«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;» (Ματθ. 19,16)
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Ὅταν ὁ Χριστός μας βρισκόταν σωματικῶς ὡς ἄνθρωπος ἐδῶ στὴ γῆ, πολλοὶ ἔτρεχαν κοντά του· τυφλοί, λεπροί, ἄρρωστοι ἀπὸ διάφορες ἀσθένειες, γονεῖς μὲ ἄρρωστα παιδιά. Τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς θεραπεύσῃ. Κι᾿ ἐκεῖνος, ὠκεανὸς ἀγάπης, τοὺς χάριζε ὅ,τι ζητοῦσαν. Νά γιατί ἔτρεχαν κοντά του. Καὶ σήμερα στὸ εὐαγγέλιο βλέπουμε κάποιον νὰ τὸν παρακαλῇ.
Τί ἦταν αὐτός; κανένας τυφλὸς ἢ λεπρὸς ἢ σακάτης; Ὄχι. Αὐτὸς ἀποτελεῖ ἐξαίρεσι. Ἦταν ὑγιής, ὑγιέστατος. Κι ὄχι μόνο ὑγιής, ἀλλὰ καὶ νέος στὴν ἀκμὴ τῆς ἡλικίας του. Κ᾿ ἐπὶ πλέον πλούσιος. Εἶχε ἀκόμα καὶ ἀξίωμα. Εἶχε δηλαδὴ καὶ ὑγεία καὶ νιᾶτα καὶ λεπτὰ καὶ δύναμι, ὅλα ἐκεῖνα ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο ν᾿ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲτὴ σκέψι «Δὲν ἔχω ἀνάγκη…». Γι᾿ αὐτὸ κάτι τέτοιοι βλέπεις νὰ μὴν πατᾶνε στὴν ἐκκλησιά.Γιατί λοιπὸν αὐτὸς ὁ νέος ἦρθε καὶ παρακαλοῦσε τὸ Χριστό; τί τοῦ ἔλειπε;
Κάτι λείπει στὸν ἄνθρωπο. Ὅσο καλὰ καὶ νὰ εἶσαι, ὅσα πλούτη καὶ νὰ ἔχῃς, κάτι λείπει. Τί ἔλειπε ἀπ᾿αὐτόν, τί ζητοῦσε; Ἦταν φρόνιμος νέος. Ζύγιζε καλὰ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα. Ἔβλεπε,ὅτι τὰ πλούτη χάνονται, ὅτι μιὰ μέρα θὰ γεράσῃ κι αὐτός, τὰ μαλλιά του θ᾿ ἀσπρίσουν,τὰ πόδια του θὰ τρίζουν, τὸ σῶμα θὰ καταρρεύσῃ, θὰ γίνῃ μιὰ φούχτα κόκκαλα καὶ στάχτη. Σκεπτόταν σοβαρὰ ἐπάνω στὸ πρόβλημα τῆς ζωῆς. Εἶχε ἀκούσει ἄλλωστε τὸ Σολομῶντα νὰ λέῃ «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2). Πίστευε, ὅτι ἡ ζωή μας δὲν τελειώνει στὸν τάφο, ἀλλὰ τότε ἀκριβῶςἀρχίζει. Αὐτὰ συλλογιζόταν. Καὶ ἔρχεται στὸΧριστὸ καὶ ἐρωτᾷ μὲ ἀγωνία· Τί νὰ κάνω γιὰνὰ κληρονομήσω, ὄχι πλούτη καὶ ἐπίγεια ἀγαθά, ἀλλὰ τὴν αἰώνιο ζωή; Ἀξιοθαύμαστος ὁ νέος αὐτός. Δὲν πλησίασε τὸ Χριστὸ ἀπὸ ὑλικὸ συμφέρον. Ἀνώτερα ἰδανικὰ συγκινοῦσαν τὴν ψυχή του.
