Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στό ἐξαίρετο ἑρμηνευτικό τῶν ἀσματικῶν κανόνων τῶν Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν βιβλίο του «Ἑορτοδρόμιον»[1], ἑρμηνεύει ἄριστα τόν προαναφερθέντα πασίγνωστο Θεομητορικό ὕμνο.
Λέει, λοιπόν, ὅτι ὁ ἐν ἁγίοις πατήρ ἡμῶν Κοσμᾶς ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ ὁ Μελωδός, θέλοντας νά ὑμνήσει τήν ἀσύγκριτη δόξα τῆς Θεομήτορος, καί μή μπορώντας νά τήν περιγράψει, ἐξαιτίας τοῦ θεομητροπρεποῦς ἁγιασμοῦ της καί τῶν ὑπερφυσικῶν καί παραδόξων χαρισμάτων, τά ὁποία ἐνυπάρχουν οὐσιώδη καί ἐσωτερικά στό παρθενικό πρόσωπό της, ἐπειδή ὑπερβαίνουν κάθε νοῦ καί λόγο, ἐξαιτίας τόσο τοῦ μεγέθους τους ὅσο καί τοῦ πλήθους τους, γι’αὐτό ἀναγκάζεται ἐδῶ νά παραλάβει ὄχι ἀπό τόν αἰσθητό, ἀλλά ἀπό τόν νοητό κόσμο, τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ, οἱ ὁποῖες εἶναι οἱ πρῶτες ταξιαρχίες, πού βρίσκονται γύρω ἀπό τόν Θεό, ἔτσι ὥστε, μέσω τῆς συγκριτικῆς ἀσυγκρισίας τους ἤ τῆς ἀσύγκριτης συγκρίσεως, νά φανερώσει ἔστω καί λίγο τήν ἀπό ὑπερβολή σέ ὑπερβολή δόξα, κατά τόν Ἀπόστολο, καί τήν ὑπέρ λίαν τιμή τῆς Ἀειπαρθένου καί Θεομήτορος.
Παρατηροῦμε ἐδῶ ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος χρησιμοποιεῖ τίς ἐκφράσεις «συγκριτική ἀσυγκρισία» καί «ἀσύγκριτη σύγκριση», ἐπειδή, σύμφωνα μέ τούς φιλολόγους, ἡ σύγκριση γίνεται πρός ὁμοφυῆ, ὁμοειδῆ καί ὁμοούσια πράγματα. Ἡ σύγκριση, πού γίνεται ἐπί τῶν ἑτεροφυῶν καί ἑτερουσίων πραγμάτων, θά ἦταν καλλίτερο νά λέγεται διάκριση καί ὄχι σύγκριση. Γι’αὐτό καί ἡ σύγκριση στό τροπάριο αὐτό εἶναι περισσότερο διάκριση.
Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τόν θεῖο Χρυσόστομο, δέν ὑπάρχει τίποτε σέ ὅλη τήν κτίση ἶσο ἤ ἀνώτερο ἀπό τήν Θεοτόκο. Γιατί, ἔτσι ρητορεύει ἡ καλή αὐτή γλῶσσα : «Δέν ὑπάρχει τίποτε στόν βίο, ὅπως ἡ Θεοτόκος Μαρία˙ περίελθε, ὦ ἄνθρωπε, ὅλη τήν κτίση μέ τόν λογισμό σου καί δές, ἄν ὑπάρχει κάτι ἶσο ἤ μεγαλύτερο ἀπό τήν ἁγία Θεοτόκο Παρθένο˙ γύρισε ὅλη τήν γῆ˙ δές παντοῦ γύρω γύρω τήν θάλασσα˙ ἀσχολήσου πολύ μέ τόν ἀέρα˙ ἐρεύνησε μέ τή διάνοιά σου τούς οὐρανούς˙ ἐνθυμήσου ὅλες τίς ἀόρατες Δυνάμεις, καί δές, ἄν ὑπάρχει ἄλλο τέτοιο θαῦμα σέ ὅλη τήν κτίση»[2]. Λέει δέ καί ὁ Ἰωάννης Ζωναρᾶς : «Ἡ Θεοτόκος ὀνομάζονταν δεδοξασμένη, ἐπειδή ἦταν καταγώγιο (κέντρο) κάθε ἀρετῆς˙ γιατί δέν βρέθηκε καθαρώτερη ἀπ’αὐτή σ’ὅλες τίς γενεές ἀπ’αἰῶνος».
