«Ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς»(Ματθ. 4,16 = Ἠσ. 9,2)
Ἐκεῖ, ἀγαπητοί μου, ποὺ σβήνει ἕνα ἀστέρι, ἐκεῖ ὁ Θεὸς ἀνάβει ἕναν ἥλιο. Αὐτὸ δὲν γίνεται κάθε πρωὶ στὸν φυσικὸ οὐρανό; Τελευταῖο λαμπρὸ ἀστέρι ποὺ φαίνεται στὴν ἀνατολὴ εἶνε ὁ αὐγερινός· σὲ λίγο ὅμως, μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου, τὸ φῶς τοῦ αὐγερινοῦ σβήνει, γιατὶ τὸ καλύπτει ὁ ἥλιος μὲ τὸ ἀσυγκρίτως ἰσχυρότερο φῶς του. Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ βλέπουμε στὸν φυσικὸ οὐρανὸ εἶνε μιὰ εἰκόνα, γιὰ νὰ ἐννοήσουμε καὶ αἰσθανθοῦμε αὐτὰ ποὺ παρατηροῦμε τώρα στὸν πνευματικὸ οὐρανὸ μὲ τὶς ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀστέρι λαμπρό, αὐγερινὸς ποὺ προμήνυε τὴν ἀνατολή, ἦταν ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος· καὶ ἥλιος ὁ Χριστός. Τὸ ἀστέρι, ὁ Ἰωάννης, ἀφοῦ ὡλοκλήρωσε κανονικὰ τὴν τροχιά του, ἀφοῦ φώτισε τὸν ὁρίζοντα τῆς γενεᾶς του μὲ τὰ ἀφυπνιστικὰ κηρύγματά του κι ἀφοῦ προετοίμασε κάθε καλοπροαίρετη ψυχὴ μὲ τὸ «βάπτισμα μετανοίας» (Μᾶρκ. 1,4. Λουκ. 3,3) στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνου, ἔσβησε. Ἔσβησε μέσα στὴ φυλακή, ποὺ τὸν εἶχε ῥίξει ἡ κακία τοῦ Ἡρῴδου.
Ἀλλὰ τὴν ὥρα ποὺ ὁ Πρόδρομος βασίλευε σὰν ἀστέρι ἐδῶ στὴ γῆ γιὰ ν᾽ ἀνατείλῃ καὶ νὰ πάρῃ τὴ θέσι του στὸν οὐράνιο πλέον κόσμο, τότε ἀκριβῶς στὸν ὁρίζοντα τοῦ κόσμου παρουσιάζεται ὁ Χριστός· ἀνατέλλει σὰν ὁλόλαμπρος Ἥλιος, ποὺ φωτίζει, θερμαίνει καὶ ζωογονεῖ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.
Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ ἀρχίζει ὁ δημόσιος βίος καὶ τὸ κοσμοσωτήριο ἔργο τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ διαρκέσῃ τρισήμισυ χρόνια καὶ θὰ κλείσῃ μὲ τὸν σταυρικὸ θάνατο καὶ τὴν ἔνδοξη ἀνάστασί του. Ἀφήνει λοιπὸν τώρα τὸ χωριό του, τὴ μικρὴ Ναζαρέτ, καὶ τὸν ἰδιωτικὸ βίο τοῦ ἀσήμου ἐργάτου, γιὰ νὰ κατεβῇ στὸ κέντρο, στὴν πρωτεύουσα τῆς περιοχῆς, τὴν Καπερναούμ. Αὐτὸ λέει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο· «Ἀκούσας ὁ Ἰησοῦς ὅτι Ἰωάννης παρεδόθη (στὴ φυλακὴ ἐννοεῖται), ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ καταλιπὼν τὴν Ναζαρὲτ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν…» (Ματθ. 4,12-13).
Οἱ πρῶτες - πρῶτες χρυσὲς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου Χριστοῦ ἔπεσαν στὴ Γαλιλαία. Καὶ πρώτη πόλις ποὺ ἄκουσε τὸ κήρυγμά του εἶνε ἡ Καπερναούμ, μιὰ πόλις ποὺ βρίσκεται στὴν παραλία τῆς λίμνης Τιβεριάδος.