Πόσοι ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς Χριστιανοὺς ἔχουμε πόθο αἰωνίου ζωῆς; Οἱ καρδιές μας εἶνε προσκολλημένες στὸν κόσμο! Τὸ ξέρει ἡ Ἐκκλησία, ὅτι στὴν καθημερινὴ ζωὴ ὁ νοῦςμας εἶνε στὰ χαμηλά· ὅτι μοιάζουμε μὲ ἀετὸ ποὺ τοῦ ἔδεσαν στὰ πόδια βαρύδια νὰ μὴ μπορῇ νὰ πετάξῃ· ὅτι εἴμαστε σὰν πουλιὰ κολλημένα στὶς ξόβεργες τοῦ διαβόλου. Γι᾿ αὐτὸ στὴ θεία λειτουργία τί μᾶς λέει; Μεγάλα λόγια,ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε· «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. λειτ.) . Ἀδέρφια μου, πλούσιοι καὶ φτωχοί, «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» . Ἀφῆστε ἐπὶ τέλους τὰ ἐπίγεια, τὰ μάταια, τὶς μέριμνες, τὰ παιχνίδια, τοὺς ἔρωτες…Ἀλλὰ δυστυχῶς σήμερα, καὶ τὴν ὥρα ἐκεί-νη ποὺ φωνάζει αὐτὰ ἡ Ἐκκλησία, ἀμφιβάλλω ἂν ὑπάρχουν Χριστιανοὶ ποὺ οἱ καρδιές τους ἀφήνουν τὰ ἐπίγεια καὶ κάνουν φτερὰ νὰ πετάξουν κοντὰ στὸ Θεό. Γι᾿ αὐτὸ ὁ νέος αὐτός,ποὺ ζητοῦσε πῶς νὰ κληρονομήσῃ τὴν αἰώνια ζωή, εἶνε ἀξιοθαύμαστος. Σήμερα, στὰ κατηραμένα αὐτὰ χρόνια τῆς ἀπιστίας, ποιές καρδιὲς νιώθουν τὸ «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας»;
Εἴμαστε σὰν τὰ βατράχια μέσα σὲ βρωμερὰ καὶ ἀκάθαρτα τενάγη, σὰν τὰ σκουλήκια ποὺ τρῶνε λάσπη. Πολλοὶ σοῦ λένε· Ἄκου ᾿κεῖ, στὸν αἰῶνα αὐτό, νὰ ὑπάρχουν παπᾶδες, ἱεροκήρυκες καὶ κόσμος ποὺ πιστεύει σ᾿ ἄλλη ζωή. Ἐδῶ εἶνε ἡ κόλασι, ἐδῶ καὶ ὁ παράδεισος. Γλέντα, διασκέδαζε, δὲν ὑπάρχει τίποτ᾿ ἄλλο· μὲ τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη τελειώνουν ὅλα…Ἔτσι εἶνε; Δὲν εἶνε ἔτσι. Ἂς φωνάζουν ὅσο θέλουν.
Ὑπάρχει ἄλλος κόσμος . Πέρα ἀπὸτὴν ψεύτικη αὐτὴ ζωή, πέρα ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη αὐτὴ γῆ, πέρα ἀπὸ τὴ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα καὶ τοὺς γαλαξίες καὶ τοὺς Ὠρίωνες προχωρῆστε, πετάξτε– ὑπάρχει ἄλλη ζωή. Τίλόγια ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας! τὰ προσέξατε; «Αἰνεῖτε αὐτὸν οἱ οὐρανοὶ τῶν οὐρανῶν…» (Ψαλμ.148,4) . Τί σημαίνει αὐτό; Κι ἂν ὑποθέσουμε, ὅτιὁ ἄνθρωπος βρῇ τρόπο νὰ φτάσῃ στὴν τελευταία ἄκρη τοῦ σύμπαντος, ἐρωτοῦμε τοὺς ἀ-πίστους· πέρα ἀπὸ ᾿κεῖ τί ὑπάρχει; Ὑπάρχουνοἱ οὐρανοὶ τῶν οὐρανῶν. Αὐτὸς ποὺ βλέπουμε εἶνε ὁ ὑλικὸς οὐρανός. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε,ὅτι «ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται…» (Ματθ.24,35) . Αὐτὰ μιὰ μέρα θὰ σβήσουν· ἀλλὰ πέρα ἀπὸ τὸ ὑλικὸ σύμπαν ἁπλώνεται μιὰ ἄλλη πρα-γματικότης· ἡ αἰωνία ζωή, ὁ παράδεισος τοῦ Θεοῦ.
