Εις απόστασιν ενός μιλίου από την Βηθλεέμ, υπάρχει μικρά τις πεδιάς και εν αυτή δάσος ελαιών, όπου κείται η απέριττος και παραμελημένη εκκλησία η γνωστή υπό το όνομα «Ο Άγγελος εις τους Ποιμένας». Η εκκλησία αυτή ορθούται εν τω μέσω του καθαγιασμένου εκείνου τόπου, όπου, κατά την ωραίαν γλώσσαν του ευαγγελιστού Λουκά, την μελωδικωτέραν ειδυλλίου διά παν χριστιανικόν ους, — «ήσαν ποιμένες αγραυλούντες και φυλάσσοντες φυλακάς της νυκτός επί την ποίμνην αυτών· και ιδού άγγελος Κυρίου επέστη αυτοίς και δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς» — και εις τα μακάρια ώτα των απήχησε το χαρωπόν άγγελμα, ότι την ημέραν εκείνην ετέχθη εν τη πόλει Δαυίδ εις Σωτήρ, ο Χριστός ο Κύριος.
Άγγελος εις τους ΠομέναςΠαν ό,τι συνδέεται με την γέννησιν του Χριστού είναι ταπεινόν, και αυτό δε το μέρος όπου είδε το φως της ημέρας ανακαλεί αναμνήσεις πενίας και μόχθων. Εκείνην την νύκτα, εφαίνετο αληθώς, ότι οι ουρανοί έμελλον να ραγώσιν, όπως αποκαλύψωσιν όλην την θείαν αρμονίαν των, όλην την ακτινοβόλον χαράν των. Αλλ' από τους ολίγους κατανυκτικούς στίχους του Λουκά, διά των οποίων περιγράφεται η γέννησις, δεν πληροφορούμεθα αν το μήνυμα του αγγέλου ήκουσαν και άλλοι εκτός των αγραυλούντων ποιμένων ενός πτωχικού χωρίου.
Γέννησις Χριστού«Και εξαίφνης», προσθέτει ο μόνος Ευαγγελιστής, όστις αφηγείται τα περιστατικά της αξιομνημονεύτου εκείνης νυκτός καθ' ην εγεννήθη ο Χριστός, εν τω μέσω της αδιαφορίας ενός κόσμου μη υποπτεύοντος τον λυτρωτήν του. «Εγένετο συν τω αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου, αινούντων τον Θεόν και λεγόντων, «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη· εν ανθρώποις ευδοκία».
Ηδύνατο να ελπίζη τις, ότι η ευσέβεια η χριστιανική θα εξωράιζε σήμερον το μέρος της γεννήσεως του Σωτήρος με υπέρλαμπρα μνημεία, και θα επλαισίου το άξεστον σπήλαιον των ποιμένων με τα πάλλευκα μάρμαρα και με τα περίκομψα μωσαϊκά μεγαλοπρεπούς τινος ναού. Αντί τούτου, η Εκκλησία του Αγγέλου, του ευαγγελισθέντος εις τους ποιμένας την χαράν την μεγάλην, είναι μία απλή κρύπτη πενιχρά· και ενώ ο προσκυνητής κατέρχεται τας ολίγας βαθμίδας τας τεθραυσμένας, αίτινες φέρουν από το δάσος των ελαιών κάτω εις το σπήλαιον, μετά κόπου πολλού κατορθόνει να πείση εαυτόν ότι ευρίσκεται εις ιερόν χώρον. Ίσως όμως να συνετέλεσεν εις την ατημελησίαν και εις την απλότητα της διασκευής η συναίσθησις, ότι η πενιχρότης του ναΐσκου αδελφόνεται αρμονικώς με το ταπεινόν επάγγελμα των ποιμένων, εις τα θαμβωμένα όμματα των οποίων επεφάνη το αστράπτον όραμα.
