«Καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰωάν. 20,28)
Ἑορτὴ σήμερα, ἀγαπητοί μου· «αὕτη ἡ ἡ μέρα, ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος· ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ» (Ψαλμ. 117,24).
Τριπλῆ ἑορτή. Εἶνε πρῶτον Κυριακή. Δεύτερον εἶνε ὄχι ἁπλῶς Κυριακὴ ἀλλὰ ἡ πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὸ Πάσχα·γι᾿ αὐτὸ στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας μας ὀνομάζεται Κυριακὴ τοῦ Ἀντίπασχα, τῆς πρώτης δηλαδὴ ἐπαναλήψεως τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα,ποὺ θ᾽ ἀκολουθῇ ἐν συνεχείᾳ κάθε ὀκτὼ ἡμέρες. Καὶ τρίτον τὴν Κυριακὴ αὐτὴ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τιμᾷ τὸν ἅγιο ἀπόστολο Θωμᾶ. Ἀνοίγονται λοιπὸν πολλὰ θέματα. Ἐδῶ θὰ περιορισθοῦμε στὸν ἀπόστολο Θωμᾶ.
Ὁ Θωμᾶς, ἀγαπητοί μου, ἦταν ἕνας ἁπλὸς Γαλιλαῖος. Δὲν καταγόταν ἀπὸ τὶς μεγάλες οἰκογένειες, δὲν ἔζησε σὲ αὐλὲς βασιλέων, δὲν φοίτησε σὲ στοὲς φιλοσόφων καὶ ῥητόρων. Ἦταν ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ποὺ κάλεσε ὁ Χριστός. Δέχθηκε τὴν πρόσκλησι «Δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων» (Ματθ. 4,20), ἐγκατέλειψε τὰ πάντα, συγγενεῖς καὶ φίλους, καὶ ἀνῆκε πλέον στὴ χορεία τῶν δώδεκα ἀποστόλων. Ἦταν εὐγενὴς ὕπαρξι, ἀλλὰ εἶχε ἕνα ἐλάττωμα. Ὑπάρχει ἄνθρωπος χωρὶς ἐλάττωμα;Καὶ ὁ ἁγιώτερος θὰ ἔχῃ κάποιο ἐ λάττωμα, ὅπως πάλι καὶ ὁ μεγαλύτερος κακοῦργος θὰ ἔχῃ κι αὐτὸς κάποιο προτέρημα. Μεῖγμα εἶνε ὁ ἄνθρωπος κακίας καὶ ἀρετῆς.
Ποιό λοιπὸν ἦταν τὸ ἐλάττωμα τοῦ Θωμᾶ;
Ἦταν μελάγχολος. Ὁ μελάγχολος χαρακτήρας τὰ βλέπει ὅλα μαῦρα (τὸ ἀντίθετο τοῦ αἰσιοδόξου, ποὺ καὶ τὰ μαῦρα τὰ βλέπει ἄσπρα). Ὁ Θωμᾶς τὰ ἔβλεπε ὅλα σκοτεινά. Κατ᾿ ἐπανά-ληψιν ἐκφράσθηκε ἀπαισιόδοξα ὡς πρὸς τὴν πορεία τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ ἡ μελαγχολία του ἔφτασε στὸ ζενὶθ ἢ μᾶλλον στὸ ναδὶρ –πότε;Ὅταν εἶδε ὅτι τὰ ὄνειρα κ᾽ οἱ ἐλπίδες του διαψεύσθηκαν. Ἤλπιζε, ὅτι μιὰ μέρα ὁ Ναζωραῖος θὰ νικοῦσε τοὺς ἐχθρούς, θὰ ἔδιωχνε τὶς λεγεῶνες τῶν Ῥωμαίων κατακτητῶν, καὶ θὰ ἵδρυε παγκόσμιο βασίλειο. Ὅταν ὅμως εἶδε τὸ Διδάσκαλό του νὰ συλλαμβάνεται, νὰ ὁδηγῆται στὰ πραιτώρια, νὰ ῥαπίζεται, νὰ μαστιγώνεται, νὰ σταυρώνεται, εἶπε· Πάει, ὄνειρο ἦταν καὶ διαλύθηκε. Ἐπέστρεψε λοιπὸν στὶς προηγούμενες ἀσχολίες του, ἀκόμη πιὸ μελάγχολος τώρα.
