Ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, στὸν ἱερὸ ναὸ παρουσιάζομαι ἐνώπιον τῆς ἀγάπης σας καὶ θὰσᾶς παρακαλέσω νὰ κάνετε ὑπομονή, γιὰ ν ̓ ἀκούσετε λίγες ταπεινὲς σκέψεις ἐπάνω στὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο, ποὺ διηγεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα θαύματα τοῦ Κυρίουἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ θαῦμα τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ.
Ἀκούγοντας κανεὶς τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ ἴσως πῇ· Δόξα σοι, ὁ Θεός, ἐγὼ ἔχω μάτια καὶ βλέπω· τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο δὲν εἶνε γιὰ ̓κείνους ποὺ βλέπουν, εἶνε γιὰ ̓κείνους ποὺ δὲν βλέπουν, γιὰ τοὺς τυφλούς... Τὸ Εὐαγγέλιο ὅμως εἶνε γιὰ ὅλους. Ἀκούγον τας οἱ τυφλοὶ τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ πράγμα τι παρηγοροῦνται·αἰσθάνονται ὅτι, καὶ ἂν ἀκόμη ὅλοι τοὺς ἐγκαταλείψουν, ὑπάρχει ἕνας ποὺ τοὺς ἀγαπᾷ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ δείχνει τὴν ἀγάπη, ποὺ ἔχει ὁ Κύριος στὰ δυστυχισμένα πλάσματα καὶ μάλιστα σ ̓ αὐτοὺς ποὺ στερήθηκαν τὸ φῶς τους. Τί στοργὴ εἶχε ὁ Χριστὸς στοὺς τυφλούς! Μακάρι νὰ εἴχαμε κ ̓ ἐμεῖς λίγη ἀπὸ τὴν ἀγάπη αὐτή...
–Μά, θὰ μοῦ πῆτε, ἐμεῖς δὲν ἔχουμε τὴ δύναμι νὰ δώσουμε τὸ φῶς στοὺς τυφλούς... Ναί, νὰ τοὺς δώσουμε μάτια δὲν μποροῦμε βέ βαια· μποροῦμε ὅμως νὰ κάνουμε κάτι ἄλλο γι ̓ αὐτούς, νὰ τοὺς προσ φέρουμε κάποια ἄλλη βοήθεια.
Καὶ ὑπάρχουν πολλοὶ τυφλοί, χιλιάδες, στὴνπατρίδα μας·τυφλοὶ ἐκ γενετῆς, τυφλοὶ ἀπὸ ἀσθένειες, τυφλοὶ ἀπὸ δυστυχήματα. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ τυφλοὶ ἥρωες, ποὺ ἔχασαν τὸ φῶς τους γιὰ ἕνα μεγάλο καὶ ὑψηλὸ σκοπό. Ἦταν παλληκάρια, στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας τους –γνώρισα τέτοια παιδιά, 22 - 23 ἐτῶν– ποὺ εἶχαν μάτια ἀετοῦ, ἔβλεπαν ἀπ ̓ τὴ μιὰ ῥάχη ὣς τὴν ἄλλη. Ἀλλὰ μιὰ μέρα ἀκούστηκε ὅτι ἡ πατρίδα κινδυνεύει, ἔγινε ἐπιστράτευσι· καθένας ἀπὸ αὐτοὺς ἄφησε τὸ ἀλέτρι ἢ τὴ φλογέρα ἢ τὸ ἐργοστάσιο, κι ἀνέβηκαν στὰ ψηλὰ χιονισμένα βουνά, κ ̓ ἐκεῖ εἶπαν τὸ «Ὄχι!» στοὺς ἐπιδρομεῖς. Πολέμησαν σὰν λιοντάρια· καὶ πάνω σὲ μιὰ ἔκρηξι ἔχασαν τὸ φῶς τους, ἔμειναν τυφλοί. Ἥρωες, ποὺ τυφλώθηκαν γιὰ νὰ δῇ φῶς τὸ ἔθνος. Καὶ τί ἔκανε τὸ ἔθνος γι ̓ αὐ τούς, τί τοὺς δίνει; Ψίχουλα. Ἄχ, κράτος ἁμαρτωλό, ποὺ μὲ τὸ φτυάρι δίνεις τὰ χρήματα σὲ σκοποὺς ἀμφιβόλου ἀξίας καὶ στὰ παιδιὰ αὐτὰ δίνεις ψίχουλα!...
Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν εἶχα σκοπὸ νὰ μιλήσω γιὰ τοὺς ἥρωες τυφλούς, οὔτε γιὰ τοὺς ἄλλους ποὺ ἔχασαν τὸ φῶς τους. Θέλω νὰ τονίσω κάτι ἄλλο· ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς τυφλοὺς αὐτοὺς ὑπάρχουν καὶ κάποιοι ἄλλοι. Τί τὸ ὄφελος νὰ ἔχουμε τὰ μάτια; Τέτοια μάτια ἔχουν καὶ τὰ ζῷα, βλέπουν μάλιστα καλύτερα ἀπὸ μᾶς. Τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ μάτια αὐτά, ἅμα δὲν ἔχῃς τὰ ἄλλα μάτια, μὲτὰ ὁποῖα μπορεῖς νὰ δῇς ὄχι τὸν ὑλικὸ κόσμο ἀλλὰ τὸν ἀόρατο πνευματικὸ κόσμο; Δὲν ὑπάρχουν δηλαδὴ τυφλοὶ μόνο κατὰ τὸ σῶμα·ὑπάρχουν τυφλοὶ καὶ κατὰ τὸ πνεῦμα, καὶ γι ̓ αὐτοὺς θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ πῶ λίγες λέξεις.
* * *
Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο τὸ φυσικὸ φῶς, τὸν ἥλιο, ἔδωσε ἀκόμη καὶ τὸ νοητὸ φῶς· τὸ δὲ νοητὸ φῶς εἶνε ἡ διάνοια, ὁ νοῦς, τὸ ἐξαιρετικὸ αὐτὸ προνόμιο ποὺ ἔ χει ὁἄνθρωπος. Μὲ τὴ δύναμι τοῦ νοῦ, τὴ δύνα μι τῆςσκέψεως, ὁ ἄνθρωπος ξεχωρίζει ἀπ ̓ ὅλα τὰ ἄλλα ὄντα. Γίνεται ἀστρονόμος, μαθηματικός,γιατρός, ἐφευρέτης μεγάλων ἀνακαλύψεων.Μὲ τὴ δύναμι τοῦ νοῦ εἶνε εἰς θέσιν νὰ διακρίνῃ τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὸ ψέμα, τὴν ἀρετὴ ἀπὸτὴν κακία, τὴν εὐσέβεια ἀπὸ τὴν ἀσέβεια.
Ὁ Θεὸς εἶπε·Ἄνθρωπε, μπροστά σου ἔβαλα τὴ φωτιὰ καὶ τὸ νερό, ἅπλωσε τὸ χέρι σουὅπου θέλεις·ἂν τ ̓ ἁπλώσῃς στὴ φωτιὰ θὰ καῇς, ἂν τ ̓ ἁπλώσῃς στὸ νερὸ θὰ δροσιστῇς·διάλεξε καὶ πάρε(βλ. Δευτ. 30,19. Σ. Σειρ. 15,16). Ἐν τούτοις ὁ ἄνθρωπος, ἐνῷ προικίστηκε μὲ νοῦ καὶ διάκρι σι,σκοτίστηκε καὶ δὲν διακρίνει·πέφτει μέσ ̓ στὴφωτιὰ καὶ καίγεται. Περίεργα πράγματα, μόνο τρελλὸς ἢ δαιμονισμένος θὰ τό ̓κανε αὐτό.Μὰ εἶνε, θὰ πῆτε, τόσο τυφλὸς στὴν ψυχή, ὥστε νὰ μὴ διακρίνῃ τὸ γκρεμό, τὴν ἄβυσσο, τὴφω τιά, τὴν κόλασι; Καὶ ὅμως!... Θέλετε παραδείγματα; Θὰ σᾶς πῶ μερικὰ καὶ θὰ τελειώσω.