* * *
Ὦ Καπερναούμ, σὲ μακαρίζω. Στοὺς δρόμους σου περπάτησε ὁ Διδάσκαλος τοῦ κόσμου. Οἱ κάτοικοί σου ἄκουσαν τὰ θεϊκά του λόγια. Οἱ ἀσθενεῖς σου θεραπεύθηκαν ἀπὸ τὸν Ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων. Σὲ ζηλεύω, Καπερναούμ· εἶδες καὶ ἄκουσες μεγαλεῖα, ποὺ δὲν ἀξιώθηκαν νὰ γνωρίσουν οὔτε οἱ μεγαλύτερες καὶ ἐνδοξότερες πόλεις τοῦ κόσμου. Σὲ ζηλεύω καὶ σὲ μακαρίζω.
Ἀλλὰ τί εἶμαι ἐγώ; πολὺ πρὶν ἀπὸ ἐμένα σὲ μακάρισε ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ὁ ὁποῖος ὀκτακόσα χρόνια προτοῦ νὰ γεννηθῇ ὁ Χριστός, εἶδε, προφήτευσε καὶ εἶπε, ὅτι στὴν πόλι αὐτὴ καὶ στὴν εὐρύτερη περιοχή της θ᾽ ἀνέτελλε «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω. 8,12). Καὶ νά τώρα ἡ προφητεία τοῦ Ἠσαΐα πραγματοποιεῖται· «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» ἀνέτειλε· ὁ λαὸς ποὺ ζοῦσε μέσα στὸ πνευματικὸ σκοτάδι ἄνοιξε τὰ μάτια του καὶ εἶδε τὸ μέγα φῶς, καὶ γι᾽ αὐτοὺς ποὺ κάθονταν κάτω ἀπ᾽ τὴ σκιὰ τοῦ αἰωνίου θανάτου ἀνέτειλε γι᾽ αὐτοὺς φῶς αἰωνίου ζωῆς· «Ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς» (Ματθ. 4,16 = Ἠσ. 9,2).
Φῶς εἶνε ὁ Χριστός. Φῶς ἡ διδασκαλία του. Φῶς ἡ ζωή του. Φῶς τὰ θαύματά του. Φῶς ὁ σταυρός του. Φῶς ἡ ἀνάστασί του. Φῶς ἡ Ἐκκλησία του. Ἥλιος, ποὺ λάμπει στὰ μάτια τῶν πιστῶν. Ἥλιος, ποὺ θὰ λάμψῃ ἀκόμη περισσότερο, χιλιάδες φορὲς πιὸ δυνατά, τὴν ἡμέρα τῆς Δευτέρας παρουσίας του. Τέτοιος ἥλιος εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Ἐδῶ ὅμως, ἀγαπητοί μου, παρατηρεῖται κάτι τραγικό. Ἐνῷ ὁ Χριστὸς ἦρθε, ἐνῷ «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» ἔλαμψε καὶ ἡ θέρμη του ζεσταίνει τὶς καρδιές, στὴ γῆ μας ὑπάρχει ἀκόμα σκοτάδι καὶ παγωνιά. Κι ὅταν λέμε σκοτάδι καὶ παγωνιὰ δὲν ἐννοοῦμε τὸ φυσικὸ σκοτάδι τῆς νύχτας καὶ τοὺς πάγους τοῦ Βορείου Πόλου· ἐννοοῦμε τὴν ἁμαρτία. Αὐτὴ εἶνε ἡ νύχτα τοῦ διαβόλου, αὐτὴ εἶνε τὸ χειρότερο σκοτάδι, ἡ σκοτεινιὰ τοῦ θανάτου.
