«Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει· χαῖρε, δι᾽ ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει» (Ἀκάθ. ὕμν. Α1)
Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, ἐχθροὶ τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ποὺ καταβάλλουν προσπάθεια νὰ ξερριζώσουν ἀπ᾿ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων τὴν πίστι στὸ Χριστό. Πολλὲς κατηγορίες ἐπιρρίπτουν. Μία ἀπὸ αὐτὲς εἶνε, ὅτι ἡ θρησκεία μας κάνει τοὺς ἀνθρώπους λυπημένους καὶ σκυθρωπούς, φυγαδεύει τὴ χαρά, καλλιεργεῖ τὸν πεσσιμισμό, τὴν ἀπαισιοδοξία.
Ψευδὴς κατηγορία. Ἐὰν ὑπάρχῃ κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο μία θρησκεία ποὺ καλλιεργεῖ τὴ χαρὰ καὶ σκορπίζει κατὰ τὸν ποιητὴ «γλυκὲς χρυσὲς ἐλπίδες» (Κρυστάλλης), εἶνε ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μία ἀπόδειξις τρανὴ εἶνε ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος, τὸ ἀριστούργημα αὐτὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλλὰ καὶ τῆς παγκοσμίου ποιήσεως.
Θέμα τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου εἶνε τὸ ἀνέκφραστο μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Μὲ ζωηρὲς εἰκόνες, ποὺ ὁ ἐμπνευσμένος ποιητὴς παίρνει ἀπ᾿ ὅλη τὴ δημιουργία, προσπαθεῖ νὰ παραστήσῃ τὰ διάφορα στάδια, τὶς φάσεις τοῦ σχεδίου τῆς θείας οἰκονομίας, ἀπὸ τὴ γέννησι τοῦ Χριστοῦ μέχρι τὸ Γολγοθᾶ, καὶ καταλήγει στὸν ὕμνο τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ γεννήσῃ «τὸν πάντων ἁγίων ἁγιώτατον Λόγον» (Ἀκάθ. ὕμν. Ω οἶκ.).
Πῶς ἀρχίζει; Μὲ τὸ «χαῖρε» τοῦ Εὐαγγελισμοῦ· «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ χαῖρε…» (ἔ.ἀ.. Α οἶκ.). Τὸ «χαῖρε» αὐτὸ ἐπαναλαμβάνει ὄχι 1 ἀλλὰ 144 φορές. Τί σημαίνουν λοιπὸν αὐτὰ τὰ βροντόφωνα «χαῖρε» τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν Παναγία;
Σημαίνουν, ὅτι ἡ Παναγία πρέπει νά ᾽χῃ χαρά. Ἀλλὰ χαρὰ πρέπει νὰ αἰσθάνωνται καὶ τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα ἐκεῖνοι ποὺ πιστεύουν στὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Σωτῆρος. Καὶ πράγματι ὁ Χριστὸς –δὲν εἶνε μῦθος, εἶνε πραγματικότης–, ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ πηγὴ καὶ ἀκένωτη δεξαμενὴ τῆς ἀνέκφραστης χαρᾶς. Ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου.
* * *
Τί ἦταν, ἀγαπητοί μου, ὁ κόσμος πρὸ Χριστοῦ; Ζοῦσε κάτω ἀπὸ οὐρανὸ γεμᾶτο σύννεφα, ὅλο θλῖψι καὶ ἀγωνία. Καὶ ἀπόδειξις αὐτοῦ εἶνε ἡ ἱστορία. Μάταια οἱ θεοὶ τοῦ Ὀλύμπου πάσχιζαν νὰ δώσουν στοὺς λατρευτάς τους χαρά· μάταια ὁ Βάκχος κερνοῦσε κρασὶ μὲ χρυσᾶ ποτήρια, μάταια ἡ Ἀφροδίτη ὑποσχόταν σαρκικὲς ἡδονές, μάταια ὁ ξανθὸς Ἀπόλλων ἔπαιζε τὴ λύρα του, μάταια οἱ θεοὶ καὶ οἱ θεὲς χόρευαν στὰ ποτάμια καὶ τὶς λίμνες, μάταια γίνονταν γιορτὲς καὶ συμπόσια. Ὁ ἀρχαῖος κόσμος διατελοῦσε ὑπὸ τὸ κράτος βαθειᾶς θλίψεως.