● Νούμερο ἕνα, αὐτὸς ποὺ τὸν τυφλώνει ἡ φιληδονία. Μπορεῖ νὰ ἔβγαλε σχολεῖα καὶ πανεπιστήμια, νὰ πῆρε διπλώματα καὶ νὰ ἔμαθε γλῶσσες, μπορεῖ νὰ ἔχῃ τηλεσκόπια καὶ νὰ βλέπῃ τὰ ἄστρα σὲ ἰλιγγιώδεις ἀποστάσεις, καὶ ὅμως, αὐτὸς ὁ σοφός,μπλέκει ξαφνικὰ στὰ δίχτυα μιᾶς πονηρῆς γυναίκας, ἑνὸς αἰ σχροῦ ἔρωτος, καὶ τὸν βλέπεις νὰ πέφτῃ σὰν τυφλὸςστὸ χάος παρανόμων σχέσεων. –Ὄχι, παιδί μου,λέει ἡ ἀγράμματη μάνα, θὰ καταστραφῇς αὐτοῦ ποὺ πᾷς. Ὄχι! τοῦ λένε φίλοι, ὄχι! φωνάζει τὸ χωριό, ὄχι! φωνάζει ἡ κοινωνία, ὄχι! φωνάζουν οἱ νόμοι, ὄχι! φωνάζει ὁ πνευματικός.Τίποτα·πέφτει στὸ χάος. Δὲν εἶνε λοιπὸν αὐτὸς τυφλός; δὲν τὸν τύφλωσε ἡ ἁμαρτία;
● Νούμερο δύο, αὐτὸς ποὺ τὸν τυφλώνει ἡ φιλαργυρία. Βλέπεις τὸν ἄλλον; Ἦταν κάποτε ἐποχὴ ποὺ δὲν εἶχε δραχμὴ στὴν τσέπη. Μὰ ἔ πειτα οἱ τσέπες του γέμισαν ἀπὸ χρήματα, καὶ ἔχει καταθέσεις, πλεούμενα, σπίτια, μέγαρα καὶἐπαύλεις. Τί νὰ τὸν κάνῃς ὅμως; Ἄνθρωποςδὲν εἶνε·ἡ φιλαργυρία ξερρίζωσε ἀπὸ μέσα τουτὸ εὐγενέστερο αἴσθημα, τὴ συμπάθεια καὶ εὐσπλαχνία. Καὶ τὸν βλέπεις νά ̓νε τόσο τυφλός, ὥστε ὅπως λέει ὁ λαὸς «δὲν δίνει νερὸ οὔτεστὸν ἄγγελό του». Εἶνε σὰν τὸν Ἰούδα πού, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία τὴ Μεγάλη Παρασκευή,«τυφλοῦται τῷ πάθει τῆς φιλαργυρίας, ἐκπίπτει τοῦ φωτὸς ὁ ἐσκοτισμένος»(ὄρθρ. ἀντίφ. δ ́).
● Θέλετε καὶ ἄλλον τυφλὸ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία; νά αὐτὸς ποὺ τὸν τυφλώνει τὸ μῖσος, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐκδικήσεως. Αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ λησμονήσῃ τὸ κακό, ἀλλὰ τὸ θυμᾶται σὰν τὴν καμήλα. Μισεῖ τὸ γείτονα, τὸ συνάδελφο, τὸν ξένο,τὸν δικό του, τὸ παιδί του, τὴ γυναῖκα ποὺ ἀγάπησε· πάνω στὸ θυμό του παίρνει μαχαίρι καὶ τὴσκοτώνει, κι ὅταν ἡ ἀστυνομία τὸν ρωτάει, –Τὴ γυναῖκα σου σκότωσες; ἀπαντᾷ·– Μὲ σκότισετὸ πάθος, ἤμουν τυφλὸς δὲν ἔβλεπα τί κάνω.
● Νά λοιπόν·τὸν ἕνα τὸν τύφλωσε ἡ φιληδονία, τὸν ἄλλον ἡ φιλαργυρία, τὸν ἄλλο τὸ μῖσος.Τὰ πάθη ὅμως, τὰ ἑωσφορικὰ πάθη, τυφλώνουνὄχι μόνο ἄτομα ἀλλὰ καὶ ἔθνη ὁλόκληρα. Ἔθνη μεγάλα καὶ θεωρούμενα πολιτισμένα, μὲ πανεπιστήμια καὶ ἀκαδημίες, ἔσπρωξαν τὴν ἀνθρωπότητα μέσ ̓ στὴ φωτιὰ τοῦ Πρώτου παγκοσμίου πολέμου καὶ μετὰ στὴ μεγαλύτερη φωτιὰ τοῦ Δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, καὶ μέσα ἀπὸ τὶς μποῦκες τῶν κανονιῶν, τῶν ἀεροπλάνων καὶ τῶν ὑποβρυχίων σκόρπισαν τὸν ὄλεθρο στὸν κόσμο. Καὶ ἑτοιμάζονται –μὴν ἀκοῦτε λόγια ἀπατηλά– νὰ ῥίξουν τὴν ἀνθρωπότητα στὴ φωτιὰ ἑνὸς ἄλλου πολέμου, τὸν ὁποῖον ἡ μὲν ἐπιστήμη ὀνομάζει πυρηνικό, ἡ δὲ Ἀποκάλυψις ὀνομάζει «Ἁρμαγεδῶνα»(Ἀπ. 16,16). Εἶνε λοιπὸν ἢ δὲν εἶνε τυφλοὶ οἱ διπλωμάτες καὶ στρατηγοὶ καὶ οἱ μεγάλοι ποὺ σπρώχνουν συνεχῶς τὴν ἀνθρωπότητα στὸ γκρεμὸ τῆς καταστροφῆς; «Τυφλὸς τυφλὸν ἐὰν ὁδηγῇ,ἀμ φότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Ματθ. 15,14).
