Tήν Ἁγία ἡμέρα τῶν Φώτων
Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ,
Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς Χθὲς συνεκκλησιάζοντας καὶ συνεορτάζοντας μὲ σᾶς ποὺ προεωρτάζατε τὴν ἡμέρα τῶν Φώτων σᾶς ἀνέπτυξα τὰ ἀπαραίτητα λέγοντας πρὸς τὴν ἀγάπη σας τὰ σχετικὰ μὲ τὸ βάπτισμα κατὰ Χριστόν, τὸ ὁποῖο ἀξιωθήκαμε ἐμεῖς· ὅτι δηλαδὴ εἶναι ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπόσχεσις πρὸς τὸν Θεό· πίστις μὲν καὶ ἐπίγνωσις τῆς ἐν Θεῷ ἀλήθειας, συμφωνία δὲ καὶ ὑπόσχεσις ἔργων καὶ λόγων καὶ τρόπων ἀρεστῶν στὸν Θεὸ ποὺ τελοῦνται διὰ τῶν ἱερῶν συμβόλων. Ἀλλά διδάσκοντας προσθέσαμε καὶ τοῦτο, ὅτι ἂν δὲν μετατρέψωμε σὲ ἔργο τὶς ὑποσχέσεις ἐκεῖνες, τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα σύμβολα καὶ οἱ δι' αὐτῶν καὶ μαζὶ μὲ αὐτά διὰ λόγου ὑποσχέσεις πρὸς τὸν Θεό, ὄχι μόνο δὲν ὠφελοῦν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καί δικαίως τὸν ὑποβάλλουν σὲ καταδίκη.
Ἔπειτα ἐξηγήσαμε τὴν πρὸς τοὺς ὄχλους διδασκαλία Ἰωάννη τοῦ Προφήτη καὶ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ, ἡ ὁποία διαλαμβάνει καί αὐτή περὶ τοῦ ἰδίου βαπτίσματος· διότι τό μὲν βάπτισμα εἶναι ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἴπαμε, ὁ δὲ πρόδρομος καὶ βαπτιστὴς τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς ὁδηγεῖ διὰ τῆς διδασκαλίας του στὴν ἐπίγνωσι αὐτοῦ, ἀποδεικνύοντας τὸν προαιώνιο καὶ δεσπότη τοῦ παντός, κριτὴ ζωντανῶν καὶ νεκρῶν, ποὺ κατὰ τὴν ἐξουσία του τοὺς μὲν ἄξιους εἰσάγει στὶς ἀΐδιες μονές, τοὺς δὲ κατακρίτους ρίπτει στὴ γέεννα τοῦ πυρός· ἐνῶ μαρτυρεῖ ὅτι αὐτός εἶναι κύριος καί τῶν ἀγγέλων, τὸν ἑαυτό του τὸν συντάσσει στοὺς ἔσχατους δούλους.
Ἐπειδὴ δὲ τὸ βάπτισμα ὄχι μόνο ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ εἶναι, ἀλλὰ καὶ ὑπόσχεσις ἐπιστροφῆς καί θεαρέστων ἔργων, γι' αὐτό ὁ πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ καί βαπτιστής, ὄχι μόνο ὁδηγοῦσε στὴν ἐπίγνωσι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐκήρυττε μετάνοια κι' ἐπιζητοῦσε καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας, τὴν δικαιοσύνη, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν μετριοφροσύνη, τὴν ἀγὰπη, τὴν ἀλήθεια. Δεικνύοντας δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι χωρὶς ἔργα δὲν ὠφελεῖ καθόλου ἡ πρὸς τὸν Θεὸ ὑπόσχεσις, ἀλλὰ καὶ καταδικάζει τὸν ἄνθρωπο, ἐπέσειε ἀξίνα κι' ἐπεδείκνυε πυρκαϊά ἄσβεστη κι' ἔλεγε ὅτι «κάθε δένδρο ποὺ δὲν κάμει καλὸ καρπὸ ἀποκόπτεται καί ρίπτεται στὴ φωτιὰ».
Ἐκτός ἀπὸ αὐτά ἐξηγήσαμε πρὸς τὴν ἀγάπη σας καὶ τοὺς πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Κύριο ποὺ ἦλθε νὰ βαπτισθῆ λόγους τοῦ Βαπτιστοῦ, ποὺ ἐδίσταζε καί ὑποχωροῦσε καὶ παραιτεῖτο ἀπὸ τὸ ἔργο, κι' ζητοῦσε μᾶλλον αὐτός νὰ λάβη ἀπὸ ἐκεῖνον τὸ βάπτισμα. Ἀλλ' ἐπίσης ἐξηγήσαμε καὶ τοῦ Κυρίου τοὺς λόγους πρὸς ἐκεῖνον, ὡς δεσπότη ποὺ προστάσσει δοῦλον, συγχρόνως δὲ καὶ φανερώνει τὸ μυστήριο σὰν σὲ φίλο καὶ συγγενῆ κατὰ σάρκα καὶ προβάλλει τὶς εὔλογες δικαιολογίες. Καὶ φθάσαμε τότε ὁμιλώντας πρὸς σᾶς ἕως τὸ σημεῖο ὅπου ὁ Ἰωάννης πεισθείς ἄφησε τὸν Κύριο νὰ βαπτισθῆ. Ἀπέμεινε δὲ ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο αὐτό ποὺ ἀναγνώσθηκε τώρα, ὅτι, «ἀφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ὕδωρ· καὶ ἰδοὺ τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί καὶ εἶδε ὁ Ἰωάννης τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατεβαίνη σὰν περιστερὰ καὶ νὰ ἔρχεται ἐπάνω του. Καὶ ἀμέσως ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό ποὺ ἔλεγε, τοῦτος εἶναι ὁ ἀγαπητὸς Υἱός μου, ποὺ τὸν ἐξέλεξα».
Μέγα καὶ ὑψηλό, ἀδελφοί, εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος τοῦ Χριστοῦ ποὺ συμπεριλαμβάνεται στὰ λίγα τοῦτα λόγια, δυσθεώρητο καὶ δυσερμήνευτο καὶ ὄχι λιγώτερο δυσκατάληπτο· ἀλλ' ἐπειδὴ εἶναι ἐξαιρετικὰ σωτήριο, γι' αὐτό, ἀφοῦ πεισθοῦμε καὶ ἐλπίσωμε σ' αὐτόν ποὺ προέτρεψε νὰ ἐρευνοῦμε τὶς Γραφές, ἂς ἀνιχνεύσωμε ὅσο εἶναι ἐφικτό τὴ δύναμι τοῦ μυστηρίου. Ὅπως λοιπὸν κατὰ τὴ ἀρχὴ μετὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, «ἂς κατασκευάσωμε ἄνθρωπο κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωσί μας», ἀφοῦ ἐπλάσθηκε ἡ φύσιςμας στὸν Ἀδάμ, τὸ ζωαρχικό Πνεῦμα, ἀφοῦ φανερώθηκε κι' ἐδόθηκε μὲ τὸ ἐμφύσημα πρὸς αὐτόν, συνεφανέρωσε καὶ τὸ τριαδικὸ τῶν ὑποστάσεων τῆς δημιουργοῦ θεότητος ἐπάνω στὰ ἀλλὰ κτίσματα, τὰ ὁποῖα παράγονταν μὲ μόνο τὸ ρῆμα τοῦ Λόγου καὶ τοῦ λέγοντος Πατρός· ἔτσι τώρα, ποὺ ἀναπλασσόταν στὸν Χριστὸ ἡ φύσις μας, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, φανερωθὲν διὰ τῆς πρὸς αὐτόν καθόδου ἀπὸ τὰ ὑπερουράνια, καθὼς βαπτιζόταν στὸν Ἰορδάνη, φανέρωσε τὸ μυστήριο τῆς ὕψιστης καὶ παντουργοῦ Τριάδος, τὸ σωστικὸ γιὰ τὰ λογικὰ κτίσματα.
Γιὰ ποιὸ λόγο φανερώνεται τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅταν πλάσσεται καὶ ἀναπλάσσετα ὁ ἄνθρωπος; Ὄχι μόνο διότι εἶναι μόνος ἐπίγειος μύστης καὶ προσκυνητής της, ἀλλὰ καὶ διότι εἶναι ὁ μόνος κατὰ τὴν εἰκόνα της. Πραγματικὰ τὰ μὲν αἰσθητικὰ καὶ ἄλογα ζῶα ἔχουν μόνο πνεῦμα ζωϊκό, ἀλλὰ κι' αὐτό μὴ δυνάμενο νὰ ὑφίσταται καθ' ἑαυτό, στεροῦνται ὅμως τελείως νοῦ καὶ λόγου· τὰ δὲ ἐντελῶς ὑπὲρ τὴν αἴσθησι, ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, ὡς νοεροί καὶ λογικοί, ἔχουν νοῦ καὶ λόγο, ἀλλὰ ὄχι καὶ πνεῦμα ζωοποιό, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν οὔτε σῶμα ποὺ νὰ ζωοποιῆται ἀπὸ αὐτό. Ὁ δὲ ἄνθρωπος εἶναι ὁ μόνος ποὺ κατ' εἰκόνα τῆς τρισυπόστατης φύσεως ἔχει νοῦ καὶ λόγο καὶ πνεῦμα ζωοποιὸ τοῦ σώματος, ἐπειδὴ ἔχει καὶ τὸ ζωοποιούμενο σώμα.
Ὅπως λοιπόν, ἀφοῦ φανερώθηκε ἡ ὕψιστη καὶ παντουργὸς Τριὰς τὴ στιγμὴ ποὺ ἀναπλασσόταν ἡ φύσις μας στὸν Ἰορδάνη, σὰν εἶδος ἀρχετύπου τῆς κατὰ τὴν ψυχὴ μας εἰκόνος, οἱ μὲν βαπτίζοντες κατὰ Χριστὸν μετὰ τὸν Χριστὸ βαπτίζουν μὲ τρεῖς καταδύσεις, ἐνῶ ὁ Ἰωάννης βάπτιζε μὲ μία κατάδυσι. Κι' αὐτό ἐπισημαίνοντας ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος λέγει «ἀφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ὕδωρ.
«Καὶ ἰδού», λέγει, δηλαδὴ χωρὶς νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ ὕδωρ ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ ἀναδυθῆ μόνο, «τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί». Συγκεντρώσατε λοιπὸν τὴ διάνοιά σας, παρακαλῶ ἀδελφοί, καὶ προσέχετε μὲ ἀκρίβεια τοῦ νοῦ, ὥστε νὰ κατανοήσετε τήν δύναμι τοῦ μυστηρίου τοῦ κατὰ Χριστὸν βαπτίσματος. Διότι ἡ κατάδυσις τοῦ Χριστοῦ στὸ ὕδωρ καί ἡ κάτω ἀπὸ αὐτό τοποθέτησίς του, ὅταν βαπτιζόταν, προϋπεδείκνυε τὴν κατὰβασί του στὸν ἅδη.
Εὐλόγως καὶ συνεπῶς λοιπόν, ὅταν ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ ὕδωρ, ἀμέσως τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί·ἐπειδὴ καὶ κατὰ τὴν κάθοδο στὸν ἅδη, ὅπου ἔγινε γιὰ χάρι μας ὑπόγειος, καθὼς ἐπανερχόταν ἀπὸ ἐκεῖ, ἄνοιξε ἀπὸ ἐκεῖ τὰ πάντα γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὄχι μόνο τὰ ἔγγεια καὶ τὰ περίγεια, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἀνώτατο οὐρανό, στὸν ὁποῖο ἔπειτα, ὅταν ἀναλήφθηκε σωματικῶς, «εἰσῆλθε πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν». Ὅπως δηλαδὴ διὰ τοῦ μυστικοῦ ἄρτου καὶ τοῦ ποτηρίου προϋπέδειξε τὸ σωτήριο πάθος του καὶ ἔπειτα παρέδωκε τὸ μυστήριο τοῦτο στοὺς πιστοὺς νὰ τὸ τελοῦν γιὰ τὴ σωτηρία, ἔτσι προϋπέδειξε καὶ τὴν κάθοδό του στὸν ἅδη καὶ τὴν ἀνὰβασί του ἀπὸ ἐκεῖ μυστικῶς διὰ τοῦ βαπτίσματός του τούτου, καὶ ἔπειτα τὸ παρέδωσε στοὺς πιστοὺς νὰ τὸ τελοῦν γιὰ τὴ σωτηρία. Στὸν ἑαυτὸ του μὲν παρεῖχε ἔτσι τὰ ἐπώδυνα καὶ δύσκολα, σ' ἐμᾶς δὲ ἐχάριζε τὴν κοινωνία τῶν παθημάτων του εὐθὺς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ διὰ τῶν ἀνώδυνων τούτων μέσων καὶ μᾶς καθιστοῦσε κατὰ τὸν ἀπόστολο συμφύτους μὲ τὸ ὁμοίωμα τοῦ θανάτου του, ὥστε στὸν καιρὸ νὰ μᾶς καταξιώση καὶ τῆς ὑπεσχημένης ἀναστάσεως.
Ἔχοντας δηλαδὴ σὰν ἐμᾶς ψυχὴ καὶ σῶμα, ποὺ ἀνέλαβε ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ χάρι μας, διὰ μὲν τοῦ σώματος ὑπέστη τὸ θάνατο καὶ τὴν ταφὴ ὑπὲρ ἡμῶν, κι' ἀνέδειξε τὴν ἔγερσι ἀπὸ τὸν τάφο σὰν δύναμι ἀθανασίας καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος, καὶ μᾶς παρέδωσε νὰ τελοῦμε τὴν ἀναίμακτη θυσία σὲ ἀνάμνησι τούτων καὶ δι' αὐτῆς νὰ καρπωνώμαστε τὴ σωτηρία· διὰ δὲ τῆς ψυχῆς κατῆλθε στὸν ἅδη καὶ ἐπανῆλθε ἀπὸ αὐτόν, μεταδίδοντας σὲ ὅλους φῶς ἀΐδιο καὶ ζωὴ καὶ γιὰ δεῖγμα τούτου μᾶς παρέδωσε νὰ τελοῦμε τὸ θεῖο βάπτισμα καὶ διὰ μέσου αὐτοῦ νὰ καρπωνώμαστε τὴ σωτηρία· καὶ μάλιστα νὰ τὴν καρπωνώμαστε μὲ τὸ καθένα ἀπὸ τὰ δύο μυστήρια καὶ μὲ τὰ δύο στοιχεῖα, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, μυούμενα καὶ δεχόμενα σπέρματα ἀκήρατης ζωῆς. Πραγματικὰ ἀπὸ τὰ δύο αὐτά ἐξαρτᾶται ὅλη ἡ σωτηρία μας, ἀφοῦ ὅλη ἡ θεανδρικὴ οἰκονομία στὰ δύο αὐτά συγκεφαλαιώνεται.
«Τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί». Δὲν εἶπε ὁ οὐρανός, ἀλλὰ «τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί», δηλαδὴ ὅλοι, ὅλα τὰ ἐπάνω, γιὰ νὰ μὴ νομίσης, βλέποντας τὰ ἄνω κι' ἐπάνω ἀπὸ ἐμᾶς ἐπικείμενα, ὅτι ὑπάρχει κάτι ποὺ εἶναι ὑπερκείμενο καὶ ἀνώτερο. Πρέπει λοιπὸν νὰ ἐννοήσης καὶ ἐπιγνώσης ὅτι ὑπάρχει μία μόνο φύσις καὶ δεσποτεία ποὺ ἀπὸ τὴν ὑπὲρ τὸν οὐρανό γύρω ἀπειρία φθάνει μέχρι καὶ τῶν μέσων τοῦ σύμπαντος καὶ τῶν ἰδικῶν μας ὁρίων, δηλαδὴ γεμίζει τὰ πάντα καὶ δὲν ἀφήνει τίποτε ἔξω ἀπὸ ἑαυτὴν καὶ συγκρατεῖ καὶ περιέχει τὰ πάντα σωτηρίως καὶ ὑπερεκτείνεται πέρα ἀπὸ τὰ πάντα, ἀναγνωρίζεται ὅμως ἀπορρήτως σὲ τρεῖς συναφεῖς χαρακτῆρες.
«Τοῦ ἀνοίχθηκαν λοιπὸν οἱ οὐρανοί», γιὰ νὰ δειχθῆ φανερώτατα ὅτι αὐτός εἶναι ποὺ καὶ πρὸ τῶν οὐρανῶν ὑπάρχει, μᾶλλον δὲ ποὺ εἶναι καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα καὶ εἶναι πρὸς τὸν Θεὸ καὶ εἶναι Θεὸς καὶ εἶναι Θεοῦ Λόγος καὶ Υἱός καὶ οὔτε τὸν Πατέρα ἔχει προγενέστερό του καὶ ἔχει μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα ὄνομα τὸ ἐπάνω ἀπὸ κάθε ὄνομα καὶ ἀπὸ κάθε λόγο. Διότι, ὅταν ὅλα τὰ φαινόμενα μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Πατρὸς στὸν οὐρανό, ἐγκόσμια καὶ ὑπερκόσμια, ἐσχίσθηκαν καὶ ἦσαν πεταμένα τὰ πρῶτα δίπλα στὰ ἄλλα, μόνο αὐτός παρουσιαζόταν συνημμένος μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα, ἀφοῦ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ σύστασι τῶν ὄντων ὑπῆρχε μαζὶ μὲ αὐτούς.
«Τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί», ὅπως δὲ λέγει ὁ Μάρκος, ἐσχίσθηκαν. Διότι λέγει, «ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὸ ὕδωρ, εἶδε τοὺς οὐρανούς νά σχίζωνται». Πῶς λοιπόν ὁ μὲν ἕνας εἶπε, ἀνοίχθηκαν, ὁ δὲ ἄλλος, ἐσχίσθηκαν; Γιὰ νὰ μὴ διαφύγη τὴν προσοχὴ τῶν συνετῶν ἀκροατῶν ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ μυστηρίου εἶναι διπλή. Πραγματικὰ μὲ τὴν ἔκφρασι ὅτι ἀνοίχθηκαν μᾶς ἔδειξε ὅτι οἱ οὐρανοί ἦσαν κλειστοὶ προηγουμένως λόγω τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς παρακοῆς μας πρὸς τὸ Θεό. Διότι ἔχει γραφῆ ὅτι ὁ οὐρανός ἀποκλείσθηκε γιὰ τὸν Ἀδάμ, ὅταν παρήκουσε στὸ Θεὸ καὶ ἄκουσε ἀπὸ αὐτόν ὅτι «γῆ εἶσαι καὶ στὴ γῆ θὰ μεταβῆς». Εὐλόγως λοιπὸν ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί στὸν Χριστό, ποὺ παρουσιάσθηκε σὲ ὅλα ὑπήκοος καί, ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε στὸν Ἴωαννη, ἐξεπλήρωσε ὅλη τὴ δικαιοσύνη καὶ προσφάτως διὰ τοῦ βαπτίσματος. Ἐπειδή δέ, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος ὁ πρόδρομος τοῦ Κυρίου, «δὲν δίδει μὲ μέτρο τὸ Πνεῦμα ὁ Θεός, ἀλλὰ ὁ Πατὴρ ἀγαπᾶ τὸν Υἱό καὶ δίδει τὰ πάντα στὸ χέρι του, φαίνεται ὅτι ὁ Χριστὸς κατὰ σάρκα ἔλαβε ὅλη τὴν ἀμέτρητη καὶ ἄπειρη δὺ-ναμι καὶ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος. Οἱ οὐρανοί ἔδειξαν ἐμπρά κτως ὅτι ὅλη αὐτή ἡ δύναμις καὶ ἐνέργεια τοῦ θείου Πνεύματος εἶναι ἀχώρητος σὲ ὅλα τὰ κτιστά.
Γι' αὐτό καὶ ὅταν τούτη ἡ δύναμις φαινόταν καὶ ἦταν σὰν νὰ διάβαινε πρὸς τὴν θεοϋπόστατη ἐκείνη σάρκα, αὐτοί μὴ χωρώντας ἐσχίσθηκαν. Καλῶς λοιπὸν διεκήρυξε αὐτός ποὺ εἶπε πρὸς τὸν Θεό, «οὔτε ὁ οὐρανός δὲν εἶναι καθαρὸς ἐνώπιόν σου», ὡς οὐρανὸ ἐννoώντας τούς ἀγγέλους, τοὺς ἀρχαγγέλους, τὰ πολυόμματα Χερουβίμ, τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ, ὅλη τὴν ἄλλη ὑπερκόσμια φύσι. Εὐλόγως λοιπὸν οὔτε οἱ οὐρανοί, δηλαδὴ οἱ ἄγγελοι σ' αὐτόν, εἶναι καθαροὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τῶν οὐρανῶν, ἐπειδή, ἂν καὶ φωτίζεται διαπαντὸς ἀπὸ τὴν ὑψίστη καὶ δεσποτικὴ ἱεραρχία, ὑστεροῦν ὡς πρὸς τὴν ὑπερτέλεια καθαρότητα αὐτῆς. Μόνη δὲ ἡ δική μας ἐν Χριστῷ φύσις ὡς θεοϋπόστατη καὶ ὁμόθεη διαθέτει καθαρότητα ὑπερτελεία καὶ εἶναι, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, χωρητική κάθε λαμπρότητος καὶ ἀγλαΐας καὶ δυνάμεως καὶ ἐνέργειας τοῦ Θείου Πνεύματος. Ἑπομένως ὄχι μόνο οἱ οὐρανοί ἀνοίχθηκαν, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ ἄγγελοι ὑποχώρησαν ἐμπρὸς στὴν τοιαύτη κάθοδο τοῦ Θείου Πνεύματος σ' αὐτόν.
«Ἄφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ὕδωρ· καὶ ἰδού, τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί»· ὁ δὲ Λουκᾶς λέγει ὅτι εἶχε ἀνοιχθῆ ὁ οὐρανός, ὅταν ἀκόμη προσευχόταν ὁ Χριστός· διότι, λέγει, «ὅταν βαπτίσθηκε καὶ προσευχόταν ὁ Ἰησοῦς, ἀνοίχθηκε ὁ οὐρανός». Πραγματικὰ καὶ βαπτιζόμενος καὶ κατεβαίνοντας καὶ ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὸ ὕδωρ προσευχόταν, διδάσκοντας ἐμπράκτως ὅτι, ὄχι μόνο ὁ ἱερεὺς καὶ λειτουργός τῶν μυστηρίων πρέπει νὰ προσεύχεται, ἀλλὰ καὶ αὐτός πού δέχεται τό μυστήριο πρέπει νὰ κάμη τοῦτο σὲ κάθε θεία τελετὴ· καὶ ἂν μὲν ὁ λειτουργός εἶναι τελειότερος κατὰ τὴν ἀρετὴ καὶ ἀναπέμπει ἐκτενέστερη εὐχή, δι' αὐτοῦ ἀνεβαίνει ἡ χάρις πρὸς τὸν ἀποδέκτη τοῦ Μυστηρίου, ἂν δὲ ὁ ἀποδέκτης εἶναι ἀξιώτερος καὶ προσεύχεται ἐκτενέστερα, ὁ θελητής τοῦ ἐλέους (τί ἄφατη χρηστότης κι' αὐτή!) δὲν ἀρνεῖται νὰ μεταδώση δι' αὐτοῦ ἀπὸ τὴ χάρι καὶ στὸν λειτουργό· ὅπως καὶ τώρα ἔγινε φανερὰ στὴν περίπτωσι τοῦ Ἰωάννη, πράγμα ποὺ καὶ αὐτός μαρτυρεῖ ὕστερα δημόσια, λέγοντας, «ὅλοι ἐμεῖς ἐλάβαμε ἀπὸ τὸ πλήρωμά του».
Γιατί ὅμως μόνο στὸν Ἰησοῦ ἀνοίχθηκε ὁ οὐρανός, ὅταν προσευχόταν, σὲ κανένα δὲ ἀπό τούς πρὸ αὐτοῦ; Τί λέγεις; αὐτός ποὺ ἀντιλήφθηκε τή θεανδρικὴ οἰκονομία τοῦ ἐνυποστάτου Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη ἔμβρυο, καὶ ὄχι μόνο ἐπήδησε μαζί του μὲ ἀγαλλίασι θείου Πνεύματος ἀπὸ τὴν μητρικὴ κοιλιά, ἀλλὰ μετέδιδε χάρι καὶ στὴν κυοφοροῦσα μητέρα του, αὐτός ποὺ μόλις λύθηκε ἀπὸ ἐκεῖ ἔλυσε τὸ πατρικὸ στόμα ποὺ εἶχε δεθῆ γι' αὐτόν μὲ ἀφωνία κατόπιν προσταγῆς τοῦ ἀγγέλου, τὸ θρέμμα τῆς ἐρήμου, ὁ ὑψηλότερος ἀνάμεσα στὰ γεννήματα τῶν γυναικῶν καὶ ἀξιώτερος τῶν ἀπὸ ἀνέκαθεν προφητῶν, δὲν εἶναι ἱκανός νὰ λύση τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος (ὁ,τιδήποτε καὶ ἂν εἶναι αὐτός ὁ ἱμάς), καὶ θὰ ἦταν ἱκανός ν' ἀνοίξη τὸν οὐρανό, μᾶλλον δὲ τὰ ὑπερουράνια, κάποιος ἀπό τούς ὑστεροῦντας ἀπέναντι στὴν ἀξία του;
Γιὰ νὰ κατανοήσης δὲ τὸ ὕψος τῆς ὑπεροχῆς τοῦ τώρα βαπτιζομένου κατὰ σάρκα ἀπέναντι σὲ ὅλους, πρόσεξε κι' ἐκεῖνο· ὅτι «τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί», ἔχει γραφῆ, δείχθηκε δὲ σ' ἐμᾶς μὲ ἔργα ὅτι ὄχι μόνο οἱ οὐρανοί, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ κόλπος τοῦ Ὑψίστου Πατρὸς τοῦ ἀνοίχθηκε· διότι ἀπὸ ἐκεῖ ἦλθε τὸ Πνεῦμα καὶ ἡ φωνὴ ποὺ μαρτυροῦσε τὴν γνησιότητα τῆς υἱότητος . Οἱ δὲ οὐρανοί εἶναι κήρυκες τούτου, ἀφοῦ ἀνοίχθηκαν σὰν παγκόσμια στόματα, καὶ διατρανώνοντας ὄχι μόνο πρὸς τοὺς ἀγγέλους τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἐπάνω στὴ γῆ ἀνθρώπους τὴν ὁμοτιμία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα καὶ πρὸς τὸ ἀπὸ αὐτόν προελθόν ἐκπορευτῶς Πνεῦμα, κατὰ τὴν οὐσία καὶ δύναμι καὶ δεσποτεία πρὸς τὸ σύμπαν.
Εὐλόγως λοιπὸν μόνο γι' αὐτόν ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί ὅταν προσευχόταν ἐπειδὴ καὶ τὸ σφραγισμένο βιβλίο, τὸ ὁποῖο πιθανῶς ὑπαινίσσεται τὸν κλεισμένο προηγουμένως γιὰ μᾶς οὐρανό τοῦτον, κατὰ τὴν Ἀποκάλυψι τοῦ Ἰωάννη, κανένας καὶ κάτω ἀπὸ τὴ γῆ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἀνοίξη καὶ νὰ τὸ διαβάση· «κατώρθωσε δέ, λέγει, νὰ τὸ ἀνοίξη καὶ νὰ τὸ διαβάση μόνο ὁ Λέων ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα». Ποιὸς δὲ εἶναι ὁ Λέων ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα μᾶς τὸ ἐδίδαξε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, ποὺ λέγει, «ἀνέβηκες ἀπὸ τὴ φυλή, υἱέ μου, σκύμνος τοῦ λέοντος Ἰούδα· ἀφοῦ ἐξάπλωσες, κοιμήθηκες σὰν λέων καὶ σὰν σκύμνος. Ποιὸς θὰ τὸν ξυπνήση; Δὲν θὰ λείψη ἄρχοντας ἀπὸ τὸν Ἰούδα καί ἡγεμὼν ἀπό τοὺς μηρούς του, ἕως ὅτου ἔλθη αὐτός στὸν ὁποῖο ἀπόκειται ἡ ἀποστολή· καὶ αὐτός θὰ εἶναι προσδοκία τῶν ἐθνῶν», δηλαδὴ αὐτός ποὺ τώρα ἄνοιξε φανερὰ καὶ ὅλα τὰ ὑπερουράνια, ποὺ μόνος ἀνέγνωσε τούς ἀπό τούς αἰῶνες καὶ στοὺς αἰῶνες λόγους τῆς προνοίας, τοὺς ἀπόκρυφους στὸν πατρικὸ κόλπο θησαυροὺς τῆς σοφίας, τὰ ἀνεξερεύνητα βάθη καὶ τὰ μυστήρια τοῦ Πνεύματος.
«Ἀφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀμέσως ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ ὕδωρ καὶ ἰδοὺ ἀνοίχθηκαν γι' αὐτόν οἱ οὐρανοί». Βλέπετε ὅτι τὸ ἅγιο βάπτισμα εἶναι πύλη τῶν οὐρανῶν πού εἰσάγει ἐκεῖ τούς βαπτιζομένους; Διότι δὲν εἶπε ἁπλῶς «ἀνοίχθηκαν», ἀλλὰ «ἀνοίχθηκαν γι' αὐτόν οἱ οὐρανοί»· ὅλα δὲ ὅσα ἔγιναν σ' αὐτόν, γιὰ μᾶς ἔγιναν. Γιὰ μᾶς λοιπὸν ἀνοίχθηκαν δι' αὐτοῦ οἱ οὐρανοί, ποὺ ἔχοντας ἀνοικτὲς τὶς πύλες προσμένουν τὴν εἴσοδό μας. Καὶ πρὶν ἀπό τούς ἄλλους μαρτυρεῖ τοῦτο ὁ πρωταγωνιστὴς ἀνάμεσα στοὺς μάρτυρες Στέφανος. Ἀφοῦ γονάτισε, προσευχόταν καί ἀτενίζοντας εἶδε ὅ,τι κανεὶς δὲν εἶδε πρὶν ἀπὸ τὸ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ· «διότι ἀτενίζοντας εἶδε τοὺς οὐρανούς ἀνοιγμένους καὶ τὸν Ἰησοῦ στὴ δόξα τοῦ Πατρός», εἶδε ὄχι μόνο ἄρρητη δόξα καὶ τόπο ὑπερουράνιο, ἀλλὰ κι' αὐτόν τόν ποθούμενο μέσα στὴ δόξα τοῦ Πατρός, διὰ τῆς ὁποίας πρῶτος αὐτός ἀπό τούς μετὰ Χριστὸν εἶδε μακαρίως ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δὲν εἶδε κανεὶς ἀπό τούς πρὸ Χριστοῦ, στὰ ὁποῖα κι' αὐτά ἀκόμη τὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων φοβοῦνται νὰ παρακύψουν. Διότι τὸν εἵλκυσε ὁ ποθούμενος Ἰησοῦς ποθώντας νὰ εἶναι τοῦτος πρῶτος διάκονος στοὺς οὐρανούς καὶ πολὺ προτιμότερος ἀπὸ τὰ λειτουργικὰ πνεύματα, καθὼς καὶ πρῶτος μάρτυρας τῆς ἀθλήσεως. Γιὰ μᾶς λοιπὸν ἀνοίχθηκαν δι' αὐτοῦ οἱ οὐρανοί κι' ἐμᾶς καθάρισε διὰ τοῦ Ἑαυτοῦ του διότι δὲν χρειαζόταν ὁ ἴδιος κάθαρσι ἡ ἄνοιγμα.
Καὶ εἶδε ὁ Ἰωάννης, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ λέγη ὕστερα πρὸς τοὺς ἐρωτῶντες, «κι' ἐγώ εἶδα κι' ἐμαρτύρησα, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ»· εἶδε λοιπὸν ὁ Ἰωάννης τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατεβαίνη σὰν περιστερὰ καί νά ἔρχεται σ' αὐτόν . Μαρτυρεῖ δὲ καὶ τῆς περιστερᾶς τὸ εἶδος τὴν καθαρότητα αὐτοῦ πρὸς τὸν ὁποῖο κατέβηκε· διότι τοῦτο τὸ ζῶο δὲν πετᾶ ἐπάνω ἀπὸ ἀκαθάρτους καὶ δυσώδεις τόπους· συνεπιβεβαιώνει δὲ καὶ μὲ τὴ φωνὴ τοῦ Πατρὸς ἀπὸ ἄνω· «καὶ ἰδού», λέγει, δηλαδὴ μαζί μὲ τὸ εἶδος τῆς περιστερᾶς, καὶ «φωνὴ ἀκούεται ἀπό τούς οὐρανούς ποὺ λέγει, τοῦτος εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, τὸν ὁποῖο ἐξέλεξα» , τοῦτος ποὺ τώρα δεικνύει τὸ Πνεῦμα μου ποὺ κατῆλθε καὶ μένει ἐπάνω του σὰν στὸν συναΐδιον Υἱό μου. Πραγματικὰ ὁ Πατήρ, χρησιμοποιώντας σὰν δάκτυλο τὸ συναΐδιο καὶ ὁμοούσιο καὶ ὑπερουράνιο Πνεῦμα του, φωνάζοντας καὶ δακτυλοδεικτώντας μαζί, ἀπέδειξε δημόσια καὶ ἐκήρυξε σὲ ὅλους ὅτι ὁ βαπτιζόμενος τότε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη στὸν Ἰορδάνη εἶναι ὁ ἀγαπητὸς του Υἱός.
Τὸ Πνεῦμα δὲν ἐφάνηκε μόνο σὰν πατρικὸς δάκτυλος μὲ τὸν ὁποῖο δακτυλοδεικτοῦσε, ἀλλὰ κατέβηκε καὶ ἕως αὐτόν τὸν δεικνυόμενο μὲ τὸν πατρικὸ δάκτυλο σὰν γιὰ νὰ τὸν ψεύση, καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ διέμεινε ἐπάνω σ' αὐτὸν διότι, λέγει, «ἐμαρτύρησε ὁ Ἰωάννης ὅτι, εἶδα τὸ Πνεῦμα νὰ κατεβαίνη σὰν περιστερὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό καὶ ἔμεινε ἐπάνω σ' αὐτόν». Καὶ δὲν ἔμεινε μόνο ἐπάνω σ' αὐτόν (καὶ μάρτυς εἶναι πάλι ὁ ἴδιος ποὺ λέγει, «ἀπὸ τὸ πλήρωμά του ἐλάβαμε ὅλοι ἐμεῖς»), ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ φανερὰ κάθοδο ἦταν μέσα σ' αὐτόν ἀφανῶς· τοῦτο ἄλλωστε μαρτυρεῖται καὶ ἀπό τούς ἀσώματους καὶ οὐράνιους ἀγγέλους, ἀπό τούς ὁποίους ὁ μὲν ἕνας λέγει πρὸς τὴν γυναῖκα ποὺ τὸν συνελάμβανε μὲ παρθενία «ὅτι τὸ ἅγιο Πνεῦμα θὰ ἐπέλθη σὲ σένα», ὁ δὲ ἄλλος πρὸς τὸν Ἰωσήφ γι' αὐτήν, «ὅτι τὸ παιδὶ ποὺ ἔχει γεννηθῆ μέσα της προέρχεται ἀπὸ ἅγιο Πνεῦμα».
Ἐπειδὴ λοιπὸν αὐτά δὲν κηρύττονται ὡς ἁπλῆ συνάφεια, ἀλλὰ εἶναι καὶ κάποια ἀλληλουχία ὑπερφυὴς καὶ διηνεκὴς συγχρόνως, τελεία καὶ ἀσύγχυτη, ἔτσι καὶ αὐτός ἀναδεικνύεται γιὰ μᾶς ἕνας Θεὸς μὲ τρισυπόστατη καὶ παντοδύναμη θεότητα, ποὺ φανερώνεται ὅποτε καὶ ὅπως εὐδόκησε μόνος του, Πατὴρ ὑπερουράνιος, Υἱός ὁμοούσιος, Πνεῦμα ἅγιο ἐκπορευόμενο ἀπὸ τὸν Πατέρα καί ἀναπαυόμενο στὸν Υἱό, ποὺ καὶ τὴν ἕνωσι ἔχει ἀσύγχυτη καὶ τὴ διαίρεσι ἀμέριστη. Διότι δύο εἶναι αὐτοί ποὺ μαρτυροῦν, ὁ δὲ μαρτυρούμενος ἕνας· μαρτυροῦν δὲ καὶ τὴν θεότητά τους καὶ τὴν συμφυΐα μεταξύ τους καὶ τὴ διακρισι· τὴν μὲν θεότητα ἀπὸ τὴν ὑπερβατικὴ δεσποτεία, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐσχίσθηκαν ὅλοι οἱ οὐρανοί συγχρόνως, τὴν δὲ συμφυΐα ἀπὸ τὴν ἄκρα καὶ διηνεκῆ συνάφεια καὶ τὴν συμφωνία, τὴν δὲ διάκρισι διὰ τῆς διαφοροποιήσεως καὶ τῆς σχέσεως τῶν ὑποστατικῶν ὀνομάτων.
Ἀνεβάζεται μάλιστα καὶ τὸ ἀπό μᾶς πρόσλημμα πρὸς ἐκεῖνο τὸ ἀξίωμα, ἀφοῦ ὑπάρχει ἀχωρίστως μαζὶ μὲ τὸν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὥστε καὶ μετὰ τὴν ἐνανθρώπησί του οἱ προσκυνητὲς καὶ φωτιστικὲς ὑποστάσεις νὰ εἶναι τρεῖς, στὶς ὁποῖες ἐμεῖς πιστεύουμε καὶ βαπτιζόμαστε, τὸν μὲν παλαιὸ ἄνθρωπο ἐκδυόμενοι μὲ τὸ θεῖο βάπτισμα, ἐνδυόμενοι δὲ τὸν Χριστό, τὸν νέο Ἀδάμ, ὁ Ὁποῖος κατέστησε νέα τὴν ἔνοχη φύσι μας, ἀφοῦ τὴν παρέλαβε ἀπὸ παρθενικὰ αἵματα ὅπως εὐδόκησε, καὶ τὴν ἐδικαίωσε δι' Ἑαυτοῦ καὶ ἔπειτα ὅλους ὅσοι προῆλθαν κατὰ πνεῦμα ἀπὸ αὐτόν τούς ἐλευθέρωσε ἀπὸ ἐκείνη τὴν προγονικὴ κατάρα καὶ καταδίκη.
Τί λοιπόν; Ἐπειδὴ βέβαια ὁ μονογενὴς Υἱός τοῦ Θεοῦ δὲν ἔλαβε ἀπὸ ἐμᾶς ὑπόστασι, ἀλλὰ τὴν φύσι μας τὴν ὁποία ἀνεκαίνισε, ἀφοῦ ἑνώθηκε μὲ αὐτήν κατὰ τὴν ἰδικὴ του ὑπόστασι, δὲν μεταδίδει ἀπὸ τὴ χάρι του καὶ στὴν καθεμία ἀπό τίς ὑποστάσεις μας καὶ δὲν λαμβάνει ἀπὸ αὐτόν ὁ καθένας τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτημάτων του; Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ κάμη ἀλλοιῶς αὐτός ποὺ «θέλει νὰ σωθοῦμε ὅλοι», αὐτός ποὺ «ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανούς κατῆλθε» ὑπὲρ ὅλων, καὶ πού, ἀφοῦ μὲ ἔργα καὶ λόγια καὶ παθήματα μᾶς ὑπέδειξε ὁδό σωτηρίας, ἀνῆλθε στοὺς οὐρανούς ἀπὸ ὅπου ἕλκει τοὺς πιστούς του; Ἀλλὰ τὴν μὲν φύσι, ποὺ τὴν ἀνακαίνισε ἀφοῦ τὴν προσέλαβε γιὰ μᾶς ἀπό μᾶς, τὴν ἔδειξε ἁγιασμένη καὶ δικαιωμένη, καὶ ὑπήκοο καθ' ὅλα στὸν Πατέρα, μὲ ὅσα αὐτός ἔπραξε κι' ἔπαθε κατὰ τὸ θέλημά του ἑνωμένος πρὸς αὐτήν κατὰ τὴν ὑπόστασι· ἀνακαίνισε δὲ τοῦ καθενὸς ἀπό μᾶς ποὺ πιστεύουμε σ’Αὐτόν, ὄχι μόνο τὴ φύσι, ἀλλὰ καὶ τὴν ὑπόστασι, καὶ μᾶς ἐχάρισε τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτημάτων διὰ τοῦ θείου βαπτίσματος, διὰ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν του, διὰ τῆς μετανοίας ποὺ ἐχάρισε στοὺς πταῖστες, καὶ διὰ τῆς μεταδόσεως τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματός του.
Μὲ τὸ νὰ εἴπη δὲ ὁ Πατὴρ ἀπὸ ἄνω περὶ τοῦ βαπτισθὲντος κατὰ σάρκα «αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖο εὐαρεστοῦμαι», ἔδειξε ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἀλλὰ ποὺ ἐλέχθηκαν πρωτύτερα διὰ τῶν προφητῶν, οἱ νομοθεσίες, οἱ ἐπαγγελίες, οἱ υἱοθεσίες, ἦσαν ἀτελῆ καὶ δὲν ἐλέχθηκαν οὔτε ἐτελέσθηκαν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τούτου, ἀλλὰ ἀπέβλεπαν πρὸς τὸν τωρινὸ σκοπὸ καὶ διὰ τοῦ τελεσθέντος τώρα ἐτελειώθηκαν κι' ἐκεῖνα. Καὶ τί περιορίζομαι στὶς διὰ τῶν προφητῶν νομοθεσίες, τὶς ἐπαγγελίες, τὶς υἱοθεσίες; Διότι καὶ ἡ κατὰ τὴν ἀρχὴ θεμελίωσις τοῦ κόσμου πρὸς τοῦτον ἔβλεπε, τὸν κάτω μὲν βαπτιζόμενο ὡς υἱό ἀνθρώπου, ἀπὸ ἐπάνω δὲ μαρτυρούμενο ἀπὸ τὸ Θεὸ ὡς μόνο ἀγαπητὸ Υἱό, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγιναν τὰ πάντα καὶ διὰ τοῦ ὁποίου ἔγιναν τὰ πάντα, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος.
Ἑπομένως καὶ ἡ ἐξ ἀρχῆς δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου γι' αὐτόν ἔγινε, ἀφοῦ ἐπλάσθηκε κατὰ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέση κάποτε νὰ χωρέση τὸ ἀρχέτυπο· καὶ ὁ νόμος στὸν παράδεισο γι' αὐτόν ἐδόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ· διότι δὲν θά τὸν ἔθετε ὁ νομοθέτης, ἂν ἐπρόκειτο νὰ μείνη ἀπραγματοποίητος διαπαντός. Καὶ τὰ ἔπειτα ἀπὸ αὐτόν λεχθέντα καὶ τελεσθέντα ὅλα σχεδὸν γι' αὐτόν ἔγιναν, ἂν δὲν εἴπη κανεὶς καλῶς ὅτι καὶ ὅλα τὰ ὑπερκόσμια, οἱ ἀγγελικὲς φύσεις καὶ τάξεις δηλαδὴ καὶ οἱ ἐκεῖ θεσμοθεσίες, πρὸς τοῦτον τὸ σκοπὸ τείνουν ἀπὸ τὴν ἀρχή, δηλαδὴ πρὸς τὴν θεανδρική οἰκονομία, τὴν ὁποία καὶ ὑπηρέτησαν, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἕως τὸ τέλος. Διότι εὐδοκία εἶναι τὸ κυριαρχικὸ καὶ ἀγαθὸ καὶ τέλειο θέλημα τοῦ Θεοῦ· αὐτός δὲ εἶναι ὁ μόνος, στὸν ὁποῖο εὐδοκεῖ καὶ ἐπαναπαύεται καὶ ἀρέσκεται τελείως ὁ Πατήρ, «ὁ θαυμαστός του σύμβουλος, ὁ ἄγγελος τῆς μεγάλης βουλῆς του», αὐτός ποὺ ἀκούει καὶ ὁμιλεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα του καὶ παρέχει στοὺς εὐπειθεῖς ζωὴ αἰώνια.
