Ὁ Ἰωσήφ, ἀγαπητοί μου, ὁ δίκαιος Ἰωσὴφ ἀνησυχεῖ. Καὶ πῶς νὰ μὴν ἀνησυχῇ; Δὲν πρόκειται γιὰ κάτι ἀσήμαντο. Ἡ μνηστή του, ἡ παρθένος Μαριάμ, εἶνε ἔγκυος! Ζάλη λογισμῶν τὸν πιάνει. Μέχρι στιγμῆς δὲν ἔχει γνῶσι τοῦ μυστηρίου καὶ ὑποπτεύεται κάτι τὸ ἀνθρώπινο· ἀλλὰ καὶ μὴ θέλοντας νὰ μείνῃ στὸ γράμμα τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, ποὺ ἐπέβαλλε αὐστηρὲς κυρώσεις στὶς νέες ποὺ παρεκτρέπονταν ἠθικά, ἀποφασίζει «λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν» (Ματθ. 1,19).
Μετὰ ἀπὸ ποιά ἆραγε δραματικὴ πάλη λογισμῶν θὰ κατέληξε στὴν ἀπόφασι αὐτή; Δικαιοσύνη καὶ ἔλεος θὰ συγκρούσθηκαν μέσα του καὶ ὡς μόνο τρό πο συμβιβασμοῦ βρῆκε τὸ νὰ διώξῃ τὴ Μαριὰμ μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι του.
Ἀλλὰ ἡ θεία πρόνοια δὲν θὰ ἄφηνε ἐκτεθειμένο τὸ ὄνομα τῆς Παρθένου.«Ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ» ἐμφανίζεται στὸν Ἰωσήφ. Διαλύει τοὺς φόβους του, χύνει φῶς στὸ μυστήριο τῆς ἐγκυμοσύνης της, σύρει τὸ παραπέτασμα τῶν αἰώνων καὶ φανε ρώνει τὸ ἔνδοξο μέλλον τοῦ Υἱοῦ της, ὁ ὁποῖος θὰ ἐρχόταν στὸν κόσμο κατὰ μοναδικὸ τρόπο.
Τέλος τοῦ παραγγέλλει νὰ δώσῃ στὸ Θεῖο Βρέφος ὄνομα ποὺ θὰ δείχνῃ μὲ μία καὶ μόνο λέξι ὅλη τὴν ἀποστολή του, τὸ ὄνομαἸησοῦς· «Ἰωσὴφ υἱὸς Δαυΐδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου· τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν ἁγίου· τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰ η σ ο ῦ ν · αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁ μαρτιῶν αὐτῶν»(Ματθ. 1,20-21).
Σύμφωνα μὲ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ἀγγέλου, τὸ Θεῖο Βρέφος τῆς Βηθλεὲμ ὠνομάστηκε Ἰησοῦς. Γύρω ἀπ᾽ τὸ ὄνομα αὐτό, ποὺ συγκινεῖ καὶ θὰ συγκινῇ κάθε εὐγενῆ ὕπαρξι, θὰ ποῦ με λίγες λέξεις, ἀφοῦ προηγουμένως παρακαλέσουμε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο νὰ καθαρίσῃ τὴν καρδιὰ καὶ ν᾽ ἁγιάσῃ τὰ χείλη μας, διότι δὲν μπορεῖ κανεὶς ν᾿ ἀναφέρῃ τὸ ὄνομα « Κ ύ ρ ι ο ς Ἰ η σο ῦ ς, εἰμὴ ἐν Πνεύματι ἁγίῳ» (Α΄ Κορ. 12,3).
Ἀπὸ ἀρχαιοτάτης ἐποχῆς ἐπικράτησε ἡ συνήθεια σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ γεννιέται νὰ δίνουν ἕνα ὄνομα, μὲ τὸ ὁποῖο νὰ διακρίνεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὡς ἕνα ἰδιαίτερο πρόσωπο, ὄνομα ποὺ θὰ ὑπενθυμίζῃ τὴν ἱστορία τοῦ ἔθνους του καὶ θὰ χρησιμεύσῃ ὡς κίνητρο γιὰ μίμησι τῶν προγόνων του. Ἔτσι τὰ ὀνόματα εἶνε καὶ μία ζωντανὴ ἱστορία τοῦ ἔθνους. Τὰ ὀνόματα εἶνε πολλά, ἀναρίθμητα. Καλύτερα εἶνε τὰ χριστιανικά, ὀνόματα τῶν ἁγίων τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ οἱ περισσότεροι ἁγίασαν σὲ ἔδαφος ἑλληνικό. Αὐτὰ νὰ προτιμοῦν στὶς βαπτίσεις τῶν παιδιῶν τους οἱ Χριστιανοὶ γονεῖς.
