«ΠΩΣ ΒΙΩΝΑΝ ΟΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΜΑΣ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ;»
Δρ Ηρακλής Ρεράκης,
Καθηγητής Α.Π.Θ., Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων (Π.Ε.Θ.)
Η γέννηση του Χριστού υπήρξε πάντοτε ένα από τα αγαπημένα θέματα των Ελλήνων λογοτεχνών. Eκείνος, όμως, που χωρίς αμφιβολία την ύμνησε περισσότερο απ’ όλους ήταν ο «άγιος των ελληνικών γραμμάτων», ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Όπως σημείωνε σε εφημερίδα της εποχής (1887), «εάν το Πάσχα είναι η λαμπρότατη του Χριστιανισμού εορτή, τα Χριστούγεννα, βεβαίως, είναι η γλυκύτατη και συγκινητικότατη». Ό, τι έγραφε για τα Χριστούγεννα αποτελούσαν έκφραση βαθιάς πίστεως, όπως σημειώνει ο ίδιος: «Το ελληνικόν έθνος έχει και θα έχει διά παντός ανάγκην της θρησκείας του. Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ, μετά λατρείας, τον Χριστόν μου, να περιγράφω, μετ’ έρωτος, την φύσιν και να ζωγραφώ, μετά στοργής, τα γνήσια ελληνικά ήθη. Εις τα διηγημάτια, όσα εδημοσίευσα κατά καιρούς, τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα, ενεπνεύσθην, αληθώς, από τας αναμνήσεις μου και τα αισθήματά μου, τα οποία θέλγουσι και συγκινούσι, εμέ αυτόν, ίσως και ολίγους εκλεκτοὺς φιλαναγνώστας».
Ο Παπαδιαμάντης, μέσα από το έργο του, εκφράζει τις βιωματικές του εμπειρίες, δείχνοντας, σε κάθε ευκαιρία που του δίνεται, τη βαθιά του πίστη στη δύναμη και παρουσία του Θεού, ως έκφραση ψυχής και όχι διάνοιας.
Ως τέκνον γνήσιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, όπως ομολογεί ο ίδιος, θεωρεί ότι η πατρίδα μας κινδυνεύει από την εισβολή του δυτικού τρόπου ζωής, με την αλλοίωση των ηθών και την υποτονικότητα της ευσέβειας του λαού.
Γράφει πολλά και ωραία χριστουγεννιάτικα διηγήματα, θέλοντας έτσι να διασώσει τη λαϊκή ευσέβεια και να συμβάλει στην κατά Χριστόν, ορθή ανακαίνιση του κόσμου.
Ο Φώτης Κόντογλου, επίσης, στο βιβλίο του, «Χριστού Γέννησις. Το Φοβερόν Μυστήριον» αναφέρει: «Αδέρφια μου, φυλάξτε τις ελληνικές μας συνήθειες, γιορτάστε όπως γιορτάζανε οι πατεράδες σας και μη ξεγιελιέστε, με τα ξένα κι άνοστα πυροτεχνήματα. Οι δικές μας οι γιορτές αδελφώνουν τους ανθρώπους, τους ενώνει η αγάπη του Χριστού. Μην κάνετε επιδείξεις, ευφράνθητε εορτάζοντες... Ακούστε τα παιδάκια που λένε τα κάλαντα: «Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθήτε, στην Εκκλησίαν τρέξετε, με προθυμίαν μπήτε, ν’ ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν, και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν».
Με ιδιαίτερη ευαισθησία, ο Κόντογλου αναφέρεται στα έθιμα των Χριστουγέννων, που δείχνουν την ιδιαίτερη σχέση των Ελλήνων με τις μεγάλες εορτές της πίστεώς τους: «Οι γιορτές οι δικές μας σταθήκανε πάντα θρησκευτικές και γι’ αυτό είχανε κάποιον άλλο χαρακτήρα από τις γιορτές πού γιορτάζουνε άλλα έθνη, προπάντων σήμερα, που είναι κάποιες αυτοσχεδιασμένες σκηνοθεσίες, χωρίς καμιά σημασία για το πνεύμα του ανθρώπου. Σ’ αυτές τις ψευτογιορτές ξαμολιούνται όλα τα βάρβαρα και εγωιστικά πάθη του ανθρώπου, που κοιτάζει μοναχά την ευχαρίστηση της σάρκας. Ενώ οι δικές μας οι γιορτές, επειδή, όπως είπα, έχουνε τη ρίζα τους στη θρησκεία, είναι σεμνές, πνευματικές».
Ο Φώτης Κόντογλου, επηρεασμένος από την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, μας υπενθυμίζει πως τα Χριστούγεννα είναι γιορτή της αγάπης, της απλότητας και της καλοσύνης. Τα χριστουγεννιάτικα διηγήματά του περιλαμβάνουν την προσήλωσή του στις αξίες της χριστιανικής πίστεως και διαμορφώνουν ένα ξεχωριστό πλαίσιο φιλανθρωπίας, όπου «απλοί, φτωχοί, καλοσυνάτοι άνθρωποι προσφέρουν την αγάπη τους απλόχερα, κερδίζοντας την αγάπη του Θεού.