Ἀπευθύνοντας, λοιπόν, ὁ θεσπέσιος Μελωδός τόν λόγο πρός τήν Θεοτόκο λέγει : «Ἐσένα μεγαλύνουμε, πανάχραντε Θεοτόκε, ἡ ὁποία εἶσαι τιμιώτερη ὄχι συγκριτικῶς, ἀλλά ἀσυγκρίτως ἀπό τά γνωστικότατα καί σοφώτατα Χερουβίμ». Γιατί, σύμφωνα μέ τόν Ἀρεοπαγίτη ἅγιο Διονύσιο, ἡ λέξη «Χερουβίμ» ἑρμηνεύεται «πλῆθος γνώσεως» ἤ «χύση σοφίας». Πρέπει κι ἐδῶ νά ἐννοηθεῖ τό ἐπίρρημα «ἀσυγκρίτως», ὥστε νά ἀποδίδεται ὄχι μόνο πρός τά Σεραφίμ, ἀλλά καί πρός τά Χερουβίμ. Παρομοίως, συνεχίζει ὁ Μελωδός : «Εἶσαι (πανάχραντε Θεοτόκε) καί ἐνδοξότερη ὄχι συγκριτικῶς, ἀλλά ἀσυγκρίτως ἀπό τά Σεραφίμ». Γι’αὐτό, ἔτσι πρέπει νά ἐννοεῖται ὁ ὕμνος : «Τήν τιμιωτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Χερουβίμ, καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ». Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Διονύσιο, ἡ λέξη «Σεραφίμ» θά πεῖ «ἐμπρηστές» ἤ «θερμαίνοντες».
Δύο πράγματα εἶναι ἄξια σημειώσεως στό σημεῖο αὐτό, λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος. Πρῶτον, ὅτι, ἀναφέροντας ὁ Ἱερός Κοσμᾶς τά δύο ὑπέρτατα τάγματα ἀπό τήν πρώτη Ἱεραρχία τῶν Ἀγγέλων, δηλ. τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ, καί λέγοντας ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶναι τιμιώτερη ἀσυγκρίτως καί ἐνδοξότερη ἀπ’αὐτά, τήν ἀπέδειξε τιμιώτερη καί ἐνδοξότερη καί ἀπ’ὅλα τά ἄλλα κατώτερα τάγματα. Γιατί, αὐτή, πού εἶναι ὑπέρτερη ἀπ’τά μεγαλύτερα, πολύ περισσότερο εἶναι ὑπέρτερη ἀπ’τά μικρότερα. Δεύτερον, ὅτι ὁ Μελωδός τεχνηέντως δέν ἀνέφερε τούς Θρόνους, πού εἶναι ὑψηλότεροι ἀπό τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ στήν πρώτη Ἱεραρχία, γιά νά μᾶς δώσει νά καταλάβουμε ὅτι Θρόνος ἔμψυχος τοῦ Παμβασιλέως Θεοῦ εἶναι ἡ Θεοτόκος, ἡ ὁποία χώρεσε στήν μήτρα της αὐτόν, πού δέν χωροῦσε σέ τίποτα, καί τόν βάσταξε ὡς θρόνος, γιά τόν ὁποῖο ὁ προφήτης Ἡσαΐας εἶπε ὅτι εἶδε τόν Κύριο νά κάθεται πάνω σέ θρόνο ὑψηλό καί ἐπηρμένο καί ὅτι γύρω ἀπ’αὐτόν στέκονταν τά Σεραφίμ.
