱ ἴδιοι τόν ἐπιθυμοῦν. Στούς μάγους τῆς Ἀνατολῆς, τούς ἀστρολόγους, πού τόν ἀναζητοῦσαν ἀνάμεσα στ᾿ ἀστέρια, ἐμφανίστηκε σάν ἄστρο. Στούς Ἰσραηλίτες ὅμως δέν ἐμφανίστηκε σάν ἄστρο, γιατί ἐκεῖνοι ποτέ δέν τόν ἀναζήτησαν στ᾿ ἀστέρια. Γι᾿ αὐτό καί τό ἄστρο πού προπορευόταν ἀπό τούς μάγους σ᾿ ὅλο τό ταξίδι τους ἀπό τά χώματα τῆς Ἀνατολῆς, ἐξαφανίστηκε μόλις ἔφτασαν στά Ἱεροσόλυμα. Στήν ἁγία πόλη ὁ Θεός εἶχε ἀποκαλυφθεῖ μέ ἄλλον τρόπο καί δέν ἦταν ἀπαραίτητο νά ἐμφανιστεῖ σάν ἄστρο. Ὁ Ἱερώνυμος γράφει στά σχόλιά του στό κατά Ματθαῖον: «Τό ἄστρο ἔλαμψε στήν Ἀνατολή, ὥστε οἱ Ἰουδαῖοι νά μάθουν γιά τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, πρός μεγάλη τους ντροπή».
Ὅταν ἔφτασαν στά Ἱεροσόλυμα οἱ μάγοι διηγήθηκαν στόν Ἡρώδη καί στούς συμβούλους του γιά τήν ἐμφάνιση τοῦ παράξενου αὐτοῦ ἀστεριοῦ, πού ἦταν σημάδι ὅτι γεννήθηκε ἕνας καινούργιος βασιλιάς στήν Ἰουδαία. Ὁ Ἡρώδης, μαζί μέ τούς ἀρχιερεῖς καί τούς γραμματεῖς ἀλλά καί τό λαό τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀντί νά χαροῦν πού ἀξιώνονταν νά δοῦν Ἐκεῖνον πού «πολλοί προφῆται καί βασιλεῖς ἠθέλησαν ἰδεῖν… καί οὐκ εἶδον» (Λουκ. ι’, 24), τί ἔκαναν; «Ἀκούσας δέ Ἡρώδης ὁ βασιλεύς ἐταράχθη καί πᾶσα Ἱεροσόλυμα μετ᾿ αὐτοῦ» (Ματθ. β’, 3).
Γιατί ταράχτηκαν ἀφοῦ κάθε μέρα μιλοῦσαν γι᾿ αὐτόν καί κάθε μέρα τόν ἱκέτευαν νά ἔρθει; Γιατί φοβήθηκαν τήν ἔλευση Ἐκείνου πού χιλιάδες χρόνια τόν περίμεναν οἱ πρόγονοί τους;
Αὐτό πού τούς τάραξε καί τούς φόβισε ἦταν ἡ ἁμαρτία τους. Οἱ δίκαιοι περίμεναν τό Μεσσία σάν φίλο, οἱ ἁμαρτωλοί σάν κριτή. Ὁ Ἡρώδης καί οἱ γραμματεῖς ἦταν κολλημένοι στή γῆ σωματικά καί ψυχικά. Καί φοβοῦνταν πώς ὁ νέος Βασιλιάς θ᾿ ἀσκοῦσε πίεση πάνω τους γιά ν᾿ ἀποδεσμευτοῦν ἀπό τή γῆ. Ὁ Ἡρώδης κι οἱ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ φοβοῦνταν ἰδιαίτερα πώς ὁ νέος Βασιλιάς θά τούς ἔβρισκε ἀνάξιους, πώς θά τούς ἔδιωχνε ἀπό τή θέση τους γιά νά βάλει ἄλλους ἐργάτες καί βοηθούς. Οἱ γραμματεῖς φοβοῦνταν πώς θά ἀπέρριπτε ὅλη τή γνώση τους καί θά τούς ἐξανάγκαζε στήν περασμένη ἡλικία τους νά μάθουν καινούργια πράγματα. «Τί σημαίνει Αὐτός γιά μᾶς;», θά σκέφτονταν. «Εἴμαστε μιά χαρά καί χωρίς Αὐτόν. Ἄς ἔρθει ἀργότερα, σέ κάποια