● Ἀλλὰ προτοῦ νὰ τελειώσω θὰ σᾶς παρουσιάσω τὴν πιὸ μεγάλη τύφλωσι. Ποιά εἶν ̓ αὐτή; Εἶνε ἡ τύφλωσις ποὺ ὀνομάζεται ἀπιστία. Τὴν εἰκόνα τοῦ ἀπίστου ζωγραφίζει τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο. Τί λέει· μπροστὰ στοὺς ἄρχοντες ἔκανε ὁ Χριστὸς ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα θαύματα, δημιούργησε ἀπὸ πηλὸ βολβούς, ὀφθαλμούς. Καὶ πίστεψε ὁ ὄχλος, πίστεψαν οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ, πίστεψαν καὶ οἱ πέτρες. Ποιοί δὲν πίστεψαν·οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι. Τοὺς τύφλωσε ὁ διάβολος, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν νὰ πιστέψουν καὶ νὰ προσκυνήσουν τὸ Χριστό, ἀλλὰ προσπαθοῦσαν μὲ δικολαβίες καὶ σοφιστεῖες νὰ σκιάσουν τὸν Ἥλιο, ἀνίκανοι νὰ δοῦντὸ Φῶς ποὺ λάμπει στὸν κόσμο.
* * *
Ἀλλά, ἀδελφοί μου, καιρὸς νὰ στρέψουμετὸν λόγο πρὸς τὸν ἑαυτό μας. Διότι κ ̓ ἐμεῖς κατὰ κάποιο τρόπο εἴμαστε τυφλοί. Μέσα στὴν ἐκκλησία σὲ κάθε θεία λειτουργία γίνεται τὸμεγαλύτερο θαῦμα· πάνω στὴν ἁγία τράπεζατὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ γίνεται σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας! ἀπὸ τὸ ὁποῖο καλούμεθα ὅλοι νὰ κοινωνήσουμε. Νά τὸ θαῦμα. Τὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια οἱ ἄνθρωποι πίστευαν, ἔρχονταν στὴν ἐκκλησιὰ καὶ μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως ἔβλεπαν ἀγγέλους νὰ λειτουργοῦν μαζὶ μὲ τοὺς ἱερεῖς. Τί λέει τὸ ἀπολυτικίο τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος·«καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίαςσου εὐχὰς ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς σοι, ἱερώτατε». Ἐμεῖς, ἀλλοίμονο, γίναμε τυφλοὶ καὶ δὲν βλέπουμε.
Ἀδέρφια μου· ἡ ἁμαρτία τυφλώνει. Τί εἶνε ἡ ἁμαρτία; Δὲν εἶνε παντεσπάνι, δὲν εἶνε γλύκυσμα, δὲν εἶνε ἄρωμα·εἶνε καυστικὸ βιτριόλι.
Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεὸ ν ̓ ἀνοίξῃ τὰ μάτια μας νὰ δοῦμε τὸ φῶς τὸ πνευματικό, νὰπέ σουμε κ ̓ ἐμεῖς μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ νὰποῦ με μαζὶ μὲ τὸν Τυφλό «Πιστεύω, Κύριε»(Ἰω.9,38)! πιστεύω σὰν τὴ μά να μου, σὰν τοὺς προγόνους μου, σὰν τὸν Τυφλό·γονατίζω μπρο στάσου καὶ λέω «Πιστεύω, Κύριε». Καὶ νὰ προσκυνήσω μεν αὐτῷ, ᾧ ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: Ακτίνες