Στις 8 Σεπτεμβρίου ἑωρτάσαμε τὰ Γενέθλια τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Καὶ σήμερα εἶνε ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου σταυροῦ. Νὰ πλέξουμε ἐγκώμια στὸ σταυρό;
Δὲν εἴμαστε ἄξιοι. Ἐγκώμια τοῦ ψάλλει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία· βρίσκονται στὸ ἐκκλησιαστικὸ βιβλίο ποὺ λέγεται Ὡρολόγιον καὶ μοιάζουν μὲ τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο τῆς Θεοτόκου· εἶνε οἱ Χαιρετισμοὶ τοῦ σταυροῦ.
«Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε» λέμε στὸν Ἀκάθιστο ὕμνο πρὸς τὴν Παναγία, «Χαῖρε, Ξύλον μακάριον» λέμε ἐδῶ στὸν τίμιο σταυρό. 144 «χαῖρε» ἔχει ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, 144 ἔχουν καὶ οἱ Χαιρετισμοὶ τοῦ σταυροῦ. Ἰδού μερικὰ ἀπὸ αὐτά· «χαῖρε, εἰρήνης ὅπλον» (Ο1α΄)· «τρόπαιον ἀήττη τον» (Ι3β΄)· «τῶν ἀποστόλων κοσμοκήρυκτον κλέος» (Η4α΄)· «νοητὴ ῥομφαία» (Ψ1α΄)· «τὸ τῶν ἀγγέλων γα ληνόμορφον θαῦμα» καὶ «τὸ τῶν δαιμόνων πο λυστένακτον τραῦμα» (Γ΄4)· «χαῖρε, κλῖμαξ ὑψοστήρικτε» (Γ3β΄), «σφραγὶς ἣν ἔλαβον ἄνθρωποι» (Λ5β΄)· «κρατὴρ τοῦ νέκταρος ἔμπλεως» (Α5α΄)· «θαυμάτων θησαυρέ» (Α3α΄). Ἀπ᾿ ὅλα ἂς πάρουμε αὐτὸ τὸ τελευταῖο·
«Χαῖρε, ξύλον ζωομύριστον καὶ θαυμάτων θησαυρέ». Λέει δηλαδή, ὅτι ὁ τίμιος σταυρὸς κάνει θαύματα πολλά, ἀναρίθμητα.
* * *
Ποιά εἶνε, ἀγαπητοί μου, τὰ πρῶτα θαύμα- τα τοῦ σταυροῦ; Εἶνε ἐκεῖνα ποὺ ἔγιναν τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Ὅταν οἱ Ἑβραῖοι κάρφωσαν πάνω στὸ σταυρὸ τὸν Κύριο, τότε ἔγιναν ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε θαύματα.
Τὸ ἕνα ποιό εἶνε· ὅτι ἔγινε σκοτάδι, ὁ ἥλιος ἐπὶ τρεῖς ὧρες ἔκρυψε τὶς ἀκτῖνες του καὶ ἡ γῆ
σκοτίστηκε. «Ἀπὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐ γένε- το ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης» (Ματθ. 27,45). Τὸ δεύτερο εἶνε ὅτι «τὸ καταπέτασμα τοῦ να- οῦ ἐσχίσθη ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω» (ἔ.ἀ. 27,51). Ὅ - πως σ᾽ ἐμᾶς ὁ ναὸς χωρίζεται μὲ τὸ τέμπλο, ἔ τσι τότε ὁ ναὸς τοῦ Σολομῶντος χωριζόταν μ᾿ ἕνα παραπέτασμα ἀπὸ ὕφασμα πολυτελὲς καὶ τόσο χοντρὸ ποὺ χέρια ἀνθρώ που δὲ μποροῦ σαν νὰ τὸ σχίσουν. Αὐτὸ λοι πόν, μόλις ὁ Κύρι ος ἐξέ- πνευσε, σχίστηκε στὰ δύο, ἀπὸ πάνω ὣς κάτω. Ἔχει μεγάλη σημασία αὐτό.
Τὸ τρίτο θαῦμα εἶνε, ὅτι ἔγινε σεισμός, συγ - κλονίστηκαν οἱ βράχοι τοῦ Γολγοθᾶ· «ἡ γῆ ἐ - σείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν» (ἔ.ἀ.).
Τὸ τέταρτο· ἄνοιξαν τάφοι καὶ ἀναστήθηκαν νεκροί· «τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολ λὰ σώ- ματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη…» (ἔ.ἀ.).