ἄλλη γενεά, ὄχι τώρα. Ὑπάρχει χρόνος. Θά μᾶς ἐνοχλήσει, θά μᾶς ταράξει, θά μᾶς πιέσει νά κάνουμε καινούργια πράγματα. Θ᾿ ἀποκαλύψει τίς πονηριές μας, τίς πανουργίες μας, θά φανερώσει τή μηδαμινότητά μας, θά μᾶς διώξει ἀπό τίς θέσεις μας γιά νά βάλει ἄλλους, δικούς Του ἀνθρώπους. Θά μᾶς ἀφήσει νηστικούς κυριολεκτικά καί μεταφορικά. Θά στερηθοῦμε καί τό ψωμί καί τήν ἐξουσία. Θά πάρει τό λαό μέ τό μέρος Του καί μᾶς θά μᾶς διώξει, ἴσως καί νά μᾶς φυλακίσει ἤ νά μᾶς σκοτώσει».
Ὅλα ἐκεῖνα πού θά αἰσθἀνονταν καί θά σκέφτονταν οἱ πονηροί ἄνθρωποι στίς μέρες μας ἄν ἄκουγαν πώς «ἔρχεται ὁ Χριστός», τά ἔνιωσαν καί τά σκέφτηκαν τότε οἱ πονηροί ἄνθρωποι τῆς Ἱερουσαλήμ πού ἦταν ντυμένοι μέ τό ἔνδυμα τῆς σοφίας καί κρατοῦσαν τό σκῆπτρο τῆς ἐξουσίας.
Κανένας ὅμως δέν τρομοκρατήθηκε ὅσο ὁ Ἡρώδης. Ἀπό τό φόβο του φώναξε ἀμέσως τούς ἀρχιερεῖς καί τούς γραμματεῖς γιά νά μάθει ἀπ᾿ αὐτούς καθαρά πού ἦταν νά γεννηθεῖ ὁ Χριστός. Ὁ ἴδιος δέν ἦταν Ἰουδαῖος ἀλλά Ἰδουμαῖος καί μᾶλλον δέ γνώριζε τίς προφητεῖες γιά τό Μεσσία.
Οἱ ἀρχιερεῖς κι οἱ γραμματεῖς ἐπηρεάστηκαν ἀπό τό φόβο τοῦ Ἡρώδη. Ἔτσι ξεφύλλισαν ἀμέσως τίς προφητεῖες καί σύντομα ἀπάντησαν στόν Ἡρώδη: «Ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας». Ἀνέφεραν ὀνομαστικά τή Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας κι ὄχι κάποια ἄλλη, γιά δυό λόγους. Πρῶτα ἐπειδή ὑπῆρχε ἄλλη μιά Βηθλεέμ στή Ζαβουλών καί δεύτερο ἐπειδή ὁ Μεσσίας ἀναμενόταν νά ἔρθει ἀπό τή φυλή τοῦ Ἰούδα, ὅπου ἀνῆκε κι ὁ βασιλιάς Δαβίδ. Αὐτό τό εἶχε ὁρίσει κι ὁ προφήτης Μιχαίας: «Καί σύ, βηθλεέμ οἶκος τοῦ Ἐφραθά, ὀλιγοστός εἶ τοῦ εἶναι ἐν χιλιάσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ γάρ ἐξελεύσεται τοῦ εἶναι εἰς ἄρχοντα ἐν τῷ Ἰσραήλ» (ε’, 1). Εἶπαν ἀκόμα στόν Ἡρώδη πώς ὁ Μεσσίας θά προερχόταν ἀπό τή φυλή τοῦ Ἰούδα καί πώς αὐτό τό εἶχε προφητέψει ὁ προπάτορας Ἰακώβ στήν Αἴγυπτο ὅταν εὐλόγησε τά παιδιά του τήν ὥρα πού πέθαινε καί μίλησε προφητικά γιά τούς ἀπογόνους τους. Τήν ὥρα πού ἔβαλε τά χέρια του πάνω στό κεφάλι τοῦ Ἰούδα εἶπε: «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καί ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ … καί αὐτός προσδοκία ἐθνῶν» (Γέν. μθ’ 10).