Τὸ χριστιανικὸ ὅμως ὄνομά του πρέπει καθένας νὰ τὸ τιμήσῃ, νὰ ζῇ δηλαδὴ ὅπως ὁ ἅγιός του. Ὄνομα χωρὶς ζωὴ χριστιανικὴ μοιάζει μὲ χαρτονόμισμα ὀνομαστικῆς ἀ ξίας χωρὶς ἀντίκρυσμα σὲ χρυσό. Πόσοι δυστυχῶς φέρουν ὀνόματα ἀντίθετα μὲ τὴν πραγματικότητα!
«Εὔξεινος πόντος» τὸ ὄνομα, «Μαύρη θάλασσα» ἡ πραγματικότης. Ἀλλοίμονο, μόνο τὸ ὄνομα ἔμεινε γιὰ νὰ ὑπενθυμίζῃ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸ φέρει βαπτίσθηκε στὴν ἱερὰ κολυμβήθρα.
Ὑπάρχει ὅμως ἕνας ποὺ δικαίωσε πλήρως τὸ ὄνομά του· εἶνε ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου. Σ᾽ αὐτὸν κατὰ θεία ἐντολὴ δόθηκε τὸ ὄνομα Ἰησοῦς. Καὶ εἶνε ὁ μόνος στὸν κόσμο ποὺ ὄνομα καὶ πραγματικότης ταυτίζονται ἀπολύτως. Ἰησοῦς. Γιατί; Ἀπαντᾷ ὁ ἄγγελος· «Αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν».
Ὁ Ἰησοῦς μᾶς σῴζει. Γιὰ νὰ ἔχουμε μέσα μας τὴ σωστὴ ἔννοια τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου, θὰ ἐπιχειρήσω νὰ σᾶς δείξω τί κίνδυνο διατρέχει ὁ ἄνθρωπος μακριά του καὶ ποιά σωτηρία ἀπολαμβάνει κοντά του.
Κίνδυνος - σωτηρία εἶνε λέξεις ποὺ ἔρχονται συχνὰ στὰ χείλη μας, ἀλλὰ ποιά ἔννοια ἔχουν στὸν Χριστιανισμό; Σωθήκαμε! φωνάζουν πολλοί. Ἐρωτῶ· Ἀπὸ τί σωθήκατε;
Κι ἀκούω· Ἐγὼ σώθηκα ἀπὸ ἀσθένεια, ἐγὼ ἀπὸ ναυάγιο, ἐγὼ ἀπὸ σεισμό, ἐγὼ ἀπὸ πυρκαϊά, ἐγὼ ἀπὸ θηρία, ἐγὼ ἀπὸ χειρότερα θηρία, ἀνθρώπους δηλαδὴ ποὺ ἤθελαν νὰ μοῦ πιοῦν τὸ αἷμα… Ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν ἀναπαύομαι στὶς ἀπαντήσεις αὐτές. Ζητῶ κάτι βαθύτερο, ζητῶ ν᾽ ἀκούσω·
Ἤμουν ἁμαρτωλὸς καὶ μὲ ἔσωσε ὁ Χριστός. Ζητῶ καρδιὲς καὶ χείλη ποὺ νὰ ἐπαναλαμβάνουν τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν στὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15). Ἀλλὰ γιὰ νὰ κάνῃ ὁ ἄνθρωπος αὐτὴ τὴ διακήρυξι πρέπει νὰ φωτισθῇ ἄνωθεν, νὰ καταλάβῃ ὅτι ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀνομία, ἡ καταπάτησι τῶν θείων ἐντολῶν, εἶνε ὁ κίνδυνος, ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος, ἀπείρως χειρότερος κι ἀπ᾽ τὸ σεισμὸ κι ἀπ᾽ τὴν πυρκαϊὰ κι ἀπ᾽ τὴν καταιγίδα.