Αὐτήν εἴθε νὰ ἐπιτύχωμε ὅλοι ἐμεῖς μέσα σ' αὐτόν τὸν βασιλέα τῶν αἰώνων Χριστό, στὸν Ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις μαζί μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Γένοιτο.
Λόγος στήν Κυριακὴ τῶν Φώτων
Ἁγίου Λουκᾶ,
Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῶν Θεοφανίων περιέχει ἕναν λόγο τοῦ Χριστοῦ μεγάλης σπουδαιότητας. Σ’ αὐτὸν τώρα θέλω λίγο νά στρέψω τὴν προσοχὴ σας.
Τοῦ μεγάλου αὐτοῦ γεγονότος τῆς Θεοφάνειας τοῦ Κυρίου προηγεῖται κήρυγμα στίς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, τοῦ Ἰωάννου, τοῦ Προδρόμου τοῦ Κυρίου, τοῦ μείζονος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων πού γέννησαν ποτέ οἱ γυναῖκες. Τὸ φλογερὸ του κήρυγμα τῆς μετανοίας γιά τὸ ὁποῖο προετοιμαζόταν εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια στήν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας τραβοῦσε πρὸς αὐτὸν μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων. Ὁ πύρινος λόγος τοῦ κηρύγματός του ἔκαιγε τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων τοὺς ὁποίους βάπτιζε στά νερὰ τοῦ Ἰορδάνη καθαρίζοντας τίς ἁμαρτίες τους.
Τὴν μεγάλη ἐκείνη ἡμέρα μὲ πολλὴ ἔκπληξη παρατήρησε ὅτι μεταξὺ τῶν ἄλλων πού ἔρχονται γιά νά βαπτιστοῦν βρίσκεται καὶ Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον μέχρι τότε δέν εἶχε γνωρίσει ἀλλὰ περὶ τοῦ ὁποίου τοῦ εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ὅτι θὰ βαπτίζει μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Καὶ ἀφοῦ ἔπεσε στά πόδια του, τοῦ εἶπε μὲ δέος: «ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ Σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχη πρὸς μέ;» (Μτ. 3, 14).
Ἐμεῖς, ποὺ ἤδη εἴμαστε βαπτισμένοι ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί, δέν θὰ μπορούσαμε νά καταλάβουμε γιατὶ ὁ ἀναμάρτητος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ πῆγε στό δοῦλο του τὸν Ἰωάννη καὶ ζήτησε νά βαπτιστεῖ ἀπὸ αὐτὸν μὲ τὸ βάπτισμα τῆς μετανοίας γιά νά Τοῦ ἀφεθοῦν οἱ ἁμαρτίες του, τὶς ὁποῖες δέν εἶχε, ἂν ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς δέν μᾶς τὸ ἔλεγε ἀπαντώντας στήν ἐρώτησῃ τοῦ Προδρόμου τὸ ἑξῆς: «ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην» (Μτ. 3, 15).
Ὤ, Κύριε μας! Σὲ προσκυνοῦμε ἐσένα καὶ τὸν Πρόδρομό Σου καὶ Σὲ εὐχαριστοῦμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας γιά τὸ ὅτι μας ἔμαθες νά σεβόμαστε καὶ νά τιμᾶμε «πᾶσαν δικαιοσύνην» καὶ νά μισοῦμε τὴν ὁποιαδήποτε ἀδικία, διότι ἐκείνη προέρχεται ἀπὸ τὸν διάβολο. Κάθε δικαιοσύνη, ἄκομα καὶ ἡ πιὸ ἀσήμαντη δίκαιη πράξη, εἶναι εὐλογημένη ἀπὸ τὸν Θεό. Ἔλαβες τὸ βάπτισμα ἀπὸ τὸν Ἰωάννη στόν Ἰορδάνη ποταμὸ γιά τὴν ἄφεση ἁμαρτιῶν διότι ἤθελες νά ἐκπληρώσεις ὅ,τι προβλέπει τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἡ κατάδυση στά νερὰ τοῦ Ἰορδάνη ἀποτελοῦσε σφράγισμα τῆς μετανοίας γι’ αὐτούς πού ἔρχονταν νά βαπτιστοῦν. Διότι γιά τὴν ὁλόκαρδη μετάνοια, αὐτός πού δεχόταν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη, λάμβανε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του.
Τὸ βάπτισμα ὅμως αὐτὸ δέν ἀνακαίνιζε τὸν ἀνθρωπο καὶ δέν ἦταν γι’ αὐτὸν μία δεύτερη γέννηση, ὅπως αὐτὸ γίνεται στό μεγάλο μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο βαπτιζόμαστε ἐμεὶς οἱ χριστιανοί. Ἦταν λοιπὸν δίκαιο τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου. Δέν μίλησε ὅμως μόνο γι’ αὐτὴν τὴν δικαιοσύνη, ὁ Σωτῆρας μας στόν Ἰωάννη γιά νά τὸν καθησυχάσει καὶ νά λύσει τὴν ἀπορία του, ἀλλὰ γιά τὴν πᾶσα δικαιοσύνη, δηλαδή γιά τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸν Θεῖο λόγο του ἁγίασε καὶ εὐλόγησε τὴν κάθε ἀλήθεια καὶ συνεπῶς κατέκρινε τὴν ὁποιαδήποτε ἀδικία.
Σκεφτεῖτε, ἀγαπητοί μου, ἄνθρωποι τοῦ ἰδίου μὲ μένα πνεύματος, κοινωνοί τοῦ μικροῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ, πόση ἀδικία ὑπάρχει στόν κόσμο! Πόσο μεγάλη ἁμαρτία εἶναι ὁ πόλεμος, ὅταν οἱ λαοί, ἀκόμα καὶ οἱ χριστιανικοὶ λαοί, ἐξοντώνουν ὁ ἔνας τὸν ἄλλον! Ἂν ὁ φόνος ἑνὸς μόνο ἀνθρώπου σὲ πολλοὺς λαοὺς τιμωρεῖται μὲ θάνατο, τότε πῶς ὁ Κύριος θὰ τιμωρήσει αὐτοὺς πού εὐθύνονται γιά τὸ φόνο δεκάδων ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων; Ἡ ὁποιαδήποτε ἁμαρτία εἶναι ἀδικία καὶ ὁ πόλεμος εἶναι ἡ ἐσχάτη ἀδικία τὴν ὁποία ὅλοι μας πρέπει νά τὴν μισοῦμε.
Μεγάλη ἀδικία ὑπάρχει στά κράτη ἐκεῖνα ὅπου ἡ γῆ, ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἰδιαίτερα σ’ αὐτούς πού τὴν καλλιεργοῦν, δέν ἀνήκει στόν λαὸ καὶ στό κράτος ἀλλὰ σ’ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους πού ἔχουν ἐξουσία, ποὺ τοὺς τὴν δίνει τὸ χρῆμα. Καὶ πόση ἀκόμα ἀδικία ὑπάρχει στίς σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμα καὶ μεταξὺ τῶν συγγενῶν καὶ μελῶν τῆς ἴδιας οἰκογένειας. Ἡ ἀδικία αὐτὴ χαροποιεῖ παρὰ πολὺ τὸ διαβολο. Δέν ἦταν ἔτσι τὰ πράγματα στήν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων, μεταξὺ τῶν πρώτων χριστιανῶν. «Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. καὶ μεγάλῃ δυνάμει ἀπεδίδουν τὸ μαρτύριον οἱ ἀπόστολοι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, χάρις τε μεγάλη ἦν ἐπὶ πάντας αὐτούς. οὐδὲ γὰρ ἐνδεής τις ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς· ὅσοι γὰρ κτήτορες χωρίων ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων καὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων· διεδίδετο δὲ ἑκάστῳ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν» (Πράξ. 4, 32-35).
Δέν εἶναι μόνο ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ μεγαλεῖο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς. Ἡ Βάπτιση τοῦ Κυρίου μας ἔχει γιά μᾶς ἐπίσης ὕψιστη σημασία διότι ἔχουμε τὴν φανέρωση τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τὴν στιγμή πού ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀνέβαινε ἀπὸ τὸ νερὸ πάνω, ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ Πατέρα πού μαρτυροῦσε γιά τὸν Υἱὸ του λέγοντας: «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα.» (Μτ. 3, 17). Καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο «ἐν εἴδει περιστερᾶς» κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ πάνω στό κεφάλι τοῦ προαιωνίου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἔχει μεγάλη σημασία αὐτὴ ἡ Θεοφάνεια, ὅπως ἀλλιῶς ὀνομάζεται ἡ ἑορτὴ τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἴδιος, ὁ τρισυπόστατος Θεὸς, φανέρωσε τὴν θεότητα τοῦ Δευτέρου Προσώπου του, τοῦ ἐνσαρκωμένου Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς-Πατέρας καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὰν νά παρουσίασαν στήν ἀνθρωπότητα τὸν Σωτήρα τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων.
Δέν ἀρκοῦν αὐτὰ σ’ ἐκείνους πού δέν πιστεύουν στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό; Δέν τοὺς συγκινεῖ ἡ Θεία του διδασκαλία, μὲ τὴν ὁποία δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ καμμία ἀνθρώπινη; Δέν τοὺς ἀρκοῦν τὰ θαύματά του μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Χριστὸς ἐπιβεβαίωνε τὸ κήρυγμά του; Δέν τοὺς φτάνει τὸ ὅτι τὸ κήρυγμά του τὸ σφράγισε μὲ τὸ Τίμιο Αἷμα του πάνω στόν φοβερὸ σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ; Καὶ τὸ ὅτι ἀναστήθηκε τὴν τρίτη ἡμέρα μετὰ τὸ θάνατό του, καί πού γιά σαράντα ἡμέρες, μετὰ τὴν ἀνάστασή του, φανερώθηκε πολλὲς φορὲς στούς μαθητὲς του, καὶ ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου μὲ τὴν ἔνδοξη ἀναλήψή του στούς οὐρανοὺς ἀπὸ τὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν;
Ὤ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ! Ὤ, Σωτήρα μας, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ! Στά ἔργα τῆς ἀγάπης σου, στά ἀμέτρητα θαύματά σου, πρόσθεσε καὶ ἕνα ἄλλο θαῦμα: ἄγγιξε μὲ τὴν δεξιὰ σου τή λίθινη καρδιά τους καὶ δῶσε σ’ αὐτοὺς «καρδίᾳ σαρκίνῃ».
Ἀμήν.
«Λόγοι καὶ Ὁμιλίες», τ. Β΄, ἐκδ. ὈρθόδοξοςΚυψέλη
Βαπτίζεται ὁ Ἀναμάρτητος
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου,
«Καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος» (Ματθ. 3,16)
Μεγάλη, ἀγαπητοί μου, καὶ ἐπίσημη ἑορτὴ σήμερα, ἑορτὴ ποὺ παλαιὰ ἦταν συνδεδεμένη μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Εἶνε μακρὰ ἡ σημερινὴ ἀκολουθία, ἐν τούτοις εἶνε ἀνάγκη νὰ μιλήσουμε - ἐγὼ τοὐλάχιστον δὲν ἐννοῶ θεία λειτουργία χωρὶς κήρυγμα.
Τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων ἀκούσαμε τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14). Μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες τὸ Θεῖο Βρέφος πῆρε τὸ ὄνομα Ἰησοῦς. Κατόπιν ὁ Ἰησοῦς ἀναγκάστηκε νὰ φύγῃ στὴν Αἴγυπτο· εἶνε ὁ πρῶτος πρόσφυγας. Ὅταν πέθανε ὁ Ἡρῴδης ἐπέστρεψε στὴν ἱερὰ Γῆ, ἀλλὰ ἐγκαταστάθηκε στὴ Ναζαρὲτ καὶ γι᾽ αὐτὸ ἐπωνομάστηκε Ναζωραῖος (Ματθ. 2,23· 26,71 κ.ἀ.). Ὕστερα βλέπουμε τὸ Χριστὸ σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν μαζὶ μὲ τὴν Παναγία Μητέρα του στὰ Ἰεροσόλυμα στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος. Καὶ μετά, μὲ ἕνα χρονικὸ ἅλμα, τὸν βλέπουμε ἀπότομα σὲ ἡλικία 30 ἐτῶν στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου. Καὶ ἔρχεται ἡ ἀπιστία καὶ μᾶς ἀπευθύνει τὸ ἐρώτημα·
Ποῦ ἦταν ὁ Χριστὸς ἀπὸ 12 μέχρι 30 ἐτῶν; πῆγε στὶς Ἰνδίες· ἐκεῖ ἔμαθε αὐτὰ ποὺ δίδαξε.
Τί ἀπαντοῦμε; Αὐτὸ εἶνε ψέμα, ἀπ᾽ τὰ χοντρὰ ἐκεῖνα ψέματα τῆς ἀπιστίας. Τὸ διαψεύδουν οἱ ἴδιοι οἱ συμπατριῶτες τοῦ Κυρίου μας. Ὁ Χριστός, ὅπως εἴπαμε, βρισκόταν στὴ Ναζαρέτ. Τὸ χωριὸ ἦταν μικρὸ καὶ τίποτα δὲν ἔμενε ἄγνωστο. Ἀναφέρω ὡς παράδειγμα, ὅτι κ᾽ ἐγὼ κατάγομαι ἀπὸ ἕνα μικρὸ χωριό, ἔφυγα ἀπὸ ᾽κεῖ νέος, καὶ στὸ μεγάλο διάστημα τῆς μετέπειτα περιπετειώδους ζωῆς μου μόνο μία ἢ δύο φορὲς ἐπισκέφθηκα τὸ χωριό. Καὶ ὅμως· ἂν πᾶτε ἐκεῖ, ποὺ μὲ γνώρισαν ὡς παιδί, καὶ ρωτήσετε ὁποιονδήποτε, θὰ σᾶς πῇ καταλεπτῶς ποῦ βρισκόμουν καὶ τί ἔκανα. Δὲν λησμονοῦν στὰ μικρὰ χωριὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ φεύγουν, ἀλλὰ μ᾽ ἕνα στοργικὸ βλέμμα παρακολουθοῦν τὰ βήματα ὅλων καὶ ξέρουν ποῦ βρίσκονται. Ἔτσι καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Ναζαρὲτ γνώριζαν πολὺ καλὰ ποῦ ἦταν ὁ Ἰησοῦς. Γι᾽ αὐτό, ὅταν ὕστερα πῆγε ὁ ἴδιος ἐκεῖ καὶ δίδασκε, οἱ Ναζαρηνοὶ τὸν κοίταζαν, τὸν ἄκουγαν κ᾽ ἔλεγαν ὅλοι μ᾽ ἕνα στόμα· Πῶς αὐτὸς ξέρει γράμματα, ἀφοῦ δὲν πῆγε σχολεῖο; (βλ. Ἰω. 7,15). Οἱ συγχωριανοί του λοιπὸν βεβαιώνουν μ᾽ αὐτὰ ποὺ λένε, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἔφυγε ἀπ᾽ τὴ Ναζαρέτ.
Καὶ ποῦ ἦταν λοιπόν; Ὅπως ὑπῆρξε πρῶτος πρόσφυγας, ἔτσι ἔγινε καὶ πρῶτος ἐργάτης. Τὸν ἤξεραν ὅλοι ὡς «τέκτονα», μαραγκό (Μᾶρκ. 6,3), καὶ «υἱὸν τοῦ τέκτονος» (Ματθ. 13,55). Δούλευε στὸ ξυλουργεῖο τοῦ δικαίου Ἰωσήφ· κατασκεύαζε ἄροτρα καὶ ἔπιπλα, γιὰ νὰ ζήσῃ αὐτὸς καὶ ἡ ἁγία του Μητέρα. Ἐκεῖ ἐργάστηκε ἀπὸ 12 ἐτῶν, ἀφ᾽ ὅτου τὸν εἶδαν στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος.
Ὕστερα ἀπὸ 18 χρόνια, στὸ τριακοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας του, τὸν βλέπουμε τώρα στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου. Ἔρχεται νὰ βαπτισθῇ.
᾽Εδῶ ὅμως γεννᾶται ἄλλη ἀπορία· Βαπτίζονται οἱ ἁμαρτωλοί, μὰ ὁ Χριστὸς ἦταν ἀναμάρτητος· γιατί νὰ βαπτισθῇ; Ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ μικρὰ παιδιά· γιατί βαπτίζονται; τί ἁμαρτίες ἔχουν;
Τὰ μικρὰ παιδιὰ βαπτίζονται ὄχι γιατὶ ἔχουν προσωπικὲς ἁμαρτίες, ἀλλὰ γιατὶ σύμφωνα μὲ τὴν πίστι μας κάθε παιδάκι ποὺ γεννιέται δὲν εἶνε ἄγγελος, φέρει τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, καὶ βαπτίζεται γιὰ ν᾽ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ αὐτό.
Καλὰ τὰ ἄλλα βρέφη, ἀλλὰ τὸ Θεῖο Βρέφος δὲν γεννήθηκε μὲ φυσικὸ τρόπο· γεννήθηκε μὲ τρόπο ὑπερφυσικό, ἄρα εἶνε ἀπηλλαγμένο ὄχι μόνο ἀπὸ προσωπικὰ ἁμαρτήματα ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ προπατορικό. Τότε γιατί βαπτίσθηκε;
Γιὰ πολλοὺς λόγους, καὶ κυρίως γιὰ νὰ ἀποκαλυφθῇ τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος καὶ νὰ δοθῇ ἡ μαρτυρία ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ποὺ τώρα ἄρχιζε τὸ δημόσιο ἔργο του, εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Πατρὸς ὁ ἀπεσταλμένος νὰ σώσῃ τὸν κόσμο.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο βεβαιώνει ὄντως, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἁμαρτίες·«Καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος» (Ματθ. 3,16). Τὸ λέει μὲ μία λέξι, τὴ λέξι «εὐθύς»· ὅταν δηλαδὴ βαπτίσθηκε ὁ Χριστός, βγῆκε ἀμέσως ἀπ᾽ τὸ νερό. Γιατί βγῆκε ἀμέσως; Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε πρέπει νὰ γνωρίζουμε τὰ ἑξῆς.
Ὅταν παρουσιάστηκε ὁ Πρόδρομος καὶ ἔστησε τὸ βῆμα του στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνου, λόγῳ τῆς ἀσκητικῆς του φυσιογνωμίας καὶ τοῦ ζωηροῦ καὶ ἐπαναστατικοῦ του κηρύγματος, ἔγινε μαγνήτης ποὺ εἵλκυσε κοντά του πλήθη· μικροὶ – μεγάλοι, πλούσιοι – φτωχοί, ἄντρες – γυναῖκες, ἐπίσημοι – ἄσημοι. Ὁ Ἰωάννης βάπτιζε συνεχῶς. Ὁ καθένας ἔβγαζε τὰ ροῦχα του, ἔμπαινε μέσα στὸ νερὸ γυμνὸς κατάγυμνος, ἐκεῖ ἔμενε καί, βουτημένος μέχρι τὸν ὦμο ὅπως ἦταν, ἔλεγε τ᾽ ἁμαρτήματά του στὸν ὑπέροχο ἐκεῖνο πνευματικὸ πατέρα. Ἂν εἶχε νὰ πῇ πολλά, ἔμενε περισσότερη ὥρα· ἄλλος δέκα λεπτά, ἄλλος μισὴ ὥρα, ἄλλος μία ὥρα· οἱ μεγάλοι ἁμαρτωλοί, γυναῖκες καὶ ἄντρες, περισσότερο. Ἐξωμολογοῦντο κλαίγοντας καὶ ἔσμιγαν τὰ δάκρυα μὲ τὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου.
Πέρασαν ἔτσι χιλιάδες ἄνθρωποι. Ἕνας μόνο, ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, μόλις μπῆκε βγῆκε· «ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος», λέει. Γιατί βγῆκε; Ἦταν ἀναμάρτητος, δὲν εἶχε τίποτα νὰ πῇ· τί νὰ πῇ;
Τότε λοιπὸν γιατί βαπτίσθηκε;
Ὁ Χριστὸς μέχρι τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἦταν ἕνας ἄγνωστος ἐργάτης. Ποιός τοῦ ἔδινε σημασία; Κανείς. Δὲν ἦταν φαρισαῖος, δὲν ἦταν ἐσσαῖος, δὲν ἦταν ἀρχιερεὺς μὲ λαμπρὴ στολή, δὲν ἦταν ἀξιωματοῦχος. Καὶ ὅμως· ὅταν πῆγε ἐκεῖ στὸν Ἰορδάνη, τότε –ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι– «ἡ θάλασσα εἶδε καὶ ἔφυγεν, ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω» (Ψαλμ. 113,3). Ἄστραψε φῶς, ἄνοιξαν τὰ οὐράνια, ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ οὐρανίου Πατρὸς νὰ λέῃ «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3,17). Τὸ δὲ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἀφοῦ κατέβηκε ἐπάνω στὸν Ἰησοῦ «ἐν εἴδει περιστερᾶς ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές» (ἀπολυτ.). Τώρα ὁ Οὐρανὸς τὸν συνιστᾷ ἐν θριάμβῳ πανηγυρικῶς, κι ἀκοῦνε ὅλοι.