Ὁ προφήτης Μιχαίας προφήτεψε ἐπίσης πώς Ἐκεῖνος θά ποιμάνει τόν λαό του τόν Ἰσραήλ. Αὐτό σημαίνει πώς δέ θά εἶναι σάν τούς ἄλλους βασιλεῖς καί ἄρχοντες πού ἤξεραν μόνο πῶς θά κυβερνοῦν τούς ἀνθρώπους, ἀλλά θά ἦταν φύλακας γιά τό ποίμνιό Του, ὅπως οἱ γονεῖς γιά τά παιδιά τους.
***
Ὅταν ὁ Κύριος φανερώθηκε στή γῆ, ὁ κόσμος πεινοῦσε καί διψοῦσε πραγματικά γιά τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Κι ὅτι ἔτσι ἦταν ὁ κόσμος τήν ἐποχή ἐκείνη τό συμπεραίνουμε ἀπό δυό γεγονότα πού ἔγιναν ὅταν γεννήθηκε ὁ Χριστός. Τό πρῶτο εἶναι ὅτι οἱ μάγοι ξεκίνησαν νά κάνουν ἕνα πολύ μακρινό καί πολύ ἐπικίνδυνο ταξίδι γιά νά δοῦν Ἐκεῖνον πού πίστευαν πώς ἦταν πλούσιος σέ πνευματική τροφή. Τό δεύτερο εἶναι πώς οἱ μοναδικοί «σοφοί» ἄνθρωποι στόν κόσμο πού γνώριζαν τόν ἕνα καί ἀληθινό Θεό, δηλαδή οἱ μορφωμένοι τοῦ Ἰσραήλ, ἦταν τόσο πολύ ἀφυδατωμένοι πνευματικά, ὥστε δέν μποροῦσαν πιά οὔτε νά νιώθουν τήν πείνα, βρίσκονταν οὐσιαστικά σέ πνευματικό λήθαργο. Ἄν ἦταν σέ κατάσταση νά νιώθουν ἔστω καί τήν παραμικρή πείνα, θά εἶχαν τρέξει μαζί μέ τούς μάγους στή Βηθλεέμ γιά νά δοῦν τόν καινούργιο Βασιλιά, τό Μεσσία. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος τρέφεται μέ πνευματική τροφή τόσο περισσότερο ἐπιζητεῖ τήν τροφή αὐτή. Αὐτό εἶναι τό χαρακτηριστικό τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου καί τῆς πνευματικῆς τροφῆς. Οἱ σοφοί τοῦ Ἰσραήλ ὅμως ἄκουσαν μέ παγερή ἀδιαφορία, σάν παράλυτοι σχεδόν, τήν εἴδηση γιά τή γέννηση τοῦ Μεσσία. Τό μόνο πού ἔνιωσαν ἦταν μίσος γι᾿ Αὐτόν καί φόβο γιά τόν ἑαυτό τους.