Κι ὅμως οἱ ἄνθρωποι παίζουμε μὲ τὴν ἁμαρτία ὅπως τὰ παιδιὰ μὲ τὰ πρωτοχρονιάτικα παιχνίδια. Τί ἀναισθησία εἶν᾽ αὐτή! Νά ᾽νε τὸ κεφάλι σου μέσα στὸ στόμα τοῦ θηρίου κι αὐτὸ ἕτοιμο νὰ κλείσῃ τὰ σαγόνια του νὰ σὲ συνθλίψῃ, κ᾽ ἐσὺ νὰ γελᾷς; Γελάει ὁ ἁμαρτωλός!
Ὦ Κύριε, ποὺ θέλεις τὴν κατάλυσι τῆς ἁμαρτίας, φώτισέ μας νὰ καταλάβουμε ἐκεῖνο ποὺ εἶπαν γιὰ τὸν πιστό σου δοῦλο τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο· Αὐτὸς δὲ φοβᾶται τίποτε παρὰ μόνο τὴν ἁμαρτία, νὰ μὴ προσκρούσῃ στὸ θέλημά σου.
Ἡ ἁμαρτία! Στὴν ἀρχαιότητα, λέει κάπου ὁ Ἀριστοτέλης, ὑπῆρχαν λῃσταὶ ποὺ ἐφάρμοζαν τὸν ἑξῆς φρικτὸ τρόπο θανατώσεως τοῦ θύματός τους. Ἔδεναν τὸν ἄνθρωπο σφιχτὰ μὲ τὸ πτῶμα ἑνὸς σκοτωμένου καὶ τὸν ἄφηναν νὰ πεθάνῃ κολλημένος μὲ τὸ νεκρό. Φαντάζεστε τὸ βασανιστήριο;… Νεκρὸς καὶ ζωντανὸς μαζί, ἕως ὅτου κι ὁ ζωντανὸς γίνῃ νεκρὸς κι ἁπλωθῇ σιγὴ θανάτου. Αὐτὴ εἶνε μιὰ εἰκόνα τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
Ἡ ἁμαρτία εἶνε τὸ σῶμα τοῦ θανάτου. Δεμένος μ᾽ αὐτὴν ὁ ἁμαρτωλός, ὅπου νὰ πάῃ ἀναπνέει τὴ δυσοσμία της. Τὴ μισεῖ, θέλει ν᾽ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὸν ἐναγκαλισμό της, ἀλλ᾽ αὐτὴ εἶνε κολλημένη πάνω του μὲ δύναμι καὶ τέχνη.
Ὁ ἁμαρτωλὸς σπαράζει· «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος· τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (῾Ρωμ. 7, 24). Ἀκούει τὴ φωνή του ὁ κόσμος μὲ τοὺς ποιητάς, φιλοσόφους, κοινωνιολόγους, στρατηγούς του, μὰ κανείς ἀπ᾽ αὐτοὺς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ.
Τὸν ἀκούει ὁ Ἰησοῦς, ἔρχεται κοντά του –εὐλογημένη στιγμή!–, κόβει τὰ δεσμά, τὸ πτῶμα τοῦ θανάτου πετιέται μακριά, ὁ ἁμαρτωλὸς σηκώνεται ὄρθιος, ἀναπνέει ἐλεύθερος καὶ φωνάζει· Μὲ ἔσωσε, μ᾽ ἐλευθέρωσε ὁ Ἰησοῦς.
Ἰησοῦς! Αὐτὸ τὸ ὄνομα, γιὰ ὅποιον λυτρώθηκε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, θὰ γίνῃ τὸ γλυκύτερο. Μ᾽ αὐτὸ θὰ κοιμᾶται καὶ θὰ ξυπνᾷ, μ᾽ αὐτὸ θὰ γεμίζῃ ὁ νοῦς, θὰ φλογίζεται ἡ καρ διά, θὰ γαλβανίζεται ἡ θέλησι, θ᾽ ἀγάλλεται ὅ λη ἡ ὕπαρξί του καὶ θὰ καλῇ σὲ δοξολογία ὅλους· «Αἰνεσάτωσαν τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐν χορῷ, ἐν τυμ πάνῳ καὶ ψαλτηρίῳ ψαλάτωσαν αὐτῷ» (Ψαλμ. 149,3).