Τὴν ἡμέρα αὐτή, ἀγαπητοί μου, κατὰ τὴ βάπτισι τοῦ Χριστοῦ φανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος· ὁ Πατὴρ μαρτυρεῖ, ὁ Υἱὸς βαπτίζεται, τὸ Πνεῦμα κατέρχεται καὶ μένει ἐπάνω σ᾽ αὐτόν (βλ. Ἰω. 1,32-33).
Ἐδῶ διαφέρουμε οἱ ὀρθόδοξοι ἀπ᾽ ὅλα τὰ θρησκεύματα· οἱ Τοῦρκοι ἔχουν θεὸ τὸν Ἀλλάχ, οἱ Ἰνδοὶ ἄλλον, οἱ Ἰάπωνες ἄλλον καὶ οὕτω καθεξῆς. Ὁ ὀρθόδοξος Χριστιανὸς πιστεύει εἰς Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα, εἰς μίαν Θεότητα ἐν τρισὶ Προσώποις. Ὤ μυστήριο!
Ἐδῶ ὅμως ἔρχεται ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ καὶ λέει· Πῶς τὸ ἕνα εἶνε τρία; εἶνε ποτὲ δυνατόν;… Πόσες φορὲς τὸ ἄκουσα αὐτὸ καὶ στὴν Ἀθήνα καὶ ἀλλοῦ! Κ᾽ ἐσεῖς θὰ τό ᾽χετε ἀκούσει. «Μπόσικα πράγματα», ὅπως εἶπε κάποιος στὸ Μακρυγιάννη χλευάζοντας.
Ὁ ἁγνὸς αὐτὸς ἥρωας δέχτηκε στὸ σπίτι του κάποιον ξένο. Πρὶν καθίσουν στὸ τραπέζι ὁ Μακρυγιάννης ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ εὐχήθηκε «ἡ ἁγία Τριὰς νὰ μᾶς σώσῃ». Ὁ Εὐρωπαῖος γέλασε εἰρωνικά. Τότε ὁ Μακρυγιάννης τοῦ λέει· Ὅλα τὰ ἀνέχομαι, μὰ ἀσέβεια στὴν ἁγία Τριάδα δὲν ἐπιτρέπω· σήκω καὶ φύγε ἀπ᾽ τὸ σπίτι μου, μὴ μοῦ μαγαρίζεις τὸ τραπέζι.
Τέτοιοι ἦταν οἱ ἥρωες τῆς φυλῆς, πίστευαν. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ Σύνταγμά μας –μοναδικὸ στὸν κόσμο– ἀρχίζει μὲ τὴν ἐπικεφαλίδα «Εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος». Λὲς καὶ εἶνε θεία Λειτουργία.
Ἁγία Τριάς, τὸ μέγα μυστήριο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο διακρίνεσαι ἂν πιστεύῃς στὴν Ὀρθόδοξο πίστι. Μὰ οἱ ἄπιστοι ἐπιμένουν· Πῶς τὸ ἕνα εἶνε τρία;
Τοὺς ἀπαντᾷ ἡ ψυχολογία. Ὁ ἄνθρωπος, λέει, κυρίως εἶνε ψυχή. Καὶ ἡ ψυχὴ σκέπτεται, αἰσθάνεται, ἐνεργεῖ. Σκέπτομαι ἐνεργῶ, ἰδού ἡ τρίφωτη λαμπάδα. Σκέψις – αἴσθημα – ἐνέργεια εἶνε τὸ τριπλὸ βάθρο τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Καὶ τὰ τρία αὐτὰ εἶνε μέσα στὴν μία καὶ ἀδιαίρετη ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ἡ ψυχὴ λέγεται εἰκόνα τοῦ Θεοῦ· κάθε ψυχὴ ἔχει στὸ βάθος της ἐντυπωμένη τὴ σφραγῖδα τῆς ἁγίας Τριάδος.
Ἀπαντᾷ καὶ ἡ φυσικὴ μὲ ἕνα καταπληκτικὸ παράδειγμα. Τὸ ἄτομο εἶνε ἕνα. Ἐὰν ὅμως γίνῃ σχάσις τοῦ ἀτόμου, τότε κατὰ ἕνα περίεργο τρόπο ἐκλύονται τρεῖς λάμψεις· τὰ τρία γίνονται ἐννέα, τὰ ἐννέα γίνονται εἰκοσιεπτά, καὶ οὕτω καθεξῆς. Καὶ στὰ ἄψυχα λοιπὸν ἄτομα ὑπάρχει μέσα ἡ σφραγίδα τῆς ἁγίας Τριάδος.
Καὶ τελειώνω, ἀγαπητοί μου, ὑπενθυμίζοντας τὸ γνωστὸ ἐκεῖνο ἀνέκδοτο τοῦ ὁμωνύμου μου ἁγίου, τοῦ ὁποίου ἀναξίως φέρω τὸ ὄνομα. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, ἐρευνώντας τὸ μυστήριο τῆς Θεότητος ζαλίστηκε καὶ σταμάτησε. Διδάχθηκε δὲ τότε στὴν ἀκροθαλασσιὰ ἀπὸ ἕνα παιδάκι, ποὺ ἦταν ἄγγελος, ὅτι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς εἶνε πολὺ μικρὸς γιὰ νὰ συλλάβῃ τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος.
Καὶ τελειώνω, ἀγαπητοί μου, ὑπενθυμίζοντας τὸ γνωστὸ ἐκεῖνο ἀνέκδοτο τοῦ ὁμωνύμου μου ἁγίου, τοῦ ὁποίου ἀναξίως φέρω τὸ ὄνομα. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, ἐρευνώντας τὸ μυστήριο τῆς Θεότητος ζαλίστηκε καὶ σταμάτησε. Διδάχθηκε δὲ τότε στὴν ἀκροθαλασσιὰ ἀπὸ ἕνα παιδάκι, ποὺ ἦταν ἄγγελος, ὅτι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς εἶνε πολὺ μικρὸς γιὰ νὰ συλλάβῃ τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος.
Δόξα Θεῷ τῷ ἐν Τριάδι.
Δόξα Θεῷ τῷ ἐν Τριάδι,
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος [παλαιός] Φλωρίνης, Σάββατο 6-1-1968 πρωί)
Τα δύο βαπτίσματα
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου,
ΕΟΡΤΗ μεγάλη σήμερα, αγαπητοί μου, για όλους τους ορθοδόξους λαούς. Ιδιαιτέρως την εορτάζει ή Ελλάς, χώρα ναυτική. Οι ναυτικοί μας, όπου και να πλέουν, εϊτε στον Ατλαντικό εϊτε στον Ειρηνικό ωκεανό, την τιμούν χαρμοσύνως· σήμερα αγιάζονται τα νερά και οί θάλασσες με τον τίμιο σταυρό.
Ή εορτή των Φώτων είναι το τέλος μιας εκκλησιαστικής περιόδου πού ονομάζεται Δωδεκαήμερο. Τελειώνει σήμερα το Δωδεκαήμερο, πού άρχισε με τη γέννηση του Χριστού. Να μιλήσουμε για την εορτή των Φώτων; Μικρά ή διάνοια μας, ασθενής ή γλώσσα μας, και το μυστήριο πού αποκαλύπτεται σήμερα με τη βάπτιση του Κυρίου απέραντο όπως ό ωκεανός. Μάλλον πρέπει να σιωπήσουμε. Άλλα για να μη μείνη ό άμβωνας άφωνος τέτοια μέρα, τολμώ, επικαλούμενος τη χάρι του αγίου Πνεύματος, κάτι να πω.
Ό Κύριος ημών Ιησούς Χριστός παρουσιάστηκε στη γη ως άνθρωπος υπό τις πλέον ταπεινές συνθήκες· ήλθε ως νήπιο, γεννήθηκε από πάμπτωχη κόρη σε μια κωμόπολη της Ιουδαίας μέσα σ' ένα σπήλαιο. Ποιος, βλέποντας το βρέφος εκείνο, ήταν δυνατόν να φανταστή, ότι κάτω από αυτό το σχήμα κρυβόταν ή Θεό- της; Μετά από οκτώ ήμερες δέχθηκε την περιτομή και έλαβε το όνομα Ιησούς Χριστός, «το υπέρ πάν όνομα» (Φιλ. 2,9). Δώδεκα ετών τον βλέπουμε πάλι στο ναό του Σολομώντος, όπου κατέπληξε τους σοφούς πρεσβυτέρους με τις ερωτήσεις και απαντήσεις του. Μετά, για το διάστημα από δώδεκα ετών έως τριάντα, ορισμένοι λένε πολλά φανταστικά, άσχετα με το Ευαγγέλιο. Άλλ' ένα είναι το βέβαιο· ότι ό Ιησούς Χριστός έζησε αφανής. Αφάνεια. Ωραία είναι ή αφάνεια! Που ήταν; Έμενε και εργαζόταν στη Ναζαρέτ ως ξυλουργός. Κρατούσε σκεπάρνια, πριόνια, σφυριά και καρφιά. Είναι ό πρώτος εργάτης! Τίμησε την εργασία εκεί στο- εργαστήριο του νομιζομένου πατρός του. Έτσι έμεινε άγνωστος. Ποιος φανταζόταν, ότι αυτός ό ξυλουργός είναι ό προφητευμένος από αιώνων «υιός ανθρώπου» (Δαν. 7,13);
Άλλ' ήρθε ή ώρα να εμφανιστεί. Και τότε παρουσιάστηκε ό Ιωάννης ό Πρόδρομος. Κήρυττε μετάνοια και είλκυε κόσμο πολύ. Όλοι έσπευδαν στα ρείθρα του Ιορδανού, μετανοούσαν και έβαπτίζοντο. Μέσα στο πλήθος ήρθε και ό Χριστός. Ήταν απέριττος, χωρίς κάποιο εξωτερικό διακριτικό· δέ φορούσε διάδημα. Ό Ιωάννης όμως διέκρινε, ότι κάτω από το φτωχικό του παρουσιαστικό υπήρχε ή Θεότης. Τον αντελήφθη, γι' αυτό ακριβώς ήταν εκεί. Ό Χριστός του λέει: «Βάπτισε με». Ό Ιωάννης: «Δεν είμαι άξιος· εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από σένα». Ό Χριστός επιμένει και στο τέλος ό Ιωάννης πειθαρχεί. Κι όταν τον βάπτισε, τότε άνοιξαν οι ουρανοί, είδε το Πνεύμα το άγιο σαν περιστερά λευκή να κατεβαίνει επάνω στην κεφαλή του Χριστού μας, και ακούστηκε ή φωνή του ουρανίου Πατρός να μαρτυρεί γι' αυτόν. Έτσι απεκαλύφθη το μέγα μυστήριο.
Ένας ασεβέστατος «λογοτέχνης» τόλμησε να διακωμώδηση το μυστήριο αυτό. Μα τί θα πή «λογοτέχνης »; Άν σου βρίσει τον πατέρα, θα το δεχτής επειδή είναι λογοτέχνης; Ό ένας βρίζει χυδαίως κι ό άλλος βρίζει λογοτεχνικώς· τί σημασία έχει; είτε σε χυδαία γλώσσα εϊτε σε λογοτεχνική, ϋβρις είναι. Το ύβρισαν λοιπόν οι άπιστοι το μυστήριο· τους φαίνεται σκάνδαλο. Εμείς το βλέπουμε διαφορετικά.
Υπάρχει μία λέξη του ευαγγελίου πολύ χαρακτηριστική. Τί λέγει. Στόν Ιορδάνη έμπαιναν γυμνοί στο νερό και, όπως ήταν, έξωμολογοΰντο τις αμαρτίες τους. Και άλλοι μεν έμεναν περισσότερο, άλλοι λιγώτερο, αναλόγως των αμαρτημάτων πού είχαν να πουν. Όλοι πάντως έμεναν ένα διάστημα βυθισμένοι. Ένας μόνο δεν έμεινε καθόλου· ό Χριστός. Το λέει το ευαγγέλιο· «Και βαπτισθείς ό Ιησούς ανέβει ευθύς από του ύδατος» (Ματθ. 3,16). Είδες μια λέξι τί σημασία έχει; «Ευθύς», λέει. Μόλις μπήκε, βγήκε. Γιατί; Διότι δεν είχε τίνα πή, δεν είχε αμαρτήματα! Το «ευθύς» είναι μαρτυρία της αγίας Γραφής, οτι ό Κύριος ήταν λευκός όχι μόνο από το προπατορικό αμάρτημα, αλλά και από προσωπικά αμαρτήματα. Ήταν ό μόνος πού απηύθυνε εκείνο το αναπάντητο ερώτημα· «Τίς εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας;» (Ίωάν. 8, 46).
Άλλ' αφού είναι αναμάρτητος, τότε γιατί βαπτίσθηκε; Ή βάπτισις του Χρίστου έχει πολλούς λόγους. Έβαπτίσθη, για ν' άκουσθή ή μαρτυρία του Πατρός, να φανή ή συμφωνία του αγίου Πνεύματος, και να βεβαιωθεί έτσι ή θεότης του Υΐοϋ. Έβαπτίσθη, για να φανερωθή το μέγα μυστήριο της αγίας Τριάδος. Έβαπτίσθη, για να αγιάσει τα ύδατα. Έβαπτίσθη ακόμα, για να είναι το βάπτισμα του υπόδειγμα σ' εμάς· αν βαπτίσθηκε εκείνος πού δεν είχε ανάγκη βαπτίσεως, πολύ περισσότερο έχουμε εμείς ανάγκη να βαπτισθούμε.
Στο βάπτισμα γίνεται μυστήριο. Ποιος όμως το νιώθει; Γελούν τώρα οι καλεσμένοι θεομπαίχτες καταντήσαμε... Άλλα και στο βαπτιζόμενο, λόγω τής ηλικίας, δεν υπάρχει συνείδησις του μυστηρίου. Το μυστήριο θέλει πίστη' «... ομολογώ εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών» (Σύμβ. πίστ.). Αν πιστεύαμε, αν είχαμε μάτια αγγέλων, θα βλέπαμε ότι ή ψυχή εκείνου πού βαπτίζεται, προτού να μπη στην κολυμβήθρα είναι μαύρη σαν τα φτερά του κόρακα· άλλ' όταν βγαίνει από την κολυμβήθρα, μετά την τρίτη κατάδυση «εις το όνομα του Πατρός και του Υιοϋ και του αγίου Πνεύματος» —αύτη είναι ή πίστις μας—, βγαίνει πιο λευκή κι άπ' το χιόνι πού καλύπτει τώρα τα βουνά της πατρίδος μας. Για αυτό βλέπεις, το παιδί πού βαπτίζεται είναι υποχρεωτικό να το ντύνουν στα λευκά, σύμβολο ότι καθαρίστηκε. Σά' να λέη· Πλϋνε με, Κύριε, «και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι» (Ψαλμ. 50,9).
Γεννάται όμως το ερώτημα" μετά το βάπτισμα τί γίνεται; Όλοι λερώνουμε το χιτώνα του βαπτίσματος, δεν τον κρατούμε καθαρό και αμόλυντο, όπως λέει σήμερα ή Εκκλησία «Όσοι εις Χριστόν έβαπτίσθητε, Χριστόν ένεδύσασθε» (Γαλ. 3,27). Και το ερώτημα, πού συνεκλόνισε αιώνα ολόκληρο την Εκκλησία είναι· Τα αμαρτήματα προ του βαπτίσματος, είτε κληρονομικά είτε προσωπικά, συγχωρούνται τα αμαρτήματα μετά το βάπτισμα συγχωρούνται; Διχάστηκαν στην πρώτη Εκκλησία. Άλλοι είπαν, ότι δεν συγχωρούνται. Άλλα ή Εκκλησία είπε ότι, κατά το πνεύμα του Ευαγγελίου, συγχωρούνται. Πώς συγχωρούνται; Έχει ή Εκκλησία ένα άλλο μυστήριο, πού είναι ένα δεύτερο βάπτισμα. Βαπτισθήκαμε στην κολυμβήθρα, πρέπει να βαπτισθούμε και σ' αυτό. Όπως αυτός πού δέ' βαπτίζεται δέ' θεωρείται Χριστιανός, έτσι και αυτός πού αμάρτησε δέ' συγχωρείται αν δεν πέραση από αυτό. Ποιο είναι το δεύτερο βάπτισμα; Είναι ή μετάνοια και εξομολόγησης. Πολλά άχρηστα δάκρυα χύνουν οί άνθρωποι· ένα δάκρυ έχει αξία· δώστε μου ένα τέτοιο δάκρυ! είναι το δάκρυ για τις αμαρτίες, το δάκρυ της μετανοίας. Αυτό γίνεται Ιορδάνης ποταμός, δεύτερο βάπτισμα. Πού τελείται; "Οταν πας στον πνευματικό πατέρα και ομολογήσεις είλικρινώς τα αμαρτήματα σου, εκείνα πού δεν ξέρει ούτε ή γυναίκα σου ούτε ό είσαγγελεύς ούτε ό κόσμος (πού μπορεί να σε θεωρεί καλό και έντιμο άνθρωπο, αλλά ή συνείδησι βοά μέσα σου...).
Σπεύσε λοιπόν σ' αυτό το δεύτερο βάπτισμα το συνιστώ έπ' ευκαιρία σήμερα. Οί περισσότεροι δυστυχώς είναι ακόμη άνεξομολόγητοι. Το τονίζω· ή εξομολόγησης είναι ή κάθαρσις του αγίου Πνεύματος. Το είπαν και μεγάλοι ψυχολόγοι ή έξομολόγησις σε έμπειρο πνευματικό πατέρα απαλλάσσει τον άνθρωπο από το άγχος. Λίγοι δοκίμασαν την έξομολόγησι. Μεταξύ αυτών είναι και ένας 'Ρώσος συγγραφεύς, προφήτης του 'Ρωσικού λαού, ό Ντοστογιέφσκυ. Ήταν κατάδικος επί τσάρου μέσα στις φυλακές της Σιβηρίας, και εκεί γνώρισε τον Κύριο. Εκεί διάβασε και θαύμασε το Ευαγγέλιο, πίστεψε στο Χριστό. Βρήκε λοιπόν ένα πνευματικό πατέρα και εξομολογήθηκε όλα τα αμαρτήματα πού έκανε ως άνθρωπος. Τότε είπε· «Όταν εξομολογήθηκα, παράδεισος φύτρωσε στην ψυχή μου».
Αγαπητοί μου, χωρίς εξομολόγηση παράδεισο δέ' θα δούμε. Γι' αυτό μικροί και μεγάλοι, όλοι στην έξομολόγησι. Ας πέσει από το μάτι μας ένα δάκρυ ενώπιον του πνευματικού. Και το δάκρυ αυτό θα γίνει Ιορδάνης. Και ή αγία Τριάς θα κάνη ν' ανοίξουν και για μας οί ουρανοί των ουρανών. Και τότε θα αισθανθούμε, ότι μέσα στην καρδιά μας ήλθε αυτή ή αγία Τριάς, Πατήρ Υιός και άγιον Πνεύμα· ω ή δόξα εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.
Επίσκοπος Αυγουστίνος,
(Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, ή οποία έγινε στον ί. ναό Αγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης την 6-1-1990 με άλλο τίτλο. Καταγραφή και σύντμησις 6-1-2005)
Το Ευαγγέλιο Κατά Ματθαίον (γ΄ 13 – 17).
Εὐαγγέλιο
«Τῷ καιρῷ εκείνω, παραγίνεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην πρὸς τὸν Ἰωάννην τοῦ βαπτισθῆναι ὑπ᾿ αὐτοῦ. Ὁ δὲ ᾿Ιωάννης διεκώλυεν αὐτὸν λέγων· ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με;
Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην· τότε ἀφίησιν αὐτόν· καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος· καὶ ἰδοὺ ἀνεῴχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί, καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν καὶ ἐρχόμενον ἐπ᾿ αὐτόν· καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῶν οὐρανῶν λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα.»
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος α’.
Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις· τοῦ γάρ Γεννήτορος ἡ φωνή προσεμαρτύρει σοι, ἀγαπητόν σε Υἱόν ὀνομάζουσα· καί τό Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς, ἐβεβαίου τοῦ λόγου τό ἀσφαλές. Ὁ ἐπιφανείς Χριστέ ὁ Θεός, καί τόν κόσμον φωτίσας δόξα σοι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Ὅτε τῇ ἐπιφανείᾳ σου ἐφώτισας τὰ σύμπαντα, τότε ἡ ἀλμυρὰ τῆς ἀπιστίας θάλασσα ἔφυγε, καὶ Ἰορδάνης κάτω ῥέων ἐστράφη, πρὸς οὐρανὸν ἀνυψῶν ἡμᾶς. Ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου, συντήρησον Χριστὲ ὁ Θεός, πρεσβείες τῆς Θεοτόκου, καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Αὐτόμελον.
Ἐπεφάνης σήμερον τῇ οἰκουμένῃ, καί τὸ φῶς σου Κύριε, ἐσημειώθη ἐφ᾽ ἡμᾶς, ἐν ἐπιγνώσει ὑμνούντάς σε· Ἦλθες, ἐφάνης, τό Φῶς τὸ ἀπρόσιτον.
Μεγαλυνάριον
Ἄφεσιν πηγάζων τοῖς ἐξ Ἀδάμ, ὁ τῆς ἀφθαρσίας, ἀνεξάντλητος ποταμὸς, ἐν τῷ Ἰορδάνῃ, βαπτίζεται θελήσει· ἀντλήσωμεν οὖν πάντες, ὕδωρ σωτήριον.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Μόρφου , Ἐπίσκοπος Αὐγουστίνος Καντιώτης, Πηγή Ζωής, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ,
Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς Χθὲς συνεκκλησιάζοντας καὶ συνεορτάζοντας μὲ σᾶς ποὺ προεωρτάζατε τὴν ἡμέρα τῶν Φώτων σᾶς ἀνέπτυξα τὰ ἀπαραίτητα λέγοντας πρὸς τὴν ἀγάπη σας τὰ σχετικὰ μὲ τὸ βάπτισμα κατὰ Χριστόν, τὸ ὁποῖο ἀξιωθήκαμε ἐμεῖς· ὅτι δηλαδὴ εἶναι ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπόσχεσις πρὸς τὸν Θεό· πίστις μὲν καὶ ἐπίγνωσις τῆς ἐν Θεῷ ἀλήθειας, συμφωνία δὲ καὶ ὑπόσχεσις ἔργων καὶ λόγων καὶ τρόπων ἀρεστῶν στὸν Θεὸ ποὺ τελοῦνται διὰ τῶν ἱερῶν συμβόλων. Ἀλλά διδάσκοντας προσθέσαμε καὶ τοῦτο, ὅτι ἂν δὲν μετατρέψωμε σὲ ἔργο τὶς ὑποσχέσεις ἐκεῖνες, τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα σύμβολα καὶ οἱ δι' αὐτῶν καὶ μαζὶ μὲ αὐτά διὰ λόγου ὑποσχέσεις πρὸς τὸν Θεό, ὄχι μόνο δὲν ὠφελοῦν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καί δικαίως τὸν ὑποβάλλουν σὲ καταδίκη.
Ἔπειτα ἐξηγήσαμε τὴν πρὸς τοὺς ὄχλους διδασκαλία Ἰωάννη τοῦ Προφήτη καὶ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ, ἡ ὁποία διαλαμβάνει καί αὐτή περὶ τοῦ ἰδίου βαπτίσματος· διότι τό μὲν βάπτισμα εἶναι ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἴπαμε, ὁ δὲ πρόδρομος καὶ βαπτιστὴς τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς ὁδηγεῖ διὰ τῆς διδασκαλίας του στὴν ἐπίγνωσι αὐτοῦ, ἀποδεικνύοντας τὸν προαιώνιο καὶ δεσπότη τοῦ παντός, κριτὴ ζωντανῶν καὶ νεκρῶν, ποὺ κατὰ τὴν ἐξουσία του τοὺς μὲν ἄξιους εἰσάγει στὶς ἀΐδιες μονές, τοὺς δὲ κατακρίτους ρίπτει στὴ γέεννα τοῦ πυρός· ἐνῶ μαρτυρεῖ ὅτι αὐτός εἶναι κύριος καί τῶν ἀγγέλων, τὸν ἑαυτό του τὸν συντάσσει στοὺς ἔσχατους δούλους.
Ἐπειδὴ δὲ τὸ βάπτισμα ὄχι μόνο ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ εἶναι, ἀλλὰ καὶ ὑπόσχεσις ἐπιστροφῆς καί θεαρέστων ἔργων, γι' αὐτό ὁ πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ καί βαπτιστής, ὄχι μόνο ὁδηγοῦσε στὴν ἐπίγνωσι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐκήρυττε μετάνοια κι' ἐπιζητοῦσε καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας, τὴν δικαιοσύνη, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν μετριοφροσύνη, τὴν ἀγὰπη, τὴν ἀλήθεια. Δεικνύοντας δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι χωρὶς ἔργα δὲν ὠφελεῖ καθόλου ἡ πρὸς τὸν Θεὸ ὑπόσχεσις, ἀλλὰ καὶ καταδικάζει τὸν ἄνθρωπο, ἐπέσειε ἀξίνα κι' ἐπεδείκνυε πυρκαϊά ἄσβεστη κι' ἔλεγε ὅτι «κάθε δένδρο ποὺ δὲν κάμει καλὸ καρπὸ ἀποκόπτεται καί ρίπτεται στὴ φωτιὰ» .
Ἐκτός ἀπὸ αὐτά ἐξηγήσαμε πρὸς τὴν ἀγάπη σας καὶ τοὺς πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Κύριο ποὺ ἦλθε νὰ βαπτισθῆ λόγους τοῦ Βαπτιστοῦ, ποὺ ἐδίσταζε καί ὑποχωροῦσε καὶ παραιτεῖτο ἀπὸ τὸ ἔργο, κι' ζητοῦσε μᾶλλον αὐτός νὰ λάβη ἀπὸ ἐκεῖνον τὸ βάπτισμα. Ἀλλ' ἐπίσης ἐξηγήσαμε καὶ τοῦ Κυρίου τοὺς λόγους πρὸς ἐκεῖνον, ὡς δεσπότη ποὺ προστάσσει δοῦλον, συγχρόνως δὲ καὶ φανερώνει τὸ μυστήριο σὰν σὲ φίλο καὶ συγγενῆ κατὰ σάρκα καὶ προβάλλει τὶς εὔλογες δικαιολογίες. Καὶ φθάσαμε τότε ὁμιλώντας πρὸς σᾶς ἕως τὸ σημεῖο ὅπου ὁ Ἰωάννης πεισθείς ἄφησε τὸν Κύριο νὰ βαπτισθῆ. Ἀπέμεινε δὲ ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο αὐτό ποὺ ἀναγνώσθηκε τώρα, ὅτι, «ἀφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ὕδωρ· καὶ ἰδοὺ τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί καὶ εἶδε ὁ Ἰωάννης τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατεβαίνη σὰν περιστερὰ καὶ νὰ ἔρχεται ἐπάνω του. Καὶ ἀμέσως ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό ποὺ ἔλεγε, τοῦτος εἶναι ὁ ἀγαπητὸς Υἱός μου, ποὺ τὸν ἐξέλεξα».
Μέγα καὶ ὑψηλό, ἀδελφοί, εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος τοῦ Χριστοῦ ποὺ συμπεριλαμβάνεται στὰ λίγα τοῦτα λόγια, δυσθεώρητο καὶ δυσερμήνευτο καὶ ὄχι λιγώτερο δυσκατάληπτο· ἀλλ' ἐπειδὴ εἶναι ἐξαιρετικὰ σωτήριο, γι' αὐτό, ἀφοῦ πεισθοῦμε καὶ ἐλπίσωμε σ' αὐτόν ποὺ προέτρεψε νὰ ἐρευνοῦμε τὶς Γραφές, ἂς ἀνιχνεύσωμε ὅσο εἶναι ἐφικτό τὴ δύναμι τοῦ μυστηρίου. Ὅπως λοιπὸν κατὰ τὴ ἀρχὴ μετὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, «ἂς κατασκευάσωμε ἄνθρωπο κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωσί μας», ἀφοῦ ἐπλάσθηκε ἡ φύσιςμας στὸν Ἀδάμ, τὸ ζωαρχικό Πνεῦμα, ἀφοῦ φανερώθηκε κι' ἐδόθηκε μὲ τὸ ἐμφύσημα πρὸς αὐτόν, συνεφανέρωσε καὶ τὸ τριαδικὸ τῶν ὑποστάσεων τῆς δημιουργοῦ θεότητος ἐπάνω στὰ ἀλλὰ κτίσματα, τὰ ὁποῖα παράγονταν μὲ μόνο τὸ ρῆμα τοῦ Λόγου καὶ τοῦ λέγοντος Πατρός· ἔτσι τώρα, ποὺ ἀναπλασσόταν στὸν Χριστὸ ἡ φύσις μας, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, φανερωθὲν διὰ τῆς πρὸς αὐτόν καθόδου ἀπὸ τὰ ὑπερουράνια, καθὼς βαπτιζόταν στὸν Ἰορδάνη, φανέρωσε τὸ μυστήριο τῆς ὕψιστης καὶ παντουργοῦ Τριάδος, τὸ σωστικὸ γιὰ τὰ λογικὰ κτίσματα.
Γιὰ ποιὸ λόγο φανερώνεται τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅταν πλάσσεται καὶ ἀναπλάσσετα ὁ ἄνθρωπος; Ὄχι μόνο διότι εἶναι μόνος ἐπίγειος μύστης καὶ προσκυνητής της, ἀλλὰ καὶ διότι εἶναι ὁ μόνος κατὰ τὴν εἰκόνα της. Πραγματικὰ τὰ μὲν αἰσθητικὰ καὶ ἄλογα ζῶα ἔχουν μόνο πνεῦμα ζωϊκό, ἀλλὰ κι' αὐτό μὴ δυνάμενο νὰ ὑφίσταται καθ' ἑαυτό, στεροῦνται ὅμως τελείως νοῦ καὶ λόγου· τὰ δὲ ἐντελῶς ὑπὲρ τὴν αἴσθησι, ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, ὡς νοεροί καὶ λογικοί, ἔχουν νοῦ καὶ λόγο, ἀλλὰ ὄχι καὶ πνεῦμα ζωοποιό, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν οὔτε σῶμα ποὺ νὰ ζωοποιῆται ἀπὸ αὐτό. Ὁ δὲ ἄνθρωπος εἶναι ὁ μόνος ποὺ κατ' εἰκόνα τῆς τρισυπόστατης φύσεως ἔχει νοῦ καὶ λόγο καὶ πνεῦμα ζωοποιὸ τοῦ σώματος, ἐπειδὴ ἔχει καὶ τὸ ζωοποιούμενο σώμα.
Ὅπως λοιπόν, ἀφοῦ φανερώθηκε ἡ ὕψιστη καὶ παντουργὸς Τριὰς τὴ στιγμὴ ποὺ ἀναπλασσόταν ἡ φύσις μας στὸν Ἰορδάνη, σὰν εἶδος ἀρχετύπου τῆς κατὰ τὴν ψυχὴ μας εἰκόνος, οἱ μὲν βαπτίζοντες κατὰ Χριστὸν μετὰ τὸν Χριστὸ βαπτίζουν μὲ τρεῖς καταδύσεις, ἐνῶ ὁ Ἰωάννης βάπτιζε μὲ μία κατάδυσι. Κι' αὐτό ἐπισημαίνοντας ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος λέγει «ἀφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ὕδωρ.
«Καὶ ἰδού», λέγει, δηλαδὴ χωρὶς νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ ὕδωρ ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ ἀναδυθῆ μόνο, «τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί». Συγκεντρώσατε λοιπὸν τὴ διάνοιά σας, παρακαλῶ ἀδελφοί, καὶ προσέχετε μὲ ἀκρίβεια τοῦ νοῦ, ὥστε νὰ κατανοήσετε τήν δύναμι τοῦ μυστηρίου τοῦ κατὰ Χριστὸν βαπτίσματος. Διότι ἡ κατάδυσις τοῦ Χριστοῦ στὸ ὕδωρ καί ἡ κάτω ἀπὸ αὐτό τοποθέτησίς του, ὅταν βαπτιζόταν, προϋπεδείκνυε τὴν κατὰβασί του στὸν ἅδη.
Εὐλόγως καὶ συνεπῶς λοιπόν, ὅταν ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ ὕδωρ, ἀμέσως τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί·ἐπειδὴ καὶ κατὰ τὴν κάθοδο στὸν ἅδη, ὅπου ἔγινε γιὰ χάρι μας ὑπόγειος, καθὼς ἐπανερχόταν ἀπὸ ἐκεῖ, ἄνοιξε ἀπὸ ἐκεῖ τὰ πάντα γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὄχι μόνο τὰ ἔγγεια καὶ τὰ περίγεια, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἀνώτατο οὐρανό, στὸν ὁποῖο ἔπειτα, ὅταν ἀναλήφθηκε σωματικῶς, «εἰσῆλθε πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν». Ὅπως δηλαδὴ διὰ τοῦ μυστικοῦ ἄρτου καὶ τοῦ ποτηρίου προϋπέδειξε τὸ σωτήριο πάθος του καὶ ἔπειτα παρέδωκε τὸ μυστήριο τοῦτο στοὺς πιστοὺς νὰ τὸ τελοῦν γιὰ τὴ σωτηρία, ἔτσι προϋπέδειξε καὶ τὴν κάθοδό του στὸν ἅδη καὶ τὴν ἀνὰβασί του ἀπὸ ἐκεῖ μυστικῶς διὰ τοῦ βαπτίσματός του τούτου, καὶ ἔπειτα τὸ παρέδωσε στοὺς πιστοὺς νὰ τὸ τελοῦν γιὰ τὴ σωτηρία. Στὸν ἑαυτὸ του μὲν παρεῖχε ἔτσι τὰ ἐπώδυνα καὶ δύσκολα, σ' ἐμᾶς δὲ ἐχάριζε τὴν κοινωνία τῶν παθημάτων του εὐθὺς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ διὰ τῶν ἀνώδυνων τούτων μέσων καὶ μᾶς καθιστοῦσε κατὰ τὸν ἀπόστολο συμφύτους μὲ τὸ ὁμοίωμα τοῦ θανάτου του, ὥστε στὸν καιρὸ νὰ μᾶς καταξιώση καὶ τῆς ὑπεσχημένης ἀναστάσεως .
Ἔχοντας δηλαδὴ σὰν ἐμᾶς ψυχὴ καὶ σῶμα, ποὺ ἀνέλαβε ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ χάρι μας, διὰ μὲν τοῦ σώματος ὑπέστη τὸ θάνατο καὶ τὴν ταφὴ ὑπὲρ ἡμῶν, κι' ἀνέδειξε τὴν ἔγερσι ἀπὸ τὸν τάφο σὰν δύναμι ἀθανασίας καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος, καὶ μᾶς παρέδωσε νὰ τελοῦμε τὴν ἀναίμακτη θυσία σὲ ἀνάμνησι τούτων καὶ δι' αὐτῆς νὰ καρπωνώμαστε τὴ σωτηρία· διὰ δὲ τῆς ψυχῆς κατῆλθε στὸν ἅδη καὶ ἐπανῆλθε ἀπὸ αὐτόν, μεταδίδοντας σὲ ὅλους φῶς ἀΐδιο καὶ ζωὴ καὶ γιὰ δεῖγμα τούτου μᾶς παρέδωσε νὰ τελοῦμε τὸ θεῖο βάπτισμα καὶ διὰ μέσου αὐτοῦ νὰ καρπωνώμαστε τὴ σωτηρία· καὶ μάλιστα νὰ τὴν καρπωνώμαστε μὲ τὸ καθένα ἀπὸ τὰ δύο μυστήρια καὶ μὲ τὰ δύο στοιχεῖα, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, μυούμενα καὶ δεχόμενα σπέρματα ἀκήρατης ζωῆς. Πραγματικὰ ἀπὸ τὰ δύο αὐτά ἐξαρτᾶται ὅλη ἡ σωτηρία μας, ἀφοῦ ὅλη ἡ θεανδρικὴ οἰκονομία στὰ δύο αὐτά συγκεφαλαιώνεται.
«Τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί». Δὲν εἶπε ὁ οὐρανός, ἀλλὰ «τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί», δηλαδὴ ὅλοι, ὅλα τὰ ἐπάνω, γιὰ νὰ μὴ νομίσης, βλέποντας τὰ ἄνω κι' ἐπάνω ἀπὸ ἐμᾶς ἐπικείμενα, ὅτι ὑπάρχει κάτι ποὺ εἶναι ὑπερκείμενο καὶ ἀνώτερο. Πρέπει λοιπὸν νὰ ἐννοήσης καὶ ἐπιγνώσης ὅτι ὑπάρχει μία μόνο φύσις καὶ δεσποτεία ποὺ ἀπὸ τὴν ὑπὲρ τὸν οὐρανό γύρω ἀπειρία φθάνει μέχρι καὶ τῶν μέσων τοῦ σύμπαντος καὶ τῶν ἰδικῶν μας ὁρίων, δηλαδὴ γεμίζει τὰ πάντα καὶ δὲν ἀφήνει τίποτε ἔξω ἀπὸ ἑαυτὴν καὶ συγκρατεῖ καὶ περιέχει τὰ πάντα σωτηρίως καὶ ὑπερεκτείνεται πέρα ἀπὸ τὰ πάντα, ἀναγνωρίζεται ὅμως ἀπορρήτως σὲ τρεῖς συναφεῖς χαρακτῆρες.
«Τοῦ ἀνοίχθηκαν λοιπὸν οἱ οὐρανοί», γιὰ νὰ δειχθῆ φανερώτατα ὅτι αὐτός εἶναι ποὺ καὶ πρὸ τῶν οὐρανῶν ὑπάρχει, μᾶλλον δὲ ποὺ εἶναι καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα καὶ εἶναι πρὸς τὸν Θεὸ καὶ εἶναι Θεὸς καὶ εἶναι Θεοῦ Λόγος καὶ Υἱός καὶ οὔτε τὸν Πατέρα ἔχει προγενέστερό του καὶ ἔχει μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα ὄνομα τὸ ἐπάνω ἀπὸ κάθε ὄνομα καὶ ἀπὸ κάθε λόγο. Διότι, ὅταν ὅλα τὰ φαινόμενα μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Πατρὸς στὸν οὐρανό, ἐγκόσμια καὶ ὑπερκόσμια, ἐσχίσθηκαν καὶ ἦσαν πεταμένα τὰ πρῶτα δίπλα στὰ ἄλλα, μόνο αὐτός παρουσιαζόταν συνημμένος μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα, ἀφοῦ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ σύστασι τῶν ὄντων ὑπῆρχε μαζὶ μὲ αὐτούς.
«Τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί», ὅπως δὲ λέγει ὁ Μάρκος, ἐσχίσθηκαν. Διότι λέγει, «ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὸ ὕδωρ, εἶδε τοὺς οὐρανούς νά σχίζωνται». Πῶς λοιπόν ὁ μὲν ἕνας εἶπε, ἀνοίχθηκαν, ὁ δὲ ἄλλος, ἐσχίσθηκαν; Γιὰ νὰ μὴ διαφύγη τὴν προσοχὴ τῶν συνετῶν ἀκροατῶν ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ μυστηρίου εἶναι διπλή. Πραγματικὰ μὲ τὴν ἔκφρασι ὅτι ἀνοίχθηκαν μᾶς ἔδειξε ὅτι οἱ οὐρανοί ἦσαν κλειστοὶ προηγουμένως λόγω τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς παρακοῆς μας πρὸς τὸ Θεό. Διότι ἔχει γραφῆ ὅτι ὁ οὐρανός ἀποκλείσθηκε γιὰ τὸν Ἀδάμ, ὅταν παρήκουσε στὸ Θεὸ καὶ ἄκουσε ἀπὸ αὐτόν ὅτι «γῆ εἶσαι καὶ στὴ γῆ θὰ μεταβῆς». Εὐλόγως λοιπὸν ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί στὸν Χριστό, ποὺ παρουσιάσθηκε σὲ ὅλα ὑπήκοος καί, ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε στὸν Ἴωαννη, ἐξεπλήρωσε ὅλη τὴ δικαιοσύνη καὶ προσφάτως διὰ τοῦ βαπτίσματος. Ἐπειδή δέ, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος ὁ πρόδρομος τοῦ Κυρίου, «δὲν δίδει μὲ μέτρο τὸ Πνεῦμα ὁ Θεός, ἀλλὰ ὁ Πατὴρ ἀγαπᾶ τὸν Υἱό καὶ δίδει τὰ πάντα στὸ χέρι του, φαίνεται ὅτι ὁ Χριστὸς κατὰ σάρκα ἔλαβε ὅλη τὴν ἀμέτρητη καὶ ἄπειρη δὺ-ναμι καὶ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος. Οἱ οὐρανοί ἔδειξαν ἐμπρά κτως ὅτι ὅλη αὐτή ἡ δύναμις καὶ ἐνέργεια τοῦ θείου Πνεύματος εἶναι ἀχώρητος σὲ ὅλα τὰ κτιστά.
Γι' αὐτό καὶ ὅταν τούτη ἡ δύναμις φαινόταν καὶ ἦταν σὰν νὰ διάβαινε πρὸς τὴν θεοϋπόστατη ἐκείνη σάρκα, αὐτοί μὴ χωρώντας ἐσχίσθηκαν. Καλῶς λοιπὸν διεκήρυξε αὐτός ποὺ εἶπε πρὸς τὸν Θεό, «οὔτε ὁ οὐρανός δὲν εἶναι καθαρὸς ἐνώπιόν σου», ὡς οὐρανὸ ἐννoώντας τούς ἀγγέλους, τοὺς ἀρχαγγέλους, τὰ πολυόμματα Χερουβίμ, τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ, ὅλη τὴν ἄλλη ὑπερκόσμια φύσι. Εὐλόγως λοιπὸν οὔτε οἱ οὐρανοί, δηλαδὴ οἱ ἄγγελοι σ' αὐτόν, εἶναι καθαροὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τῶν οὐρανῶν, ἐπειδή, ἂν καὶ φωτίζεται διαπαντὸς ἀπὸ τὴν ὑψίστη καὶ δεσποτικὴ ἱεραρχία, ὑστεροῦν ὡς πρὸς τὴν ὑπερτέλεια καθαρότητα αὐτῆς. Μόνη δὲ ἡ δική μας ἐν Χριστῷ φύσις ὡς θεοϋπόστατη καὶ ὁμόθεη διαθέτει καθαρότητα ὑπερτελεία καὶ εἶναι, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, χωρητική κάθε λαμπρότητος καὶ ἀγλαΐας καὶ δυνάμεως καὶ ἐνέργειας τοῦ Θείου Πνεύματος. Ἑπομένως ὄχι μόνο οἱ οὐρανοί ἀνοίχθηκαν, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ ἄγγελοι ὑποχώρησαν ἐμπρὸς στὴν τοιαύτη κάθοδο τοῦ Θείου Πνεύματος σ' αὐτόν.
«Ἄφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ὕδωρ· καὶ ἰδού, τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί»· ὁ δὲ Λουκᾶς λέγει ὅτι εἶχε ἀνοιχθῆ ὁ οὐρανός, ὅταν ἀκόμη προσευχόταν ὁ Χριστός· διότι, λέγει, «ὅταν βαπτίσθηκε καὶ προσευχόταν ὁ Ἰησοῦς, ἀνοίχθηκε ὁ οὐρανός». Πραγματικὰ καὶ βαπτιζόμενος καὶ κατεβαίνοντας καὶ ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὸ ὕδωρ προσευχόταν, διδάσκοντας ἐμπράκτως ὅτι, ὄχι μόνο ὁ ἱερεὺς καὶ λειτουργός τῶν μυστηρίων πρέπει νὰ προσεύχεται, ἀλλὰ καὶ αὐτός πού δέχεται τό μυστήριο πρέπει νὰ κάμη τοῦτο σὲ κάθε θεία τελετὴ· καὶ ἂν μὲν ὁ λειτουργός εἶναι τελειότερος κατὰ τὴν ἀρετὴ καὶ ἀναπέμπει ἐκτενέστερη εὐχή, δι' αὐτοῦ ἀνεβαίνει ἡ χάρις πρὸς τὸν ἀποδέκτη τοῦ Μυστηρίου, ἂν δὲ ὁ ἀποδέκτης εἶναι ἀξιώτερος καὶ προσεύχεται ἐκτενέστερα, ὁ θελητής τοῦ ἐλέους (τί ἄφατη χρηστότης κι' αὐτή!) δὲν ἀρνεῖται νὰ μεταδώση δι' αὐτοῦ ἀπὸ τὴ χάρι καὶ στὸν λειτουργό· ὅπως καὶ τώρα ἔγινε φανερὰ στὴν περίπτωσι τοῦ Ἰωάννη, πράγμα ποὺ καὶ αὐτός μαρτυρεῖ ὕστερα δημόσια, λέγοντας, «ὅλοι ἐμεῖς ἐλάβαμε ἀπὸ τὸ πλήρωμά του».
Γιατί ὅμως μόνο στὸν Ἰησοῦ ἀνοίχθηκε ὁ οὐρανός, ὅταν προσευχόταν, σὲ κανένα δὲ ἀπό τούς πρὸ αὐτοῦ; Τί λέγεις; αὐτός ποὺ ἀντιλήφθηκε τή θεανδρικὴ οἰκονομία τοῦ ἐνυποστάτου Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη ἔμβρυο, καὶ ὄχι μόνο ἐπήδησε μαζί του μὲ ἀγαλλίασι θείου Πνεύματος ἀπὸ τὴν μητρικὴ κοιλιά, ἀλλὰ μετέδιδε χάρι καὶ στὴν κυοφοροῦσα μητέρα του, αὐτός ποὺ μόλις λύθηκε ἀπὸ ἐκεῖ ἔλυσε τὸ πατρικὸ στόμα ποὺ εἶχε δεθῆ γι' αὐτόν μὲ ἀφωνία κατόπιν προσταγῆς τοῦ ἀγγέλου, τὸ θρέμμα τῆς ἐρήμου, ὁ ὑψηλότερος ἀνάμεσα στὰ γεννήματα τῶν γυναικῶν καὶ ἀξιώτερος τῶν ἀπὸ ἀνέκαθεν προφητῶν, δὲν εἶναι ἱκανός νὰ λύση τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος (ὁ,τιδήποτε καὶ ἂν εἶναι αὐτός ὁ ἱμάς), καὶ θὰ ἦταν ἱκανός ν' ἀνοίξη τὸν οὐρανό, μᾶλλον δὲ τὰ ὑπερουράνια, κάποιος ἀπό τούς ὑστεροῦντας ἀπέναντι στὴν ἀξία του;
Γιὰ νὰ κατανοήσης δὲ τὸ ὕψος τῆς ὑπεροχῆς τοῦ τώρα βαπτιζομένου κατὰ σάρκα ἀπέναντι σὲ ὅλους, πρόσεξε κι' ἐκεῖνο· ὅτι «τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί», ἔχει γραφῆ, δείχθηκε δὲ σ' ἐμᾶς μὲ ἔργα ὅτι ὄχι μόνο οἱ οὐρανοί, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ κόλπος τοῦ Ὑψίστου Πατρὸς τοῦ ἀνοίχθηκε· διότι ἀπὸ ἐκεῖ ἦλθε τὸ Πνεῦμα καὶ ἡ φωνὴ ποὺ μαρτυροῦσε τὴν γνησιότητα τῆς υἱότητος . Οἱ δὲ οὐρανοί εἶναι κήρυκες τούτου, ἀφοῦ ἀνοίχθηκαν σὰν παγκόσμια στόματα, καὶ διατρανώνοντας ὄχι μόνο πρὸς τοὺς ἀγγέλους τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἐπάνω στὴ γῆ ἀνθρώπους τὴν ὁμοτιμία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα καὶ πρὸς τὸ ἀπὸ αὐτόν προελθόν ἐκπορευτῶς Πνεῦμα, κατὰ τὴν οὐσία καὶ δύναμι καὶ δεσποτεία πρὸς τὸ σύμπαν.
Εὐλόγως λοιπὸν μόνο γι' αὐτόν ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί ὅταν προσευχόταν ἐπειδὴ καὶ τὸ σφραγισμένο βιβλίο, τὸ ὁποῖο πιθανῶς ὑπαινίσσεται τὸν κλεισμένο προηγουμένως γιὰ μᾶς οὐρανό τοῦτον, κατὰ τὴν Ἀποκάλυψι τοῦ Ἰωάννη, κανένας καὶ κάτω ἀπὸ τὴ γῆ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἀνοίξη καὶ νὰ τὸ διαβάση· «κατώρθωσε δέ, λέγει, νὰ τὸ ἀνοίξη καὶ νὰ τὸ διαβάση μόνο ὁ Λέων ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα». Ποιὸς δὲ εἶναι ὁ Λέων ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα μᾶς τὸ ἐδίδαξε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, ποὺ λέγει, «ἀνέβηκες ἀπὸ τὴ φυλή, υἱέ μου, σκύμνος τοῦ λέοντος Ἰούδα· ἀφοῦ ἐξάπλωσες, κοιμήθηκες σὰν λέων καὶ σὰν σκύμνος. Ποιὸς θὰ τὸν ξυπνήση; Δὲν θὰ λείψη ἄρχοντας ἀπὸ τὸν Ἰούδα καί ἡγεμὼν ἀπό τοὺς μηρούς του, ἕως ὅτου ἔλθη αὐτός στὸν ὁποῖο ἀπόκειται ἡ ἀποστολή· καὶ αὐτός θὰ εἶναι προσδοκία τῶν ἐθνῶν», δηλαδὴ αὐτός ποὺ τώρα ἄνοιξε φανερὰ καὶ ὅλα τὰ ὑπερουράνια, ποὺ μόνος ἀνέγνωσε τούς ἀπό τούς αἰῶνες καὶ στοὺς αἰῶνες λόγους τῆς προνοίας, τοὺς ἀπόκρυφους στὸν πατρικὸ κόλπο θησαυροὺς τῆς σοφίας, τὰ ἀνεξερεύνητα βάθη καὶ τὰ μυστήρια τοῦ Πνεύματος.
«Ἀφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀμέσως ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ ὕδωρ καὶ ἰδοὺ ἀνοίχθηκαν γι' αὐτόν οἱ οὐρανοί». Βλέπετε ὅτι τὸ ἅγιο βάπτισμα εἶναι πύλη τῶν οὐρανῶν πού εἰσάγει ἐκεῖ τούς βαπτιζομένους; Διότι δὲν εἶπε ἁπλῶς «ἀνοίχθηκαν», ἀλλὰ «ἀνοίχθηκαν γι' αὐτόν οἱ οὐρανοί»· ὅλα δὲ ὅσα ἔγιναν σ' αὐτόν, γιὰ μᾶς ἔγιναν. Γιὰ μᾶς λοιπὸν ἀνοίχθηκαν δι' αὐτοῦ οἱ οὐρανοί, ποὺ ἔχοντας ἀνοικτὲς τὶς πύλες προσμένουν τὴν εἴσοδό μας. Καὶ πρὶν ἀπό τούς ἄλλους μαρτυρεῖ τοῦτο ὁ πρωταγωνιστὴς ἀνάμεσα στοὺς μάρτυρες Στέφανος. Ἀφοῦ γονάτισε, προσευχόταν καί ἀτενίζοντας εἶδε ὅ,τι κανεὶς δὲν εἶδε πρὶν ἀπὸ τὸ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ· «διότι ἀτενίζοντας εἶδε τοὺς οὐρανούς ἀνοιγμένους καὶ τὸν Ἰησοῦ στὴ δόξα τοῦ Πατρός», εἶδε ὄχι μόνο ἄρρητη δόξα καὶ τόπο ὑπερουράνιο, ἀλλὰ κι' αὐτόν τόν ποθούμενο μέσα στὴ δόξα τοῦ Πατρός, διὰ τῆς ὁποίας πρῶτος αὐτός ἀπό τούς μετὰ Χριστὸν εἶδε μακαρίως ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δὲν εἶδε κανεὶς ἀπό τούς πρὸ Χριστοῦ, στὰ ὁποῖα κι' αὐτά ἀκόμη τὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων φοβοῦνται νὰ παρακύψουν. Διότι τὸν εἵλκυσε ὁ ποθούμενος Ἰησοῦς ποθώντας νὰ εἶναι τοῦτος πρῶτος διάκονος στοὺς οὐρανούς καὶ πολὺ προτιμότερος ἀπὸ τὰ λειτουργικὰ πνεύματα, καθὼς καὶ πρῶτος μάρτυρας τῆς ἀθλήσεως. Γιὰ μᾶς λοιπὸν ἀνοίχθηκαν δι' αὐτοῦ οἱ οὐρανοί κι' ἐμᾶς καθάρισε διὰ τοῦ Ἑαυτοῦ του διότι δὲν χρειαζόταν ὁ ἴδιος κάθαρσι ἡ ἄνοιγμα.
Καὶ εἶδε ὁ Ἰωάννης, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ λέγη ὕστερα πρὸς τοὺς ἐρωτῶντες, «κι' ἐγώ εἶδα κι' ἐμαρτύρησα, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ»· εἶδε λοιπὸν ὁ Ἰωάννης τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατεβαίνη σὰν περιστερὰ καί νά ἔρχεται σ' αὐτόν . Μαρτυρεῖ δὲ καὶ τῆς περιστερᾶς τὸ εἶδος τὴν καθαρότητα αὐτοῦ πρὸς τὸν ὁποῖο κατέβηκε· διότι τοῦτο τὸ ζῶο δὲν πετᾶ ἐπάνω ἀπὸ ἀκαθάρτους καὶ δυσώδεις τόπους· συνεπιβεβαιώνει δὲ καὶ μὲ τὴ φωνὴ τοῦ Πατρὸς ἀπὸ ἄνω· «καὶ ἰδού», λέγει, δηλαδὴ μαζί μὲ τὸ εἶδος τῆς περιστερᾶς, καὶ «φωνὴ ἀκούεται ἀπό τούς οὐρανούς ποὺ λέγει, τοῦτος εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, τὸν ὁποῖο ἐξέλεξα» , τοῦτος ποὺ τώρα δεικνύει τὸ Πνεῦμα μου ποὺ κατῆλθε καὶ μένει ἐπάνω του σὰν στὸν συναΐδιον Υἱό μου. Πραγματικὰ ὁ Πατήρ, χρησιμοποιώντας σὰν δάκτυλο τὸ συναΐδιο καὶ ὁμοούσιο καὶ ὑπερουράνιο Πνεῦμα του, φωνάζοντας καὶ δακτυλοδεικτώντας μαζί, ἀπέδειξε δημόσια καὶ ἐκήρυξε σὲ ὅλους ὅτι ὁ βαπτιζόμενος τότε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη στὸν Ἰορδάνη εἶναι ὁ ἀγαπητὸς του Υἱός.
Τὸ Πνεῦμα δὲν ἐφάνηκε μόνο σὰν πατρικὸς δάκτυλος μὲ τὸν ὁποῖο δακτυλοδεικτοῦσε, ἀλλὰ κατέβηκε καὶ ἕως αὐτόν τὸν δεικνυόμενο μὲ τὸν πατρικὸ δάκτυλο σὰν γιὰ νὰ τὸν ψεύση, καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ διέμεινε ἐπάνω σ' αὐτὸν διότι, λέγει, «ἐμαρτύρησε ὁ Ἰωάννης ὅτι, εἶδα τὸ Πνεῦμα νὰ κατεβαίνη σὰν περιστερὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό καὶ ἔμεινε ἐπάνω σ' αὐτόν». Καὶ δὲν ἔμεινε μόνο ἐπάνω σ' αὐτόν (καὶ μάρτυς εἶναι πάλι ὁ ἴδιος ποὺ λέγει, «ἀπὸ τὸ πλήρωμά του ἐλάβαμε ὅλοι ἐμεῖς»), ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ φανερὰ κάθοδο ἦταν μέσα σ' αὐτόν ἀφανῶς· τοῦτο ἄλλωστε μαρτυρεῖται καὶ ἀπό τούς ἀσώματους καὶ οὐράνιους ἀγγέλους, ἀπό τούς ὁποίους ὁ μὲν ἕνας λέγει πρὸς τὴν γυναῖκα ποὺ τὸν συνελάμβανε μὲ παρθενία «ὅτι τὸ ἅγιο Πνεῦμα θὰ ἐπέλθη σὲ σένα», ὁ δὲ ἄλλος πρὸς τὸν Ἰωσήφ γι' αὐτήν, «ὅτι τὸ παιδὶ ποὺ ἔχει γεννηθῆ μέσα της προέρχεται ἀπὸ ἅγιο Πνεῦμα».
Ἐπειδὴ λοιπὸν αὐτά δὲν κηρύττονται ὡς ἁπλῆ συνάφεια, ἀλλὰ εἶναι καὶ κάποια ἀλληλουχία ὑπερφυὴς καὶ διηνεκὴς συγχρόνως, τελεία καὶ ἀσύγχυτη, ἔτσι καὶ αὐτός ἀναδεικνύεται γιὰ μᾶς ἕνας Θεὸς μὲ τρισυπόστατη καὶ παντοδύναμη θεότητα, ποὺ φανερώνεται ὅποτε καὶ ὅπως εὐδόκησε μόνος του, Πατὴρ ὑπερουράνιος, Υἱός ὁμοούσιος, Πνεῦμα ἅγιο ἐκπορευόμενο ἀπὸ τὸν Πατέρα καί ἀναπαυόμενο στὸν Υἱό, ποὺ καὶ τὴν ἕνωσι ἔχει ἀσύγχυτη καὶ τὴ διαίρεσι ἀμέριστη. Διότι δύο εἶναι αὐτοί ποὺ μαρτυροῦν, ὁ δὲ μαρτυρούμενος ἕνας· μαρτυροῦν δὲ καὶ τὴν θεότητά τους καὶ τὴν συμφυΐα μεταξύ τους καὶ τὴ διακρισι· τὴν μὲν θεότητα ἀπὸ τὴν ὑπερβατικὴ δεσποτεία, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐσχίσθηκαν ὅλοι οἱ οὐρανοί συγχρόνως, τὴν δὲ συμφυΐα ἀπὸ τὴν ἄκρα καὶ διηνεκῆ συνάφεια καὶ τὴν συμφωνία, τὴν δὲ διάκρισι διὰ τῆς διαφοροποιήσεως καὶ τῆς σχέσεως τῶν ὑποστατικῶν ὀνομάτων.
Ἀνεβάζεται μάλιστα καὶ τὸ ἀπό μᾶς πρόσλημμα πρὸς ἐκεῖνο τὸ ἀξίωμα, ἀφοῦ ὑπάρχει ἀχωρίστως μαζὶ μὲ τὸν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὥστε καὶ μετὰ τὴν ἐνανθρώπησί του οἱ προσκυνητὲς καὶ φωτιστικὲς ὑποστάσεις νὰ εἶναι τρεῖς, στὶς ὁποῖες ἐμεῖς πιστεύουμε καὶ βαπτιζόμαστε, τὸν μὲν παλαιὸ ἄνθρωπο ἐκδυόμενοι μὲ τὸ θεῖο βάπτισμα, ἐνδυόμενοι δὲ τὸν Χριστό, τὸν νέο Ἀδάμ, ὁ Ὁποῖος κατέστησε νέα τὴν ἔνοχη φύσι μας, ἀφοῦ τὴν παρέλαβε ἀπὸ παρθενικὰ αἵματα ὅπως εὐδόκησε, καὶ τὴν ἐδικαίωσε δι' Ἑαυτοῦ καὶ ἔπειτα ὅλους ὅσοι προῆλθαν κατὰ πνεῦμα ἀπὸ αὐτόν τούς ἐλευθέρωσε ἀπὸ ἐκείνη τὴν προγονικὴ κατάρα καὶ καταδίκη.
Τί λοιπόν; Ἐπειδὴ βέβαια ὁ μονογενὴς Υἱός τοῦ Θεοῦ δὲν ἔλαβε ἀπὸ ἐμᾶς ὑπόστασι, ἀλλὰ τὴν φύσι μας τὴν ὁποία ἀνεκαίνισε, ἀφοῦ ἑνώθηκε μὲ αὐτήν κατὰ τὴν ἰδικὴ του ὑπόστασι, δὲν μεταδίδει ἀπὸ τὴ χάρι του καὶ στὴν καθεμία ἀπό τίς ὑποστάσεις μας καὶ δὲν λαμβάνει ἀπὸ αὐτόν ὁ καθένας τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτημάτων του; Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ κάμη ἀλλοιῶς αὐτός ποὺ «θέλει νὰ σωθοῦμε ὅλοι», αὐτός ποὺ «ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανούς κατῆλθε» ὑπὲρ ὅλων, καὶ πού, ἀφοῦ μὲ ἔργα καὶ λόγια καὶ παθήματα μᾶς ὑπέδειξε ὁδό σωτηρίας, ἀνῆλθε στοὺς οὐρανούς ἀπὸ ὅπου ἕλκει τοὺς πιστούς του; Ἀλλὰ τὴν μὲν φύσι, ποὺ τὴν ἀνακαίνισε ἀφοῦ τὴν προσέλαβε γιὰ μᾶς ἀπό μᾶς, τὴν ἔδειξε ἁγιασμένη καὶ δικαιωμένη, καὶ ὑπήκοο καθ' ὅλα στὸν Πατέρα, μὲ ὅσα αὐτός ἔπραξε κι' ἔπαθε κατὰ τὸ θέλημά του ἑνωμένος πρὸς αὐτήν κατὰ τὴν ὑπόστασι· ἀνακαίνισε δὲ τοῦ καθενὸς ἀπό μᾶς ποὺ πιστεύουμε σ’Αὐτόν, ὄχι μόνο τὴ φύσι, ἀλλὰ καὶ τὴν ὑπόστασι, καὶ μᾶς ἐχάρισε τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτημάτων διὰ τοῦ θείου βαπτίσματος, διὰ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν του, διὰ τῆς μετανοίας ποὺ ἐχάρισε στοὺς πταῖστες, καὶ διὰ τῆς μεταδόσεως τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματός του.
Μὲ τὸ νὰ εἴπη δὲ ὁ Πατὴρ ἀπὸ ἄνω περὶ τοῦ βαπτισθὲντος κατὰ σάρκα «αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖο εὐαρεστοῦμαι», ἔδειξε ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἀλλὰ ποὺ ἐλέχθηκαν πρωτύτερα διὰ τῶν προφητῶν, οἱ νομοθεσίες, οἱ ἐπαγγελίες, οἱ υἱοθεσίες, ἦσαν ἀτελῆ καὶ δὲν ἐλέχθηκαν οὔτε ἐτελέσθηκαν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τούτου, ἀλλὰ ἀπέβλεπαν πρὸς τὸν τωρινὸ σκοπὸ καὶ διὰ τοῦ τελεσθέντος τώρα ἐτελειώθηκαν κι' ἐκεῖνα. Καὶ τί περιορίζομαι στὶς διὰ τῶν προφητῶν νομοθεσίες, τὶς ἐπαγγελίες, τὶς υἱοθεσίες; Διότι καὶ ἡ κατὰ τὴν ἀρχὴ θεμελίωσις τοῦ κόσμου πρὸς τοῦτον ἔβλεπε, τὸν κάτω μὲν βαπτιζόμενο ὡς υἱό ἀνθρώπου, ἀπὸ ἐπάνω δὲ μαρτυρούμενο ἀπὸ τὸ Θεὸ ὡς μόνο ἀγαπητὸ Υἱό, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγιναν τὰ πάντα καὶ διὰ τοῦ ὁποίου ἔγιναν τὰ πάντα, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος.