Ἀλλὰ ξαφνικὰ μέσ᾿ στὸ σκοτάδι ἔπεσε φωτοβολίδα. Ὄχι ἁπλῶς φωτοβολίδα ἀλλὰ ἥλιος ἦταν τὸ μεγάλο ἄγγελμα, τὸ μήνυμα τὸ ὑπὲρ πᾶν μήνυμα, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε. Τὴν πρώτη κιόλας ἡ μέρα ἐμφανίσθηκε στοὺς συναθροισμένους μαθητὰς καὶ εἶπε τὸ θεσπέσιο ἐκεῖνο «Εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰω. 20,19-20). Αὐτὸ ποὺ ζητάει σήμερα ὁ κόσμος εἶνε ἡ ἐπιφανειακὴ εἰρήνη. Ἄλλη εἰρήνη παρέχει ὁ Χριστός, τὴν εἰρήνη τοῦ βάθους.
Ἡ εἰρήνη ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς εἶνετριπλῆ· εἰ ρήνη μὲ τὸ Θεό, εἰρήνη μὲ τὸν πλησίον, εἰρήνη μὲ τὸν ἑαυτό μας. Αὐτὸ εἶνε τὸ βάθος τῆς εἰρήνης τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ.
Τότε οἱ μαθηταὶ πείσθηκαν ὅτι ὁ Κύριος ἀναστήθηκε. Ὁ Θωμᾶς ὅμως ἀπουσίαζε ἀπὸ τὴν ἱερὰ σύναξι. Ὅταν κατόπιν τὸν εἶδαν οἱ συμμαθηταὶ τοῦ ἔλεγαν· – «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον»(Ἰω. 20,25), ἀναστήθηκε! –Μπᾶ, τοὺς ἀπαντᾷ, δὲν πιστεύω. –Ἀναστήθηκε! ἐπέμεναν ἐκεῖνοι. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἤθελε νὰ τὸ πιστέψῃ. Σὰ ν᾽ ἀκούω τὸ διάλογό τους. –Μὰ δὲ μᾶς πιστεύεις λοιπόν; ψέματα σοῦ λέμε; μᾶς ξέρεις γιὰ ψεῦτες, ἀπατεῶνες; –Ὄχι, δὲν πιστεύω· μόνο ἂν τὸν δῶ μὲ τὰ μάτια μου, τὸν ἀκούσω μὲ τ᾽ αὐτιά μου, τὸν ψηλαφήσω μὲ τὰ χέρια μου, τότε θὰ πεισθῶ.
Μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες στὴ σύναξί τους ἦταν καὶ ὁ Θωμᾶς. Ἔρχεται πάλι ὁ Χριστὸς «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων» (ἔ.ἀ. 20,26). Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀνοίγω μία παρένθεσι. Ἐ ρωτοῦν οἱ ἄπιστοι· Πῶς εἶνε δυνατὸν νὰ ἐμφανισθῇ «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν»;… Ὅταν ἤμασταν μικροὶ στὸ σχολεῖο ἕνας δάσκαλος μᾶς ἔθετε τὸ αἴνιγμα· «Κλείνω τὸ σπιτάκι μου κι ὁ κλέφτης εἶνε μέσα· τί εἶνε;». Ἐμεῖς δὲν μπορούσαμε νὰ τὸ βροῦμε· κ᾽ ἐκεῖνος, ἀφοῦ γιὰ λίγο μᾶς βασάνιζε, ἔλεγε· Εἶνε ὁ ἥλιος, ποὺ περνάει τὰ τζάμια καὶ μπαίνει! Στὶς μέρες μας ἔχουμε κι ἄλλα παραδείγματα. Εἶσαι κλεισμένος στὸ σπίτι, ἀνοίγεις τὸ ῥαδιόφωνο κι ἀκοῦς φωνὲς ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὰ ἄκρα τῆς γῆς. Κλειστὸ εἶνε τὸ σπίτι, ἀνοίγεις τὴν τηλεόρασι καὶ βλέπεις μέσα στὸ δωμάτιό σου ποικίλα πρόσωπα, σὰν νὰ τά ᾿χῃς μπροστά σου. Πῶς γίνονται αὐτά; Δὲν εἶνε θαῦμα, εἶνε ἑρτζιανὰ κύματα ποὺ λέει ἡ φυσική. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ἔκανε τὸν ἥλιο ὥστε νὰ διαπερνᾷ τὰ τζάμια, ποὺ ἔκανε τὰ ἑρτζιανὰ κύματα ὥσ τε νὰ φτάνουν μέσα στὸ σαλόνι σου, δὲν μποροῦσε νὰ ἐμφανισθῇ «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν»;
Εἶνε ὁ Κύριος τοῦ παντός. Εἰσῆλθε λοιπὸν «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον». Καλεῖ τότε τὸν Θωμᾶ καὶ τοῦ λέει· Γιατί ἀπιστεῖς; Ἔλα, πλησίασέ με· «φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος ἀλλὰ πιστός» (ἔ.ἀ. 20,27). Ὁ Θωμᾶς κατάπληκτος φωνάζει· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (ἔ.ἀ. 20,28). Ἔτσι ἔσβησε κάθε ἀμφιβολία ποὺ ὑπῆρχε μέσα του. «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Σὲ κάποιο ἄλλο κήρυγμα ἐπέστησα τὴν προσοχὴ στὴ ση μασία ποὺ ἔχει ἐκεῖνο τὸ «μου».