«Διέλθωμεν δη έως Βηθλεέμ, και ίδωμεν το ρήμα τούτο το γεγονός, ό ο Κύριος εγνώρισεν ημίν», είπον οι ποιμένες, όταν οι αίνοι των αγγέλων έπαυσαν να ταράσσουν την σιγήν των άστρων. Και ανήλθον τον ομαλόν λόφον τον απέναντι, και διασχίσαντες τους σεληνόφωτους κήπους της Βηθλεέμ, έφθασαν εις την κορυφήν της φαιάς λοφοσειράς, επί της οποίας είνε κτισμένη η πόλις. Επί της κορυφής εκείνης ευρίσκετο το πανδοχείον του χωρίου. Την εποχήν εκείνην, το χάνι ενός χωρίου της Συρίας ήτο πιθανώς όμοιον, και ως προς την εξωτερικήν άποψιν και ως προς την εσωτερικήν διάταξιν, με τα υπάρχοντα και σήμερον εις την σύγχρονον Παλαιστίνην. Το χάνι είνε χαμηλή οικοδομή λιθόκτιστος, με έν μόνον πάτωμα συνήθως. Περιλαμβάνει δε ως επί το πλείστον μίαν τετράγωνον αυλήν περίφρακτον, εντός της οποίας προσδένονται τα ζώα και φυλάσσονται την νύκτα ασφαλώς, και έν χαμηλόν ισόγειον προς διαμονην των οδοιπόρων. Το λεβάν, ήτοι το σανιδόστρωτον έδαφος του ισογείου, είνε ανυψωμένον ένα πόδα υπέρ την επιφάνειαν της αυλής. Έν μεγάλον και ευρύχωρον χάνι δύναται να περιλαμβάνη πολλά τοιαύτα ισόγεια, τα οποία πράγματι ουδέν άλλο είνε ειμή χαμηλά δωμάτια άνευ τοίχου προς το μέρος της αυλής. Το χάνι συνεπώς είνε μέρος δημόσιον· παν ό,τι γίνεται εντός αυτού, περιπίπτει εις την αντίληψιν πάντων των ξενιζομένων. Εκτός τούτου στερείται εντελώς επίπλων. Ο οδοιπόρος δύναται να φέρη το στρώμα του αν θέλη, ημπορεί να καθήση σταυροπόδι να φάγη, και να κοιμηθή κατόπιν επ' αυτού. Κατά κανόνα, πρέπει να φέρη μαζύ του και την τροφήν του, να περιποιήται μόνος τα ζώα του, να τα ποτίζη μόνος του. Δεν ελπίζει, αλλ' ούτε και απαιτεί να τον υπηρετούν, και αντί ελαχίστης δαπάνης ευρίσκει ασφάλειαν, στέγην και χώρον να κοιμηθή.
Εν Παλαιστίνη συμβαίνει κάποτε ολόκληρον το χάνι, ή τουλάχιστον η αυλή η προωρισμένη διά τα ζώα, να είνε έν από τα απειράριθμα εκείνα σπήλαια, τα οποία αφθονούν εις τας πλευράς των αργιλλωδών λόφων της. Τοιούτο φαίνεται να ήτο και το χάνι της Βηθλεέμ, του μικρού χωρίου του περιλαμβανομένου εν τη περιοχή της φυλής του Ιούδα. Ο Ιουστίνος ο απολογητής, όστις εγνώριζε κάλλιστα την Παλαιστίνην, και όστις έζησεν ένα σχεδόν αιώνα μετά την εποχήν του Χριστού, τοποθετεί την σκηνήν της γεννήσεως εντός σπηλαίου. Και τοιαύτη πράγματι είνε η αρχαία και αναλλοίωτος παράδοσις της τε Ανατολικές και Δυτικές Εκκλησίας, είνε δε η μόνη εκ των ολίγων, εις τας οποίας, καίτοι σιωπά περί αυτών η ιστορία των Ευαγγελίων, δυνάμεθα να προσδώσωμεν λογικήν τινα πιθανότητα. Υπέρ το σπήλαιον τούτο ηγέρθη η Εκκλησία και η Μονή της Γεννήσεως, και εντός άλλου τινός σπηλαίου, παραπλεύρως τούτου, κατηνάλωσε τριάκοντα έτη του βίου του εις μελέτας και εις νηστείας και εις προσευχάς είς από τους μάλλον πεπαιδευμένους και τους μάλλον ευφυείς Πατέρας της Εκκλησίας, ο μέγας Άγιος Ιερώνυμος, εις τον οποίον οφείλεται η κοινώς παραδεδεγμένη μετάφρασις της Βίβλου εις την λατινικήν.