…
Ἔτσι ὁ βασιλιάς κάλεσε μυστικά τούς μάγους κι ἄρχισε νά τούς ζητάει λεπτομέρειες γιά τό παράδοξο ἀστέρι. Αὐτό βέβαια δέν ἦταν τό κύριο ζητούμενο γι᾿ αὐτόν. Εἶχε ἤδη πειστεῖ ἀπόλυτα πώς ὁ νέος ἀντίπαλός του εἶχε γεννηθεῖ. Τό πίστευε αὐτό ἐπειδή τό ἔλεγε ἡ προφητεία, ἀλλά καί ἐπειδή εἶχε φανεῖ τό ἄστρο του στόν οὐρανό κι ἦρθαν οἱ μάγοι ἀπό τήν Ἀνατολή. Ἄν ὁ Ἡρώδης διέθετε κάποια πίστη, αὐτή θά ἦταν ἡ πίστη κάποιου ἀστρολόγου, κάποιου μάντη, ὅπως ἦταν ἡ πίστη ὅλων σχεδόν τῶν ἀρχοντικῶν κύκλων τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἐκείνη τήν ἐποχή. Γιά τόν Ἡρώδη τό πιό σπουδαῖο πράγμα ἦταν τότε νά ᾿χει κάποιο ἀποτέλεσμα ἡ συζήτησή του μέ τούς μάγους, γι᾿ αὐτό καί τούς κάλεσε μυστικά καί τούς εἶπε: «Πορευθέντες ἀκριβῶς ἐξετάσατε περί τοῦ παιδίου, ἐπάν δέ εὕρητε, ἀπαγγείλατέ μοι, ὅπως κἀγώ ἐλθών προσκυνήσω αὐτόν» (Ματθ. Β’, 8).
Ὁ Ἡρώδης θέλησε ἔτσι νά μετατρέψει τούς μάγους σέ κατασκόπους του, κατά κάποιο τρόπο συμμέτοχους στό βδελυρό κι ἀπαίσιο σχέδιο πού εἶχε κιόλας στό νοῦ του. Τούς σπουδαίους ἐπισκέπτες του, πού ἀπό δίψα γιά τήν ἀλήθεια καί τήν ἐλευθερία ἄφησαν τήν πατρίδα τους κι ὅλες τους τίς ἀνέσεις κι ἔκαναν ἕνα τόσο μακρύ κι ἐπικίνδυνο ταξίδι, ὁ Ἡρώδης θέλησε νά τούς κάνει μέρος τῆς ἀποτρόπαιης μηχανορραφίας του γιά τό φρικιαστικό ἔγκλημα πού ἑτοίμαζε, ὥστε νά σωθεῖ ὁ ἴδιος. Τί φρικώδης κόλαση, τί ἄβυσσος κακίας καί τί τρομερός θερισμός στόν ἀγρό τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ!
Ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ εἶχε προβλέψει πολλούς αἰῶνες νωρίτερα τήν ὕπαρξη τέτοιου βασιλιᾶ στό λαό τοῦ Ἰσραήλ καθώς καί τίς σατανικές μεθοδεύσεις του, ὅταν ἔλεγε: «Καί σύ, βέβηλε, ἄνομε, ἀφηγούμενε τοῦ Ἰσραήλ, οὗ ἥκει ἡ ἡμέρα, ἐν καιρῷ ἀδικίας πέρας, τάδε λέγει Κύριος· ἀφείλου τήν κίδαριν καί ἐπέθου τόν στέφανον· αὕτή οὐ τοιαύτη ἔσται· ἐταπείνωσας τό ὑψηλόν καί ὕψωσας τό ταπεινόν. Ἀδικίαν ἀδικίαν-ἀδικίαν θήσομαι αὐτήν, οὐδ᾿ αὕτη τοιαύτη ἔσται, ἕως οὗ ἔλθῃ ᾧ καθήκει, καί παραδώσω αὐτῷ» (κα’, 25-27).
Οἱ μάγοι ἀπό τήν Ἀνατολή ἄφησαν τόν Ἡρώδη καί τό συρφετό τῶν πνευματικά ζητιάνων πού τόν περιτριγύριζαν κι ἔφυγαν ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ. Μέ μεγάλη δίψα γιά τήν ἀλήθεια ἀκολούθησαν τό δρόμο τους.