Ἑπομένως καὶ ἡ ἐξ ἀρχῆς δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου γι' αὐτόν ἔγινε, ἀφοῦ ἐπλάσθηκε κατὰ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέση κάποτε νὰ χωρέση τὸ ἀρχέτυπο· καὶ ὁ νόμος στὸν παράδεισο γι' αὐτόν ἐδόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ· διότι δὲν θά τὸν ἔθετε ὁ νομοθέτης, ἂν ἐπρόκειτο νὰ μείνη ἀπραγματοποίητος διαπαντός. Καὶ τὰ ἔπειτα ἀπὸ αὐτόν λεχθέντα καὶ τελεσθέντα ὅλα σχεδὸν γι' αὐτόν ἔγιναν, ἂν δὲν εἴπη κανεὶς καλῶς ὅτι καὶ ὅλα τὰ ὑπερκόσμια, οἱ ἀγγελικὲς φύσεις καὶ τάξεις δηλαδὴ καὶ οἱ ἐκεῖ θεσμοθεσίες, πρὸς τοῦτον τὸ σκοπὸ τείνουν ἀπὸ τὴν ἀρχή, δηλαδὴ πρὸς τὴν θεανδρική οἰκονομία, τὴν ὁποία καὶ ὑπηρέτησαν, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἕως τὸ τέλος. Διότι εὐδοκία εἶναι τὸ κυριαρχικὸ καὶ ἀγαθὸ καὶ τέλειο θέλημα τοῦ Θεοῦ· αὐτός δὲ εἶναι ὁ μόνος, στὸν ὁποῖο εὐδοκεῖ καὶ ἐπαναπαύεται καὶ ἀρέσκεται τελείως ὁ Πατήρ, «ὁ θαυμαστός του σύμβουλος, ὁ ἄγγελος τῆς μεγάλης βουλῆς του», αὐτός ποὺ ἀκούει καὶ ὁμιλεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα του καὶ παρέχει στοὺς εὐπειθεῖς ζωὴ αἰώνια.
Αὐτήν εἴθε νὰ ἐπιτύχωμε ὅλοι ἐμεῖς μέσα σ' αὐτόν τὸν βασιλέα τῶν αἰώνων Χριστό, στὸν Ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις μαζί μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.
Λόγος στήν Κυριακὴ τῶν Φώτων,
Ἁγίου Λουκᾶ,
Άγιος Λουκάς Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῶν Θεοφανίων περιέχει ἕναν λόγο τοῦ Χριστοῦ μεγάλης σπουδαιότητας. Σ’ αὐτὸν τώρα θέλω λίγο νά στρέψω τὴν προσοχὴ σας.
Τοῦ μεγάλου αὐτοῦ γεγονότος τῆς Θεοφάνειας τοῦ Κυρίου προηγεῖται κήρυγμα στίς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, τοῦ Ἰωάννου, τοῦ Προδρόμου τοῦ Κυρίου, τοῦ μείζονος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων πού γέννησαν ποτέ οἱ γυναῖκες. Τὸ φλογερὸ του κήρυγμα τῆς μετανοίας γιά τὸ ὁποῖο προετοιμαζόταν εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια στήν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας τραβοῦσε πρὸς αὐτὸν μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων. Ὁ πύρινος λόγος τοῦ κηρύγματός του ἔκαιγε τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων τοὺς ὁποίους βάπτιζε στά νερὰ τοῦ Ἰορδάνη καθαρίζοντας τίς ἁμαρτίες τους.
Τὴν μεγάλη ἐκείνη ἡμέρα μὲ πολλὴ ἔκπληξη παρατήρησε ὅτι μεταξὺ τῶν ἄλλων πού ἔρχονται γιά νά βαπτιστοῦν βρίσκεται καὶ Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον μέχρι τότε δέν εἶχε γνωρίσει ἀλλὰ περὶ τοῦ ὁποίου τοῦ εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ὅτι θὰ βαπτίζει μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Καὶ ἀφοῦ ἔπεσε στά πόδια του, τοῦ εἶπε μὲ δέος: «ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ Σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχη πρὸς μέ;» (Μτ. 3, 14).
Ἐμεῖς, ποὺ ἤδη εἴμαστε βαπτισμένοι ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί, δέν θὰ μπορούσαμε νά καταλάβουμε γιατὶ ὁ ἀναμάρτητος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ πῆγε στό δοῦλο του τὸν Ἰωάννη καὶ ζήτησε νά βαπτιστεῖ ἀπὸ αὐτὸν μὲ τὸ βάπτισμα τῆς μετανοίας γιά νά Τοῦ ἀφεθοῦν οἱ ἁμαρτίες του, τὶς ὁποῖες δέν εἶχε, ἂν ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς δέν μᾶς τὸ ἔλεγε ἀπαντώντας στήν ἐρώτησῃ τοῦ Προδρόμου τὸ ἑξῆς: «ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην» (Μτ. 3, 15).
Ὤ, Κύριε μας! Σὲ προσκυνοῦμε ἐσένα καὶ τὸν Πρόδρομό Σου καὶ Σὲ εὐχαριστοῦμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας γιά τὸ ὅτι μας ἔμαθες νά σεβόμαστε καὶ νά τιμᾶμε «πᾶσαν δικαιοσύνην» καὶ νά μισοῦμε τὴν ὁποιαδήποτε ἀδικία, διότι ἐκείνη προέρχεται ἀπὸ τὸν διάβολο. Κάθε δικαιοσύνη, ἄκομα καὶ ἡ πιὸ ἀσήμαντη δίκαιη πράξη, εἶναι εὐλογημένη ἀπὸ τὸν Θεό. Ἔλαβες τὸ βάπτισμα ἀπὸ τὸν Ἰωάννη στόν Ἰορδάνη ποταμὸ γιά τὴν ἄφεση ἁμαρτιῶν διότι ἤθελες νά ἐκπληρώσεις ὅ,τι προβλέπει τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἡ κατάδυση στά νερὰ τοῦ Ἰορδάνη ἀποτελοῦσε σφράγισμα τῆς μετανοίας γι’ αὐτούς πού ἔρχονταν νά βαπτιστοῦν. Διότι γιά τὴν ὁλόκαρδη μετάνοια, αὐτός πού δεχόταν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη, λάμβανε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του.
Τὸ βάπτισμα ὅμως αὐτὸ δέν ἀνακαίνιζε τὸν ἀνθρωπο καὶ δέν ἦταν γι’ αὐτὸν μία δεύτερη γέννηση, ὅπως αὐτὸ γίνεται στό μεγάλο μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο βαπτιζόμαστε ἐμεὶς οἱ χριστιανοί. Ἦταν λοιπὸν δίκαιο τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου. Δέν μίλησε ὅμως μόνο γι’ αὐτὴν τὴν δικαιοσύνη, ὁ Σωτῆρας μας στόν Ἰωάννη γιά νά τὸν καθησυχάσει καὶ νά λύσει τὴν ἀπορία του, ἀλλὰ γιά τὴν πᾶσα δικαιοσύνη, δηλαδή γιά τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸν Θεῖο λόγο του ἁγίασε καὶ εὐλόγησε τὴν κάθε ἀλήθεια καὶ συνεπῶς κατέκρινε τὴν ὁποιαδήποτε ἀδικία.
Σκεφτεῖτε, ἀγαπητοί μου, ἄνθρωποι τοῦ ἰδίου μὲ μένα πνεύματος, κοινωνοί τοῦ μικροῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ, πόση ἀδικία ὑπάρχει στόν κόσμο! Πόσο μεγάλη ἁμαρτία εἶναι ὁ πόλεμος, ὅταν οἱ λαοί, ἀκόμα καὶ οἱ χριστιανικοὶ λαοί, ἐξοντώνουν ὁ ἔνας τὸν ἄλλον! Ἂν ὁ φόνος ἑνὸς μόνο ἀνθρώπου σὲ πολλοὺς λαοὺς τιμωρεῖται μὲ θάνατο, τότε πῶς ὁ Κύριος θὰ τιμωρήσει αὐτοὺς πού εὐθύνονται γιά τὸ φόνο δεκάδων ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων; Ἡ ὁποιαδήποτε ἁμαρτία εἶναι ἀδικία καὶ ὁ πόλεμος εἶναι ἡ ἐσχάτη ἀδικία τὴν ὁποία ὅλοι μας πρέπει νά τὴν μισοῦμε.
Μεγάλη ἀδικία ὑπάρχει στά κράτη ἐκεῖνα ὅπου ἡ γῆ, ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἰδιαίτερα σ’ αὐτούς πού τὴν καλλιεργοῦν, δέν ἀνήκει στόν λαὸ καὶ στό κράτος ἀλλὰ σ’ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους πού ἔχουν ἐξουσία, ποὺ τοὺς τὴν δίνει τὸ χρῆμα. Καὶ πόση ἀκόμα ἀδικία ὑπάρχει στίς σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμα καὶ μεταξὺ τῶν συγγενῶν καὶ μελῶν τῆς ἴδιας οἰκογένειας. Ἡ ἀδικία αὐτὴ χαροποιεῖ παρὰ πολὺ τὸ διαβολο. Δέν ἦταν ἔτσι τὰ πράγματα στήν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων, μεταξὺ τῶν πρώτων χριστιανῶν. «Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. καὶ μεγάλῃ δυνάμει ἀπεδίδουν τὸ μαρτύριον οἱ ἀπόστολοι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, χάρις τε μεγάλη ἦν ἐπὶ πάντας αὐτούς. οὐδὲ γὰρ ἐνδεής τις ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς· ὅσοι γὰρ κτήτορες χωρίων ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων καὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων· διεδίδετο δὲ ἑκάστῳ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν» (Πράξ. 4, 32-35).
Δέν εἶναι μόνο ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ μεγαλεῖο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς. Ἡ Βάπτιση τοῦ Κυρίου μας ἔχει γιά μᾶς ἐπίσης ὕψιστη σημασία διότι ἔχουμε τὴν φανέρωση τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τὴν στιγμή πού ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀνέβαινε ἀπὸ τὸ νερὸ πάνω, ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ Πατέρα πού μαρτυροῦσε γιά τὸν Υἱὸ του λέγοντας: «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα.» (Μτ. 3, 17). Καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο «ἐν εἴδει περιστερᾶς» κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ πάνω στό κεφάλι τοῦ προαιωνίου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἔχει μεγάλη σημασία αὐτὴ ἡ Θεοφάνεια, ὅπως ἀλλιῶς ὀνομάζεται ἡ ἑορτὴ τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἴδιος, ὁ τρισυπόστατος Θεὸς, φανέρωσε τὴν θεότητα τοῦ Δευτέρου Προσώπου του, τοῦ ἐνσαρκωμένου Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς-Πατέρας καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὰν νά παρουσίασαν στήν ἀνθρωπότητα τὸν Σωτήρα τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων.
Δέν ἀρκοῦν αὐτὰ σ’ ἐκείνους πού δέν πιστεύουν στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό; Δέν τοὺς συγκινεῖ ἡ Θεία του διδασκαλία, μὲ τὴν ὁποία δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ καμμία ἀνθρώπινη; Δέν τοὺς ἀρκοῦν τὰ θαύματά του μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Χριστὸς ἐπιβεβαίωνε τὸ κήρυγμά του; Δέν τοὺς φτάνει τὸ ὅτι τὸ κήρυγμά του τὸ σφράγισε μὲ τὸ Τίμιο Αἷμα του πάνω στόν φοβερὸ σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ; Καὶ τὸ ὅτι ἀναστήθηκε τὴν τρίτη ἡμέρα μετὰ τὸ θάνατό του, καί πού γιά σαράντα ἡμέρες, μετὰ τὴν ἀνάστασή του, φανερώθηκε πολλὲς φορὲς στούς μαθητὲς του, καὶ ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου μὲ τὴν ἔνδοξη ἀναλήψή του στούς οὐρανοὺς ἀπὸ τὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν;
Ὤ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ! Ὤ, Σωτήρα μας, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ! Στά ἔργα τῆς ἀγάπης σου, στά ἀμέτρητα θαύματά σου, πρόσθεσε καὶ ἕνα ἄλλο θαῦμα: ἄγγιξε μὲ τὴν δεξιὰ σου τή λίθινη καρδιά τους καὶ δῶσε σ’ αὐτοὺς «καρδίᾳ σαρκίνῃ».
Ἀμήν.
«Λόγοι καὶ Ὁμιλίες», τ. Β΄, ἐκδ. ὈρθόδοξοςΚυψέλη
Βαπτίζεται ὁ Ἀναμάρτητος
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου,
«Καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος» (Ματθ. 3,16),
Μεγάλη, ἀγαπητοί μου, καὶ ἐπίσημη ἑορτὴ σήμερα, ἑορτὴ ποὺ παλαιὰ ἦταν συνδεδεμένη μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Εἶνε μακρὰ ἡ σημερινὴ ἀκολουθία, ἐν τούτοις εἶνε ἀνάγκη νὰ μιλήσουμε - ἐγὼ τοὐλάχιστον δὲν ἐννοῶ θεία λειτουργία χωρὶς κήρυγμα.
Τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων ἀκούσαμε τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14). Μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες τὸ Θεῖο Βρέφος πῆρε τὸ ὄνομα Ἰησοῦς. Κατόπιν ὁ Ἰησοῦς ἀναγκάστηκε νὰ φύγῃ στὴν Αἴγυπτο· εἶνε ὁ πρῶτος πρόσφυγας. Ὅταν πέθανε ὁ Ἡρῴδης ἐπέστρεψε στὴν ἱερὰ Γῆ, ἀλλὰ ἐγκαταστάθηκε στὴ Ναζαρὲτ καὶ γι᾽ αὐτὸ ἐπωνομάστηκε Ναζωραῖος (Ματθ. 2,23· 26,71 κ.ἀ.). Ὕστερα βλέπουμε τὸ Χριστὸ σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν μαζὶ μὲ τὴν Παναγία Μητέρα του στὰ Ἰεροσόλυμα στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος. Καὶ μετά, μὲ ἕνα χρονικὸ ἅλμα, τὸν βλέπουμε ἀπότομα σὲ ἡλικία 30 ἐτῶν στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου. Καὶ ἔρχεται ἡ ἀπιστία καὶ μᾶς ἀπευθύνει τὸ ἐρώτημα·
Ποῦ ἦταν ὁ Χριστὸς ἀπὸ 12 μέχρι 30 ἐτῶν; πῆγε στὶς Ἰνδίες· ἐκεῖ ἔμαθε αὐτὰ ποὺ δίδαξε.
Τί ἀπαντοῦμε; Αὐτὸ εἶνε ψέμα, ἀπ᾽ τὰ χοντρὰ ἐκεῖνα ψέματα τῆς ἀπιστίας. Τὸ διαψεύδουν οἱ ἴδιοι οἱ συμπατριῶτες τοῦ Κυρίου μας. Ὁ Χριστός, ὅπως εἴπαμε, βρισκόταν στὴ Ναζαρέτ. Τὸ χωριὸ ἦταν μικρὸ καὶ τίποτα δὲν ἔμενε ἄγνωστο. Ἀναφέρω ὡς παράδειγμα, ὅτι κ᾽ ἐγὼ κατάγομαι ἀπὸ ἕνα μικρὸ χωριό, ἔφυγα ἀπὸ ᾽κεῖ νέος, καὶ στὸ μεγάλο διάστημα τῆς μετέπειτα περιπετειώδους ζωῆς μου μόνο μία ἢ δύο φορὲς ἐπισκέφθηκα τὸ χωριό. Καὶ ὅμως· ἂν πᾶτε ἐκεῖ, ποὺ μὲ γνώρισαν ὡς παιδί, καὶ ρωτήσετε ὁποιονδήποτε, θὰ σᾶς πῇ καταλεπτῶς ποῦ βρισκόμουν καὶ τί ἔκανα. Δὲν λησμονοῦν στὰ μικρὰ χωριὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ φεύγουν, ἀλλὰ μ᾽ ἕνα στοργικὸ βλέμμα παρακολουθοῦν τὰ βήματα ὅλων καὶ ξέρουν ποῦ βρίσκονται. Ἔτσι καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Ναζαρὲτ γνώριζαν πολὺ καλὰ ποῦ ἦταν ὁ Ἰησοῦς. Γι᾽ αὐτό, ὅταν ὕστερα πῆγε ὁ ἴδιος ἐκεῖ καὶ δίδασκε, οἱ Ναζαρηνοὶ τὸν κοίταζαν, τὸν ἄκουγαν κ᾽ ἔλεγαν ὅλοι μ᾽ ἕνα στόμα· Πῶς αὐτὸς ξέρει γράμματα, ἀφοῦ δὲν πῆγε σχολεῖο; (βλ. Ἰω. 7,15). Οἱ συγχωριανοί του λοιπὸν βεβαιώνουν μ᾽ αὐτὰ ποὺ λένε, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἔφυγε ἀπ᾽ τὴ Ναζαρέτ.
Καὶ ποῦ ἦταν λοιπόν; Ὅπως ὑπῆρξε πρῶτος πρόσφυγας, ἔτσι ἔγινε καὶ πρῶτος ἐργάτης. Τὸν ἤξεραν ὅλοι ὡς «τέκτονα», μαραγκό (Μᾶρκ. 6,3), καὶ «υἱὸν τοῦ τέκτονος» (Ματθ. 13,55). Δούλευε στὸ ξυλουργεῖο τοῦ δικαίου Ἰωσήφ· κατασκεύαζε ἄροτρα καὶ ἔπιπλα, γιὰ νὰ ζήσῃ αὐτὸς καὶ ἡ ἁγία του Μητέρα. Ἐκεῖ ἐργάστηκε ἀπὸ 12 ἐτῶν, ἀφ᾽ ὅτου τὸν εἶδαν στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος.
Ὕστερα ἀπὸ 18 χρόνια, στὸ τριακοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας του, τὸν βλέπουμε τώρα στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου. Ἔρχεται νὰ βαπτισθῇ.
᾽Εδῶ ὅμως γεννᾶται ἄλλη ἀπορία·
Βαπτίζονται οἱ ἁμαρτωλοί, μὰ ὁ Χριστὸς ἦταν ἀναμάρτητος· γιατί νὰ βαπτισθῇ; Ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ μικρὰ παιδιά· γιατί βαπτίζονται; τί ἁμαρτίες ἔχουν;
Τὰ μικρὰ παιδιὰ βαπτίζονται ὄχι γιατὶ ἔχουν προσωπικὲς ἁμαρτίες, ἀλλὰ γιατὶ σύμφωνα μὲ τὴν πίστι μας κάθε παιδάκι ποὺ γεννιέται δὲν εἶνε ἄγγελος, φέρει τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, καὶ βαπτίζεται γιὰ ν᾽ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ αὐτό.
Καλὰ τὰ ἄλλα βρέφη, ἀλλὰ τὸ Θεῖο Βρέφος δὲν γεννήθηκε μὲ φυσικὸ τρόπο· γεννήθηκε μὲ τρόπο ὑπερφυσικό, ἄρα εἶνε ἀπηλλαγμένο ὄχι μόνο ἀπὸ προσωπικὰ ἁμαρτήματα ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ προπατορικό. Τότε γιατί βαπτίσθηκε;
Γιὰ πολλοὺς λόγους, καὶ κυρίως γιὰ νὰ ἀποκαλυφθῇ τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος καὶ νὰ δοθῇ ἡ μαρτυρία ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ποὺ τώρα ἄρχιζε τὸ δημόσιο ἔργο του, εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Πατρὸς ὁ ἀπεσταλμένος νὰ σώσῃ τὸν κόσμο.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο βεβαιώνει ὄντως, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἁμαρτίες·«Καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος» (Ματθ. 3,16). Τὸ λέει μὲ μία λέξι, τὴ λέξι «εὐθύς»· ὅταν δηλαδὴ βαπτίσθηκε ὁ Χριστός, βγῆκε ἀμέσως ἀπ᾽ τὸ νερό. Γιατί βγῆκε ἀμέσως; Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε πρέπει νὰ γνωρίζουμε τὰ ἑξῆς.
Ὅταν παρουσιάστηκε ὁ Πρόδρομος καὶ ἔστησε τὸ βῆμα του στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνου, λόγῳ τῆς ἀσκητικῆς του φυσιογνωμίας καὶ τοῦ ζωηροῦ καὶ ἐπαναστατικοῦ του κηρύγματος, ἔγινε μαγνήτης ποὺ εἵλκυσε κοντά του πλήθη· μικροὶ – μεγάλοι, πλούσιοι – φτωχοί, ἄντρες – γυναῖκες, ἐπίσημοι – ἄσημοι. Ὁ Ἰωάννης βάπτιζε συνεχῶς. Ὁ καθένας ἔβγαζε τὰ ροῦχα του, ἔμπαινε μέσα στὸ νερὸ γυμνὸς κατάγυμνος, ἐκεῖ ἔμενε καί, βουτημένος μέχρι τὸν ὦμο ὅπως ἦταν, ἔλεγε τ᾽ ἁμαρτήματά του στὸν ὑπέροχο ἐκεῖνο πνευματικὸ πατέρα. Ἂν εἶχε νὰ πῇ πολλά, ἔμενε περισσότερη ὥρα· ἄλλος δέκα λεπτά, ἄλλος μισὴ ὥρα, ἄλλος μία ὥρα· οἱ μεγάλοι ἁμαρτωλοί, γυναῖκες καὶ ἄντρες, περισσότερο. Ἐξωμολογοῦντο κλαίγοντας καὶ ἔσμιγαν τὰ δάκρυα μὲ τὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου.
Πέρασαν ἔτσι χιλιάδες ἄνθρωποι. Ἕνας μόνο, ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, μόλις μπῆκε βγῆκε· «ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος», λέει. Γιατί βγῆκε; Ἦταν ἀναμάρτητος, δὲν εἶχε τίποτα νὰ πῇ· τί νὰ πῇ;
Τότε λοιπὸν γιατί βαπτίσθηκε;
Ὁ Χριστὸς μέχρι τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἦταν ἕνας ἄγνωστος ἐργάτης. Ποιός τοῦ ἔδινε σημασία; Κανείς. Δὲν ἦταν φαρισαῖος, δὲν ἦταν ἐσσαῖος, δὲν ἦταν ἀρχιερεὺς μὲ λαμπρὴ στολή, δὲν ἦταν ἀξιωματοῦχος. Καὶ ὅμως· ὅταν πῆγε ἐκεῖ στὸν Ἰορδάνη, τότε –ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι– «ἡ θάλασσα εἶδε καὶ ἔφυγεν, ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω» (Ψαλμ. 113,3). Ἄστραψε φῶς, ἄνοιξαν τὰ οὐράνια, ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ οὐρανίου Πατρὸς νὰ λέῃ «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3,17). Τὸ δὲ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ἀφοῦ κατέβηκε ἐπάνω στὸν Ἰησοῦ «ἐν εἴδει περιστερᾶς ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές» (ἀπολυτ.). Τώρα ὁ Οὐρανὸς τὸν συνιστᾷ ἐν θριάμβῳ πανηγυρικῶς, κι ἀκοῦνε ὅλοι.
