«Καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με» (Ματθ. 14,30)
Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, γλῶσσες ποὺ δὲν λένε ποτέ «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Ὑπάρχουν γλῶσσες χειρότερες, ποὺ ὄχι μόνο δὲν λένε«Δόξα σοι, ὁ Θεός» ἀλλὰ καὶ γογγύζουν. Ὑπάρχουν γλῶσσες ἀκόμα χειρότερες, φαρμακερές, ποὺ βλαστημοῦν τὰ θεῖα καὶ τὰ ἱερά. Καὶ ὑπάρχουν τέλος γλῶσσες ποὺ φτάνουν στὸ σημεῖο νὰ λένε «Δὲν ὑπάρχει Θεός». Προτιμότερο νὰ μὴν ἔχουν γλῶσσες οἱ ἄνθρωποιἂν πρόκειται νὰ μιλοῦν ἔτσι. –Θεός, λένε, σήμερα; Θεὸ πιστεύουν ἀκόμα κάτι γριὲς καὶ κάτι γέροι. Θεὸς γιὰ μᾶς εἶνε τὸ χρῆμα - ὁ παντοδύναμος παρᾶς, θεὸς εἶνε ἡ ἐπιστήμη, ἡ λογική, θεὸς εἶνε ἡ δουλειὰ - τὰ μπράτσα μας…
Πότε τὰ λένε αὐτά; σὲ ἡμέρες ἀνέσεως καὶ εὐτυχίας. Ξέρετε πῶς μοιάζουν; Σὰν κάποιον ἄθεο συγγραφέα, ποὺ μπῆκε μιὰ μέρα σ᾿ ἕνα πλοῖο νὰ ταξιδέψῃ. Ἀνάμεσα στοὺς ἐπιβάτες ἄλλοι ἦταν μορφωμένοι, ἄλλοι ἁπλοϊκοί, κι αὐτὸς βρῆκε εὐκαιρία νὰ διδάσκῃ τὴν ἀπιστία του. Ἡ θάλασσα στὴν ἀρχὴ ἦταν λάδι, καθρέφτης. Πνοὴ δὲν φυσοῦσε, τὸ ταξίδι ἦταν εὐχάριστο κ᾽ἡ γλῶσσα τοῦ ἀπίστου ῥοκάνι, προπαγάνδιζε. Ἀπότομα ὅμως ὁ καιρὸς ἄλλαξε. Φύσηξε ἀέρας, ὁ ἀέρας δυνάμωσε, τὰ κύματα ἀγρίεψαν, σηκώθηκαν βουνά, καὶ τὸ πλοῖο κινδύνευε. Ὅλοι οἱ ἐ πιβάτες, μορφωμένοι καὶ ἀγράμματοι, οἱ γυναῖκες, τὰ παιδιά, ἀλλὰ καὶ οἱ ναῦτεςκαὶ ὁ πλοίαρχος, φώναζαν· Παναγία σῶσε μας, Θεέ σῶσε μας! Ὅλοι. Καὶ ὁ κράχτης τῆς ἀπιστίας; Σὰν τὸ σκυλὶ ποὺ τὸ χτυπᾷς καὶ φεύγειμὲ τὴν οὐ ρὰ στὰ σκέλη, ἔτσι ζάρωσε σὲ μιὰγωνιὰ τοῦ πλοίου, γονάτισε καὶ φώναζε κι αὐτός· Χριστέ, βοήθα μας!…
Τί σημαίνει αὐτό; Κατ᾿ οὐσίαν δὲν ὑπάρχουν ἄπιστοι. Λένε πὼς δὲν πιστεύουν, μὰ ὅταν ἔρθῃ ἡ ὥρα ἡ φοβερή, τό τε κι αὐ τοὶ ἐπικαλοῦνται τὸ Θεό. Ὅπως ὁ ἀπόστολος Πέτρος· ὅταν εἶδε τὴ θάλασσα ἀγριεμένη καὶ τὸ κῦμα νὰ ὑψώνεται νὰ τὸν καταποντίσῃ, τότε φώναξε στὸ Χριστό, ποὺ περπατοῦσε πάνω στὰ κύματα, «Κύριε, σῶσόν με» (Ματθ. 14,30).
