«Ὅσοι ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ» (Ἰωάν. 1, 12)
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Ὑποθέστε, ἀγαπητοί, ὅτι σὲ κάποιο δρόμο μεγάλης πόλεως βρίσκεται ἕνα παιδὶ σὲ ἀθλία κατάστασι. Εἶνε ὀρφανό, ἐγκαταλελειμμένο ἀπὸ συγγενεῖς καὶ φίλους, πεινασμένο, ξυπόλητο, ἀκάθαρτο. Κανένας δὲν τὸ προσέχει. Ξαφνικὰ ἀπὸ τὸ δρόμο ἐκεῖνο περνάει ἕνας βασιλιᾶς. Ἡ ἅμαξά του σταματάει. Κατεβαίνει ὁ βασιλιᾶς. Σπλαχνίζεται τὸ παιδὶ καὶ τὸ πλησιάζει. Τοῦ μιλάει μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ κάνει τὸ παιδὶ νὰ κλαίη ἀπὸ συγκίνησι. Ὁ καλὸς βασιλιᾶς δὲν ἀρκεῖται δτὰ λόγια. Τοῦ δείχνει ἔμπρακτη ἀγάπη. Τὸ παίρνει στὴν ἀγκαλιά του, τὸ ἀνεβάζει στὴν ἅμαξά του, καὶ τὸ φέρνει στὸ παλάτι. Ἐκεῖ δίνει ἐντολὴ καὶ τὸ καθαρίζουν καλά, τοῦ φορᾶνε ὁλοκαίνουργια ροῦχα καὶ τὸ ὁδηγοῦν στὸ βασιλικὸ τραπέζι. Τὸ κάνει δικό του παιδὶ ὁ βασιλιᾶς. Τὸ υἱοθετεῖ…
* * *
Παραβολικὸς ὁ λόγος. Ποιό εἶνε τὸ παιδὶ αὐτό, τὸ γυμνὸ καὶ πεινασμένο καὶ ἀκάθαρτο, ποὺ καθόταν στὸ σταυροδρόμι καὶ τουρτούριζε ἀπὸ τὸ κρύο καὶ ζητοῦσε τὴ βοήθεια τῶν διαβατῶν καὶ σπαρταροῦσε ἀπὸ τὸ κλάμα; Καὶ ποιός εἶνε ὁ βασιλιᾶς, ὁ τόσο καλὸς βασιλιᾶς, ποὺ πῆρε τὸ κουρελιασμένο αὐτὸ παιδὶ καὶ τὸ πῆγε στὸ ἀνάκτορό του καὶ τὸ καθάρισε καὶ τὸ τίμησε καὶ τὸ ἔκανε πριγκιπόπουλο καὶ βασιλόπουλο;
Παιδὶ σὲ ἐλεεινὴ κατάστασι εἶνε κάθε ἄνθρωπος ποὺ κατάγεται ἀπὸ τὸ πρωτόπλαστο ζευγάρι, τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα. Ὅπως ξέρουμε, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πλάσθηκε «κατʼ εἰκόνα καὶ καθʼ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ (Γεν. 1, 26). Γιὰ κατοικία τοῦ ἔδωσε ὁ Πλάστης τὸν παράδεισο. Ὅλα τὰ εἶχε ἐκεῖ τὸ πρῶτο ζευγάρι τῶν ἀνθρώπων. Καὶ καθαρὸ ἀέρα καὶ νερὰ κρυστάλλινα καὶ δέντρα καρποφόρα καὶ καλλικέλαδα πουλιά, καὶ πάνω ἀπʼ ὅλα καθαρὴ καρδιὰ καὶ συνεχῆ ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεό. Ὁ ἄνθρωπος εὐφραινόταν στὸν παράδεισο καὶ σωματικὰ καὶ πνευματικά.