Καὶ τὸ πέμπτο, ὅτι οἱ στρατιῶτες ποὺ φρου- ροῦσαν τὸν τάφο «ἰδόντες τὸν σεισμὸν καὶ τὰ γενόμενα ἐφοβήθησαν σφόδρα» καὶ εἶπαν «Ἀ ληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος» (ἔ.ἀ. 27,54). Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ αὐτὰ ὑπάρχουν κι ἄλλα θαύματα, ποὺ ἔκανε ὁ σταυρὸς πρὸ Χριστοῦ. Ἂν διαβάσουμε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, θὰ δοῦ με τὴ «σκιὰ» τοῦ σταυροῦ.
Ὅπως ὅταν περπατᾷς πίσω σου ἔχεις σκιά, ἔτσι καὶ ὁ σταυρὸς ἔχει πίσω, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, σκιά· βλέπου με ἐκεῖ τὸν τύπο, τὴν προτύπωσί του. Ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα ἐκεῖνα διηγεῖται στὸν ἑσπερινὸ τῆς σημερινῆς ἑορτῆς ἕνα ἀνάγνωσμα. Μετὰ τὸ «Φῶς ἱλαρὸν» οἱ ψάλτες διαβάζουν τρία ἀναγνώσματα· ἕνα ἀπὸ τὴν Ἔξοδο, ἕνα ἀπὸ τὶς Παροιμίες, καὶ ἕ να ἀπὸ τὸν Ἠσαΐα. Τὰ ἀναγνώσματα αὐτά, ὅπως σὲ ὅλες τὶς μεγάλες ἑορτές, εἶνε σχετι κὰ μὲ τὴν ὑπόθεσι τῆς ἡμέρας. Τί λέει λοιπὸν τὸ πρῶτο ἀνάγνωσμα; Εἶνε εἴπαμε ἀπὸ τὸ βιβλίο ποὺ λέγεται Ἔξοδος (15,22–16,1).
Λέει, ὅτι οἱ Ἑβραῖοι, ὅταν ὁ Θεὸς τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ἀνοίχθηκαν στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ δὲν ὑπῆρχε νερό. Σὲ μιὰ τοποθεσία ποὺ λεγόταν Μερρᾶ βρῆκαν νερό. Δὲν μποροῦ σαν ὅμως νὰ πιοῦν· τὰ νερὰ ἦταν πικρὰ - φαρμάκι. Στενοχωρήθηκαν, ἄρχισαν νὰ γογγύζουν· «διεγόγγυζεν ὁ λαός» (ἔ.ἀ. 15,24). Ὁ Μωϋσῆς προσευχήθηκε. Καὶ τότε ὁ Κύριος τοῦ ὑπέδειξε τί νὰ κάνῃ. Ἔκοψε ἀπὸ ἕνα δέντρο ἕνα ξυλαρά κι, τὸ πελέκησε καὶ τό ᾿κανε σὰν σταυρό, καὶ τὸ ἔρριξε μέσα στὰ νερά. Ἀμέσως τὰ πικρὰ νερὰ ἔγιναν γλυκά, καὶ ἤπιαν ὅλοι καὶ δροσίστηκαν. Ἕνα ξύλο ἔκανε τὰ νερὰ γλυκά. Τί σημαίνει αὐτό; Τὸ ξύλο αὐτό, λένε οἱ πατέρες ποὺ ἑρμήνευσαν τὴν ἁγία Γραφή, προτύπωνε τὸν τίμιο σταυρό. Ὁ σταυρὸς τὸ πικρὸ τὸ κάνει γλυκύ. Αὐτὸ θέλω νὰ μείνῃ στὴ διάνοιά σας.
* * *
Ποιό εἶνε τὸ πικρό; Ἐμένα ρωτᾶτε; Ποῦ ζῆτε; δὲν εἶστε στὴ γῆ; Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ὑπήκουε στὸ Θεό, εἶχε παράδεισο κ᾽ ἦταν εὐτυχισμένος. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἄκουσε τὴ συμβουλὴ τοῦ ὄ φεως καὶ παρέβη τὴν ἐν το λὴ τοῦ Θεοῦ, ἄρχισε ἡ πίκρα. Γι᾽ αὐτὸ ἡ ζωὴ αὐτὴ ὀνομά ζεται «κοιλὰς κλαυθμῶνος» (βλ. Ψαλμ. 83,7).
Ἦρθε στὴ μητρόπολι κάποιος ἀπὸ τὴν Αὐστραλία.