Από την βορεινήν κατοικίαν του εν Ναζαρέτ, ο Ιωσήφ, ο ξυλουργός του χωρίου, παρέλαβε την Μαρίαν, την μνηστήν του την έγκυον, και εξεκίνησε μαζύ της διά μέσου των αμπελοφύτων δρόμων προς το χωρίον, όπου είχε ζήσει ο μέγας πρόγονός των ο Δαυίδ, όταν ήτο ακόμη μικρός ποιμήν βόσκων τα πρόβατά του επί των λόφων. Σκοπός της κουραστικής ταύτης οδοιπορίας, ήτις δεν ηδύνατο παρά να είνε ενοχλητική διά τας καθιστικάς έξεις τας ηρέμους του ανατολικού βίου, ήτο να καταγράψουν τα ονόματά των, ως μελών της φυλής του Δαυίδ, εις μίαν απογραφήν διαταχθείσαν υπό του αυτοκράτορος Αυγούστου. Εν τη πολιτική υπεροχή του Ρωμαϊκού Κράτους, του οποίου απετέλει τότε μέρος και η Ιουδαία, μία μόνον λέξις του Αυτοκράτορος ήρκει, όπως εξασφαλίση την εκτέλεσιν των διαταγών του και εις αυτάς τας απωτέρας γωνίας του πεπολιτισμένου κόσμου. Όσον μεγάλαι και αν είνε αι ιστορικαί δυσκολίαι, αίτινες παρεντίθενται εις την ακριβή εξακρίβωσιν της απογραφής ταύτης, φαίνεται όμως, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύωμεν, ότι διετάχθη αρχικώς υπό του Σεντίου Σατουρνίνου, ότι εγένετο έναρξις αυτής υπό του Ποπλίου Σουλπικίου Κυρηνίου, όταν διετέλεσε κατά πρώτην φοράν ύπατος της Συρίας, και ότι συνεπληρώθη κατά την δευτέραν περίοδον της υπατείας του. Εκ σεβασμού προς τας Ιουδαϊκάς προλήψεις, πάσα παράβασις των οποίων ηδύνατο να δώση αφορμήν εις σφοδράς ταραχάς και εις ανταρσίαν, η απογραφή αυτή δεν εξετελείτο κατά την συνήθη ρωμαϊκήν μέθοδον, δήλα δή εις τον τόπον της διαμονής εκάστου προσώπου, αλλά συμφώνως προς τα Εβραϊκά έθιμα, ήτοι εις την πόλιν, από την οποίαν αρχικώς κατήγετο πάσα οικογένεια. Οι Ιουδαίοι ήσαν ακόμη αφωσιωμένοι εις τας γενεαλογίας των και εις την ανάμνησιν των φυλετικών σχέσεων, των εκλειψασών προ πολλού· και μολονότι η οδοιπορία ήτο επίπονος και ενοχλητική, ο Ιωσήφ όμως ανεκουφίζετο από την ανάμνησιν της ηρωικής καταγωγής του, ήτις έμελλε μετ' ολίγον να του αναγνωρισθή επισήμως και αδιαμφισβήτητως, και από την λάμψιν των Μεσσιακών ελπίδων, με τας οποίας θα έβλεπε το φως της ημέρας το βρέφος το θείον, το περικλειόμενον τώρα εις τα σπλάγχνα της μνηστής του.