Μέσα στὸ σκοτάδι αὐτὸ ὁ ἕνας δὲν διακρίνει τὸν ἄλλο, οὔτε βλέπει τί εἶνε ἐμπρός του. Συνέβη κάποτε μέσα σὲ βαθὺ σκοτάδι ἕνας ἀδελφὸς νὰ σκοτώσῃ τὸν ἀδελφό του, γιατὶ δὲν τὸν διέκρινε· συνέβη ἄλλος νὰ πέσῃ σὲ λάκκο, μέσα σὲ πηγάδι, γιατὶ δὲν ἔβλεπε. Ἔτσι σήμερα ὁ σατανᾶς σκόρπισε τόσο σκοτάδι στὸν κόσμο, ὥστε δὲν ξέρουν τί κάνουν. Πολεμοῦν, χτυποῦν, φονεύουν, ἐξοντώνουν μὲ τὸν ἀγριώτερο τρόπο τοὺς ἄλλους, σὰν οἱ ἄλλοι νὰ μὴν εἶνε ἄνθρωποι, σὰν νὰ μὴν εἶνε Χριστιανοί, ἀδελφοὶ ποὺ πιστεύουν στὸν ἴδιο Κύριο καὶ ἔχουν τὴν ἴδια πίστι. Πέφτουν μέσα σὲ λάκκους, σὲ παγίδες, ποὺ ὁ πονηρὸς ἔχει ἀνοίξει σὲ κάθε βῆμα· λάκκους χειρότερους ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἔρριξαν κάποτε τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ τὸν ἀδελφό τους τὸν Ἰωσήφ (βλ. Γέν. 37,20-24).
Λάκκοι χειρότεροι ἀπὸ τὸ λάκκο ἐκεῖνον εἶνε τὰ διάφορα ἁμαρτήματα. Καὶ στοὺς «λάκκους» αὐτοὺς βρίσκονται παγιδευμένοι ὄχι ἕνας καὶ δύο ἀλλὰ ἀμέτρητοι ἄνθρωποι· γιατὶ δὲν ἔχουν φῶς, ἀλλὰ βαδίζουν στὸ σκοτάδι.
Σκοτάδι στὴ γῆ. Ἀλλὰ καὶ παγωνιά. Ὅπως τὰ σημεῖα ἐκεῖνα τῆς γῆς ποὺ δὲν τὰ βλέπει ὁ ἥλιος μένουν παγωμένα, ἔτσι καὶ οἱ καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων εἶνε Βόρειος Πόλος. Δὲν νιώθουν μέσα τους ἀγάπη, δὲν συμπαθοῦν, δὲν συμπονοῦν στὰ παθήματα τῶν ἄλλων. Ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ ποὺ ὅταν μάθουν ὅτι ὁ ἀντίπαλος δυστυχεῖ χαίρονται. Ἡ δυστυχία τοῦ ἄλλου γίνεται χαρά, ἡ καταστροφή του εὐτυχία τους· «ὁ θάνατός σου ζωή μου». Ποτέ ἄλλοτε οἱ καρδιὲς δὲν ἦταν τόσο χαιρέκακες ὅσο τὴν περίοδο αὐτή. Τὸ μῖσος σὰν ἄγριος βοριᾶς τοῦ χειμώνα ἔχει μαράνει ὅλα τὰ λουλούδια τῆς ἀγάπης· ἔχει παγώσει τὶς καρδιές.
Ἡ οἰκογένεια, ὁ χῶρος ὅπου ἔπρεπε νὰ ὑπάρχῃ ἡ ἀγάπη τοῦ οὐρανοῦ, σήμερα πολὺ συχνὰ γίνεται χῶρος ὅπου ἀναπτύσσεται μῖσος, τὸ ὁποῖο καὶ τὴν ὁδηγεῖ ἐν τέλει σὲ διάλυσι. Ὁ ἄντρας ἔπαψε πιὰ νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά του, ἀλλὰ καὶ ἡ γυναίκα ἔπαψε νὰ ἀγαπᾷ τὸν ἄντρα μὲ τὴν ἀγάπη ἐκείνη ποὺ κάποτε τοὺς ἔκανε νὰ θυσιάζωνται ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο καὶ οἱ δυὸ γιὰ τὰ παιδιά. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὰ παιδιὰ μεγαλώνουν ἔτσι καὶ γίνονται ψυχρὰ καὶ ἀδιάφορα γιὰ τοὺς γονεῖς. Μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ σκυλιὰ παρὰ γιὰ τοὺς γονεῖς. Φωνάζει τὸ σκυλὶ καὶ ἡ οἰκοδέσποινα τοῦ δίνει κάτι νὰ φάῃ· φωνάζει ἡ πεθερά, χτυπάει τὴν πόρτα καὶ ζητάει βοήθεια, καὶ τὴν κλείνει ἔξω, δὲν τῆς λέει οὔτε καλημέρα.