Τὴν ἡμέρα αὐτή, ἀγαπητοί μου, κατὰ τὴ βάπτισι τοῦ Χριστοῦ φανερώθηκε στὸν κόσμο τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος· ὁ Πατὴρ μαρτυρεῖ, ὁ Υἱὸς βαπτίζεται, τὸ Πνεῦμα κατέρχεται καὶ μένει ἐπάνω σ᾽ αὐτόν (βλ. Ἰω. 1,32-33).
Ἐδῶ διαφέρουμε οἱ ὀρθόδοξοι ἀπ᾽ ὅλα τὰ θρησκεύματα· οἱ Τοῦρκοι ἔχουν θεὸ τὸν Ἀλλάχ, οἱ Ἰνδοὶ ἄλλον, οἱ Ἰάπωνες ἄλλον καὶ οὕτω καθεξῆς. Ὁ ὀρθόδοξος Χριστιανὸς πιστεύει εἰς Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα, εἰς μίαν Θεότητα ἐν τρισὶ Προσώποις. Ὤ μυστήριο!
Ἐδῶ ὅμως ἔρχεται ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ καὶ λέει· Πῶς τὸ ἕνα εἶνε τρία; εἶνε ποτὲ δυνατόν;… Πόσες φορὲς τὸ ἄκουσα αὐτὸ καὶ στὴν Ἀθήνα καὶ ἀλλοῦ! Κ᾽ ἐσεῖς θὰ τό ᾽χετε ἀκούσει. «Μπόσικα πράγματα», ὅπως εἶπε κάποιος στὸ Μακρυγιάννη χλευάζοντας.
Ὁ ἁγνὸς αὐτὸς ἥρωας δέχτηκε στὸ σπίτι του κάποιον ξένο. Πρὶν καθίσουν στὸ τραπέζι ὁ Μακρυγιάννης ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ εὐχήθηκε «ἡ ἁγία Τριὰς νὰ μᾶς σώσῃ». Ὁ Εὐρωπαῖος γέλασε εἰρωνικά. Τότε ὁ Μακρυγιάννης τοῦ λέει· Ὅλα τὰ ἀνέχομαι, μὰ ἀσέβεια στὴν ἁγία Τριάδα δὲν ἐπιτρέπω· σήκω καὶ φύγε ἀπ᾽ τὸ σπίτι μου, μὴ μοῦ μαγαρίζεις τὸ τραπέζι
Τέτοιοι ἦταν οἱ ἥρωες τῆς φυλῆς, πίστευαν. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ Σύνταγμά μας –μοναδικὸ στὸν κόσμο– ἀρχίζει μὲ τὴν ἐπικεφαλίδα «Εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος». Λὲς καὶ εἶνε θεία Λειτουργία.
Ἁγία Τριάς, τὸ μέγα μυστήριο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο διακρίνεσαι ἂν πιστεύῃς στὴν Ὀρθόδοξο πίστι. Μὰ οἱ ἄπιστοι ἐπιμένουν· Πῶς τὸ ἕνα εἶνε τρία;
Τοὺς ἀπαντᾷ ἡ ψυχολογία. Ὁ ἄνθρωπος, λέει, κυρίως εἶνε ψυχή. Καὶ ἡ ψυχὴ σκέπτεται, αἰσθάνεται, ἐνεργεῖ. Σκέπτομαι ἐνεργῶ, ἰδού ἡ τρίφωτη λαμπάδα. Σκέψις – αἴσθημα – ἐνέργεια εἶνε τὸ τριπλὸ βάθρο τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Καὶ τὰ τρία αὐτὰ εἶνε μέσα στὴν μία καὶ ἀδιαίρετη ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ἡ ψυχὴ λέγεται εἰκόνα τοῦ Θεοῦ· κάθε ψυχὴ ἔχει στὸ βάθος της ἐντυπωμένη τὴ σφραγῖδα τῆς ἁγίας Τριάδος.
Ἀπαντᾷ καὶ ἡ φυσικὴ μὲ ἕνα καταπληκτικὸ παράδειγμα. Τὸ ἄτομο εἶνε ἕνα. Ἐὰν ὅμως γίνῃ σχάσις τοῦ ἀτόμου, τότε κατὰ ἕνα περίεργο τρόπο ἐκλύονται τρεῖς λάμψεις· τὰ τρία γίνονται ἐννέα, τὰ ἐννέα γίνονται εἰκοσιεπτά, καὶ οὕτω καθεξῆς. Καὶ στὰ ἄψυχα λοιπὸν ἄτομα ὑπάρχει μέσα ἡ σφραγίδα τῆς ἁγίας Τριάδος.
Καὶ τελειώνω, ἀγαπητοί μου, ὑπενθυμίζοντας τὸ γνωστὸ ἐκεῖνο ἀνέκδοτο τοῦ ὁμωνύμου μου ἁγίου, τοῦ ὁποίου ἀναξίως φέρω τὸ ὄνομα. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, ἐρευνώντας τὸ μυστήριο τῆς Θεότητος ζαλίστηκε καὶ σταμάτησε. Διδάχθηκε δὲ τότε στὴν ἀκροθαλασσιὰ ἀπὸ ἕνα παιδάκι, ποὺ ἦταν ἄγγελος, ὅτι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς εἶνε πολὺ μικρὸς γιὰ νὰ συλλάβῃ τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος.
Δόξα Θεῷ τῷ ἐν Τριάδι,
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος [παλαιός] Φλωρίνης, Σάββατο 6-1-1968 πρωί)
Τα δύο βαπτίσματα
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου,
ΕΟΡΤΗ μεγάλη σήμερα, αγαπητοί μου, για όλους τους ορθοδόξους λαούς. Ιδιαιτέρως την εορτάζει ή Ελλάς, χώρα ναυτική. Οι ναυτικοί μας, όπου και να πλέουν, εϊτε στον Ατλαντικό εϊτε στον Ειρηνικό ωκεανό, την τιμούν χαρμοσύνως· σήμερα αγιάζονται τα νερά και οί θάλασσες με τον τίμιο σταυρό.
Ή εορτή των Φώτων είναι το τέλος μιας εκκλησιαστικής περιόδου πού ονομάζεται Δωδεκαήμερο. Τελειώνει σήμερα το Δωδεκαήμερο, πού άρχισε με τη γέννηση του Χριστού. Να μιλήσουμε για την εορτή των Φώτων; Μικρά ή διάνοια μας, ασθενής ή γλώσσα μας, και το μυστήριο πού αποκαλύπτεται σήμερα με τη βάπτιση του Κυρίου απέραντο όπως ό ωκεανός. Μάλλον πρέπει να σιωπήσουμε. Άλλα για να μη μείνη ό άμβωνας άφωνος τέτοια μέρα, τολμώ, επικαλούμενος τη χάρι του αγίου Πνεύματος, κάτι να πω.
Ό Κύριος ημών Ιησούς Χριστός παρουσιάστηκε στη γη ως άνθρωπος υπό τις πλέον ταπεινές συνθήκες· ήλθε ως νήπιο, γεννήθηκε από πάμπτωχη κόρη σε μια κωμόπολη της Ιουδαίας μέσα σ' ένα σπήλαιο. Ποιος, βλέποντας το βρέφος εκείνο, ήταν δυνατόν να φανταστή, ότι κάτω από αυτό το σχήμα κρυβόταν ή Θεό- της; Μετά από οκτώ ήμερες δέχθηκε την περιτομή και έλαβε το όνομα Ιησούς Χριστός, «το υπέρ πάν όνομα» (Φιλ. 2,9). Δώδεκα ετών τον βλέπουμε πάλι στο ναό του Σολομώντος, όπου κατέπληξε τους σοφούς πρεσβυτέρους με τις ερωτήσεις και απαντήσεις του. Μετά, για το διάστημα από δώδεκα ετών έως τριάντα, ορισμένοι λένε πολλά φανταστικά, άσχετα με το Ευαγγέλιο. Άλλ' ένα είναι το βέβαιο· ότι ό Ιησούς Χριστός έζησε αφανής. Αφάνεια. Ωραία είναι ή αφάνεια! Που ήταν; Έμενε και εργαζόταν στη Ναζαρέτ ως ξυλουργός. Κρατούσε σκεπάρνια, πριόνια, σφυριά και καρφιά. Είναι ό πρώτος εργάτης! Τίμησε την εργασία εκεί στο- εργαστήριο του νομιζομένου πατρός του. Έτσι έμεινε άγνωστος. Ποιος φανταζόταν, ότι αυτός ό ξυλουργός είναι ό προφητευμένος από αιώνων «υιός ανθρώπου» (Δαν. 7,13);
Άλλ' ήρθε ή ώρα να εμφανιστεί. Και τότε παρουσιάστηκε ό Ιωάννης ό Πρόδρομος. Κήρυττε μετάνοια και είλκυε κόσμο πολύ. Όλοι έσπευδαν στα ρείθρα του Ιορδανού, μετανοούσαν και έβαπτίζοντο. Μέσα στο πλήθος ήρθε και ό Χριστός. Ήταν απέριττος, χωρίς κάποιο εξωτερικό διακριτικό· δέ φορούσε διάδημα. Ό Ιωάννης όμως διέκρινε, ότι κάτω από το φτωχικό του παρουσιαστικό υπήρχε ή Θεότης. Τον αντελήφθη, γι' αυτό ακριβώς ήταν εκεί. Ό Χριστός του λέει: «Βάπτισε με». Ό Ιωάννης: «Δεν είμαι άξιος· εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από σένα». Ό Χριστός επιμένει και στο τέλος ό Ιωάννης πειθαρχεί. Κι όταν τον βάπτισε, τότε άνοιξαν οι ουρανοί, είδε το Πνεύμα το άγιο σαν περιστερά λευκή να κατεβαίνει επάνω στην κεφαλή του Χριστού μας, και ακούστηκε ή φωνή του ουρανίου Πατρός να μαρτυρεί γι' αυτόν. Έτσι απεκαλύφθη το μέγα μυστήριο.
Ένας ασεβέστατος «λογοτέχνης» τόλμησε να διακωμώδηση το μυστήριο αυτό. Μα τί θα πή «λογοτέχνης »; Άν σου βρίσει τον πατέρα, θα το δεχτής επειδή είναι λογοτέχνης; Ό ένας βρίζει χυδαίως κι ό άλλος βρίζει λογοτεχνικώς· τί σημασία έχει; είτε σε χυδαία γλώσσα εϊτε σε λογοτεχνική, ϋβρις είναι. Το ύβρισαν λοιπόν οι άπιστοι το μυστήριο· τους φαίνεται σκάνδαλο. Εμείς το βλέπουμε διαφορετικά.
Υπάρχει μία λέξη του ευαγγελίου πολύ χαρακτηριστική. Τί λέγει. Στόν Ιορδάνη έμπαιναν γυμνοί στο νερό και, όπως ήταν, έξωμολογοΰντο τις αμαρτίες τους. Και άλλοι μεν έμεναν περισσότερο, άλλοι λιγώτερο, αναλόγως των αμαρτημάτων πού είχαν να πουν. Όλοι πάντως έμεναν ένα διάστημα βυθισμένοι. Ένας μόνο δεν έμεινε καθόλου· ό Χριστός. Το λέει το ευαγγέλιο· «Και βαπτισθείς ό Ιησούς ανέβει ευθύς από του ύδατος» (Ματθ. 3,16). Είδες μια λέξι τί σημασία έχει; «Ευθύς», λέει. Μόλις μπήκε, βγήκε. Γιατί; Διότι δεν είχε τίνα πή, δεν είχε αμαρτήματα! Το «ευθύς» είναι μαρτυρία της αγίας Γραφής, οτι ό Κύριος ήταν λευκός όχι μόνο από το προπατορικό αμάρτημα, αλλά και από προσωπικά αμαρτήματα. Ήταν ό μόνος πού απηύθυνε εκείνο το αναπάντητο ερώτημα· «Τίς εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας;» (Ίωάν. 8, 46).
Άλλ' αφού είναι αναμάρτητος, τότε γιατί βαπτίσθηκε; Ή βάπτισις του Χρίστου έχει πολλούς λόγους. Έβαπτίσθη, για ν' άκουσθή ή μαρτυρία του Πατρός, να φανή ή συμφωνία του αγίου Πνεύματος, και να βεβαιωθεί έτσι ή θεότης του Υΐοϋ. Έβαπτίσθη, για να φανερωθή το μέγα μυστήριο της αγίας Τριάδος. Έβαπτίσθη, για να αγιάσει τα ύδατα. Έβαπτίσθη ακόμα, για να είναι το βάπτισμα του υπόδειγμα σ' εμάς· αν βαπτίσθηκε εκείνος πού δεν είχε ανάγκη βαπτίσεως, πολύ περισσότερο έχουμε εμείς ανάγκη να βαπτισθούμε.
Στο βάπτισμα γίνεται μυστήριο. Ποιος όμως το νιώθει; Γελούν τώρα οι καλεσμένοι θεομπαίχτες καταντήσαμε... Άλλα και στο βαπτιζόμενο, λόγω τής ηλικίας, δεν υπάρχει συνείδησις του μυστηρίου. Το μυστήριο θέλει πίστη' «... ομολογώ εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών» (Σύμβ. πίστ.). Αν πιστεύαμε, αν είχαμε μάτια αγγέλων, θα βλέπαμε ότι ή ψυχή εκείνου πού βαπτίζεται, προτού να μπη στην κολυμβήθρα είναι μαύρη σαν τα φτερά του κόρακα· άλλ' όταν βγαίνει από την κολυμβήθρα, μετά την τρίτη κατάδυση «εις το όνομα του Πατρός και του Υιοϋ και του αγίου Πνεύματος» —αύτη είναι ή πίστις μας—, βγαίνει πιο λευκή κι άπ' το χιόνι πού καλύπτει τώρα τα βουνά της πατρίδος μας. Για αυτό βλέπεις, το παιδί πού βαπτίζεται είναι υποχρεωτικό να το ντύνουν στα λευκά, σύμβολο ότι καθαρίστηκε. Σά' να λέη· Πλϋνε με, Κύριε, «και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι» (Ψαλμ. 50,9).
Γεννάται όμως το ερώτημα" μετά το βάπτισμα τί γίνεται; Όλοι λερώνουμε το χιτώνα του βαπτίσματος, δεν τον κρατούμε καθαρό και αμόλυντο, όπως λέει σήμερα ή Εκκλησία «Όσοι εις Χριστόν έβαπτίσθητε, Χριστόν ένεδύσασθε» (Γαλ. 3,27). Και το ερώτημα, πού συνεκλόνισε αιώνα ολόκληρο την Εκκλησία είναι· Τα αμαρτήματα προ του βαπτίσματος, είτε κληρονομικά είτε προσωπικά, συγχωρούνται τα αμαρτήματα μετά το βάπτισμα συγχωρούνται; Διχάστηκαν στην πρώτη Εκκλησία. Άλλοι είπαν, ότι δεν συγχωρούνται. Άλλα ή Εκκλησία είπε ότι, κατά το πνεύμα του Ευαγγελίου, συγχωρούνται. Πώς συγχωρούνται; Έχει ή Εκκλησία ένα άλλο μυστήριο, πού είναι ένα δεύτερο βάπτισμα. Βαπτισθήκαμε στην κολυμβήθρα, πρέπει να βαπτισθούμε και σ' αυτό. Όπως αυτός πού δέ' βαπτίζεται δέ' θεωρείται Χριστιανός, έτσι και αυτός πού αμάρτησε δέ' συγχωρείται αν δεν πέραση από αυτό. Ποιο είναι το δεύτερο βάπτισμα; Είναι ή μετάνοια και εξομολόγησης. Πολλά άχρηστα δάκρυα χύνουν οί άνθρωποι· ένα δάκρυ έχει αξία· δώστε μου ένα τέτοιο δάκρυ! είναι το δάκρυ για τις αμαρτίες, το δάκρυ της μετανοίας. Αυτό γίνεται Ιορδάνης ποταμός, δεύτερο βάπτισμα. Πού τελείται; "Οταν πας στον πνευματικό πατέρα και ομολογήσεις είλικρινώς τα αμαρτήματα σου, εκείνα πού δεν ξέρει ούτε ή γυναίκα σου ούτε ό είσαγγελεύς ούτε ό κόσμος (πού μπορεί να σε θεωρεί καλό και έντιμο άνθρωπο, αλλά ή συνείδησι βοά μέσα σου...).
Σπεύσε λοιπόν σ' αυτό το δεύτερο βάπτισμα το συνιστώ έπ' ευκαιρία σήμερα. Οί περισσότεροι δυστυχώς είναι ακόμη άνεξομολόγητοι. Το τονίζω· ή εξομολόγησης είναι ή κάθαρσις του αγίου Πνεύματος. Το είπαν και μεγάλοι ψυχολόγοι ή έξομολόγησις σε έμπειρο πνευματικό πατέρα απαλλάσσει τον άνθρωπο από το άγχος. Λίγοι δοκίμασαν την έξομολόγησι. Μεταξύ αυτών είναι και ένας 'Ρώσος συγγραφεύς, προφήτης του 'Ρωσικού λαού, ό Ντοστογιέφσκυ. Ήταν κατάδικος επί τσάρου μέσα στις φυλακές της Σιβηρίας, και εκεί γνώρισε τον Κύριο. Εκεί διάβασε και θαύμασε το Ευαγγέλιο, πίστεψε στο Χριστό. Βρήκε λοιπόν ένα πνευματικό πατέρα και εξομολογήθηκε όλα τα αμαρτήματα πού έκανε ως άνθρωπος. Τότε είπε· «Όταν εξομολογήθηκα, παράδεισος φύτρωσε στην ψυχή μου».
Αγαπητοί μου, χωρίς εξομολόγηση παράδεισο δέ' θα δούμε. Γι' αυτό μικροί και μεγάλοι, όλοι στην έξομολόγησι. Ας πέσει από το μάτι μας ένα δάκρυ ενώπιον του πνευματικού. Και το δάκρυ αυτό θα γίνει Ιορδάνης. Και ή αγία Τριάς θα κάνη ν' ανοίξουν και για μας οί ουρανοί των ουρανών. Και τότε θα αισθανθούμε, ότι μέσα στην καρδιά μας ήλθε αυτή ή αγία Τριάς, Πατήρ Υιός και άγιον Πνεύμα· ω ή δόξα εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.
Επίσκοπος Αυγουστίνος
(Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, ή οποία έγινε στον ί. ναό Αγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης την 6-1-1990 με άλλο τίτλο. Καταγραφή και σύντμησις 6-1-2005)
Το Ευαγγέλιο Κατά Ματθαίον (γ΄ 13 – 17)
Τῷ καιρῷ εκείνω, παραγίνεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην πρὸς τὸν Ἰωάννην τοῦ βαπτισθῆναι ὑπ᾿ αὐτοῦ. Ὁ δὲ ᾿Ιωάννης διεκώλυεν αὐτὸν λέγων· ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με;
Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην· τότε ἀφίησιν αὐτόν· καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος· καὶ ἰδοὺ ἀνεῴχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί, καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν καὶ ἐρχόμενον ἐπ᾿ αὐτόν· καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῶν οὐρανῶν λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ἦχος α’.
Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις· τοῦ γάρ Γεννήτορος ἡ φωνή προσεμαρτύρει σοι, ἀγαπητόν σε Υἱόν ὀνομάζουσα· καί τό Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς, ἐβεβαίου τοῦ λόγου τό ἀσφαλές. Ὁ ἐπιφανείς Χριστέ ὁ Θεός, καί τόν κόσμον φωτίσας δόξα σοι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Ὅτε τῇ ἐπιφανείᾳ σου ἐφώτισας τὰ σύμπαντα, τότε ἡ ἀλμυρὰ τῆς ἀπιστίας θάλασσα ἔφυγε, καὶ Ἰορδάνης κάτω ῥέων ἐστράφη, πρὸς οὐρανὸν ἀνυψῶν ἡμᾶς. Ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου, συντήρησον Χριστὲ ὁ Θεός, πρεσβείες τῆς Θεοτόκου, καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Αὐτόμελον.
Ἐπεφάνης σήμερον τῇ οἰκουμένῃ, καί τὸ φῶς σου Κύριε, ἐσημειώθη ἐφ᾽ ἡμᾶς, ἐν ἐπιγνώσει ὑμνούντάς σε· Ἦλθες, ἐφάνης, τό Φῶς τὸ ἀπρόσιτον.
Μεγαλυνάριον
Ἄφεσιν πηγάζων τοῖς ἐξ Ἀδάμ, ὁ τῆς ἀφθαρσίας, ἀνεξάντλητος ποταμὸς, ἐν τῷ Ἰορδάνῃ, βαπτίζεται θελήσει· ἀντλήσωμεν οὖν πάντες, ὕδωρ σωτήριον.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Μόρφου http://www.immorfou.org.cy/articles-form-the-net/693-simera-ta-fota.html, Ἐπίσκοπος Αὐγουστίνος Καντιώτης http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=63853, Πηγή Ζωής http://www.pigizois.net/kiriakodromio/augoustinos/10_ta_agia_theofaneia.htm, Ορθόδοξος Συναξαριστής http://www.saint.gr/1083/saint.aspx