Η οδοιπορία εις την Ανατολήν είνε πάντοτε νωθρά και βραδεία, και θα ήτο βεβαίως περισσότερον τότε, αν, όπως είνε πιθανώτατον, η χώρα εταράσσετο κατ' εκείνην την εποχήν από πολιτικάς εχθροπαθείας. Ίσως η Ιερουσαλήμ, ήτις απέχει της Βηθλεέμ μόνον έξ μίλια, να υπήρξεν ο τελευταίος σταθμός του Ιωσήφ και της Μαρίας, προτού φθάσουν εις το τέρμα του ταξειδίου των. Αλλά της μητρός — παρθένου την πορείαν θα επεβράδυνον βεβαίως κατ' ανάγκην η βαρεία σωματική χαύνωσις, η προερχομένη εκ της εγκυμοσύνης, και αι αρχίζουσαι ίσως τώρα ωδίναι του τοκετού. Άλλοι οδοιπόροι, ταξειδεύοντες προς τον αυτόν σκοπόν, θα τους άφισαν πολύ οπίσω εις τον δρόμον τον ανωφερή, τον διερχόμενον από το φρέαρ του Δαυίδ, και άγοντα επάνω εις την κορυφήν της λοφοσειράς, όπου ήτο εκτισμένον το χάνι. Πιθανώς τούτο να έκειτο επί της τοποθεσίας του κατηρειπωμένου ήδη φρουρίου το οποίον είχε κτίσει ο Δαυίδ· και αν τούτο είνε αληθές, εκάλυπτε βεβαίως τον χώρον όπου έκειτο προ χιλίων ετών η κληρονομική οικία του Ωβήδ, του Ιεσσαί και του Δαυίδ. Κατά την άφιξίν των όλα τα χαμηλά ισόγεια δωμάτια ήσαν κατειλημμένα. Η απογραφή είχε προσελκύσει τόσους ξένους εις την πόλιν, ώστε «ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι». Εντός του κρυερού σπηλαίου του αργιλλώδους λόφου, το οποίον εχρησίμευεν ως σταύλος εις το πανδοχείον, εν τω μέσω του χόρτου και των αχύρων με τα οποία είχε στρωθή το έδαφος διά να τρώγουν τα ζώα, εν τη από της μακράς οδοιπορίας εξαντλήσει μακράν από το σπήτι των, εν τω μέσω ξένων, εν τη παγετώδει χειμερινή νυκτί, — υπό περιστάσεις καθ' ας έλειπε πάσα άνεσις και πάσα περιποίησις μέχρι τοιούτου βαθμού, ώστε είνε αδύνατον να φαντασθή τις ταπεινοτέραν γέννηση — ετέχθη ο Υιός του ανθρώπου!
Εις απόστασιν ολίγων μιλίων επί της ομαλής και επιπέδου κορυφής του δυσβάτου και απομεμονωμένου λόφου, όστις καλείται σήμερον εις την διάλεκτον των Συρίων «Το όρος του μικρού Παραδείσου», έκειτο το παλάτιον του Ηρώδου του Μεγάλου. Τα μέγαρα τα μεγαλοπρεπή των φίλων του και των αυλικών του περιεστοίχιζον το ανάκτορον πανταχόθεν, κτισμένα ολοτρόγυρα εις τους πρόποδας του υψώματος. Οι ταπεινοί οδοιπόροι, διερχόμενοι εκείθεν, ήκουον την ηδυπαθή μουσικήν και τα οργιώδη άσματα, με τα οποία εωρτάζοντο τα συμπόσια του Ηρώδου, ή τας βραχνάς φωνάς των αγροίκων μισθωτών, των οποίων τα όπλα επέβαλλον την υποταγήν εις τον δεσποτικόν αυθέντην. Αλλ' ο αληθής Βασιλεύς των Ιουδαίων, — ο γνήσιος Αυθέντης του Σύμπαντος, — δεν κατώκει εις παλάτιον κ' εις φρούριον. Οι σταύλοι του πενιχρού πανδοχείου ήσαν πολύ καταλληλότερον μέρος διά να γεννηθή Εκείνος, όστις ήλθε ν' αποκαλύψη εις τον κόσμον ότι η ψυχή του μεγαλειτέρου μονάρχου δεν είνε ούτε προσφιλεστέρα ούτε μεγαλειτέρα εις τα όμματα του Θεού από την ψυχήν του ταπεινοτέρου δούλου του. Εκείνος, όστις δεν είχε πού την κεφαλήν κλίνη. Εκείνος, όστις από του ξύλου της ατιμίας έμελλε να βασιλεύση του κόσμου.