Ἡ ἀρχαιολογία ἔφερε στὸ φῶς ἀγάλματα καί, ὅπως ἔχει παρατηρηθῆ, στὶς μορφὲς τῶν ἀγαλμάτων λείπει τὸ μειδίαμα. Σκυθρωποὶ καὶ λυπημένοι δείχνουν οἱ ἥρωες ποὺ ἀπαθανάτισαν οἱ ἀρχαῖοι τεχνῖτες τῆς γλυπτικῆς. Γιατί; Διότι ὄντως ὁ κόσμος ἐκεῖνος ζοῦσε κάτω ἀπ᾽ τὸ ἄγχος ποὺ προκάλεσε ἡ ἀρχαία κατάρα. Ἔκφρασι αὐτοῦ τοῦ συναισθήματος ἀποτελεῖ καὶ τὸ ἀκόλουθο ἱστορικὸ περιστατικὸ τοῦ 4ου π.Χ. αἰῶνος.
Στὶς Συρακοῦσες τῆς Σικελίας βασίλευε τότε ὁ τύραννος Διονύσιος ὁ Πρεσβύτερος (430-367 π.Χ.), ἕνας πάμπλουτος μονάρχης. Στὰ ἀνάκτορά του ἔκανε συμπόσια μὲ ἐκλεκτὰ φαγητὰ καὶ ποτά, χοροὺς καὶ διασκεδάσεις. Ἕνας ἀπ᾽ τοὺς ὑπηρέτες του, ὁ Δαμοκλῆς (Πάπυρος-Larousse-Britannica τ. 16, σ. 273), ἔβλεπε ὅλα αὐτά, τὸν θεωροῦσε εὐτυχισμένο καὶ τὸν θαύμαζε. Ὁ Διονύσιος ὅμως τοῦ εἶπε· –Νομίζεις ὅτι ὑπάρχει χαρὰ στὰ ἀνάκτορα; Τί κι ἂν τρῶμε καὶ πίνουμε; τί κι ἂν παίζουν οἱ αὐλητρίδες καὶ χορεύουμε; Χαρὰ δὲν ὑπάρχει. Καὶ γιὰ νὰ σοῦ τὸ ἀποδείξω, αὔριο τὸ πρωὶ σὲ ντύνω βασιλιᾶ, νὰ σὲ χαιρετίσουν ὅλοι, καὶ τὸ μεσημέρι θὰ σοῦ κάνω τραπέζι… Χαρὰ ὁ Δαμοκλῆς! Καὶ ὄντως τὴν ἑπομένη ἔγινε βασιλιᾶς καὶ κάθισε στὸ θρόνο γιὰ μία μέρα.
Τὸ μεσημέρι ὁ τύραννος ἔστρωσε τὰ καλύτερα σερβίτσια, παρέθεσε τὰ καλύτερα φαγητὰ καὶ ποτά, καὶ τὸν κάλεσε νὰ φάῃ. Ἔφαγε; Δὲν ἔφαγε. Τὰ χέρια του ἔτρεμαν λὲς καὶ εἶχε πάθει πάρκινσων. Τί συνέβη; Ὁ Διονύσιος, γιὰ νὰ τὸν διδάξῃ, διέταξε, ἐκεῖ ποὺ θὰ καθόταν, πάνω ἀπ᾽ τὸ κάθισμά του, νὰ κρεμάσουν συμβολικὰ ἕνα σπαθὶ μυτερό, δεμένο ἀπ᾽ τὴν ὀροφὴ μὲ μιὰ τρίχα ἀλόγου ἕτοιμη νὰ κοπῇ. Ποῦ νὰ φάῃ; Φοβόταν μήπως ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ τὸ σπαθὶ πέσῃ στὸ κεφάλι του, καὶ παρακάλεσε τὸν τύραννο· –Ἀπάλλαξέ με! οὔτε τὰ φαγητὰ οὔτε τὰ ποτά σου θέλω· τὴν καλύβα μου θέλω μὲ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά μου· κι ἄλλη φορὰ μακριά ἀπὸ ἀνάκτορα καὶ συμπόσια… Ἀπ᾽ ἐδῶ ἔμεινε παροιμιώδης, γιὰ κάθε ἀπειλή, ἡ φράσι «δαμόκλειος σπάθη».