Ὅταν μιλᾶμε σὲ ἕνα γιατρό, τὸν προσφωνοῦμε «γιατρέ»· ἂν ὅμως ὁ γιατρὸς αὐτὸς σὲ θεραπεύσῃ καὶ σὲ σώσῃ, τότε πλέον δὲν λὲς «γιατρέ», ἀλλὰ λὲς«γιατρέ μου» καὶ στοὺς ἄλλους λὲς «Αὐτὸς εἶνε ὁ γιατρός μου». Αὐτὸ τὸ «μου» λείπει σήμερα.
Ζήτημα μέσ᾿ στοὺς χίλιους ἀνθρώπους ἕνας νὰ λέῃ «ὁ Χριστός μου», «ὁ Σωτήρας μου», «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου», μὲ τρόπο δηλαδὴ ποὺ δείχνει ὄχι τυπικὴ ἀλλὰ στενὴ οὐσιαστικὴ σχέσι μὲ τὸν Θεάνθρωπο.
Ἀπὸ τότε, ἀγαπητοί μου, πέρασαν εἴκοσι αἰῶνες. Τί στάσι τηροῦν σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀπέναντι στὸν ἀναστάντα Χριστό; Ἂν ῥίξουμε μιὰ ματιά, θὰ διακρίνουμε τρεῖς κατηγορίες.
- Ὑπάρχουν οἱ ἄπιστοι. Πέρα ἀπ᾿ τὸ φαΐ, τὴ δι ασκέδασι, τὸ αὐτοκίνητο, τὸ θέαμα, τὸ σέξ, τίποτε ἄλλο δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει. Ἡ ζωή τους εἶνε «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13 = Α´ Κορ. 15,32).Δὲν τοὺς συγκινοῦν οὔτε θαύματα οὔτε διδασκαλίες. Ὅ,τι κι ἂν δοῦν,μένουν ἄ πιστοι. Αὐτοὶ εἶνε ἡ πλειονότης.