Οδηγούμενοι από το φως της λυχνίας, ήτις συνήθως κρέμαται διά σχοινίου εν τω μέσω της εισόδου του πανδοχείου, οι ποιμένες εισήλθον εις το χάνι της Βηθλεέμ, και εύρον την Μαρίαν και τον Ιωσήφ, και το νεογέννητον κατακείμενον εν τη φάτνη των αλόγων. Η φαντασία των ποιητών και των ζωγράφων ενετρύφησεν αείποτε εις ποικίλας φανταστικάς αναπαραστάσεις της υπερόχου ταύτης σκηνής. Έψαλαν τους αιγλήεντας, τους ουρανίους αγγέλους, οίτινες επτερύγιζον περί την φάτνην, και τα άστρα τα επιβραδύναντα την περιστροφικήν κίνησίν των, διά να χύσουν το φέγγος των εις το μειδιών εκείνο βρέφος. Εζωγράφισαν την ακτινοβολίαν του φωτός το οποίον εξέπεμπεν η φάτνη, καταυγάζουσα τα πέριξ, του φωτός του εκθαμβωτικού, όπερ ηνάγκαζε τους παρισταμένους ν' αποστρέφουν τους οφθαλμούς από την ουρανίαν εκείνην λάμψιν. Όλα όμως αυτά απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Τα έκπαγλα εκείνα θεάματα, άτινα παριστάνουν ως ιδόντας τους μάγους, τα είδε μόνον ο οφθαλμός της πίστεως· και ό,τι εκείνοι είδον πραγματικώς, ήτο είς απλούς χωρικός από την Γαλιλαίαν, μεσήλιξ ήδη, ο Ιωσήφ, και μία νεαρά μήτηρ η Μαρία, η παρθένος σύζυγος η τεκούσα το θείον τέκνον και σπαργανώσασα αυτό διά των ιδίων χειρών της και «ανακλίνασα αυτό εν τη φάτνη», αφού ουδείς άλλος παρίστατο εις εκείνην την κατανυκτικήν σκηνήν του τοκετού διά να την βοηθήση. Το φως το αυγάζον εν τω σκότει δεν ήτο φυσικόν, ήτο ακτίς πνευματική· και δεν εχαμογέλασαν οι ουρανοί εις όλον το ανθρώπινον γένος, αλλά μόνον εις ολίγας πιστάς και ταπεινάς καρδίας.
Τα Ευαγγέλια, πάντοτε φιλαλήθη, με την θέλγουσαν εκείνην απλότητά των, ήτις είνε η σφραγίς της ειλικρινούς και απροσποίητου αφηγήσεως, αναφέρουν το γεγονός τούτο άνευ σχολίων. Δεν υπάρχει εις αυτά η υπερβολή του απιστεύτου και του μυστηριώδους και του θαύματος, ήτις παρατηρείται εις τας Ιουδαϊκάς φαντασιοκοπίας διά τον ερχόμενον Μεσσίαν, και εις τας αποκρύφους αφηγήσεις τας σχετιζομένας με το θείον τέκνον. Η τρανωτέρα απόδειξις της αξιοπιστίας των ευαγγελιστών είνε η άκρα αντίθεσις της εργασίας των προς τα ψευδοευαγγέλια των πρώτων αιώνων και προς όλας τας άλλας φανταστικάς παραδόσεις. Αν τα Ευαγγέλιά μας δεν ήσαν αυθεντικά, θα έβριθον και αυτά από τας υπερβολάς αίτινες χαρακτηρίζουν πάσαν παράδοσιν των πρώτων χρόνων, αναφερομένην εις τον βίον του Σωτήρος. Διά τους αμαθείς και δι' όσων το πνεύμα δεν αυγάζει το φως της αληθείας, φαίνεται απίστευτον το να συντελεσθή το καταπληκτικώτερον γεγονός εν τη ιστορία του κόσμου άνευ αναστατώσεων και άνευ καταστροφών. Εις το Ευαγγέλιον του Αγίου Ιακώβου, το κοινώς γνωστόν υπό τον τίτλον «Πρωτευαγγέλιον», υπάρχει έν αλλόκοτον