…
Ἄφησαν πίσω τους τήν πόλη ὅπου ὁ Θεός εἶχε δείξει πολλά σημεῖα γιά τόν ἐρχόμενο Χριστό κι ἀκολούθησαν τό μοναδικό σημεῖο πού τούς ἔδειξε ὁ Κύριος: τό ὑπέρλαμπρο ἄστρο τῆς Ἀνατολῆς, πού παραδόξως τούς περίμενε ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς Ἱερουσαλήμ.
«Καί ἰδού, ὁ ἀστήρ ὅν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς» (Ματθ. β’, 9). Πόσο μεγάλη ἦταν ἡ χαρά τους! Θά πρέπει νά ἦταν καβάλα σέ καμῆλες, γιατί καί τό ταξίδι ὥς τήν Ἱερουσαλήμ ἦταν πολύ μακρινό, μά καί τό ἔδαφος ἦταν ἔρημος, γεμάτη ἄμμο. Ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ πρός Βηθλεέμ ὁ δρόμος στήν ἀρχή εἶναι ἀνηφορικός, μετά περνάει ἀπό ἕνα ψηλό καί βραχῶδες ὀροπέδιο, ἀπό πεδιάδες καί περιφραγμένους ἐλαιῶνες, μετά κοντά ἀπό τόν τάφο τῆς Ραχήλ καί τελικά φτάνει στόν τελικό του προορισμό. Τά μάτια τῶν μάγων ἔβλεπαν τό λαμπερό ἀστέρι, ἡ καρδιά τους χαιρόταν κι ἡ σκέψη τους γύριζε συνέχεια στό νεογέννητο. Μά ἡ χαρά τους ἦταν ἀπερίγραπτη. Ὅταν εἶδαν τό ἀστέρι νά κατεβαίνει καί νά στέκεται πάνω ἀπό τό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Ὁ εὐαγγελιστής μᾶς λέει ὅτι «ἐχάρισαν χαράν μεγάλην σφόδρα».
Οἱ μάγοι μπῆκαν στό σπήλαιο μέ φόβο καί δέος καί «εἶδον τό παιδίον μετά Μαρίας τῆς μητρός αὐτοῦ, καί πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ» (Ματθ. β’, 11). Λογικά πρέπει νά εἶδαν πρῶτα τή Μαρία κι ἔπειτα τό παιδί. Ὁ εὐαγγελιστής ὅμως δίνει ἔμφαση στό παιδίον κι ἔπειτα στή Μαρία. Τόν Ἰωσήφ δέν τόν ἀναφέρει καθόλου. Βάζει στή σειρά τήν ἁγία οἰκογένεια ἀνάλογα μέ τή σπουδαιότητα πού ἔχουν γιά τούς ἐπισκέπτες τους πού ἦρθαν ἀπό μακριά, ἀπό τά χώματα τῆς Ἀνατολῆς. Γι᾿ αὐτούς τό πιό σπουδαῖο πράγμα ἦταν νά δοῦν τό Βασιλιά, ἔπειτα τή μητέρα Του κι ὕστερα ὅλους τούς ἄλλους. Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἔβαλε τόν Ἰωσήφ δίπλα στή Μαρία γιά τούς Ἰουδαίους, ὄχι γιά τούς εἰδωλολάτρες. Λόγω τῶν Ἰουδαίων, ὁ Ἰωσήφ ἔπρεπε νά εἶναι γνωστός ὡς ἄνδρας τῆς Μαρίας, γιά νά τήν προστατέψει ἀπό τήν περιφρόνηση τῶν νομοθετῶν καί τή σκληρότητα τῶν ἐπίγειων νόμων. Γιά τούς εἰδωλολάτρες πού ἦρθαν ἀπό μακριά ὁ Ἰωσήφ ἦταν σάν νά μήν ὑπῆρχε. Αὐτό θέλει νά δείξει ὁ εὐαγγελιστής μέ τό ν᾿ ἀναφέρει τόν Ἰησοῦ καί τή Μαρία ἀλλ᾿ ὄχι καί τόν Ἰωσήφ, μ᾿ ὅλο πού οἱ μάγοι πρέπει νά τόν εἶδαν κι αὐτόν.