Ποιός μᾶς βεβαιώνει; Ἀνέβηκε κανεὶς ἐκεῖ;Ἀνέβηκε. Ὄχι ἀστροναύτης. Ἀνέβηκε πρῶτος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως λέμε στὸ «Πιστεύω»· «…καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανούς…» . Ποιός ἄλλος ἀνέβηκε; Ἡ Κυρία Θεοτόκος. Δὲν γιωρτάσαμε πρὸ ἡμερῶν τὴν Κοίμησί της; Ὁ ὕμνος λέει, ὅτι δὲν μπόρεσε ὁ τάφος καὶ τὸ χῶμα νὰ τὴν κρατήσουν, διότι ὁΧριστὸς τὴν ἀνέστησε καὶ τὴ μετέφερε στὴ ζωὴ τὴν αἰώνιο· «…Τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησε, ὡς γὰρ ζωῆς μητέρα πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον» (κοντάκ.) . Ποιός ἄλλος ἀνέβηκε ἐκεῖ; Ὕστερα ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία ἀνέβηκε ὁ κορυφαῖος τῶν ἀποστόλων, ὁ Παῦλος· ἡ ἁγία Γραφὴλέει, ὅτι «ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον» · τὸνπῆραν ἀγγελικὲς φτεροῦγες καὶ τὸν πῆγαν στὸν «τρίτον οὐρανόν» (Β΄ Κορ. 12,2-4) , κ᾿ ἐκεῖ ἄκουσελόγια ποὺ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ τὰ πῇ. Ὦ παράδεισε, ὦ αἰωνία ζωή! Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο τῶν πνευμάτων, τὸν ἄϋλο καὶ ἀθάνατο,μᾶς καλεῖ σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.
Τὸν πιστεύουμε; Στὰ παλαιὰ τὰ χρόνια οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶχαν ῥαδιόφωνα, δὲν εἶχαν πανεπιστήμια, εἶχαν ὅμως πίστι ζωντανή. Τώρα στὶς γιορτὲς λέμε «χρόνια πολλά». Τότε ἡ εὐχή τους ἦταν «καλὸν παράδεισο». Ποιός τὸ λέει τώρα; Οὔτε παπᾶδες οὔτε δεσποτάδες οὔτε καλόγηροι.Μὰ τί εἶνε αὐτὸς ὁ παράδεισος;
Ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸ ρωτᾶτε; Θά ᾿πρεπε νά ᾿χω φτερὰκαὶ γλῶσσα ἀγγέλου καὶ ἀρχαγγέλου καὶ ἀποστόλου Παύλου, νὰ πετάξω στοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ σᾶς περιγράψω τί εἶνε ὁ παράδεισος. Τί εἶνε παράδεισος; Ἐκεῖ στὸν τρίτο οὐρανὸ εἶνε ὁ ἥλιος ὁ πνευματικός, ἡ τρισήλιος Θεότης,Πατὴρ Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα· εἶνε ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, τὰ χερουβὶμ καὶ σεραφίμ· εἶνε τὰ πνεύματα τὰ ἄυλα, οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων· ἐκεῖ ἄνθος ἀμάραντο εἶνε ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος.Ἕνας εὐλαβής, ὁ ὁποῖος ἀγαποῦσε πολὺ τὴν Παναγία, ἔλεγε· Θεέ μου, ἀξίωσέ με μιὰ στιγμὴ νὰ βρεθῶ στὸν παράδεισο καὶ νὰ δῶ τὴν Παναγία. Ἄκουσε ὁ Θεὸς τὴν προσευχή τουκαὶ μιὰ νύχτα τὸν παίρνουν πράγματι φτεροῦγες ἀγγέλων καὶ τὸν φέρνουν στὸν οὐρανό·καὶ εἶδε τὴν Παναγία νὰ λάμπῃ… Τὸ πρωί, ἀπὸ τὴ μεγάλη λάμψι ποὺ ἀντίκρυσε, εἶχε χάσει τὸ ἕνα του μάτι. Ἦταν ὅμως τόση ἡ χαρά του,ποὺ εἶπε· Χριστέ μου, δός μου νὰ ξαναδῶ τὴν Παναγία στὸν οὐρανό, κι ἂς χάσω καὶ τὸ ἄλλομάτι μου. Καὶ πράγματι ξαναεῖδε τὴν Παναγία.Ἀλλὰ δὲν ἔχασε καὶ τὸ ἄλλο του μάτι· ἡ Παναγία, ἀμείβοντας τὴν πίστι καὶ τὴν ἀγάπη του,τοῦ ἔδωσε πάλι καὶ τὸ ἄλλο μάτι.Τέτοια εἶνε ἡ αἰώνιος ζωή, ἡ θέα τῶν οὐρανίων, ἡ θεωρία τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων.