Πρεπωδέστατα, λοιπόν, ἡ Θεοτόκος εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερη ἀπ’ὅλες τίς Οὐράνιες Δυνάμεις, διότι ἐκεῖνες μέν, δεχόμενες κάποιες ἐλλάμψεις ἀπό τόν Θεό, ἀπό’κεῖ φωτίζονται καί τελειοῦνται, ἡ δέ Παρθένος Μαρία, οὐσιωδῶς ἐχώρησε τόν Θεό Λόγο ἀσπόρως (χωρίς σπορά) καί ἀπειράνδρως (χωρίς πεῖρα ἀνδρός) στήν ἄχραντη κοιλία της, τόν Ὁποῖο, ἀφοῦ ἐβάστασε ἀκόπως καί ἔτεκε χωρίς πόνους, γέννησε ἀδιαφθόρως (χωρίς φθορά), χωρίς νά βλάψει τήν Παρθενία της, τά ὁποῖα καί τά τέσσερα αὐτά εἶναι ὑπερφυσικώτατα, παραδοξότατα, ξενακουστότατα καί ἐκπληκτικώτατα. Ἐσένα, λοιπόν, μεγαλύνουμε τήν ὄντως καί ἀληθῶς Θεοτόκο. Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στήν πρός Κληδόνιον Α΄ ἐπιστολή του : «Ὅποιος δέν ὑπολαμβάνει τήν Μαρία ὡς Θεοτόκο, εἶναι χωρίς τήν Θεότητα». Καί πάλι : «Ὅποιος λέει ὅτι ὁ Θεός Λόγος διεπέρασε ἀπό τήν Παρθένο σάν ἀπό σωλήνα, ἀλλά ὄχι καί ὅτι διαπλάστηκε σ’αὐτή θεϊκῶς καί ταυτόχρονα ἀνθρωπικῶς (θεϊκῶς μέν διότι συνέλαβε χωρίς ἄνδρα, ἀνθρωπικῶς δέ διότι συνέλαβε μέ νόμο κυήσεως) μοιάζει μέ ἄθεο». Αὐτό τό ἔλεγαν, βλασφημώντας, οἱ αἱρετικοί Οὐαλεντίνοι, δηλ. ὅτι ὁ Χριστός ἔφερε μέν τήν σάρκα ἀπ’τόν Οὐρανό, διεπέρασε δέ ἀπό τήν Παρθένο σάν ἀπό σωλήνα. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέει : «Κηρύττουμε τήν Ἁγία Παρθένο κυρίως καί ἀληθῶς Θεοτόκο, γιατί, ὅπως Αὐτός, πού γεννήθηκε ἀπ’αὐτή, εἶναι ἀληθῶς Θεός, ἔτσι κι αὐτή, πού γέννησε τόν ἀληθινό Θεό, εἶναι ἀληθής Θεοτόκος».
Μερικά ἀντίγραφα τοῦ κειμένου, ἀντί τῆς φράσεως «Τήν ὄντως Θεοτόκον», ἔχουν τήν φράση «Τήν μόνην Θεοτόκον». Ὅμως καί στίς δύο φράσεις ἡ ἔννοια εἶναι ὀρθή καί ὑγιής. Διότι, μέ τήν φράση «Τήν ὄντως Θεοτόκον» ἀνατρέπεται ἡ βλασφημία τοῦ ἀνθρωπολάτρου Νεστορίου, ὁ ὁποῖος ὀνόμαζε τήν Ἁγία Παρθένο Μαρία ὄχι Θεοτόκο, ἀλλά Χριστοτόκο, ἐνῶ μέ τήν φράση «Τήν μόνην Θεοτόκον» ἀνατρέπεται ἡ πλάνη τῶν Ἑλλήνων (εἰδωλολατρῶν), οἱ ὁποῖοι φλυαροῦσαν ὅτι πολλές γυναῖκες γέννησαν τούς ἀπ’αὐτούς καλουμένους ψευδωνύμους Θεούς, ὅπως ἡ Σεμέλη τόν Διόνυσο, ἡ Ἀλκμήνη τόν Ἠρακλή, ἡ Λητώ τόν Ἀπόλλωνα κι ἄλλες ἄλλους, καί ὅλες ἦταν Θεοτόκοι. Μέ τήν φράση, ὅμως, αὐτή ἀποδεικνύεται ὅτι δέν ὑπάρχουν πολλές Θεοτόκοι, ἀλλά μία καί μόνη εἶναι ἡ Θεοτόκος, δηλ. Παρθένος Μαρία.
Πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ Ἁγία Παρθένος ὀνομάζεται ἐνεργητικῶς Θεοτόκος, ἐπειδή γέννησε ἀληθῶς τόν Θεό, καί ὄχι παθητικῶς, ἐπειδή δηλ. γεννήθηκε πνευματικῶς ἀπό τόν Θεό, ὅπως τήν ἀποκαλοῦσε ὁ δυσσεβής καί ἰουδαιόφρονας Νεστόριος. Γιατί, ἔτσι, μέσω τοῦ Βαπτίσματος, γεννήθηκαν πνευματικῶς καί ὅλοι οἱ Χριστιανοί.
Κατά δύο τρόπους λέγεται Θεοτόκος ἡ Παναγία. Πρῶτον, ἐξαιτίας τῆς ὑποστάσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, πού τέχθηκε ἀπ’αὐτή, καί προσέλαβε τήν ἀνθρωπότητα, καί δεύτερον, ἐξαιτίας τῆς προσληφθείσης ἀνθρωπότητας, ἡ ὁποία, λόγω τῆς προσλήψεως καί τῆς ἑνώσεως, θεώθηκε καί ἔγινε ὁμόθεη, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό[3].
Πρέπει νά σημειωθεῖ ἐδῶ ὅτι ὁ Νεόφυτος ὁ Ἐκκλησιάρχης καί Ἱερομόναχος ὁ ἀπό Ὁδηγητρίας παρακάλεσε τόν Νικηφόρο Κάλλιστο τόν Ξανθόπουλο νά ἐξηγήσει αὐτόν τόν εἱρμό «Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ». Αὐτός, ἀφοῦ ὑπήκουσε, ἔκανε πλατειά ἐξήγηση σ’αὐτόν. Γι’αὐτό ὁ ἅγιος Νικόδημος, ἀφοῦ συντόμευσε αὐτή τήν ἐξήγηση, παραθέτει ἐδῶ τά πιό ἀξιόλογα σημεῖα της γιά χάρη τῶν θερμῶν ἐραστῶν τῆς Θεοτόκου.
Λέει, λοιπόν, πρῶτον ὅτι ὁ Ἱερός Κοσμᾶς ἐπίτηδες συνέθεσε αὐτόν τόν εἱρμό τόσο ὑψηλό, λαμπρό καί θεομητροπρεπῆ, γιά νά παρηγορήσει τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, πού ἦταν θλιμμένη αὐτήν τήν ἡμέρα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ἐξαιτίας τῶν παθῶν τοῦ Μονογενοῦς καί γλυκυτάτου Υἱοῦ της. Δεύτερον, ὅτι ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἀφοῦ ἐμφανίστηκε μέ χαρούμενο σχῆμα στόν Ἱερό Κοσμᾶ, ὁ ὁποίος μελοποιοῦσε τόν εἱρμό, τόν εὐχαρίστησε, λέγοντας ὅτι περισσότερο ἐπαναπαύεται στόν ὕμνο αὐτό ἀπ’ὅτι σ’ὅλους τούς ἄλλους ὕμνους, καί ὅτι βρίσκεται παροῦσα, ὅπου ψάλλεται ὁ ὕμνος αὐτός, καί ἀντευλογεῖ αὐτούς, πού τήν εὐλογοῦν, καθώς φάνηκε στ’ἀλήθεια ἡ Θεοτόκος νά εὐλογεῖ αὐτούς, πού ψάλλουν τόν ὕμνο αὐτό, ὅπως τήν εἶδαν πολλοί, καί γι’αὐτό ὅρισαν νά ψάλλουν τόν ὕμνο αὐτό ἀσκεπεῖς.
Ὁ ὕμνος αὐτός ὁρίστηκε νά ψάλλεται στήν ἐννάτη ὠδή γιά τήν τιμή τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀπό τήν Ὁποία ἡ Θεοτόκος γέννησε τόν ἕνα. Ἐπειδή ὁ ἀριθμός ἐννέα φέρει μέσα του τρεῖς φορές τό τρία. Γιατί τρεῖς φορές τό τρία κάνουν ἐννέα.