Καί πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ. Ἐκεῖνοι πού προσκυνοῦσαν τά ἄστρα μέ φόβο καί τρόμο, πέφτουν μέ μεγάλη χαρά τώρα καί προσκυνοῦν τόν Κύριο πού ἦρθε στή γῆ γιά νά τούς ἐλευθερώσει ἀπό τή δουλεία τῶν ἄστρων καί τήν πίστη τους στή τυφλή μοίρα. «Καί ἀνοίξαντες τούς θησαυρούς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσόν καί λίβανον καί σμύρναν» (Ματθ. β’, 11). Τρία δῶρα ἔφεραν στό νεογέννητο Βασιλιά. Καί χωρίς νά τό θέλουν συμβόλισαν τήν ἁγία καί ζωοποιό Τριάδα, στό ὄνομα τῆς Ὁποίας ἦρθε στόν κόσμο τό παιδί Ἰησοῦς, ἀλλά καί τήν τριπλή διακονία τοῦ Κυρίου: τή βασιλική, τήν ἱερατική καί τήν προφητική, γιατί ὁ χρυσός συμβολίζει τήν αὐτοκρατορική, τό λιβάλι τήν ἱερατική καί ἡ σμύρνα τήν προφητική ἤ τή θυσιαστική. Τό νεογέννητο βρέφος θά γινόταν ὁ Βασιλιάς τοῦ ἀθάνατου βασιλείου, ὁ ἀναμάρτητος ἱερέας καί προφήτης καί, ὅπως οἱ περισσότεροι προφῆτες πρίν ἀπ᾿ Αὐτόν, θά θανατωνόταν.
Ὅλοι τό γνωρίζουν πώς ὁ χρυσός μαρτυρεῖ κάποιον βασιλιά καί τή βασιλεία του. Ὅλοι γνωρίζουν πώς τό λιβάνι μαρτυρεῖ ἱερωσύνη καί προσευχή. Κι ἐπίσης ὅλοι γνωρίζουν ἀπό τήν Ἁγία Γραφή πώς τό λιβάνι μαρτυρεῖ τή θνητότητα. Ὁ Νικόδημος ἄλειψε τό σῶμα τοῦ νεκροῦ Ἰησοῦ μέ μύρα (Πρβλ. Ἰωάν. ιθ’ 39-40). Ἄλειφαν τά σώματα γιά νά τά διατηρήσουν κάπως περισσότερο ἀπό τή φθορά τοῦ θανάτου. Ὁ κόσμος φωτίστηκε ἀπό τό Χριστό πού ἔλαμψε σάν χρυσός. Καί γέμισε ἀπό προσευχές καί θυμιάματα, ὅπως ἕνας ναός. Ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη γέμισε ἀπό τό ἄρωμα τῆς διδασκαλίας Του.
Τά τρία δῶρα ὅμως συμβολίζουν ἐπίσης τήν καρτερία καί τό ἀμετάβλητο. Ὁ χρυσός παραμένει χρυσός, τό λιβάνι παραμένει λιβάνι καί τό μύρο παραμένει μύρο. Κανένα ἀπ᾿ αὐτά δέ χάνει τήν ἰδιότητά του ὅσα χρόνια κι ἄν περάσουν. Μετά ἀπό χίλια χρόνια ὁ χρυσός ἐξακολουθεῖ νά λάμπει, τό λιβάνι νά καίει καί τό μύρο διατηρεῖ τό ἄρωμά του. Δέν θά μποροῦσαν νά βρεθοῦν ἄλλα πιό ἀντιπροσωπευτικά ἀντικείμενα στή γῆ πού νά συμβολίζουν τόσο πιστά τήν ἐπίγεια ἀποστολή τοῦ Χριστοῦ ἤ νά δείχνουν πιό καθαρά καί ἐκφραστικά τόν αἰώνιο χαρακτήρα τοῦ ἔργου Του στή γῆ, καθώς καί ὅλες τίς πνευματικές καί ἠθικές ἀξίες πού ἔφερε ἀπό τόν οὐρανό στόν κόσμο. Ἔφερε τήν ἀλήθεια, τήν προσευχή, τήν ἀθανασία.
