«Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι» (Πράξ. 2,2)
Εἶνε Πεντηκοστή, ἀγαπητοί μου. Οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι καὶ οἱ ὑπόλοιποι μαθηταὶ τοῦ Κυρίου τὴν ἡμέρα αὐτὴ βρίσκονται συγκεντρωμένοι στὸ ὑπερῷο, ἕνα εὐρύχωρο δωμάτιο – μιὰ μικρὴ αἴθουσα, στὸν ἐπάνω ὄροφο ἑνὸς σπιτιοῦ τῶν Ἰεροσολύμων.
Ἑνωμένοι μεταξύ τους μὲ τὴν ἀδελφικὴ ἀγάπη καὶ τὴν κοινὴ προσευχή, σὰν ἕνας ἄνθρωπος, ἀναπολοῦν μὲ ἀγαλλίασι τὸν γλυκὺ Διδάσκαλό τους, ποὺ πρὶν δέκα ἡμέρες ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς. Ζῶντας μέσα σὲ μιὰ θεϊκὴ ἀτμόσφαιρα, περιμένουν τὴν ἐκπλήρωσι τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή;
Ὁ Χριστὸς τὸ βράδυ τοῦ μυστικοῦ δείπνου τοὺς εἶπε ἐπανειλημμένως καὶ πολὺ καθαρά· Ἐγὼ θὰ παρακαλέσω τὸν οὐράνιο πατέρα «καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ᾽ ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν» (ἔ.ἀ. 14,16-17). Καὶ πάλι· «Ὅταν ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ» (Ἰω. 15,26). Καὶ πιὸ κάτω· «ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. 16,13). Καὶ ἀρκετὰ νωρίτερα ἀπὸ τὴ σταυρικὴ θυσία του τοὺς εἶχε προετοιμάσει· Ὅταν κάποτε λόγῳ τῆς πίστεώς σας σ᾽ ἐμένα θὰ σᾶς ὁδηγοῦν νὰ δικαστῆτε, μὴ μεριμνᾶτε τί θὰ πῆτε στὴν ἀπολογία σας, γιατὶ «τὸ ἅγιον Πνεῦμα» θὰ σᾶς διδάξῃ «ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἃ δεῖ εἰπεῖν» (Λουκ. 12,12). Καὶ ἄλλοτε πάλι τοὺς μίλησε «περὶ τοῦ πνεύματος» ποὺ θὰ ἔπαιρναν «οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν» (Ἰω. 7,39). Αὐτὰ τότε.
Καὶ μετὰ τὴν ἀνάστασί του ὁ Κύριος, στὸ διάστημα τῶν σαράντα ἡμερῶν ποὺ παρέμεινε ἀκόμη ἐπάνω στὴ γῆ, τοὺς εἶχε πεῖ κατ᾿ ἐπανάληψιν, νὰ μὴν ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα, ἀλλὰ νὰ περιμένουν «τὴν ἐπαγγελίαν (τὴν πραγματοποίησι δηλαδὴ τῆς ὑποσχέσεως) τοῦ πατρός», γιὰ τὴν ὁποία πολλὲς φορές, ὅπως εἴδαμε ἐδῶ, τοὺς εἶχε βεβαιώσει. Προσέθεσε μάλιστα τὴν ἑξῆς βαρυσήμαντη δήλωσι· «Ἰωάννης μὲν (ὁ Πρόδρομος) ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας» (Πράξ. 1,4-5).
Τώρα λοιπόν, δέκα μέρες μετὰ τὴν ἀνάληψι τοῦ Κυρίου, ἡ στιγμὴ ποὺ περίμεναν ἦρθε· τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο κατεβαίνει! Τὸ σπίτι ὅπου ἦταν συναθροισμένοι οἱ ἀπόστολοι μεταβάλλεται σὲ κολυμβήθρα, μέσα στὴν ὁποία δέχονται τὸ βάπτισμα ὅλοι. Καὶ τὰ ἀποτελέσματα τοῦ βαπτίσματος αὐτοῦ γίνονται ἀμέσως φανερά. Οἱ ἀπόστολοι μιλοῦν ὄχι πιὰ σὰν νήπια ἀλλὰ σὰν σοφοί, μυημένοι στὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ· ἀρχίζουν νὰ λένε λόγια ἀσυνήθιστα στὴ γῆ, θεϊκά, ὑπερφυσικά· νὰ «ἀποφθέγγωνται», ὅπως ψάλλει ὁ ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας, «ξένοις ῥήμασι, ξένοις δόγμασι, ξένοις διδάγμασι, τῆς ἁγίας Τριάδος» (αἶνοι Πεντηκ.).
Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο κατεβαίνει. Καὶ πῶς κατεβαίνει; «Ὥσπερ ἦχος φερομένης πνοῆς βιαίας» καὶ «ὡς γλῶσσαι πυρός». Ὁ ἱερὸς συγγραφεὺς τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων περιγράφει τὸ θεῖο γεγονὸς ὡς ἑξῆς. «Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος ἁγίου» (Πράξ. 2,2-4).