Τὸ ἱστορικὸ αὐτὸ ἀνέκδοτο δείχνει, ὅτι χαρὰ δὲν ὑπῆρχε οὔτε καὶ σ᾽ αὐτοὺς ποὺ ζήλευαν οἱ φτωχοὶ καὶ ἄσημοι. Γι᾽ αὐτὸ λέμε, ὅτι ὅλος ἐκεῖνος ὁ κόσμος ζοῦσε στὴ σκιὰ τῆς θλίψεως. Δὲν ὑπάρχει πιὸ παραστατικὴ εἰκόνα ἀπὸ αὐτήν.
* * *
Πέρασαν, ἀδελφοί μου, ἀπὸ τότε δύο χιλιάδες χρόνια. Ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, δίδαξε καὶ φώτισε. Ἀλλὰ πόσοι πίστεψαν σ᾽ αὐτόν; Καὶ σήμερα ζοῦμε κάτω ἀπὸ δαμόκλειο σπάθη. Ὁ κόσμος καὶ στὰ δύο ἡμισφαίρια, οἱ λαοὶ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ἀπὸ τὰ Οὐράλια ὄρη μέχρι τὸ Σικάγο, κι ἀπὸ τὸ Βόρειο μέχρι τὸ Νότιο Πόλο, ὅλη ἡ Γῆ, ζῇ κάτω ἀπὸ μία φρικαλέα δαμόκλειο σπάθη. Ποιά εἶν᾽ αὐτή;
Ἡ ἐποχή μας ἔπρεπε νά ᾽νε ἡ πιὸ εὐτυχισμένη, ὁ αἰώνας μας ὁ εὐδαιμονέστερος τῆς ἱστορίας. Ποτέ ἄλλοτε ὁ κόσμος δὲν εἶχε τόσα ὑλικὰ ἀγαθά, ποὺ οὔτε στ᾽ ὄνειρό τους μποροῦσαν νὰ φανταστοῦν οἱ προηγούμενες γενεές. Καὶ τί δὲν ὑπάρχει σήμερα! ἀπὸ τρόφιμα μέχρι ῥαδιόφωνα, τηλεοράσεις, τηλέφωνα, αὐτοκίνητα, ἀεροπλάνα, ῥαντάρ…· ἀγαθὰ ἀφάνταστα. Καὶ ὅμως ὁ κόσμος αὐτὸς εἶνε δυστυχισμένος, ὁ δυστυχέστερος ἀπὸ ὅλες τὶς προηγούμενες γενεές. Γιατί;
Μὲ ἐρωτᾶτε «γιατί;»; Διότι πάνω ἀπ᾽ τὸ κεφάλι καὶ τῶν Ῥώσων καὶ τῶν Ἀμερικανῶν καὶ ὅλων τῶν λαῶν, τόσο τῶν μὲν ὅσο καὶ τῶν δέ, κρέμεται ἕνα σπαθί. Ποιό σπαθί; Ἀλλοίμονο! Ἐκείνη ἡ «δαμόκλειος σπάθη» θὰ θανάτωνε ἕναν μόνο ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἡ σημερινὴ ἐπιστημονικὴ «δαμόκλειος σπάθη», ἂν πέσῃ, δὲν θὰ θανατώσῃ ἕναν ἄνθρωπο· θὰ κάνῃ ἐρείπια τὸν κόσμο. Καὶ ἡ δαμόκλειος αὐτὴ σπάθη, τὴν ὁποία ἀκονίζουν συνεχῶς οἱ ὑπερδυνάμεις, εἶνε ἡ πυρηνικὴ ἐνέργεια. Αὐτὴ ἔχει συσσωρεύσει ἀμέτρητες βόμβες, κρυμμένες εἴτε στὰ Οὐράλια ὄρη εἴτε στὰ ὄρη τῆς Ἀμερικῆς εἴτε κάπου ἀλλοῦ. Θεέ μου Θεέ μου! πάνω ἀπ᾽ τὰ λίκνα τῶν βρεφῶν, πάνω ἀπ᾽ τὰ σχολεῖα τῶν παιδιῶν, πάνω ἀπ᾽ τὶς πόλεις καὶ τὰ πανεπιστήμια, πάνω ἀπὸ τὰ ἐπιτεύγματα καὶ τ᾽ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου κρέμεται αὐτὸ τὸ φοβερὸ ἐπιστημονικὸ σπαθί. Κρέμεται ἀπὸ μιὰ τρίχα. Παναγία Δέσποινα, Νύμφη ἀνύμφευτε, πρόφθασον βοήθησον!… Ἔτσι καὶ πέσῃ, τί θὰ μείνῃ πλέον; καὶ λίμνες καὶ ποτάμια καὶ τὰ πάντα θὰ μολυνθοῦν, ὁ κόσμος θὰ ἐξαφανιστῇ ἀπ᾽ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς.