― Πόσο καιρό, λέω, εἶσαι ἐκεῖ;
― 25 χρόνια.
― Μάζεψες χρήματα;
― Πολλά.
― Εἶσαι εὐχαριστημένος;
― Ὄχι· ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια γλυκὸ ψωμὶ δὲν ἔφαγα· ἡ ξενιτειὰ εἶνε πικρή. Προτιμότερο νὰ τρῶς ἐδῶ μπομπότα στὴν καλύβα σου, παρὰ νὰ τρῶς παντεσπάνι στὴν Αὐστραλία ἢ στὸ Σικάγο γιὰ τὰ δολλάρια.
Καὶ μόνο στὴν ξενιτειά; ὁπουδήποτε νὰ πᾷς, ἡ ζωὴ ἔχει πίκρα. Πικρὴ εἶνε π.χ. ἡ ὀρφάνια. Τὸ ὀρφανὸ εἶνε λυπημένο· δὲν χαϊδεύει χέρι μάνας καὶ πατέρα τὸ κεφάλι του.
Πικρὴ εἶνε καὶ ἡ χηρεία. Νέα γυναίκα, νὰ μείνῃ μόνη μὲ μικρὰ παιδιά, πόσο δυσκολεύεται!
Πικρὰ εἶνε τὰ γεράματα. Ξέρεις τί εἶνε νὰ παντρευτῇ κάποιος, νὰ κάνῃ παιδιά, νὰ κοπι - άσῃ γι᾽ αὐτά, καὶ μετὰ κανένα νὰ μὴν τοῦ λέῃ καλημέρα ἀλλὰ νὰ τὸν διώχνουν; Ἔχουμε στὸ γηροκομεῖο ἕνα τέτοιον ἄνθρωπο.
Πικρὸ εἶνε νὰ παντρευτῇ ἡ γυναίκα, ν᾽ ἀγα- πή σῃ τὸν ἄντρα της μὲ ὅλη τὴν καρδιά της, κι αὐτὸς κάθε μέρα νὰ τῆς κάνῃ μαύρη τὴ ζωὴ μὲ τὰ λόγια καὶ τὴ συμπεριφορά του. Πικρὸ εἶνε ὁ ἄντρας ν᾿ ἀγαπήσῃ τὴ γυναῖ κα του, κι αὐτὴ νὰ τὸν βρίζῃ ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ.
Πικρὸ εἶνε ν᾿ ἀρρωστήσῃ κανείς, νὰ πάῃ στὸ νοσοκομεῖο, νὰ τὸν ξαπλώσουν κάτω, νὰ πάρουν τὰ νυστέρια, νὰ τοῦ ἀνοίξουν τὰ σπλά χνα καὶ νὰ τὸν κόβουν. Ὅταν πρωτοῆρθα στὴ Φλώρινα εἶχα κοντά μου ἕναν ἀρχιμανδρίτη, τὸν π. Εὐσέβιο ποὺ ἔψαλλε ὡραῖα· καὶ ἔ μαθα, ὅ τι ἀρρώστησε ἀπὸ ζάχαρο καὶ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ θὰ τοῦ κόψουν τὰ δύο πόδια.
Καὶ πόσοι ἄλλοι δὲν ὑποφέρουν στὰ νοσοκομεῖα! Καὶ πό σοι μπαί νουν στὰ χειρουργεῖα καὶ βγαίνουν νεκροί!
Πικρὴ ἡ ἀσθένεια καὶ πιὸ πικρὸς ὁ θάνατος, «Ὦ θάνατε, ὡς πικρόν σου τὸ μνημόσυνόν ἐστιν», λέει ἡ ἁγία Γραφή (Σ. Σειρ. 41,1).
Δὲν σᾶς εἶπα ὅμως τίποτα. Ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ τὸ πικρότερο, ποὺ ἐμεῖς ὅμως τό ᾿χουμε γιὰ παιχνίδι καὶ τὸ πίνουμε σὰν σιρόπι, εἶνε ἡ ἁμαρτία. Καὶ ἡ ἁμαρτία δείχνει ἀχαριστία, ποὺ πικραίνει τὸν Κύριο. Ὅποιος θέλει νὰ δῇ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, ἂς ἀνοίξῃ σήμερα τὸν προ φήτη Ἰερεμία. Ἐκεῖ, στὸ 2ο κεφάλαιο(βλ. Ἰερ. 2,4-12), ὑπάρχει ἕνας διάλογος.