Ἀλλὰ δὲν ἔμεινε ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖ. Ἁμάρτησε. Ἔχασε τὸν παράδεισο καὶ ἡ καρδιά του μολύνθηκε ἀπʼ τὴν ἁμαρτία, ἔγινε ψυχικὰ ἀκάθαρτος καὶ ἄρχισε νὰ διαπράττη ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ ἁμαρτήματα. Ζοῦσε μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Ψυχικὰ βρισκόταν σὲ ἐλεεινὴ κατάστασι. Κυλιόταν μέσα στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἦταν σὰν τὸ ἀκάθαρτο καὶ ἐλεεινὸ παιδί, ποὺ εἴδαμε στὴν παραβολή. Ὄχι μόνο ἕνας ἄνθρωπος, ἀλλʼ ὅλοι γενικὰ οἱ ἄνθρωποι.
Ἀκάθαρτος ὁ ἄνθρωπος! Μπορεῖ ἐξωτερικὰ νὰ φαίνεται πλούσιος καὶ ἔνδοξος, νὰ ντύνεται μὲ λαμπρὴ στολή, ἀλλʼ ἡ ψυχή του, ποὺ εἶνε ὁ κυρίως ἄνθρωπος, εἶνε ἀκάθαρτη καὶ βρωμερή. Τί τὸ ὄφελος ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνισι; Καὶ ὁ ἄνθρωπος πρὸ Χριστοῦ συναισθανόταν τὴν ἀθλιότητά του καὶ στέναζε καὶ ζητοῦσε κάθαρσι καὶ λύτρωσι.
Ὕστερα ἀπὸ πολλοὺς αἰῶνες ξημέρωσε ἡ μεγάλη μέρα. Ἦρθε ὁ Βασιλιᾶς. Ὄχι βασιλιᾶς ἐπίγειος, ποὺ ὅσο μεγάλος κι ἄν εἶνε, εἶνε μιὰ σκιὰ μπροστὰ στὸν πραγματικὸ Βασιλιᾶ, ποὺ δημιούργησε ἀπὸ τὸ μηδὲν τὸν κόσμο καὶ κυβερνᾶ καὶ κατευθύνει τὸ σύμπαν. Κι ὁ Βασιλιᾶς αὐτὸς εἶνε ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ. Εἶνε ὁ «βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων» (Α΄ Τιμ. 6, 15). Τὸ πιστεύουμε; Ἄς πέσουμε κι ἄς τὸν προσκυνήσουμε καὶ μὲ αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης ἄς ποῦμε τὸ «Χαῖρε, ὁ βασιλεὺς ἡμῶν» (Ματθ. 27, 29). Τὸ εἶπαν ἐμπαικτικὰ οἱ σταυρωταί του. Ἐμεῖς ἄς τὸ ποῦμε μὲ βαθειὰ πίστι καὶ ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη.
Ὁ Χριστός! Αὐτὸς εἶνε ὁ βασιλιᾶς, ποὺ εἶδε τὸν ταλαίπωρο ἄνθρωπο, ἀκάθαρτο καὶ ἐλεεινό, σὲ χειρότερη κατάστασι ἀπὸ τὸ ἐγκαταλελειμμένο παιδί. Τὸν λυπήθηκε, τὸν σπλαχνίζτξκε, τὸν ἔλουσε στὸ ἀτίμητο αἷμα του, τὸν ἔντυσε μὲ τὴ λαμπρὴ στολὴ τῆς ἀναστάσεως καὶ τὸν ἔκανε παιδὶ τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἐλεεινὸς καὶ ἀκάθαρτος, ποὺ βρωμοῦσε περισσότερο ἀπὸ ἕνα ψόφιο σκυλί, διὰ τοῦ ἐσταυρωμένου καὶ ἀναστάντος Χριστοῦ, τοῦ παμβασιλέως, καθαρίστηκε, λαμπρύνθηκε, ἐξυψώθηκε μέχρι τὸν οὐρανὸ καὶ ἔγινε παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Τί τιμὴ καὶ δόξα!
* * *
Αὐτὸ ποὺ γράφουμε δὲν εἶνε φαντασία. Εἶνε μιὰ πραγματικότητα. Τὸ κηρύττει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο τῆς Ἀναστάσεως. Ἀπʼ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς. Ἀπʼ τὰ βάθη στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ. Ἀπʼ τὴν ἀθλιότητα καὶ τὴν κόλασι στὸν παράδεισο ὁ ἄνθρωπος.