Μέ ποιό ἄλλο ἀντικείμενο στή γῆ, ἐκτός ἀπό τό χρυσό, θά μποροῦσε νά συμβολιστεῖ καλύτερα ἡ ἀλήθεια; Ὅ,τι καί νά κάνεις στό χρυσό, αὐτός θά ἐξακολουθεῖ νά λάμπει.
Μέ ποιό ἄλλο ἀντικείμενο θά μποροῦσε νά συμβολιστεῖ καλύτερα ἡ προσευχή ἄν ὄχι μέ τό λιβάνι; Ὅπως ὁ καπνός ἀπό τό λιβάνι γεμίζει τήν ἐκκλησία ὁλόκληρη, ἔτσι γεμίζει κι ἡ προσευχή ὁλόκληρη τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως ὁ καπνός ἀνεβαίνει ψηλά, ἔτσι ἀνεβάζει ἡ προσευχή τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου στό Θεό. «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου», λέει ὁ Ψαλμωδός (ψαλμ. ρμα’ 2). Εἶναι γεγονός πώς κι ἄλλα πράγματα βγάζουν καπνό, μά κανένας καπνός δέν ἐμπνέει τήν ψυχή γιά προσευχή.
Ποιό ἄλλο ἐπίγειο ἀντικείμενο θά μποροῦσε νά συμβολίσει καλύτερα τήν ἀθανασία ἀπό τό μύρο; Ἡ θνητότητα ἀποπνέει δυσωδία, ἐνῶ ἡ ἀθανασία ἔχει μιά διαρκή εὐωδία.
Οἱ μάγοι ἀπό τήν Ἀνατολή συμβόλισαν ἔτσι ἔστω κι ἀνεπίγνωστα ὁλόκληρη τή χριστιανική πίστη. Ξεκίνησαν ἀπό τήν Ἁγία Τριάδα κι ἔφτασαν ὥς τήν Ἀνάσταση καί τήν ἀθάνασία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί τῶν πιστῶν Του. Δέν εἶναι ἁπλοί προσκυνητές, μά πραγματικοί προφῆτες. Προφῆτες τόσο τῆς χριστιανικῆς πίστης ὅσο καί τῆς ζωῆς καί τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό μόνοι τους, μέ τή δική τους ἀντίληψη καί γνώση, δέ θά τά ἤξεραν ὅλ᾿ αὐτά. Ἦταν ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ πού τούς ἔστειλε στήν Βηθλεέμ καί τούς ἔδωσε τό παράξενο αὐτό ἄστρο νά τούς ὁδηγεῖ.
…
Ἀλλά «χρηματισθέντες κατ᾿ ὄναρ μή ἀνακάμψαι πρός Ἡρώδην, δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τήν χώραν αὐτῶν» (Ματθ. β’, 12).
Οἱ μάγοι εἶχαν δείξει τήν ἀφοσίωσή τους στό νεογέννητο βρέφος, καί Ἐκεῖνο ὁδηγοῦσε τά βήματά τους. Δέ γνώριζαν τήν καρδιά τοῦ Ἡρώδη οὔτε καί τίς κακές του προθέσεις. Ἡ Θεία πρόνοια ὅμως πού γνωρίζει τά πάντα τούς τά φανέρωσε αὐτά σέ ὄνειρο καί τούς ἔδωσε ἐντολή νά μή γυρίσουν ἀπό τόν ἴδιο δρόμο πού ἦρθαν, ἀλλά νά πᾶνε στήν πατρίδα τους ἀπό ἄλλο δρόμο (*).