* * *
«Κύριε, σῶσόν με». Δὲν τὸ λέει μόνο ἡ γριούλα, ὁ ἀγράμματος χωρικός, ἡ γυναίκα - ὁ ἄντρας, ὁ μαῦρος - ὁ ἄσπρος - ὁ κόκκινος, ὅλες οἱ φυλές· τὸ λέει καὶ ὁ ἄπιστος ὅταν ἔρθῃ στὰ δύσκολα. Ὅσο τὸ πουγγὶ εἶνε γε μᾶτο κ᾽ ἔχεις καταθέσεις στὴν τράπεζα, λὲς «παντοδύναμοςὁ παρᾶς»· ὅσο οἱ ἐπιχειρήσεις πηγαίνουν καλὰ καὶ τὸ κατάστημα προοδεύει, δὲν σκέπτεσαι Θεό. Ἀλλ᾽ ὅταν ἀδειάσουν τὰ ταμεῖα κ᾽ ἡ τσέπη δὲν ἔχῃ πεντάρα ν᾽ ἀγορά σῃς ἕνα καρβέλι ἢ ἕνα εἰσιτήριο, ὅταν στὸ σπίτι ἀρρωστήσῃ τὸ παιδὶ καὶ τὰ φάρμακα δὲν κάνουν τίποτακ᾽ οἱ γιατροὶ ἀπελπίζουν, τότε βλέπεις καὶ τὴ μάνα τὴ μοντέρνα καὶ τὸν πατέρα τὸν ὀρθολογιστή, ποὺ ἔλεγαν πὼς δὲν πιστεύουν, νὰ γονατίζουν κι αὐτοὶ καὶ νὰ παρακαλοῦν τὸ Θεό.
Κ᾽ ἐκεῖνος ὁ ἄλλος, ὁ νέος μὲ τὰ διπλώματα τὰ μεγάλα, ὅταν τώρα εἶνε «μπουνάτσα» καὶ τὸ ἔθνος ἥσυχο, λέει κι αὐτὸς «Δὲν ὑπάρχει Θεός». Γιά ρώτα κ᾽ ἐμᾶς, ποὺ παραχώρησε ὁ Θεὸς ν᾿ ἀνεβοῦμε στὰ ψηλὰ βουνὰ σὰν στρατιωτικοὶ ἱερεῖς στὰ χρόνια τὰ φοβερὰ καὶ ἀπαίσια. Εἶδα ἐκεῖ παιδιὰ τῆς Ἀθήνας, ἄθεα καὶ ἄπιστα, ποὺ ποτέ τους δὲν ἄνοιγαν τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ πέφτουν μπροστὰ στὸν πνευμα τικὸ πατέρα, νὰ κλαῖνε, νὰ παρακαλοῦν τὸ Θεὸ νὰ τοὺς συχωρέσῃ, καὶ μετὰ νὰ λένε ὅτι ἐκεῖ εἶδαν ὁράματα, εἶδαν τὸ Θεό, εἶδαν τὴν Παναγιά!
Ὅταν ὑπάρχῃ εἰρήνη, εἶνε ἔρημες οἱ ἐκκλησιὲς καὶ γεμίζουν οἱ ἀκρογιαλιές· ἅμα –μὴ γένοιτο– δοῦμε στὸν οὐρανὸ τὰ μαῦρα κοράκιανὰ ῥίχνουν φωτιὰ καὶ σίδερο, τότε θὰ γεμίσουν πάλι οἱ ἐκκλησιές, θ᾽ ἀρχίσουν οἱ προσευχές, οἱ παρακλήσεις, τὰ «Κύριε ἐλέησον». Καλὰ εἶπε ὁ προφήτης «Ἐν θλίψει ἐμνήσθην σου» (Ἠσ. 26,16).
Καὶ πῶς ἀπαντᾷ ὁ Θεὸς στὶς προσευχές μας;
• Ἀργεῖ, ἀλλὰ δὲν λησμονεῖ. Μερικοὶ παρα καλοῦν τὸ Θεό, ἀλλὰ θέλουν, μόλις ποῦν μιὰφορὰ τὸ «Κύριε ἐλέησον» ἢ κάνουν μιὰ παράκλησι στὴν Παναγία ἢ ἀνάψουν ἕνα κεράκιστὴν εἰκόνα, ἀμέσως νὰ παρουσιαστῇ ὁ Θεός,νὰ «ἐξοφλήσῃ τοῖς με τρητοῖς» τὸ κεράκι ἢ τὴνπροσευχή τους. Εἶνε ἀνυπόμονοι, θέλουν νὰ δοῦν ἀμέσως τ᾿ ἀ ποτελέσματα. Μὰ ὁ Θεὸς δὲν βιάζεται. Ἀκούει, βλέπει, πονεῖ τὰ παιδιά του· πολλὲς φορὲς ὅ μως δὲν δίνει ἀμέσως ἐκεῖνο ποὺ ζητᾶμε. Ὑπάρχουν παραδείγματα ποὺ ἄνθρωπος ζητοῦσε κάτι ὅταν ἦταν μικρὸ παιδί, καὶ τὸ ἔλαβε ὅταν πλησίαζε πιὰ νὰ πεθάνῃ. Ἔχει μυστήρια αὐτὴ ἡ ζωή, καὶ τὰ κρίματα τοῦ Κυρίου εἶνε ἀνεξιχνίαστα.