πραγματικώς κεφάλαιον εξιστορούν το πώς κατά την τρομεράν στιγμήν της γεννήσεως ο άξων του ουρανού εσταμάτησεν ακίνητος, και εσίγησαν τα πτηνά, και τα ποίμνια εσκορπίσθησαν καθ' όλας τας διευθύνσεις και εστάθησαν απολιθωμένα, και ανύψωσε την χείρα του ο ποιμήν διά να κτυπήση και η χειρ έμεινεν ανυψωμένη και αδρανής. Αλλά διά την πάνδημον αυτήν και εξαφνικήν σιγήν της επτοημένης και περιτρόμου φύσεως, διά τας μυστηριώδεις φωταυγείας, αίτινες περιέλουσαν επί στιγμήν όλα τα μέρη του κόσμου, και διά τον βουν και διά τον όνον που εγονάτισαν εις άφωνον λατρείαν προ της φάτνης Εκείνου, και διά την φωνήν του νεογνού, την εξαγγείλασαν αμέσως μετά την γέννησίν του εις την Μαρίαν ότι ήτο ο Υιός του Θεού, και διά τόσα άλλα θαύματα τα οποία ερριζώθησαν εις τας αρχαιοτέρας παραδόσεις, δεν υπάρχει το παραμικρόν ίχνος εν τη Νέα Διαθήκη.
Πόσον χρόνον η Παρθένος Μήτηρ και το άγιον τέκνον της έμειναν εις εκείνο το σπήλαιον; δεν δυνάμεθα να εξακριβώσωμεν. Το πιθανώτερον όμως είνε ότι η διαμονή δεν υπήρξε μακρά. Η λέξις «φάτνη», την οποίαν αναφέρει ο Λουκάς, δεν έχει ωρισμένην σημασίαν, και εκείνο το οποίον δυνάμεθα να εξακριβώσωμεν περί αυτής, είνε ότι χρησιμεύει ως μέρος όπου τρώγουν τα ζώα. Πιθανώς τα πλήθη τα συρρεύσαντα εις το χάνι να έμειναν ολίγας μόνον ώρας· και η κοινή φιλανθρωπία απήτει να μεταφερθή η μήτηρ και το τέκνον της εις καταλληλότερον μέρος προς ανάπαυσιν. Οι Μάγοι, όπως βλέπομεν εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, επεσκέφθησαν την Μαρίαν «εις την οικίαν». Αλλά τα Ευαγγέλια δεν χρονοτριβούν και δεν επιμένουν εις τα ασήμαντα αυτά επεισόδια. Ο Λουκάς δίδει πληρεστέραν περιγραφήν από τους άλλους, και η μοναδική γλυκύτης της αφηγήσεώς του, και η χάρις του η ειδυλλιακή, και ο ήρεμος και ο απαλός τόνος, υποδεικνύουν σαφώς ότι ήκουσε την ιστορίαν της γεννήσεως από το στόμα αυτής της Μαρίας. Και πράγματι είνε δύσκολον να φαντασθώμεν ότι ηδύνατο να προέλθη η αφήγησις από άλλην τινά πηγήν, αφού αι μητέρες είνε οι φυσικοί ιστορικοί των πρώτων ετών των τέκνων των. Εξ άλλου, εις το ύφος του Ευαγγελιστού ευρίσκομεν, όπως λέγει και ο Λανζ, «όλο εκείνο το χρώμα της απερίττου αφηγήσεως μιας γυναικός και της αντιλήψεως μιας γυναικός». Διά τον τανύοντα τα πτέρυγας της φαντασίας του, και το πλέον άσημον γεγονός και το ελάχιστον, επεισόδιον πνίγονται εις τον χείμαρρον της περιγραφής· διά την Μαρίαν όμως τα μικρά αυτά επεισόδια εφαίνοντο κοινά και τετριμμένα και ανάξια λόγου. Επομένως και ο Λουκάς, αντιγράφων πιστώς τους λόγους της Παρθένου, δεν, προσέθεσε κάτι τι παραπάνω από ό,τι ήκουσεν.
Πηγή: http://orthodoxfathers.com/Vios-tou-Christou/01-Gennisis