Θεός το τεχθέν, η δε μήτηρ Παρθένος! Τι γάρ μείζον άλλο καινόν είδεν η κτίσις;
Σε όλες σχεδόν τις προφητείες, στα πολλά αποστολικά αναγνώσματα που διαβάζονται στις Ώρες των Χριστουγέννων και στον Εσπερινό, διακρίνουμε δύο κεντρικές θεολογικές αλήθειες, δύο αλήθειες που συνδέονται η μία με το γεγονός και η δεύτερη με τον τρόπο του μυστηρίου. Η πρώτη κρύβεται πίσω από την εικόνα του βρέφους και η δεύτερη επιβεβαιώνεται από τα χαρακτηριστικά της Θεοτόκου. Ας τις δούμε προσεκτικά.
Η μία είναι ότι ο Θεός γίνεται άνθρωπος. Δηλαδή, αυτό το βρέφος που αντικρίζουμε ταπεινωμένο, περιφρονημένο, σ’ αυτή την εξευτελιστική, κενωτική, θα λέγαμε, κατάσταση, μέσα στο σπήλαιο, μέσα στη φάτνη, μέσα στο κρύο, με συντροφιά τα άλογα ζώα, αυτό το βρέφος είναι ο τέλειος Θεός. Δεν είναι ένας απλός άνθρωπος, δεν είναι κάποιος προφήτης, δεν είναι ένας απεσταλμένος του Θεού, δεν είναι κάποιος σχεδόν Θεός, δεν είναι ένας Θεός· είναι ο Θεός. Αυτό λέγουν τα τροπάρια. Αυτό υπογραμμίζουν τα αναγνώσματα. Αυτό είναι το δόγμα της ενανθρωπήσεως του Θεού. Αυτό είναι η πρώτη αλήθεια. Αυτήν τιμούμε κατά την ήμερα των Χριστουγέννων.
Υπάρχει όμως και μία δεύτερη μεγάλη δογματική αλήθεια· η αλήθεια ότι η κόρη αυτή που εμφανίζεται στην εικονογραφία, στην υμνογραφία, στα ευαγγελικά αναγνώσματα, είναι παρθένος. Δηλαδή ο Κύριος γεννάται, ο Θεός έρχεται σ’ αυτόν τον κόσμο μέσα από παρθενική μήτρα. Δεν έρχεται δια της φυσιολογικής οδού, όπως ο κάθε άνθρωπος, δε συλλαμβάνεται «εκ σπέρματος ανδρός», αλλά έρχεται μ’ έναν «ξένον» τρόπο· ασπόρως και παρθενικώς.
Όσο κι αν η ορθολογισμένη σκληροκαρδία της εποχής μας σκανδαλίζεται από αυτό το γεγονός, η αλήθεια είναι ότι ο Κύριος «ετέχθη εκ Παρθένου Μητρός». Για ποιόν όμως λόγο να γεννηθεί εκ παρθένου; Την ίδια απορία που ίσως ταπεινώς κι εμείς έχουμε, την ίδια απορία διατυπώνει και η Εκκλησία. Γι’ αυτό συχνά στους ύμνους τονίζεται αυτός ο θαυμασμός, αυτή η έκπληξη. «Ό αχώρητος παντί πως εχωρήθη εν γαστρί;», «Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον» κ.ο.κ. οι ύμνοι παλεύουν με την ιδέα της παρθενικής Γεννήσεως. η Εκκλησία, ενώ απορεί με το μυστήριο, δεν το αμφισβητεί. Πιστεύει μόνο σ’ αυτό. Αυτή η πίστη γεννά και σαφείς απαντήσεις, τόσο ισχυρές, που θα μας έλεγε ότι δεν ήταν δυνατόν να γεννηθεί ο Κύριος από μη παρθενική μήτρα. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Ας δούμε ορισμένους λόγους που επιβεβαιώνουν αυτή τη θεολογική αλήθεια.
Ο πρώτος είναι ο μυστηριακός λόγος. Έπρεπε ο Θεός να έλθει όχι με τους νόμους της φύσεως, αλλά με υπερφυσικούς τρόπους. «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι». Σίγουρα θα μπορούσε να ερχόταν ο Θεός χωρίς να δημιουργήσει τη θεϊκή υποψία. Ερχόμενος όμως μέσα από την παρθενική μήτρα, ερχόταν μ’ έναν τρόπο που σήμαινε ότι το πρώτο στοιχείο που έκανε είναι να καταργεί εντελώς τους νόμους της φύσεως. Ανακαινίζει τα πάντα. Γεννά ελπίδες σε όλα τα επίπεδα. Δεν ήλθε με φυσικό τρόπο. Συνεπώς δημιουργεί τη θεολογική υποψία ότι κάτι γίνεται. Παρά ταύτα, ο ίδιος ο Ιωσήφ δεν αντιλαμβάνεται το γεγονός, όπως βεβαιώνει το Ευαγγέλιο (Ματθ. α’ 19). «Κατεπλάγη Ιωσήφ το υπέρ φύσιν θεωρών», επαναλαμβάνει ο υμνογράφος. η ίδια η Παναγία δεν το υποψιάστηκε τη στιγμή του ευαγγελισμού (Λουκ. α’ 34). Μόνον όταν υπετάγη στην προτροπή του αγγέλου, τότε άρχισε να καταλαβαίνει περίπου το τι θα της συμβεί.