Μιλάει ὁ Θεὸς στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό, ποὺ τόσο τὸν εἶχε εὐεργετήσει, καὶ λέει μὲ παράπονο· Λαέ μου, τί κακὸ σοῦ ἔκανα; Σκλάβος ἤσουν καὶ σ᾽ ἐλευθέρωσα· σὲ φύλαξα στὴν ἔρημο, σὲ πότισα, σὲ ἔθρεψα, σὲ προστάτευσα ἀπὸ ἐχθρούς, σὲ ἐγκατέστησα σὲ γῆ ποὺ ῥέει μέλι καὶ γάλα. Ὅλα τὰ ἔκανα γιὰ σένα· γιατί λοιπὸν μὲ ἐγκατέλειψες;…
Αὐτὸ εἶνε παράπονο τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸ εἶνε τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸ σταυρό· «…Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, καὶ τί μοι ἀνταπέδωκας; ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν, ἀντὶ τοῦ ὕδατος ὄξος, ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με σταυρῷ με προσηλώσατε» (Μ. Παρ. ὄρθρ., ἀντίφ. ιβ΄).
* * *
Τὰ λόγια αὐτά, ἀγαπητοί μου, λέει ὁ Ἐσταυρωμένος καὶ σήμερα στὸν καθένα ἀπὸ μᾶς. Δὲν ὑπάρχει πιὸ πικρὸ πρᾶγμα ἀπὸ τὴν ἀχαριστία. Ὁ ἀχάριστος εἶνε χειρότερος κι ἀπὸ τὰ ζῷα.
Τὶς μέρες αὐτὲς ἕνας στρατιώτης γύρισε μὲ ἄδεια στὸ χωριό του. Ὅταν ἔφθασα, μοῦ εἶπε, στὸ σπίτι, ἡ γυναίκα μου κοιμόταν· τὸ ἄλογό μου, μόλις ἄκουσε τὴ φωνή μου, χλιμιντροῦσε, πήγαινε νὰ σπάσῃ τὴν πόρτα τοῦ στάβλου νὰ βγῇ! Ἤθελε νὰ ὑποδεχτῇ τὸν ἀφέντη του. Τὰ ζῷα γνωρίζουν τὸ ἀφεντικό τους· ὁ ἄνθρωπος «οὐκ ἔγνω» τὸν Κύριον (Ἠσ. 1,3).
Σήμερα ἡ ἀχαριστία κάνει πολλοὺς ὄχι μόνο εὐχαριστῶ νὰ μὴ λένε στὸ Θεὸ ἀλλὰ καὶ νὰ ἐκστομίζουν βλασφημίες. Τὴ μπουκιὰ ἔχουν στὸ στόμα καὶ βλαστημοῦν τὰ θεῖα, τὸν τίμιο σταυρὸ ποὺ ἑορτάζουμε. Καὶ κατόπιν περιμένουμε προστασία…
Σ᾽ ἕνα μαγαζὶ ἕνας βλαστήμησε καὶ κάποιος τὸν μάλωσε· καὶ ἐπεμβαίνει ὁ καταστηματάρχης·
«Μὴν ξανακάνῃς ἐδῶ μέσα τέτοια παρατήρησι, θὰ χάσω τὸν πελάτη…». Θεὸς γι᾽ αὐτὸν εἶνε τὸ χρῆμα!
Στὴ Φλώρινα, στὸ ὕψωμα 1020, στήσαμε σταυρό, ἀλλὰ μὲ τί ἀντιδράσεις! Ὡρισμένοι ἔκαναν ἀναφορὲς καὶ παρὰ λίγο νὰ μὴ γίνῃ τὸ ἔργο. «Ὄχι σταυρό! τί, νεκροταφεῖο θὰ κάνῃ τὴν πόλι ὁ δεσπότης;…».
Ἀλλ᾽ εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων ὁ σταυρὸς στήθηκε καί, ὅπως εἶπε κάποιος ὑπουργὸς Βορείου Ἑλλάδος, θὰ ὑπάρχῃ ἐκεῖ, νὰ τὸν βλέπουν ἐχθροὶ καὶ φίλοι. Νὰ τὸν βλέπῃ τὸ ὀρφανό, ἡ χήρα, ὁ ξένος, καὶ νὰ παρηγοροῦνται· νὰ τὸν βλέπῃ κι ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ νὰ λέῃ· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅ ταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν Ι. Ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 13-9-1974 στὸν Εσπερινό.), Αναβάσεις