Ἔπρεπε νά πεῖ ὁ Μελωδός «Τήν τιμιωτάτην τῶν Χερουβίμ», ἀλλά, ἄν ἔλεγε ἔτσι, ἴσως λιγόστευε τήν τιμή τῆς Θεοτόκου. Τώρα, ὅμως, λέγοντας «Τήν τιμιωτέραν» καί προσθέτοντας τό «ἀσυγκρίτως», ἔδειξε ὅτι ἡ τιμή τῆς Θεομήτορος εἶναι ἀνώτερη καί ἀπό τό ὑπερθετικό. Τό «ἀσυγκρίτως» πρέπει νά ἐννοεῖται κοινό καί στή φράση «Τήν τιμιωτέραν» ὡς ἐξῆς : «Τήν τιμιωτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Χερουβίμ».
Γιατί ὁ Μελωδός ἄρχισε αὐτό τό τροπάριο ἀπό τήν αἰτιατική πτώση; Διότι, ἡ Κυρία Θεοτόκος ἔγινε αἰτία τῆς σωτηρίας μας.
Καθώς, λοιπόν, τά δύο Χερουβίμ παρίσταντο στό ἱλαστήριο, πού ἔφτιαξε ὁ προφήτης Μωυσῆς μέσα στά Ἅγια τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου, ἔτσι καί τά κυρίως Χερουβίμ παρίστανται τρέμοντας στή Θεοτόκο. Γι’αὐτό ἡ Θεοτόκος ὑπερέχει ἀπό τά Χερουβίμ μέ ἀσύγκριτες τιμές, καθώς καί ἀπό τά Σεραφίμ, γιατί εἶναι ἀσύγκριτα ὑπερενδοξότερη ἀπ’αὐτά.
Ὁ Μελωδός ὀνόμασε τήν Παρθένο «ὄντως Θεοτόκον», ἐπειδή γέννησε τόν ἀληθῆ καί τέλειο Θεό. Αὐτές οἱ δύο λέξεις συνιστοῦν ὅλο τό Μυστήριο τῆς Οἰκονομίας, διότι φράττουν τά στόματα τοῦ ἄνου Ἀπολλιναρίου, τοῦ Ἰουδαιόφρονος Νεστορίου, τοῦ Διοδώρου καί τοῦ Θεοδώρου, οἱ ὁποίοι λύσσαξαν ἔναντίον τῆς Ἁγίας Παρθένου.
Ὁ Μελωδός εἶπε «σέ μεγαλύνομεν» καί ὄχι «ὑμνοῦμεν» ἤ «εὐλογοῦμεν» ἤ ἄλλο ρῆμα, γιά νά φανερώσει τήν ἀρχή τοῦ ὕμνου τῆς Θεοτόκου, πού λέει : «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον»[4]. Ὁ Ζωναρᾶς ἑρμηνεύει τό νόημα τοῦ ρήματος «μεγαλύνομεν» ὡς ἐξῆς : «Πῶς ἀπαύστως μεγαλύνουμε τήν Θεοτόκο; Ὅταν στρέφουμε τό νοῦ μας στό Μυστήριο, πού ἔγινε σ’αὐτή, καί στή σωτηρία, πού ἔγινε μέσω αὐτοῦ τοῦ Μυστηρίου, καί εὐχαριστοῦμε Αὐτόν (τόν Χριστό), πού ἐργάστηκε τήν σωτηρία μας, καί αὐτή (τήν Θεοτόκο), πού μεσίτευσε πρός τό ἄφραστο αὐτό Μυστήριο. Διότι, ὄχι μόνο ὅταν ψάλλουμε ὕμνους καί διηγούμαστε τά μεγαλεία τοῦ Θεοῦ, τήν μεγαλύνουμε, ἀλλά καί ὅταν λογιζόμαστε αὐτά καί ἐκπλησσόμαστε γιά τήν κηδεμονία καί τήν ἄφατη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ για’μᾶς καί Τόν εὐχαριστοῦμε γιά τήν ἐπιδημία Του σ’ἐμᾶς.
[1] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑορτοδρόμιον ἤτοι ἑρμηνεία εἰς τούς ἀσματικούς κανόνας τῶν Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν, τ. Β΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1995, σσ. 192-196.
[2] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Λόγος εἰς τήν ἁγίαν Παρθένον.
[3] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Περί Ὀρθοδόξου Πίστεως, βιβλ. γ΄, κεφ. ιβ΄ καί ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, Ἱερά Κατήχηση.
[4] Λουκ. 1, 46.