Ἀφήνοντας πρὸς τὸ παρὸν τὸ «γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός», ἂς ἐξετάσουμε σήμερα μὲ συντομία, γιατί τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο κατεβαίνει ὡς «βιαία πνοή», σὰν σφοδρὸς ἄνεμος.
* * *
Ἡ κάθοδος τοῦ παναγίου Πνεύματος, ἀγαπητοί μου, ὡς «βιαίας πνοῆς», σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἔρχεται νὰ φανερώσῃ στὸν κόσμο τὴ δύναμι καὶ τὴν ὁρμητικότητά του. Παρατηρῆστε τί γίνεται ὅταν φυσήξῃ δυνατὸς ἄνεμος. Ὅπως ἕνας τυφώνας ὅπου πνεύσῃ σαρώνει στὸ πέρασμά του ὅ,τι βρῇ κ᾽ ἔχει τὴ δύναμι νὰ παίρνῃ στέγες σπιτιῶν καὶ νὰ ξερριζώνῃ δέντρα, ἔτσι καὶ ἡ χάρις τοῦ παναγίου Πνεύματος, ὅταν πνεύσῃ σὲ ψυχὲς δεκτικές, ἔχει τὴ δύναμι νὰ ξερριζώνῃ τ᾽ ἁμαρτωλὰ πάθη, ποὺ σὰν τὰ γέρικα καὶ βαθύρριζα δέντρα τοῦ δάσους φαίνονται πανίσχυρα καὶ ἀνεκρίζωτα. Μπροστὰ στὴ δύναμι τῆς θείας χάριτος καὶ κάτω ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ παναγίου Πνεύματος τίποτε δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀντισταθῇ. Ὅταν ἡ θεία χάρις πνεύσῃ στὴν καρδιὰ τοῦ μετανοημένου ἁμαρτωλοῦ, ἂς ὑψώνωνται τὰ πάθη σὰν πανύψηλα δέντρα κι ἂς πιέζουν τ᾽ ἁμαρτήματα σὰν βουνὰ τὴν καρδιά· τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο θὰ τὰ παρασύρῃ σὰν ἄχυρα καὶ θὰ τὰ θάψῃ γιὰ πάντα στὸ πέλαγος τοῦ θεϊκοῦ ἐλέους.
Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο κατεβαίνει στὴν ἁμαρτωλὴ Γῆ σὰν «πνοὴ βιαία», γιὰ νὰ δηλωθῇ ἀκόμη καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς ἁγίους ἀποστόλους καὶ ὅλους τοὺς ἐργάτες τοῦ Κυρίου, ὅτι στὴν προέλασι τοῦ εὐαγγελίου καὶ τὴν ἐξόρμησι τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀνὰ τὰ ἔθνη καμμιά δύναμι δὲν θὰ μπορέσῃ ν᾽ ἀντισταθῇ. Τὸ κήρυγμα σὰν ζωογόνος πνοὴ θὰ εἰσχωρήσῃ παντοῦ καὶ θὰ φέρῃ τέτοια ψυχικὴ ἀνακούφισι, σὰν ἐκείνη ποὺ νιώθει κανεὶς ὅταν, ἐκεῖ ποὺ ἀσφυκτιᾷ ἀπὸ ἔλλειψι ἀέρος καὶ κινδυνεύει νὰ πεθάνῃ, ἔρχεται σ᾽ ἐπαφὴ μὲ ἕνα δροσερὸ καὶ ζωογόνο ῥεῦμα ἀέρος.
Ἀλλὰ θὰ πῇ κανείς· Ὁ κόσμος δὲν θά ᾽νε ὅλος δεκτικός. Ἀσφαλῶς θὰ ὑπάρχουν πάντοτε κ᾽ ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ἀρνηθοῦν τὴν εὐεργετικὴ πνοὴ τοῦ Παρακλήτου καὶ ἀπὸ συνειδητὴ ἐπιλογὴ καὶ ἠθελημένη κακία ὄχι μόνο θὰ κλείσουν ὅλους τοὺς ψυχικοὺς πόρους των, ὥστε νὰ μὴν αἰσθανθοῦν τὴν δροσοβόλο αὔρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ καὶ θὰ θελήσουν νὰ φέρουν προσκόμματα στὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας· τί θὰ γίνῃ λοιπὸν μ᾽ αὐτούς;
Θὰ πνεύσῃ, ἀγαπητοί μου, καὶ γι᾽ αὐτοὺς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ὡς «βιαία πνοή»· ἀλλὰ ἡ πνοὴ αὐτὴ δὲν θὰ εἶνε εὐεργετική, θὰ εἶνε τιμωρητική, θὰ εἶνε πνοὴ ποὺ θὰ τοὺς συνταράξῃ καὶ θὰ τοὺς λικμίσῃ. Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου θὰ πάρῃ τόση ὁρμὴ καὶ τέτοια ὀξύτητα, ὥστε θὰ ἐνεργήσῃ σὰν θύελλα καὶ σὰν ἀνεμοστρόβιλος· θὰ κατεδαφίσῃ τὰ σαθρὰ οἰκοδομήματα τῆς ἀπιστίας καὶ θὰ ἐξευτελίσῃ τὰ γελοῖα ὑποκείμενα ποὺ νόμισαν πὼς μποροῦν ν᾽ ἀνακόψουν τὴν προέλασι τοῦ «λευκοῦ ἵππου» τοῦ «λόγου τοῦ Θεοῦ», ποὺ «ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ» (Ἀπ. 6,1-2· 19,11-13).
Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο «ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰω. 3,8), ἡ πνοὴ καὶ ἡ κίνησί του εἶνε ἀσύλληπτη. Ἔχει μύριους τρόπους γιὰ νὰ διεισδύσῃ καὶ στὶς πιὸ μυστικὲς πτυχὲς τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ὥστε οἱ ἐχθροί του, ποὺ πάνω στὴ μανία τους φράζουν ὡρισμένα ἐξωτερικὰ παράθυρα τοῦ Χριστιανισμοῦ νομίζοντας πὼς ἔτσι ἐμποδίζουν τὴν πίστι νὰ ἐπιδρᾷ στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, φαίνονται κωμικοί. Ὤ, πόσο μικροὶ καὶ γελοῖοι ἀποδεικνύονται! Κλείνουν ἕνα παράθυρο, ἀλλὰ νά· ὅπου αὐτοὶ κλείνουν τὸ ἕνα παράθυρο, γιὰ νὰ μὴ εἰσέλθῃ τὸ ζωογόνο ῥεῦμα τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ ἡ χάρις τοῦ παναγίου Πνεύματος ἀνοίγει διάπλατα δέκα παράθυρα καὶ θύρες, ἀπ᾽ ὅπου μπαίνει τόσο ὁρμητικὴ ἡ δύναμι τοῦ Χριστοῦ, ὥστε βρισκόμαστε καὶ πάλι ἐμπρὸς στὸ θαῦμα τῆς Πεντηκοστῆς· «καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ (=ὅπου) ἦσαν καθήμενοι» (Πράξ. 2,2). Ναί! Θαυμάζουν οἱ ἄπιστοι τῶν ἡμερῶν μας πῶς παρ᾿ ὅλη τὴν ἀντίδρασί τους ὑπάρχουν οἰκογένειες, καὶ χωριά, καὶ πόλεις, ποὺ θρησκεύουν· θαυμάζουν καὶ ἀποροῦν, γιατὶ δὲν γνωρίζουν ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο πνέει στὶς καρδιὲς κατὰ τρόπο ἀόρατο καὶ μυστηριώδη.
* * *
Ὦ Πνεῦμα πανάγιο! σύ, τὸ τρίτο Πρόσωπο τῆς παναγίας Τριάδος· σύ, ποὺ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς «ὡς βιαία πνοὴ» κατέβηκες στὸ ὑπερῷο τῶν Ἰεροσολύμων καὶ ἐτέλεσες τὰ μεγάλα καὶ ὑπερφυσικὰ ἐκεῖνα γεγονότα τῆς Ἐκκλησίας μας· πνεῦσε, σὲ παρακαλοῦμε, καὶ στὶς δικές μας καρδιές. Πνεῦσε, γιὰ νὰ μᾶς δροσίσῃς· γιατὶ ζοῦμε ἐν μέσῳ «καμίνου ἑπταπλασίως καιομένης» (πρβλ. Δαν. 3,19,22), ποὺ πυρακτώνεται ἀπὸ τὴ φλόγα τῆς ἁμαρτίας. Πνεῦσε, γιὰ νὰ ξερριζώσῃς τὰ πάθη· γιατὶ ἡ ψυχή μας ἀναστενάζει κάτω ἀπὸ τὴ θανατηφόρο σκιὰ τῶν δέντρων τῆς ἁμαρτίας. Πνεῦσε μέσα στὴν Ἐκκλησία σου, γιὰ νὰ ἐξαφανιστοῦν τὰ ἕλη τῆς θρησκευτικῆς ἀδιαφορίας. Πνεῦσε καὶ μέσα στὴν ἀνθρωπότητα σὰν θύελλα, γιὰ νὰ «συντρίψῃς τοὺς ὑπεναντίους» καὶ νὰ τοὺς σκορπίσῃς «ὡσεὶ χνοῦν κατὰ πρόσωπον ἀνέμου» (πρβλ. Ἔξ. 15,7. Ψαλμ. 17,43), αὐτοὺς ποὺ πολεμοῦν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Πνεῦμα πανάγιο, σὲ παρακαλοῦμε, «ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλῖδος· καὶ σῶσον, Ἀγαθέ, τὰς ψυχὰς ἡμῶν» (δοξαστ. αἴν. Πεντηκ.)· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (1940 (16-6-1940 Μεσολόγγι γραπτὸ κήρυγμα) Ἡ «βιαία πνοή» (Πράξ. 2,2) ― περιοδικὸ «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς» τ. 244/16-6-1940, σσ. 75-76 «Κυριακὴ» 2197/2019 Ἡ «βιαία πνοή» (Πράξ. 2,2)), π. Αυγουστίνος Καντιώτης