Ἕνας ἀσθενὴς μπῆκε σὲ χειρουργικὴ κλινική· εἶχε στὸ στόμα καρκίνο καὶ ἔπρεπε νὰ ἀφαιρεθῇ ἡ γλῶσσα του. Οἱ γιατροὶ σκέπτον ται ὅτι μετὰ τὴν ἐγχείρησι δὲν θὰ μπορῇ πιὰ νὰ μιλάῃ. Τοῦ λένε λοιπόν, πρὶν ἀρχίσῃ ἡ ἐγχείρησι, νὰ πῇ τὶς τελευταῖες του λέξεις. Ὁ ἀσθενής, πιστὸς χριστιανός, μὲ ἠρεμία ἀπαντᾷ· «Ἕνα μόνο λόγο ἔχω νὰ πῶ· Ἂς εἶνε εὐλογημένο τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ ὄνομα θέλω νὰ εἶνε ἡ τελευταία μου λέξι».
Ἰησοῦς σημαίνει σωτηρία. Εἶνε τὸ «ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλ. 2,9). Δὲν ὑπάρχει ἄλλο ἱκανὸ νὰ μᾶς σώσῃ. Εἶνε τὸ ὄνομα ποὺ πρὸς στιγμὴν τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης ἀρνήθηκε ὁ ἀπόστολος Πέτρος, γιὰ νὰ τὸ κηρύξῃ ὅμως κατόπιν ἀτρόμητος ἐνώπιον χιλιάδων. Αὐτὸ ἦταν τὸ ὅπλο, μὲ τὸ ὁποῖο μαχόταν καὶ νικοῦσε. Τὸ ὄνομα αὐτὸ ἀνέφερε, κι ἀμέσως ὁ ἐκ γενετῆς «χωλὸς» ἀπέκτησε τὴν ὑγειά του (βλ. Πράξ. 3,1-10). Ὁ δὲ ἀπόστολος Παῦλος τόσο εἶχε ἀγαπήσει τὸν Κύριο, ὥστε τὸ ὄνομα Ἰησοῦς βρίσκεται στὶς ἐπιστολές του διακόσες φορές.
Ὁ Ἰησοῦς! Ἀλλ᾽ ὑπάρχουν καὶ καρδιὲς ψυχρές. Καρδιὰ ποὺ ἀκούει τὸ ὄνομα αὐτὸ καὶ δὲ συγκινεῖται, ἢ ἀκόμη χειρότερα καρδιὰ ποὺ ἀκούει μὲ ἀπάθεια νὰ τὸ βρίζουν, εἶνε νεκρή. Νὰ βρίζουν τὸν Ἰησοῦ μου, κ᾽ ἐγὼ νὰ μὴν καίγωμαι, νὰ μὴν ἀνοίγω τὸ στόμα νὰ πῶ δυὸ λέξεις διαμαρτυρίας; Θὰ εἶμαι ὁ πιὸ ἀχάριστος. Ἀλλ᾿ ὄχι. Δὲν θὰ μείνω ἀδιάφορος· θέλω τὸ ὄνομά του νὰ δοξασθῇ ἐδῶ στὴ γῆ αὐτή, ὅπου ἄλλοτε δὲν ἀκουγόταν καμμιά βλασφημία.
Ἀγαπητοί μου. Διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ λυτρώνονται ὄχι μόνο τὰ ἄτομα ἀλλὰ καὶ κοινωνίες καὶ ἔθνη. Θριαμβεύουν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Ἀπόδειξις ἡ μικρή μας πατρίδα. Ὅταν τὸ 1821 ἄρχισε ἡ ἐπανάστασι κατὰ τῶν Τούρκων, ὁ ἱεροκῆρυξ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων ἔγραψε στοὺς Ἕλληνες ἀγωνιστὰς περίφημο προτρεπτικὸ λόγο, στὸν ὁποῖο ἀπεδείκνυε ὅτι ἡ ἀπελευθέρωσι τῆς Ἑλλάδος θὰ συντελεσθῇ μὲ τὴν πίστι στὸ Χριστό. «Ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ πᾶν γόνυ κάμψει ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων» (Φιλ. 2,10).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος-
Πηγή: (῾Ραδιοφωνικὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μεταδόθηκε στὴν καθαρεύουσα ἀπὸ τὸν Σταθμὸ Λαρίσσης τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1949. Μεταγλώττισις καὶ σύντμησις 20-11-2012.), Ακτίνες