Δεύτερη αιτία είναι η ανάγκη της καθαρότητας. Έπρεπε ο Θεός να έλθει μ’ έναν πεντακάθαρο, τον καθαρότερο τρόπο. Όχι μ’ έναν τρόπο ο οποίος είναι πτωτικός, όπως ο φυσικός. ο τρόπος της συλλήψεως και της γεννήσεως του καθενός μας εισήχθησαν στην ανθρώπινη φύση μετά την πτώση. Αυτό φαίνεται από το ότι η μεν σύλληψη είναι ενήδονη, δηλαδή ηδονικώς κανείς συλλαμβάνεται, η δε γέννηση επώδυνη, δηλαδή με πόνους κανείς γεννάται. Αυτός είναι ο λόγος που και στη γέννηση του Κυρίου, αλλά και στη γέννηση της Θεοτόκου, η πρόνοια του Θεού έδωσε ιδιάζοντα, μη ηδονικό χαρακτήρα. Έτσι η Παναγία γεννήθηκε από γέρους, στείρους γονείς, ώστε η γέννηση της να μην είναι αποτέλεσμα επιθυμίας, διαθέσεως προς ηδονή και ευχαρίστηση, αλλά να είναι αποτέλεσμα πόθου προς παιδοποιία και μόνον. Αν αυτό συνέβη με την Παναγία, πολύ περισσότερο έπρεπε να συμβεί για τον Χριστό. Σκοπός λοιπόν της παρθενικής συλλήψεως και γεννήσεως του Κυρίου είναι η καθαρότητα με την οποία έπρεπε να έλθει ο πεντακάθαρος Θεός σ’ αυτόν τον κόσμο.
Η εκ παρθένου γέννηση όμως παραπέμπει και στη δημιουργία του ανθρώπου. Λέγουν οι Πατέρες ότι, όπως ο Αδάμ πλάσθηκε από την παρθενική γη, δίχως σπέρμα ανδρός, κατά μείζονα λόγο ο Νέος Αδάμ, ο ενανθρωπήσας Κύριος, δεν ήταν δυνατόν παρά να προέλθει από παρθενική γέννηση. Και «ώσπερ ο Αδάμ άνευ γυναικός γυναίκα ήνεγκεν, ούτω και σήμερον η παρθένος άνευ ανδρός άνδρα έτεκεν». Διαφορετικά πως θα ήταν δυνατόν, αν ο Κύριος ήταν υποκείμενος στους νόμους της φύσεως περισσότερο από όσο ο Αδάμ, να μας απαλλάξει από την παίδευση και την σκλαβιά της αμαρτίας, στην οποία ο αρχέγονος πατέρας μας μας υποδούλωσε;
Θα αναφέρω και έναν άλλο θεολογικό λόγο. Αν εδέχετο ο Κύριος να γεννηθεί εκ σπέρματος ανδρός, δηλαδή ανθρώπου, θα είχε υποτάξει τη θεϊκή Του φύση στην ανθρώπινη φύση. Δε συνέβη όμως αυτό. ο Κύριος ήλθε για να δώσει νέα ζωή όχι για να πάρει ζωή, να μολυνθεί από τις συνέπειες της παλαιάς ζωής. Δεν ήταν δυνατόν ο ίδιος να είναι αποτέλεσμα σπέρματος ανθρωπίνου, να κληρονομήσει χαρακτηριστικά κάποιου επίγειου πατέρα. Δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει κυριαρχία ανθρώπινη στην έλευση Του. Έπρεπε να υπάρχει κυριαρχία θεϊκή στον ερχομό Του, γιατί αυτός θα απεργάζετο την αναγέννηση των ανθρώπων. Ο ερχομός Του προκάλεσε την πνευματική γονιμοποίηση, την αναγέννηση του ανθρωπίνου γένους, την αναγέννηση του προσώπου του καθενός μας.