- Ἐκτὸς αὐτῶν ὑπάρχει μία μειονότης, ποὺ ὅσο πάει γίνεται καὶ πιὸ μικρή. Εἶνε οἱ πιστοί, αὐτοὶ ποὺ λένε «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
- Τέλος ὑπάρχουν καὶ οἱ ἀμφιταλαντευόμενοι μεταξὺ πίστεως καὶ ἀπιστίας. Αὐτοὶ εἶνε οἱ δύσπιστοιὅπως ὁ Θωμᾶς. Κυμαίνονται, προβληματίζονται. Ἀκοῦνε, διαβάζουν, μὰ πάλι λένε· Ἐμεῖςδὲν πιστεύουμε. Τί ἔχουμε νὰ ποῦμε σ᾿ αὐτούς;
Σύγχρονοι Θωμᾶδες! κανείς μὴ νομίζει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶπε «πίστευε καὶ μὴ ἐρεύνα». Πουθενὰ στὸ Εὐαγγέλιο δὲν ὑπάρχει αὐτό (εἶνε δόγμα τῶν παπικῶν ἰησουϊτῶν). Ἀντιθέτως ὁ Χριστὸς μᾶς εἶπε «Ἐρευνᾶτε…» (Ἰω. 5,39). Ἔλα, λέει, ψηλάφησέ με. Δέχεται νὰ γίνῃ ἀντικείμενο ἐρεύνης. Κι ὅσο τὸν ἐρευνοῦμε καὶ τὸν δοκιμάζουμε, τόσο περισσότερο τὸν θαυμάζουμε.Ὕστερα ἀπὸ ἔρευνα ὁ Ντοσκογιέφσκυ, ὅπως καὶ ἄλλοι διανοούμενοι, πίστεψαν καὶ φώναξαν κι αὐτοὶ «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».Τὸ δικό μου «ὡσαννά», εἶπε ὁ Ντοστογιέφσκυ, δὲν βγῆκε μέσα ἀπὸ θεωρίες, βγῆκε μέσα ἀπὸ τὸ πυρωμένο καμίνι τῆς δοκιμασίας.Σήμερα οἱ ἄνθρωποι, ἐνῷ δυσπιστοῦν στὴν χιλιομαρτυρημένη ἀλήθεια ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, παραδόξως εἶνε πολὺ εὔπιστοι, ἕτοιμοι νὰ δεχθοῦν παραμύθια ἀπάτης.Στὴ Φλώρινα ὑπῆρχε ἕνας λαϊκὸς φιλόσοφος, ὁ Δάντης. Στὴν ἀρχὴ ἦταν ἄπιστος. Πῶς πίστεψε; Τοῦ συνέβη κάτι συγκλονιστικό. Σὲ καιρὸ χειμῶνος μὲ χιόνι, περπατώντας στὸ δάσος νομίζω στὴν Κλαδορράχη, βρέθηκε μπροστὰ σὲ λύκους. Σκαρφάλωσε σ᾿ ἕνα δέντρο, ἀλλὰ οἱ λύκοι δὲν ἔφευγαν· περίμεναν ὅλη τὴ νύχτα ἀπὸ κάτω, νὰ πέσῃ νὰ τὸν φᾶνε. Ἄρχισε τότε νὰ παρακαλῇ τὸ Θεὸ νὰ τὸν γλυτώσῃ. Ἐπὶτέλους βγῆκε ὁ ἥλιος, ἔφυγαν οἱ λύκοι καὶ κατέβηκε, ἀλλὰ τελείως ἀλλαγμένος· ἄπιστος ἀνέβηκε στὸ δέντρο, πιστὸς κατέβηκε. Καὶ συνέθεσε ἕναν ὕμνο, τὸν ὁποῖο ἔψαλλε·
«Ὁ Κύριος καὶ Θεός μου, / μεγάλο τὸ ὄνομά σου…
Μιὰ ἀκτίνα ἀπὸ τὸ Πνεῦμα σου / στεῖλε καὶ φώτισέ με…».
Βλέπετε; Πρέπει λοιπὸν νὰ μᾶς συμβοῦν συνταρακτικὰ γεγονότα γιὰ νὰ πιστέψουμε; Τώρα, ὅσο ἔχουμε καιρό, νὰ πιστέψουμε. Νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
Ὁ Χριστὸς οὕτως ἢ ἄλλως εἶνε Κύριος· κι ἂν ἐμεῖς τὸν ἀρνηθοῦμε, «καὶ οἱ λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. 19,40). Ὅλη ἡ κτίσις ὁμολογεῖ ὅτι «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Ἀλλὰ πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε, νὰ λύσουμε τὸ πρόβλημα αὐτό· ν᾽ ἀπαντήσουμε κ᾽ ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸν ποιητή·
«Χριστὲ σὲ τοῦτα τ᾽ ἄπιστα καταραμένα χρόνια
ποὺ δὲν πιστεύουν τίποτα οὔτ᾽ ἀγαποῦν κανένα,
ἐγὼ πιστεύω κι ἀγαπῶ ὁλόψυχα Ἐσένα.
Πιστεύω σὰν τὴ μάνα μου, πιστεύω σὰν παιδάκι,
πίνω τὸ ἀθάνατο νερὸ κι ἀφήνω τὸ φαρμάκι».
Πηγή: Επίσκοπος Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτης