«Δεινὸν ἡ ῥαθυμία, μεγάλη ἡ μετάνοια» (3ο τροπ. αἴν. Μ. Τετ.)
Εἴπαμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἀπόψε θὰ μιλήσουμε σύντομα. Θὰ ἑρμηνεύσουμε τὴ φράσι ἑνὸς τροπαρίου τῆς Μεγάλης Τετάρτης ποὺ λέει· «Δεινὸν ἡ ῥαθυμία, μεγάλη ἡ μετάνοια» (3ο τροπ. αἴν. Μ. Τετ.). Θὰ δοῦμε πρῶτα τὴ ῥαθυμία καὶ κατόπιν τὴ μετάνοια. Παρακαλῶ προσέξτε.
* * *
Τί εἶνε ἡ «ῥαθυμία»; Μία ἀμέλεια. Ἀμέλεια ὄχι στὰ ὑλικὰ καὶ σαρκικὰ πράγματα· σ᾽ αὐτὰ οἱ περισσότεροι εἶνε ἐπιμελεῖς, φροντίζουν. Ἂν λ.χ. πρόκειται νὰ ταξιδέψουν, φροντίζουν νὰ προμηθευτοῦν τὸ εἰσιτήριο· ἂν πρόκειται νὰ δώσουν ἐξετάσεις, διαβάζουν καὶ τὴ νύχτα· ἂν εἶνε γεωργοί, σπέρνουν καὶ καλλιεργοῦν τὴ γῆ στὸν κατάλληλο καιρό· ἂν εἶνε ἔμποροι, ἐκμεταλλεύονται τὴν κίνησι τῆς ἀγορᾶς· σὲ ὅλα ἐν γένει δείχνουν ἐπιμέλεια. Σὲ ἕνα δὲν δείχνουν· στὰ καθήκοντα ἀπέναντι τῆς ψυχῆς, τῆς ἀθανάτου ψυχῆς τους, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς εἶπε· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36). Ἐκεῖ εἶνε τελείως ἀδιάφοροι. Θέλετε παραδείγματα; ὑπάρχουν ἄφθονα.
⃝ Ἔρχεται Κυριακή, χτυποῦν οἱ καμπάνες καὶ καλοῦν στὴ λατρεία. Ὅπως ἔχουμε πεῖ, 168 ὧρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα, καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ζητάει 1 ὥρα νὰ ἔρθουμε στὸ ναό, νὰ συγκεντρώσουμε τὶς σκέψεις καὶ τὴν καρδιά μας, νὰ προσευχηθοῦμε καὶ νὰ κοινωνήσουμε. Τίποτα! ἕνα μικρὸ ποσοστὸ ἐκκλησιάζεται. Πρὸ ἐτῶν στὴν αἴθουσα τῆς μητροπόλεως ἑρμήνευα στοὺς ἄντρες μία ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου καὶ οἱ παρόντες ἦταν ἐλάχιστοι. Τότε εἶπα σὲ κάποιον· Πήγαινε τώρα νὰ μετρήσῃς στὶς ταβέρνες καὶ στὰ κέντρα διασκεδάσεως πόσοι εἶνε. Τὸν περιμέναμε καὶ ἐπέστρεψε. Καὶ τι μᾶς εἶπε· ἐμεῖς εἴχαμε εἴκοσι ἄντρες, καὶ ἐκεῖ εἶχαν πεντακόσους. Ποῦ εἶνε τὰ χρόνια ἐκεῖνα ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦσαν τὸν ἐκκλησιασμό! Αὐτὲς οἱ καμπάνες ποὺ χτυποῦν θὰ μᾶς δικάσουν ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως. Στὸν Πόντο, στὴ Μικρὰ Ἀσία οἱ Τοῦρκοι ἕνα διάστημα δὲν ἐπέτρεπαν καμπάνες. Καὶ ὅμως οἱ ναοὶ ἦταν γεμᾶτοι. Σήμερα οἱ καμπάνες, ποὺ χτυπᾶνε συνεχῶς, ἀφήνουν ἀδιάφορους τοὺς πολλούς. «Στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα, ὅσο θέλεις χτύπα».
⃝ Ἄλλο παράδειγμα. Ἔρχεται Μεγάλη Σαρακοστή, περίοδος πνευματική. Καὶ ἐνῷ τοὺς καλεῖς σὲ ἐξομολογήσι, δὲν ἔρχονται. Ἀφήνουν γιὰ τὴν τελευταία ὥρα, τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, καὶ ἐξαντλοῦν τοὺς πνευ ματικούς. Ἐπίτηδες τὸ κάνει ὁ σατανᾶς. Στὴν Ἀθήνα ἕ νας θαυμάσιος πνευματικὸς δὲν ἔ διωχνε κανένα, ἀλλὰ –τι νὰ κάνῃ ὁ ἄνθρωπος– τοὺς δεχόταν ὅλους· καὶ ἀπὸ τὴ συρροὴ κόσμου (ἡ Ἀθήνα εἶνε ἀπέραντη πόλις) ἔπαθε μαλάκυνσι ἐγκεφάλου καὶ πέθανε. Αὐτὰ κάνει ἡ ἀμέλεια.
⃝ Ἀναφέρω κάτι ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία μου ὡς στρατιωτικοῦ ἱερέως. Στὸ Γράμμο καὶ στὸ Βίτσι οἱ μαχηταὶ ἔπρεπε νὰ μένουν ἄγρυπνοι. Καὶ γνώρισα ἀξιωματικοὺς πού, γιὰ νὰ μὴν ἀποκοιμηθοῦν, εἶχαν ἕνα καρφὶ καὶ κεντοῦσαν τὸ κορμί τους, τὸ μάτωναν! Ἔτσι ἀποκτήσαμε ἐλεύθερη Μακεδονία. Δὲν ἦταν ἀμελεῖς ἐκεῖνοι· ἀγρυπνοῦσαν. Ἄκουγαν τὸ «Γρηγορεῖτε», αὐτὸ ποὺ θ᾽ ἀκούσουμε μεθαύριο («Ἔστησαν τὰ τριάκοντα ἀργύρια…»,θ΄ ἀντίφ. ὄρθρ. Μ. Παρασκ.). Κ᾽ ἐμεῖς στρατιῶτες εἴμαστε ὑπὸ τὴν σημαία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἔχουμε νὰ πολεμήσουμε ἐχθροὺς φοβερούς, ὅπως εἶνε ἡ σάρκα (ὁ «οἶστρος ἀκολασίας»), ὁ σατανᾶς (ποὺ δὲν ἀφήνει ἥσυχο κανένα ἀλλὰ «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ»- Α΄ Πέτρ. 5,8), καὶ ὁ κόσμος. Ἐμεῖς γρηγοροῦμε ἢ ἀμελοῦμε;
Ποῦ νὰ στραφῶ; λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σὲ μιὰ ὁμιλία του· στὰ ἀνάκτορα καὶ τοὺς ἄρχοντες, στοὺς ἄντρες καὶ τὶς γυναῖκες, στοὺς στρατιῶτες καὶ ἀξιωματικούς, στὴ νεότητα; ζήτημα νὰ ἐκκλησιάζεται ἕνας στοὺς ἑκατό. Τί νὰ ποῦμε τώρα ἐμεῖς; ἀμέλεια ὑπάρχει, εἴμαστε ἀμελεῖς. Καὶ ἡ ἁγία Γραφὴ λέει· «Ἐπικατάρατος ὁ ποιῶν τὰ ἔργα Κυρίου ἀμελῶς» (Ἰερ. 31,10), αὐτὸς ποὺ δὲν ἐκτελεῖ μὲ ἐπιμέλεια τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου εἶνε ἄξιος καταδίκης. Θὰ δικαστοῦμε γιὰ τὴν ἀμέλειά μας. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε χρόνο, καὶ ὁ χρόνος περνάει μὲ ἀμέλεια.
⃝ Τὸ χειρότερο παράδειγμα ἀμελείας καὶ ἀδιαφορίας γιὰ τὴν σωτηρία εἶνε ὁ Ἰούδας. Ζοῦσε στὸ ἁγιώτερο περιβάλλον, εἶχε συμμαθητὰς καὶ συναδέλφους γύρω του, κι αὐτὸς ποῦ εἶχε τὸ νοῦ του; στὸ χρῆμα. Ἀμέλησε, ἀδιαφόρησε γιὰ τὴ σωτηρία του. Ἔτσι ἔφτασε νὰ προδώσῃ τὸ Χριστὸ μὲ φίλημα γιὰ τριάκοντα ἀργύρια. Καὶ τὸ χειρότερο ἀπ᾽ ὅλα, ἔπεσε στὴν ἀπελπισία. Δὲν ἔπρεπε ν᾽ ἀπελπιστῇ. Οἱ πατέρες λένε, ὅτι ἀκόμα καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ ἂν πήγαινε στὸ σταυρό, προτοῦ νὰ πῇ ὁ Χριστὸς τὸ «Τετέλεσται», θὰ εἶχε σωτηρία. Ἀπελπίστηκε καὶ ἀπαγχονίστηκε. Γι᾿ αὐτὸ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας «Βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον» (τροπ. ὄρθρ. Μ. Πέμπτ.). Αὐτὰ κάνει ἡ ἀμέλεια καὶ ἀδιαφορία. «Δεινὸν ἡ ῥαθυμία».
Ἀλλ᾽ ὅσο κακό, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ῥαθυμία, τόσο μεγάλο καλὸ ἀντιθέτως εἶνε ἡ μετάνοια. Ἀκούσατε πῶς τὸ λέει ὁ ψάλτης· «Μεγάλη ἡ μετάνοια»! Ὄντως εἶνε μεγάλη. Διότι ἔχουμε δύο βαπτίσματα. Τὸ ἕνα εἶνε ὅταν βυθίζουμε τὸ παιδὶ στὴν κολυμβήθρα. Ἂν καὶ ἐγὼ –χωρὶς ν᾽ ἀμφισβητῶ τὴν ἐγκυρότητα τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ, διότι ἔχουμε παραδείγματα βαπτίσματος οἰκογενειῶν μὲ παιδιὰ καὶ στὴν ἁγία Γραφή– σκέπτομαι ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, πῶς εἶνε σήμερα οἱ γονεῖς· εἶνε ἄξιος ὁ πατέρας νὰ βαπτίσῃ τὸ παιδί του μέσα στὴν ἱερὰ κολυμβήθρα; εἶνε ἄξιος ὁ ἀνάδοχος, ποὺ πολλοὶ ἀπ᾽ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ εἶνε καὶ μασόνοι; Εἶνε ἄξιοι; Δὲν εἶνε.
Ἔπειτα τὰ παιδιὰ στὴν ἐποχή μας εἶνε ἀναιδέστατα. Ἄκουσα παιδί, ὅταν τοῦ ὑπενθύμισαν τὰ καθήκοντά του, νὰ λέῃ· Καὶ μὲ ρώτησε ἐμένα ὁ πατέρας μου ἂν θέλω νὰ γίνω Χριστιανός;… Ἄσ᾿ τον λοιπὸν τὸν «γαϊδουράκο», ἄσ᾿ τον νὰ γίνῃ μεγάλος καὶ νὰ ἐκλέξῃ μόνος του τὴ θρησκεία· κι ἂς γίνῃ ὅ,τι θέλει. Ἐλευθερία εἶνε τὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ Εὐαγγελίου· εἰς τρόπον ὥστε νὰ ἔχουμε μία ποιοτικὴ καὶ ὄχι ποσοτικὴ ἐκκλησία. Γενικῶς ὑποστηρίζω τὴν συνειδητὴ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἔχῃ καὶ ὁ λαὸς ὅπως ὁ κλῆρος λόγο στὴν ἐκλογὴ τῶν ποιμένων του.
Τὸ ἄλλο βάπτισμα εἶνε τὸ λουτρὸ τῶν δακρύων, τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως. Τὸ εἴπαμε, τὸ ἐπαναλαμβάνουμε καὶ δὲν θὰ παύσουμε νὰ τὸ ἐπαναλαμβάνουμε· Δὲν θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς διότι ἁμαρτάνουμε – τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινο· θὰ μᾶς δικάσῃ διότι δὲν μετανοοῦμε. Περνοῦν οἱ μέρες οἱ μῆνες τὰ χρόνια, φτάνουμε στὸ τέλος τῆς ζωῆς, καὶ δὲν ἔχουμε μετανοήσει ἀπ᾽ τὴν καρδιά μας ὥστε νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ἂς φροντίσουμε γιὰ τὴ μετάνοιά μας, τὸν λίγο αὐτὸ χρόνο τῆς ζωῆς μας. Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεὸ λέγοντας μαζὶ μὲ τὸν ὑμνῳδό· «Δός μοι», Κύριε, «μετανοίας λογισμόν, δός μοι κατανύξεως πόθον τῇ ταπεινῇ μου ψυχῇ, ἔγειρον ἐξ ὕπνου με δεινῆς πωρώσεως καὶ τὸ σκότος ἀπέλασον τὸ τῆς ῥαθυμίας καὶ τῆς ἀπογνώσεως λῦσον τὴν ζόφωσιν, ὅπως ἀνανεύσας ὁ τάλας σοὶ προσκολληθήσωμαι, Λόγε, καὶ σοῦ τοῖς θελήμασι πορεύσωμαι» (Παρακλ. ἦχ. β΄, Κυρ. ἑσπ.).