Γιά κοιτάξτε τὸ εὐαγγέλιο. Ἦταν, λέει, μέσα στὴ θάλασσα –ποιοί; ὄχι οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ, οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι, ἀλλὰ οἱ μαθηταί του· ὅ,τι ἅγιο, ἐκλεκτὸ καὶ πολύτιμο εἶχε ὁ Χριστός. Καὶ ἦταν μέσ᾿ στὴ φουρτούνα πόσες ὧρες· ἐννέα ὧρες· ἀπ᾽ τὸ βασίλεμα τοῦ ἥλιου μέχρι τὸ πρωί. Πάλευαν, κ᾽ ἡ θάλασσα ἦ ταν ἕτοιμη νὰ τοὺς καταπιῇ. Ἐννιὰ ὧρες κινδύνευαν· καὶ πότε ἦρθε ὁ Χριστός; Ἦρθε τὴν πρώτη ὥρα, ἦρθε τὴ δεύτερη, ἦρθε τὴν τρίτη, ἦρθε τὴν τέταρτη, ἦρθε τὴν πέμπτη, ἦρθε τὰ μεσάνυχτα; πότε; Τὴν τελευταία ὥρα, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ βγῇ ὁ ἥλιος, τότε πλέον φάνηκε περπατώντας πάνω στὰ κύματα καὶ τοὺς ἔσωσε. Τί σημαίνει αὐτό; Χριστιανέ, μὴν ἀπελπίζεσαι, μὴ γογγύζεις. Κάνε τὴν προσευχή σου στὸ Θεό, κι ἂν δὲν σοῦ δίνῃ αὐτὸ ποὺ ζητᾷς ἔχε ὑπομονή.
Ἔχουμε παραδείγματα ἀνθρώπων ποὺ ἐπέμεναν στὴν προσευχή. Γνωρίζω ἀντρόγυνα ποὺ δὲν εἶχαν παιδί, παρακαλοῦσαν τὸ Θεὸ χωρὶς νὰ γογγύσουν, καὶ μετὰ ἀπὸ χρόνια ἀπέκτησαν· τὸ παιδὶ τοὺς δόθηκε σὰν δῶρο τῆς ἐπιμονῆς τους στὴν προσευχή. Ὑπάρχουν κι ἄλλα παραδείγματα ἀκόμη πιὸ θαυμαστά. Γι᾿ αὐτὸ νὰ μὴν εἴμαστε ἀνυπόμονοι, ἀλλὰ νὰ πιστεύουμε.
• Νὰ ἔχουμε, ἀδελφοί μου, ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι καμμιὰ φορὰ ὁ Θεὸς ὄχι μόνο ἀναβάλλει νὰ δώσῃ τὸ αἴτημα, ἀλλὰ κι ὅταν δώσῃ δίνει τὸ ἀντίθετο!
Εἶνε τὸ παιδὶ ἄρρωστο, τρέχει ἡ μάνα ἀπὸ ἐκκλησιὰ σὲ ἐκκλησιὰ καὶ κάνει λειτουργίες μὲ δάκρυα, κι ὅμως τὸ παιδὶ πεθαίνει. Ἡ μάνα κλονίζεται καὶ λέει· Ποῦ εἶνε ὁ Θεός; γιατί νὰ πάρῃ τὸ παιδί μου; γιατί νὰ ἐπιτρέψῃ τὴ συμφορά;… Ὄχι, μάνα, μὴν τὸ πῇς αὐτό. Ὅ,τι δίνει ὁ Θεὸς εἶνε γιὰ τὸ καλό μας.
Σὲ ἕνα σπίτι εἶχαν ἕνα μονάκριβο παιδί. Καὶ μιὰ βραδιὰ φιλοξένησαν κάποιον. Τὸ πρωὶ ὁ ξένος φεύγοντας ζήτησε καὶ πῆρε μαζί του ὡς ὁδηγὸ τὸ παιδί. Καθὼς ὅμως περνοῦσαν μαζὶ ἕνα γεφύρι, ὁ ξένος ἁρπάζει τὸ παιδί, τὸ ῥίχνει στὸ ῥέμα καὶ τὸ παιδὶ πνίγηκε. Ἄθλιε, τοῦ φώναζαν, καταραμένε, τί ἔκανες;… Αὐτὸς ὅμως, ποὺ ἦταν ἄγγελος καὶ κατέβηκε στὴ γῆ γιὰ νὰ διδάξῃ τὶς μανάδες ποὺ χάνουν παιδιὰ νὰ μὴγογγύζουν, εἶπε· Ὁ Θεὸς δὲν εἶνε κακοῦργος, εἶνε γεμᾶτος ἀγάπη· πῆρε τὸ παιδὶ τώρα, ποὺ δὲν εἶχε κάνει ἁμαρτίες· γιατὶ ἂν ζοῦσε, μεγαλώνοντας θὰ γινόταν ἐγκληματίας. Ξέρει ὁΘεὸς τί κάνει· ἐμεῖς εἴμαστε κοντόφθαλμοι.