Ζοῦμε ὅλοι κάτω ἀπὸ τὴ δαμόκλειο σπάθη. Ὁ κόσμος αὐτὸς αἰσθάνεται λύπη κι ἀναστενάζει. Δὲν τὸν εὐχαριστεῖ τίποτα. Γι᾿ αὐτὸ σήμερα εἶνε τόσο συχνὰ τὰ καρδιολογικά, καὶ τὰ νευρολογικὰ καὶ ψυχολογικὰ νοσήματα· καὶ γέμισε ὁ τόπος ἀπὸ νευρολόγους καὶ ψυχιάτρους ποὺ προσπαθοῦν μὲ διάφορα χάπια νὰ ἠρεμήσουν τὰ τεντωμένα νεῦρα· γι᾿ αὐτὸ γίνονται τόσα τουριστικὰ ταξίδια, γιὰ νὰ διασκεδάσουν οἱ ἄνθρωποι τὴν ἀνία ποὺ τοὺς πνίγει· γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ νεολαία ῥέπει στὰ ναρκωτικά· νομίζει ὅτι θὰ βγῇ ἀπὸ τὸν κλοιὸ καὶ θὰ βρῇ ἀναψυχή. Δὲν εἶνε πολλὲς μέρες ποὺ μία διάσημη ἠθοποιός, ποὺ τὴν χειροκροτοῦσαν χιλιάδες θαυμασταὶ στὴν Ἀθήνα καὶ δοκίμασε τὶς χαρὲς τοῦ κόσμου τούτου, ἀπελπισμένη ἀπ᾿ ὅλα, βρῆκε τὸ θάνατο ἀπὸ τὴ χρῆσι ναρκωτικῶν. Δυστυχισμένη ὕπαρξι!
Δυστυχισμένες γυναῖκες, δυστυχισμένοι ἄντρες, δυστυχισμένη νεολαία, δυστυχισμένε κόσμε τοῦ αἰῶνος μας! Ζῇς κάτω ἀπὸ δαμόκλειο σπάθη, γιὰ νὰ μάθῃς, ὅτι ἡ χαρὰ δὲν ὑπάρχει οὔτε στὴ δόξα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, οὔτε στὰ πλούτη τοῦ Κροίσου, οὔτε στὴ σοφία τοῦ Σωκράτη, οὔτε στὴν ἐπιστήμη τοῦ Ἀϊνστάιν· βρίσκεται μόνο στὸ Χριστό. Κοντὰ στὸν Ἰησοῦ τὸ Ναζωραῖο, τὴν πηγὴ τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς, τὸ Γένος μας ἐπὶ δέκα καὶ πλέον αἰῶνες εἶχε χαρά, ἀκόμη καὶ κάτω ἀπ᾽ τὸ σπαθὶ τοῦ Τούρκου. Γι᾽ αὐτὸ οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ἑλλάδος, τοῦ Πόντου, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τῆς Μακεδονίας ἔτρεχαν στοὺς ναούς· γιὰ νὰ ποῦν ὅλοι στὴν Παναγία· «Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει· χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει» (Ἀκάθ. ὕμν. Α1).
Ναί· θὰ βρισκόμαστε κάτω ἀπὸ τὴν «ἀράν», τὴν κατάρα, ὅσο ζοῦμε μακριὰ ἀπ᾽ τὸ Χριστό· καὶ θὰ βροῦμε τὴ χαρά, ὅταν θὰ ζοῦμε κοντά του. Ὁ Χριστός, ναὶ ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ πηγὴ τῆς χαρᾶς! Κι ἂν ἐμεῖς σιωπήσουμε, καὶ οἱ πέτρες καὶ τὰ ἄστρα καὶ οἱ ποταμοὶ καὶ οἱ θάλασσες θὰ τὸ φωνάξουν. Ἡ πηγὴ τῆς χαρᾶς, τῆς ἐλπίδος τῆς ἀγάπης καὶ τῆς πίστεως, εἶνε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 1-3-1974), Ἐπίσκοπος Αὐγουστίνος Καντιώτης