Ἄς προσέξουμε ἰδιαίτερα τὸ στίχο ἐκεῖνο, ποὺ μιλάει γιὰ τὰ ἀποτελέσματα ποὺ ἔφεραν στὸν κόσμο ἡ σταύρωσις καὶ ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ˙ «Ὅσοι ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰ τὸ ὄνομα αὐτοῦ» (Ἰωάν. 1, 12). Ἀκοῦτε; Δὲν κάνει διάκριση ὁ Χριστός. Ὅποιος ἄνθρωπος, ἄντρας ἤ γυναῖκα, Ἕλληνας ἤ Ἰουδαῖος, δοῦλος ἤ ἐλεύθερος, ἀπὸ ὁποιαδήποτε χώρα κι ἄν κατάγεται καὶ ὁποιαδήποτε γλῶσσα κι ἄν μιλάη καὶ σὲ ὁποιαδήποτε ἐποχὴ κι ἄν ζῆ, πιστέψη στὸ Χριστὸ καὶ βαπτισθῆ, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος θᾶ δῆ τὸ θαῦμα, τὸ μεγάλο θαῦμα. Μέσα στὸν ἄνθρωπο αὐτὸ θὰ συντελεσθῆ μιὰ μεταβολή, ποὺ μόνο ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι τὴ βλέπουν. Καὶ ἡ μεταβολὴ αὐτὴ εἶνε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος υἱοθετεῖται καὶ γίνεται παιδὶ τοῦ Θεοῦ.
Ὁ χριστιανὸς παιδὶ τοῦ Θεοῦ! Ξέρετε τί θὰ πῆ αὐτό, χριστιανοί μου; Ἄν ἕνα παιδὶ φτωχὸ καὶ ρακένδυτο, ποὺ υἱοθετεῖται ἀπὸ ἕναν πλούσιο κὰι ἰσχυρὸ ἄνθρωπο καὶ μιὰ μέρα θὰ γίνη κληρονόμος τῆς μεγάλης περιουσίας του, καλοτυχίζεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ αἰῶνος αύτοῦ, πόσο πρέπει νὰ μακαρίζεται ὁ χριστιανός, ποὺ υἱοθετεῖται καὶ γίνεται παιδὶ τοῦ Θεοῦ, κληρονόμος τοῦ Θεοῦ καὶ συγκληρονόμος τοῦ Χριστοῦ!
* * *
Παιδὶ τοῦ Θεοῦ ὁ χριστιανός! Τοῦτο σημαίνει, πὼς τελεῖ κάτω ἀπὸ τὴν παντοδύναμη παρουσία τοῦ Θεοῦ. Τί ἔχει πιὰ νὰ φοβηθῆ; Κανέναν. Μαζί του ἔχει ἐκεῖνον, ποὺ ξεπερνᾶ σὲ δύναμι καὶ τὸν πιὸ δυνατὸ τοῦ κόσμου˙ ἔχει τὸν παντοδύναμο Θεό. Δὲν φοβᾶται ὁ χριστιανὸς οὔτε τὸ θάνατο, ποὺ τόσον τὸν φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου. Τρομερὸς ὁ θάνατος γιὰ τοὺς ἀπίστους. Γιὰ τὸν πιστὸ ὅμως δὲν εἶνε τρομερός. Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε καὶ μὲ τὴν ἀνάστασί του κατέλυσε τὸ κράτος τοῦ θανάτου. Ὁ χριστιανὸς δὲν εἶνε πιὰ τὸ δυστυχισμένο παιδί, ποὺ κλαίει μπροστὰ στὸ θάνατο. Εἶνε τὸ εὐτυχισμένο παιδὶ τοῦ Θεοῦ.
Τί μεγάλο καλὸ ἔκανε ὁ Χριστὸς στὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν ἐρχομό του στὴ γῆ, μὲ τὸ σταυρικό του θάνατο καὶ μὲ τὴν ἀνάστασί του! Στὸ Χριστὸ λοιπὸν δόξα καὶ τιμὴ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν», σελ. 94-99 - ἕκδοσις Γ΄, »Ἀδελφότης ΣΤΑΥΡΟΣ», Ἀθῆναι 1990), π. Αυγουστίνος Καντιώτης