***
Τήν ἐντολή αὐτή οἱ μάγοι πρέπει νά τήν πῆραν ἀπό κάποιον ἄγγελο τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶχε κάνει κι ὁ δίκαιος Ἰωσήφ σέ ἀρκετές περιπτώσεις. Ὑπακούοντας σέ ὅλα τό Θεό πῆραν ἀμέσως ἄλλο δρόμο καί πέρασαν ἔξω ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ. Ξεκίνησαν τό ταξίδι πρός τήν πατρίδα τους χαρούμενοι, δοξολογώντας συνέχεια τό Θεό καί τό νεογέννητο Σωτήρα τοῦ κόσμου. Μαζί τους πῆραν ἕνα δῶρο πολύ μεγαλύτερο ἀπό ἐκεῖνα πού κουβάλησαν ὅταν ξεκίνησαν γιά νά βροῦν τό Βασιλιά Χριστό. Τώρα κουβαλοῦσαν στήν καρδιά τους τόν ἴδιο τό βασιλιά Χριστό. Ἀντί γιά τό χρυσό, τό λιβάνι καί τό μύρο πού Τοῦ εἶχαν προσφέρει, τῶρα κουβαλοῦσαν καρδιές γεμάτες ἀλήθεια, προσευχή καί τοῦ Χριστοῦ τήν ἀθάνατη εὐωδία. Σέ μικρό χρονικό διάστημα λοιπόν ἔφτασαν στό ταπεινό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ γιά νά προσκυνήσουν τό Χριστό ποιμένες καί μάγοι, οἱ πιό ἁπλοϊκοί καθώς κι οἱ πιό μορφωμένοι ἄνθρωποι τοῦ κόσμου. Εἴτε ἁπλοϊκοί εἴμαστε εἴτε σοφοί, συμπεραίνουμε ἀπ᾿ αὐτό πώς ἔχουμε ὅλοι ἀνάγκη τό Χριστό ἐξίσου. Πώς πρέπει ὅλοι, μέ τήν ἴδια ὑπακοή καί ταπείνωση νά Τόν λατρεύουμε, ἐπειδή εἶναι ὁ ζωοδότης, νά τόν δοξάζουμε ὡς Θεό καί Σωτήρα μας, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν ὁμοούσια καί ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(*) Γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος στίς Ὁμιλίες του στά Εὐαγγέλια: «Οἱ μάγοι ἔχουν κάτι σπουδαῖο νά μᾶς δείξουν μέ τήν ἐπιστροφή στήν πατρίδα τους ἀπό ἄλλο δρόμο. Πατρίδα μας εἶναι ὁ παράδεισος. Ὅταν γνωρίσουμε τό Χριστό, ὁ δρόμος γιά νά γυρίσουμε στόν παράδεισο ἀπό κεῖ πού ἤρθαμε εἶναι κλειστός. Φύγαμε ἀπό τήν πατρίδα μας ἀκολουθώντας τό δρόμο τῆς ὑπερηφάνειας, τῆς παρακοῆς καί τῆς πρόληψης πρός τόν ἀόρατο κόσμο, ἀφοῦ δοκιμάσαμε τόν ἀπαγορευμένο καρπό. Στό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς πρέπει ν᾿ ἀκολουθήσουμε τό δρόμο τῶν δακρύων καί τῆς ὑπακοῆς, τῆς περιφρόνησης τῶν ἐγκοσμίων καί τῆς ἀποχῆς ἀπό τίς σωματικές ἐπιθυμίες».
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν κύριο Πέτρο Μπότση γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
Πηγή: (Ἀπό τό βιβλίο: “Θεός ἐπί γῆς, ἄνθρωπος ἐν οὐρανῷ”, COPYRIGHT – ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: Πέτρος Μπότσης, Πέλλης 2, 152 34, Φραγκοκκλησιά Ἀττικῆς, Τηλ. FAX: 210 – 6812382, ΚΙΝ. 69744814002 ), Η άλλη όψη (Λόγος Α', Λόγος Β', Λόγος Γ')