Θα κλείσω και μ’ έναν άλλον μυστικό λόγο που δεν φαίνεται με πρώτη ματιά και λίγο υπαινίχθην προηγουμένως. Η γέννηση του Κυρίου έρχεται να σημάνει και να καθορίσει τους τρόπους της δικής μας πνευματικής γεννήσεως. Ο καθένας μας πρέπει να πάρει τον Θεό μέσα του και να Τον γεννήσει ξανά. Αυτό σημαίνει αναγέννηση. Και δεν γεννούμε τον Θεό, αλλά μας γεννάται ο Θεός μέσα μας. Στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής προ της Χριστού Γεννήσεως έλεγε παντού «Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, Ισαάκ εγέννησε…» (Ματθ. α’ 2), ο ένας εγέννησε, ο άλλος εγέννησε και καταλήγει ο ευαγγελιστής «Ιακώβ εγέννησε τον Ιωσήφ τον άνδρα Μαρίας εξ ης εγεννήθη Ιησούς ο λεγόμενος Χριστός» (στ. 16). Τον Κύριο δεν τον γέννησε κανείς, αλλά ο Κύριος γεννήθηκε από την Παναγία. Και ενώ όλους τους γεννούσαν άνδρες, Αυτός εγεννήθη εκ της Παρθένου. Είναι ο Μόνος που ήταν αδύνατον να γεννηθεί από άνδρα. Γι’ αυτό γεννήθηκε όχι από γυναίκα αλλά από παρθένο «εκ Πνεύματος Αγίου». Έτσι ο καθένας μας για να επιτρέψει τον Θεό να γεννηθεί μέσα του πρέπει να το κάνει αυτό με τρόπο παρθενικό και εν Πνεύματι Αγίω.
Υπάρχουν τρεις προϋποθέσεις για να ζήσουμε εσωτερικά Χριστούγεννα και να προκύψει από τη μήτρα της υπάρξεως μας ο Θεός στη ζωή μας. Είναι οι προϋποθέσεις που εκπηγάζουν από τα μητρικά ιδιώματα της Θεοτόκου: την παρθενία, το άσπορον και το αειπάρθενον. Το πρώτο είναι το άσπιλον, η καθαρότητα· αυτό σημαίνει παρθενία. Το δεύτερο είναι το άσπορον της Παρθένου, το ότι δε δέχθηκε σπέρμα ανδρός· αυτό σημαίνει λιτότητα και απλότητα. και το τρίτο, το αειπάρθενον της Θεοτόκου, ότι η Παναγία γέννησε παρθενικώς και παρέμεινε παρθένος. Η κοιλιά της, η μήτρα της δηλαδή, ήταν για μια χρήση, τη θεϊκή χρήση της Γεννήσεως του Κυρίου.
Και η δική μας ακριβώς μήτρα της ζωής και της υπάρξεως δεν είναι δυνατόν, δεν αντέχεται αυτό, να γεννήσει τον Θεό με πτωτικούς τρόπους, αλλά πρέπει να Τον γεννήσει, να του επιτρέψει να γεννηθεί από μέσα της με πνευματικούς τρόπους. Γι’ αυτό χρειάζεται το πρώτο πράγμα, παρθενική καθαρότητα. Αν δεν υπάρχει αυτό, έκτρωμα θα βγάλουμε. Θεός δε θα προκύψει στη ζωή μας.
Το δεύτερο, είναι η λιτότητα και η απλότητα. Δεν πρέπει να Τον αναμείξουμε τον Θεό με το σπέρμα του παχύ εαυτού μας με τη λογική μας, με τον ορθολογισμό μας, με τα συναισθήματα μας, με τη μιζέρια μας, με την τραχύτητα της φύσης μας. Πρέπει να βγει από μέσα μας, όχι ανθρώπινος Θεός, κατασκεύασμα δικό μας, αλλά Θεός δώρο και χάρις να ένανθρωπήσει στην καρδιά μας Θεός που να είναι Θεός. Γιατί εμείς συχνά εθελοθρησκούμε με δικούς μας άρρωστους τρόπους συλλαμβάνουμε τον Θεό μέσα μας, με θελήματα, με πάθη, με ορθολογισμό, με έντονα συναισθήματα, με προκαταλήψεις, με φυσικούς, νοσηρούς, πτωτικούς τρόπους. Αντί να πιστεύουμε στη θέωση του ανθρώπου, προκρίνουμε μέσα μας όχι τον ενανθρωπήσαντα Θεό, αλλά έναν εξανθρωπισμένο δικό μας θεό.
Και το τρίτο που πρέπει να χαρακτηρίζει τη ζωή μας είναι το αειπάρθενο. Όπως ήταν η Παναγία. Η γέννηση του Θεού από μέσα μας να μη νοθευτεί, να μη γεννάει «αλλότρια» η ψυχή μας. Να μη δημιουργεί γεννήσεις, αλλά να φιλοξενεί τη μία γέννηση της χάριτος.
Όλα αυτά δεν αποτελούν υπερβολές. Είναι στοιχεία θεολογικά που υπαγορεύουν τον τρόπο της μυστικής πνευματικής ζωής για τον καθένα μας. Αποτελεί πρότυπο πνευματικής ζωής. Μ’ αυτήν την καθαρότητα, μ’ αυτήν την λιτότητα και μ’ αυτήν τη μονιμότητα και σταθερότητα καλείται ο καθένας μας ν’ αποτελέσει μια μήτρα πνευματική από την οποία θα βγει ο ίδιος ο Χριστός, θα μαρτυρηθεί σ’ αυτόν τον κόσμο, αφού προηγουμένως θα έχει προκύψει ως χάρις και ευλογία και στη δική μας τη ζωή.
Πηγή: Περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία(2008)