Ἄλλη περίπτωσι. Κάπου ἔπεσε φωτιὰ καὶ ἔκαψε τὸ καλύβι μιᾶς φτωχῆς οἰκογένειας, ἐνῷ δίπλα τὰ μεγάλα σπίτια δὲν ἔπαθαν τίποτα. Γιά κοίταξε, ἔλεγε ὁ κόσμος· εἶνε δίκαιος ὁ Θεός; νὰ πέσῃ ἡ φωτιὰ στὴν καλύβα τοῦ φτωχοῦ;… Τί ἔγινε ὅμως· ἡ φτωχὴ οἰκογένεια, σκάβοντας τὸ μέρος ποὺ ἦταν ἡ καλύβα, βρῆκαν ἕνα πιθάρι μὲ χρυσᾶ νομίσματα, καὶ μ᾽ αὐτὰ ἔχτισαν σωστὸ παλάτι. Ἂν δὲν καιγόταν ἡ καλύβα, δὲν θά ᾿βρισκαν τὸ πιθάρι. Μυστήρια ἔχει αὐτὴ ἡ ζωή· κάτι ποὺ θεωροῦμε συμφορά, μπορεῖ νὰ εἶνε μεγάλη εὐτυχία.
Καὶ μιὰ κοπέλλα στὴν Ἀθήνα μοῦ ἔλεγε μὲ δάκρυα· Ἔκανα ἁμαρτία. Πρὸ δύο ἐτῶν μὲ ζήτησε ἕνας νέος. Φαινόταν σὰν ἄγγελος. Μὰ ξαφνικὰ διέλυσε τὸν ἀρραβῶνα, κ᾽ ἐγὼ ἤμουν ἕτοιμη ν᾿ αὐτοκτονήσω, νὰ πέσω ἀπ᾽ τὴν Ἀκρόπολι. Γόγγυσα τότε στὸ Θεό. Μετὰ ἔμαθα, ὅτιὁ νέος ἐκεῖνος ἔγινε κακοῦργος καὶ κλείστηκε στὶς φυλακές. Τώρα δοξάζω τὸ Θεό.
* * *
Τὸ συμπέρασμα εἶνε· νά ᾿χουμε πίστι, πίστι σὰν τὸ βράχο· καὶ στὴ μπουνάτσα καὶ στὴν τρικυμία, καὶ στὸ θάνατο καὶ στὴ χαρά, καὶ στὴνεὐτυχία καὶ στὴ δυστυχία. Ὁ Κύριος εἶπε· «Πιστεύετε εἰς τὸν Θεόν, καὶ εἰς ἐμὲ πιστεύετε» καὶ «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰω. 14,1· 16,33).
Μὴν ἀπελπιζώμαστε. Ὁ κόσμος αὐτὸς –ἂς λένε οἱ ἄπιστοι– δὲν ἔγινε ἔτσι τυχαῖα. Ὁ Θεὸςεἶνε πατέρας κι ἀκούει τοὺς παλμοὺς τῆς καρδιᾶς μας. Κι ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, ποιός πατέρας θὰ ζητήσῃ τὸ παιδί του ψωμὶ κι αὐτὸς θὰ τοῦ δώσῃ πέτρα; ἢ θὰ ζητήσῃ ψάρι καὶ θὰ τοῦ δώσῃ φίδι; (βλ. Ματθ. 7,9). Πολὺ περισσότερο ὁ οὐράνιος Πατέρας μας ξέρει τί χρειαζόμαστε, τί ἔχουμε ἀνάγκη, καὶ μᾶς τὰ δίνει ὅλα.
Καὶ νὰ ξέρουμε καλὰ –τὸ εἶπε ὁ Χριστὸς κι ὁ λόγος του εἶνε ἀληθινός· οὔτε ἕνα σπουργίτι δὲν πέφτει χάμω νεκρό (βλ. Ματθ. 10,29. Λουκ. 12,6), οὔτε ἕνα φύλλο δὲν πέφτει στὴ γῆ ἀπὸ τὸ δέντρο χωρὶς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἐσταυρωμένου Αἰγάλεω - Ἀθηνῶν τὴν 31-7-1966. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 15-7-2015.)