Την πνευματική χαρά και την ουράνια αγαλλίαση, που νιώθει ο Χριστιανός από τα Χριστούγεννα, δεν μπορεί να τη νιώσει, με κανέναν τρόπο, όποιος τα γιορτάζει μοναχά σαν μια συγκινητική συνήθεια, που είναι δεμένη περισσότερο με τις συνηθισμένες χαρές του κόσμου. Μοναχά ο ορθόδοξος Χριστιανός γιορτάζει τα Χριστούγεννα πνευματικά, κι από την ψυχή του περνάνε αγιασμένα αισθήματα και τη ζεσταίνουνε με κάποια θέρμη παράδοξη, που έρχεται από έναν άλλον κόσμο, τη θέρμη του Αγίου Πνεύματος. Ψυχή και σώμα γιορτάζουν μαζί, ευφραίνονται με τη θεία ευφροσύνη, που δεν την απογεύεται όποιος βρίσκεται μακριά από τον Χριστό».
Ο Τάσος Λειβαδίτης, ακόμη, στο ποίημά του «Η Γέννηση του Χριστού» έγραφε: «Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα. Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό: Είδες, μου λέει, γεννήθηκε η ευσπλαχνία! Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ. Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό».
Aν μελετήσει κάποιος το έργο του μεγάλοy μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, δεν χρειάζεται ξεχωριστή προσπάθεια, προκειμένου να νιώσει τη μεγάλη αγάπη και αφοσίωσή του στη χριστιανική του πίστη.
Ο μακαριστός Καθηγητής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Δημήτριος Κουκουλομμάτης, γράφει στο πολύ σημαντικό βιβλίο του: «Το θείο στη Νεοελληνική Φιλολογία, Α’ Ποίηση»: «Είναι, πραγματικά, δύσκολο να εντοπίσει κανείς δημιουργίες του ποιητή, από τις οποίες να ελλείπει, παντελώς, το θρησκευτικό στοιχείο, είτε με τη μορφή της παράδοσης είτε με δογματικό περιεχόμενο».
Η ποίηση του Ελύτη, έχοντας πνευματικά και λογοτεχνικά πρότυπα την Αγία Γραφή, την Υμνολογία, τις μεγάλες μορφές του Ρωμανού του Μελωδού, του Θεόφιλου, του Σολωμού, του Παπαδιαμάντη, του Παλαμά και πολλών άλλων είναι ένας ύμνος του φωτός, του Ουρανού, της Ανάστασης, της Αιωνιότητας, αναφορές όχι τυχαίες, αλλά συνειδητές αρχές χριστιανικές, φανερώματα πίστης, όχι ποιητικής, αλλά θρησκευτικής, όπως την όρισε ο Ιησούς και διευκρινίστηκε από την Ιερά Παράδοση.
Έτσι, μπορεί κανείς με βεβαιότητα να ισχυρισθεί ότι χωρίς αυτήν την πίστη, από το έργο του Ποιητή θα έλειπε, ασφαλώς, το «Άξιον Εστί», ενώ οι άλλες δημιουργίες του θα είχαν ακολουθήσει άλλους δρόμους ανάπτυξης.
Για τον περιφρονημένο από το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας και σχεδόν ανύπαρκτο στα σύγχρονα σχολικά βιβλία Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ο Ελύτης έγραφε, προφητικά, στο βιβλίο του «Εν λευκώ»:
«Μια μέρα, το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητάς του. Δε θα ΄χει αλλάξει εκείνο, αλλά το μυαλό μας. Οι άνθρωποι θα πάψουν να ΄ναι απλώς οι φορείς ηθών και εθίμων… Εκεί που εξακολουθούν να παλιώνουν τα πράγματα, παραμένει, όμως, καινούριος ο Θεός και φυσικά οι λέξεις που τον εκφράζουν».
Για τον άλλο εξoβελισμένο από τα σχολικά βιβλία του Υπουργείου Παιδείας, Διονύσιο Σολωμό, ο Ελύτης έγραφε στο βιβλίο του «Τα ελεγεία της Οξώπορτας»: «Ο Θεός τα χείλη σου χρύσωσε… η σκέψη σου γινωμένη από καιρό ουρανός… Και τι μυστήριο, να μιλάς και οι φούχτες σου ν΄ ανοίγονται. Όμορφο πρόσωπο, γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Από δική σου χάρη, μένει μισάνοιχτο το ακοίταχτο».
Πιστός στην ορθόδοξη παράδοση και λατρεία σε όλη τη μεγάλη του ποιητική διαδρομή, μέσα από το υψηλού επιπέδου έργο του, εκφράζει τη σταθερή αφοσίωσή του στην ορθόδοξη Αλήθεια.
Στο ποίημά του, «Πολλά δεν θέλει ο άνθρωπος» δείχνει, με απέριττο τρόπο, τα χαρακτηριστικά στοιχεία του απλού και πιστού Χριστιανού: «Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος να ΄ν’ ήμερος να ΄ναι άκακος, λίγο φαΐ λίγο κρασί, Χριστούγεννα κι Ανάσταση κι όπου φωλιάσει και σταθεί, κανείς να μην του φτάνει εκεί…».
Και κλείνουμε το παρόν αφιέρωμα, με το γεμάτο από παιδική χάρη και αγνότητα χριστουγεννιάτικο ποίημα του Κωστή Παλαμά, με τίτλο «Τα Χριστούγεννα»:
«Να ‘μουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι,
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.
Να λάμψω από τη λάμψη του κι’ εγώ σαν διαμαντάκι
κι’ από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.
Να μοσκοβοληθώ κι’ εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.
Να ‘μουν του στάβλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι!»
Ηρακλής Ρεράκης,
Καθηγητής ΑΠΘ,
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων (ΠΕΘ)