Ὑπάρχει αἰώνιος ζωή . Αὐτὸ μᾶς λέει τὸ εὐαγγέλιο. Ἂν πλησίαζε τὸ Χριστὸ κανένας νέοςσημερινός, ποὺ ἔμαθε μερικὰ γράμματα, δὲνθὰ ρωτοῦσε «Τί νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνιο ζωή;», ἀλλὰ θὰ ἔλεγε· Ὑπάρχει ἆραγε ἄλλη ζωή; Ὁ νέος ὅμως τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου δὲν τὸ ἀμφισβητεῖ· αὐτὸς ἐρωτᾷ, μὲ ποιό τρόπο θὰ κληρονομήσῃ τὴν αἰώνιο ζωή.
Ἄν, ἀδελφοί μου, ζητᾶτε κ᾿ ἐσεῖς τὸ ἴδιο, θὰσᾶς δώσω τώρα ἕνα χρυσὸ κλειδί, φτειαγμένο ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ· ἂν θέλετε, τὸ παίρνετε. Ἐλᾶτε λοιπὸν κοντὰ στὸ Χριστὸ ὅλοι,πλούσιοι καὶ φτωχοί, μικροὶ καὶ μεγάλοι, καὶπάρτε ἀπὸ τὰ ματωμένα χέρια του τὸ κλειδὶ ποὺ ἀνοίγει ὄχι σπίτια καὶ πολυκατοικίες, ἀλλὰ τὰ παλάτια τοῦ οὐρανοῦ. Ποιό εἶνε τὸ κλειδὶ αὐτό;
Εἶνε ἡ πίστις, νὰ πιστέψῃς. Τί νὰ πι-στέψῃς; σὲ γυναῖκες, σὲ λεπτά, σὲ δόξες, σὲ κόμματα, σὲ θεωρίες; Αὐτὰ εἶνε ματαιότητες.Νὰ πιστέψῃς βαθειὰ καὶ ἀκλόνητα καὶ τὴν πίστι σου νὰ μὴ μπορῇ νὰ τὴν κλονίσῃ κανένας διάβολος. Νὰ πιστέψῃς, ὅτι κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα ἱκανὸ νὰ μᾶς σώσῃ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας. Αὐτὸς εἶνε τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα. Αὐτὸς κρατᾷ στὰ χέρια του τὴν πλάσι ὅλη. Αὐτὸς κρατᾷ τὰ κλειδιὰ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Αὐτὸς εἶνε ὁΘεός. Τὸ φωνάζουν τὰ ἄστρα, τὸ φωνάζουντὰ ποτάμια, οἱ πέτρες, ἄγγελοι, δαίμονες, τὰπάντα. Κι ἂν ἐμεῖς τὰ σκουλήκια τῆς γῆς δὲν ὁμολογήσουμε ὅτι εἶνε Θεός, κι ἂν ἐμεῖς σιωπήσουμε, καὶ «οἱ λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. 19,40) , ὅτι «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Χαλανδρίου - Ἀθηνῶν τὴν 20-8-1961.), Ζωηφόρος