Ὁ Θεὸς δὲν ἐγκατέλειψε τὸν ἄνθρωπο. Ὅταν κάποιος εἶνε ἑτοιμοθάνατος, οἱ γιατροὶ ξέρετε πῶς κα ταλαβαίνουν ἂν ζῇ; Τὸν κεντοῦν μὲ μιὰ βελόνα· ἂν δείξῃ ὅτι νιώθει πόνο, σημαίνει ὅτι εἶνε ζωντανός· ἂν βυθίζουν τὴ βελόνα καὶ δὲν νιώθῃ τίποτα, λένε· Πέθανε πλέον. Ἔτσι εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς, ἑτοιμοθάνατοι. Πλησιάζει τὸ τέλος μας, καὶ βυθίζει ὁ Κύριος τὴ βελόνα του γιὰ νὰ μᾶς ξυπνήσῃ ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ἀδιαφορίας καὶ νὰ μᾶς κινητοποιήσῃ.
Οἱ κληρικοὶ ἂς ἐνδιαφέρωνται, νὰ ἐπισκέπτωνται τὸ ποίμνιό τους. Διαφορετικά, θὰ εἶ νε μισθωτοί· καὶ «ὁ μισθωτὸς… οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων» (Ἰω. 10,13). Οἱ γυναῖκες ἂς πείσουν τὸν ἄντρα καὶ τὰ παιδιά τους νὰ ἐξομολογηθοῦν. Ὅλοι ἂς μετανοήσουμε, ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι, στρατιῶτες καὶ ἀξιωματικοί, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὥστε ἐν μετανοίᾳ εἰλικρινεῖ νὰ ἑορτάσουμε τὸ Πάσχα. Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς δώσῃ τὸ δεύτερο βάπτισμα, τὴ μετάνοια τοῦ λῃστοῦ, τῆς πόρνης, τοῦ Πέτρου, τοῦ Παύλου, ὅλων τῶν ἁγίων. Ὅπως αὐτὸς ποὺ δὲν βαπτίζεται εἶνε ἀβάπτιστος, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν ἐξομολογεῖ ται εἶνε ἀσυγχώρητος. Εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχει ἡ μετάνοια. Ἐὰν δὲν ὑπῆρχε, ποιός θὰ ἐσῴζετο; κανείς· στὸν παράδεισο θὰ ἦταν μόνο τὰ νήπια. Ὅλοι οἱ ἄλλοι θὰ ἤμεθα καταδικασμένοι, διότι ἁμαρτάνουμε καὶ προκαλοῦμε τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ· ὅπως τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ποὺ ὁ σεισμὸς καὶ τὸ σκοτάδι ἔγιναν αἰσθητὰ μέχρι τὴν Ἀθήνα καὶ τότε ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης εἶπε· «Ἢ θεός τις πάσχει ἢ τὸ πᾶν ἀπόλλυται».
Ρωτοῦν μερικοί, πόσες φορὲς νὰ κοινωνοῦ με. Ἀπαντᾷ ὁ Χρυσόστομος· Εἶσαι ἕτοιμος; κοινώνα κάθε μέρα· δὲν εἶσαι ἕτοιμος, εἶσαι ἀνεξομολόγητος; μὴν κοινωνήσῃς οὔτε τὸ Πάσχα. Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ καὶ σ᾿ ἐμᾶς τὴ μετάνοια· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὸ βράδυ τῆς 27-4-1994.), Ζωηφόρος