Ὁ Χριστὸς καὶ πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρὸ θυμήθηκε τὴν παναγία Μητέρα του καὶ φρόντισε νὰ τὴν παραδώσῃ στὸν ἀγαπημένο μαθητή του τὸν Ἰωάννη λέγοντάς τους· «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου… Ἰδού ἡ μήτηρ σου» (Ἰω. 19,26-27). Οἱ σημερινοὶ χριστιανοί; Πάγωσε ἡ καρδιά τους.
Γιατί τόσο σκοτάδι, τόση κακία, τόση ἀσπλαχνία, τόση παγωνιά; Μία ἡ ἀπάντησις, ἀγαπητοί μου· φύγαμε μακριὰ ἀπὸ τὸ Χριστό. Δὲν εἴπαμε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω. 8,12), ὁ ἥλιος τῶν ψυχῶν; Ἔ, ὅπου δὲν πέφτει ὁ ἥλιος τί συμβαίνει; Ἁπλώνεται σκοτάδι καὶ παγωνιά, παγώνουν ὅλα· πηγές, ποτάμια, λίμνες καὶ θάλασσες ἀκόμη. Καὶ ὅλα τὰ καίει ἡ παγωνιά, νεκρώνουν τὰ πάντα. Λοιπὸν αὐτὸ ἔγινε. Σβήσαμε μέσα ἀπ᾽ τὶς ψυχές μας τὸ Χριστό, τὸν ἥλιο τῆς ἀληθείας, γι᾽ αὐτὸ ἐπικρατεῖ τόση πλάνη· σβήσαμε τὸ Χριστό, τὸν ἥλιο τῆς ἀγάπης, γι᾽ αὐτὸ κυριαρχεῖ τὸ μῖσος· σβήσαμε τὸ Χριστό, τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, γι᾽ αὐτὸ βασιλεύει ἡ ἀνομία καὶ ἡ ἀδικία.
* * *
Ἀδελφοί μου! Ἂν θέλουμε νὰ λάμψῃ πάλι ἡ ἀλήθεια, ἂν θέλουμε ἡ ἀγάπη νὰ θερμάνῃ πάλι τὶς καρδιές, ἂν θέλουμε νὰ ἐπικρατήσῃ ἡ δικαιοσύνη, νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ Χριστό. Αὐτὸς θὰ διαλύσῃ τὰ σκοτάδια τοῦ νοῦ μας, θὰ λειώσῃ τοὺς πάγους τῆς καρδιᾶς μας, θὰ κάνῃ νὰ φυτρώσουν τὰ ἄνθη τῆς ἀρετῆς.
Μέσα σ᾽ αὐτὲς τὶς πονηρὲς ἡμέρες μας καὶ σ᾽ αὐτὴ τὴ μοιχαλίδα γενεά μας, ἐμεῖς ἂς ζητήσουμε τὸ Χριστό, γιὰ ν᾽ ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος του πάλι καὶ σ᾽ ἐμᾶς. Καὶ τότε θὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς στὴν ψυχή μας αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Ἠσαΐας στὴν προφητεία του γιὰ τὸ λαὸ ἐκεῖνον·
Ψυχή μου! ἀρκετὰ κάθησες μέσα στὸ σκοτάδι καὶ σὲ πάγωσε τὸ μῖσος. Ξύπνα τώρα καὶ κοίταξε τὸν Ἥλιο. Αὐτὸς θὰ σὲ φωτίσῃ, θὰ σὲ θερμάνῃ, θὰ σὲ ζωογονήσῃ, θὰ κάνῃ κ᾽ ἐσένα ἕναν μικρὸ ἥλιο, ἄξιο νὰ λάμψῃ μετὰ τῶν ἁγίων καὶ τῶν ἀγγέλων στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, τῆς ὁποίας εἴθε ν᾽ ἀξιωθοῦμε· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας καὶ πιθανῶς τὴν 8-1-1939. Ἀνάγνωσις, μεταφορὰ σὲ ἁπλῆ γλῶσσα, στοιχειοθεσία καὶ ἀναπλήρωσις 11-12-2019.), Ακτίνες