Ἀκούστηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ ἀγγελικὰ χείλη πρὸς τοὺς φίλους τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· πρὸς τὶς Μυροφόρες ποὺ εἶχαν ἔλθει ἀτρόμητες τὰ χαράματα ἐκείνης τῆς «μιᾶς τῶν Σαββάτων», τῆς πρώτης δηλαδὴ Κυριακῆς, στὸν Τάφο τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ μυρώσουν τὸ Σῶμα Του. «Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ’ ἠγέρθη»· γιατί ζητᾶτε ἀνάμεσα στοὺς νεκροὺς Αὐτὸν ποὺ εἶναι ζωντανός; Δὲν εἶναι ἐδῶ. Ἀναστήθηκε! (Λουκ. κδ΄ 5-6).
Μὲ ἱερὸ δέος, μὲ συγκίνηση καὶ χαρὰ οἱ Μυροφόρες ἔτρεξαν καὶ μετέφεραν στοὺς Ἀποστόλους τὸ μεγάλο χαρμόσυνο ἄγγελμα «ὅτι ἀνέστη ὁ Κύριος!» καὶ ἀναδείχθηκαν ἔτσι οἱ πρῶτες εὐαγγελίστριες τῆς Ἀναστάσεως. Τὸ μήνυμα τῶν Ἀγγέλων γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τόνωσε τὸν ψυχικὸ κόσμο τῶν φίλων Του, ποὺ εἶχαν καταβληθεῖ ψυχικὰ ἀπὸ τὴν πολλὴ λύπη τους.
Ὅμως τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως μεταδόθηκε καὶ στοὺς ἐχθροὺς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοὺς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων – μεταδόθηκε ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες ποὺ φρουροῦσαν τὸν Τάφο. Καθὼς σημειώνει ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστής, οἱ φρουροὶ «ἀπήγγειλαν ἅπαντα τὰ γενόμενα», τὸ τί συνέβη δηλαδὴ κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς Ἀναστάσεως (Ματθ. κη΄ 11).
Τὸ μήνυμα τῶν ἀνθρώπων, τῶν φρουρῶν στρατιωτῶν, πρὸς τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Κυρίου ξεσκέπασε καὶ φανέρωσε ἀκόμη καλύτερα τὶς διαθέσεις τους ἐναντίον Του. Κατάλαβαν ὅτι ἡ νίκη δὲν ἦταν πλέον δική τους. Μὴ θέλοντας ὅμως νὰ τὸ παραδεχθοῦν καὶ νὰ ἐκτεθοῦν στὸν λαό τους, κατέφυγαν στὸ ψέμα. Δωροδόκησαν μὲ ἄφθονο χρῆμα τοὺς φρουρούς, γιὰ νὰ διαδίδουν ὅτι ἐνῶ οἱ ἴδιοι κοιμόντουσαν, οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ἔκλεψαν τὸ σῶμα Του.
Ποιὸς συνετὸς ὅμως θὰ ἔδινε σημασία σ’ αὐτὰ ποὺ θὰ ἔλεγαν οἱ φρουροί, ἀφοῦ ἦταν κοιμισμένοι τὴν ὥρα ποὺ συνέβησαν;
Ἀλλ’ οἱ σατανοκίνητοι ἐχθροὶ συνέχισαν καὶ συνεχίζουν καὶ σήμερα τὸν πόλεμο ἐναντίον τοῦ Κυρίου χρησιμοποιώντας τὴν ἴδια προσφιλή τους μέθοδο: τὸ ψέμα καὶ τὴν ἐξαγορὰ τῶν συνειδήσεων.
Τί πέτυχαν; Τίποτε! Ἡ θριαβευτικὴ ἰαχὴ τῆς νίκης τοῦ Κυρίου ἐπὶ τοῦ θανάτου ἀντηχεῖ ἀκατάπαυστα διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἔγινε ὁ νικητήριος παιάνας τῆς μαρτυρικῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας μας στὴ δισχιλιόχρονη ἱστορία της. Ἀπὸ τὴν ἡρωικὴ ἐποχὴ τῶν Κατακομβῶν μέχρι τὴ λαμπρὴ ἐποχὴ τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς καὶ μέχρι τὴ σύγχρονή μας ἐποχὴ τῆς ποικίλης προόδου τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» δονεῖ τὶς καρδιὲς τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν.
Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἦταν καὶ εἶναι διαρκὲς κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι συνεχὴς ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Κάθε Κυριακὴ οἱ ὕμνοι στὸν Ὄρθρο εἶναι ἀναστάσιμοι. Καὶ τὸ κέντρο τῆς Λατρείας μας εἶναι ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ ἀναστὰς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ὁποῖος καὶ ἑνώνεται μαζί μας διὰ τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Κοινωνίας.
Οἱ πιστοὶ ζοῦμε ἔντονα τὴν παρουσία Του διὰ τῆς Ἐκκλησίας στὴ ζωή μας, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσε μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του ὅτι θὰ εἶναι αἰώνια παρὼν μαζί μας (Ματθ. κη΄ 20).
Ἡ βεβαιότητα αὐτὴ ὅτι ὁ Χριστὸς ζεῖ καὶ καταπάτησε τὶς δυνάμεις τοῦ σκότους καὶ τοῦ θανάτου, βεβαιότητα τὴν ὁποία ἐκφράζει ἄριστα τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», ἔδωσε μέσα στοὺς αἰῶνες, δίνει καὶ σήμερα, στοὺς πιστοὺς ἐνθουσιασμὸ καὶ δύναμη, γιὰ νὰ ἀγωνίζονται νὰ κρατοῦν τὸν ἑαυτό τους μακριὰ ἀπὸ τὰ δελεάσματα τῆς ἁμαρτίας. Νιώθουν δίπλα τους, βοηθό τους, τὸν Νικητὴ τοῦ θανάτου.
Ἡ ἴδια βεβαιότητα χάρισε, καὶ χαρίζει καὶ τώρα, παρηγορία σὲ μυριάδες θλιμμένους· οἱ ὁποῖοι, ψάλλοντας ἢ ἀκούοντας τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», αἰσθάνονται στὸ πλευρό τους παρηγορητή τους τὸν ἀναστάντα Κύριο.
Καὶ στὶς πικρότατες ὧρες τοῦ θανάτου προσφιλῶν προσώπων τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἔδωσε καὶ δίνει τόνωση καὶ ἐλπίδα σὲ ἀναρίθμητες καρδιές, διότι πιστεύουν ὅτι ὁ Κύριος διέλυσε μὲ τὴν Ἀνάστασή Του τὸν Ἅδη καὶ ἄνοιξε νέα ζωὴ πέραν τοῦ τάφου.
Τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὴν Πατρίδα μας. Στὰ μαῦρα καὶ πικρὰ χρόνια τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», ποὺ τὸ ἔψαλλαν πονεμένα οἱ πρόγονοί μας, ἔτρεφε τὴν ἐλπίδα τους ὅτι κάποτε θὰ ἐρχόταν μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Γένους. Καὶ ἦλθε πράγματι τὸ ποθούμενο.
Ἀλλὰ καὶ σὲ καιροὺς ἀποστασίας καὶ ἁμαρτίας – ὅπως εἶναι καὶ οἱ σημερινοί – πάλι τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἀντηχεῖ παντοῦ, καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἐνεργεῖ κατὰ θαυμαστὸ τρόπο σὰν πνευματικὸς μαγνήτης καὶ μᾶς ἑλκύει πρὸς τοὺς Ναούς, πρὸς τὸν Θεό, πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Καὶ δὲν εἶναι λίγοι αὐτοὶ ποὺ παίρνουν τὸν δρόμο τῆς μετανοίας καὶ στροφῆς στὴν Ἐκκλησία, ὅπως ἔγινε καὶ στὴ Ρωσία κατὰ τὴ μεγάλη της δοκιμασία τὴν περίοδο τοῦ ἑβδομηντάχρονου ἀθεϊστικοῦ καθεστῶτος.
Μακάρι, ὅταν ψάλλουμε τὸν μικρὸ αὐτὸ ὕμνο, ποὺ γεμίζει μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ χαρὰ τὴν καρδιά μας, νὰ νιώθουμε τὰ σπουδαῖα νοήματά του καὶ κυρίως νὰ τὰ ζοῦμε στὴν καθημερινή μας ζωή.
ΠΗΓΗ: Περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», Τεῦχος 2066.